Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψιθυρίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ψιθυρίζω, ρ. [<αρχ. ψιθυρίζω <ψίθυρος], ψιθυρίζω· λέω, προειδοποιώ κάποιον για κάτι με πολύ χαμηλή φωνή, χωρίς να γίνω αντιληπτός από τους άλλους: «κάποιος του ψιθύρισε πως έρχονταν να τον συλλάβουν και την κοπάνησε»·
- έλα να σου ψιθυρίσω δυο λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα.

λεξούλα

λεξούλα, η, ουσ. [υποκορ. του ουσ. λέξη], η λεξούλα·
- έλα να σου πω δυο λεξούλες ή έλα να σου ψιθυρίσω δυο λεξούλες, α. παρακλητική έκφραση άντρα προς γυναίκα, που θέλει να της γνωστοποιήσει τον έρωτά του: «έλα να σου ψιθυρίσω δυο λεξούλες και μετά, αν θέλεις, φεύγεις». β. απειλητική έκφραση σε κάποιον να έρθει να τον επιπλήξουμε ή να τον τιμωρήσουμε: «έλα να σου πω δυο λεξούλες τώρα που σε βρήκα». Πρβλ.: δυο λέξεις μου ψιθύρισε ξηγώντας νέτα σκέτα κι αφού με εδιπλάρωσε μου τα ’ψαλε στα σβέλτα.