ψιθυρίζω
ψιθυρίζω, ρ. [<αρχ.
ψιθυρίζω <ψίθυρος], ψιθυρίζω· λέω, προειδοποιώ κάποιον για κάτι με πολύ
χαμηλή φωνή, χωρίς να γίνω αντιληπτός από τους άλλους: «κάποιος του ψιθύρισε
πως έρχονταν να τον συλλάβουν και την κοπάνησε»·
- έλα να σου ψιθυρίσω δυο
λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα.
λεξούλα
λεξούλα,
η, ουσ. [υποκορ.
του ουσ. λέξη], η λεξούλα·
- έλα
να σου πω δυο λεξούλες ή έλα να σου ψιθυρίσω δυο λεξούλες, α. παρακλητική
έκφραση άντρα προς γυναίκα, που θέλει να της γνωστοποιήσει τον έρωτά του: «έλα
να σου ψιθυρίσω δυο λεξούλες και μετά, αν θέλεις, φεύγεις». β.
απειλητική έκφραση σε κάποιον να έρθει να τον επιπλήξουμε ή να τον τιμωρήσουμε:
«έλα να σου πω δυο λεξούλες τώρα που σε βρήκα». Πρβλ.: δυο λέξεις μου
ψιθύρισε ξηγώντας νέτα σκέτα κι αφού με εδιπλάρωσε μου τα ’ψαλε στα σβέλτα.