Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψωραλέος
ψωραλέος, -έα, -έο, επίθ. [<αρχ. ψωραλέος <ψώρα + κατάλ. -αλέος], ψωραλέος· (υποτιμητικά) που είναι άθλιος, εξαθλιωμένος, δυστυχισμένος, ο ψωριάρης: «τι τον κουβαλάς αυτόν τον ψωραλέο μαζί σου!».
ψωραλέος, -έα, -έο, επίθ. [<αρχ. ψωραλέος <ψώρα + κατάλ. -αλέος], ψωραλέος· (υποτιμητικά) που είναι άθλιος, εξαθλιωμένος, δυστυχισμένος, ο ψωριάρης: «τι τον κουβαλάς αυτόν τον ψωραλέο μαζί σου!».