Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ψαλίδα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ψαλίδα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. ψαλίδι], η ψαλίδα. 1. είδος εντόμου με ψαλιδωτή ουρά: «όταν ήμασταν μικρά παιδιά, φοβόμασταν τις ψαλίδες». 2. η σαρανταποδαρούσα, επειδή έχει ψαλιδωτή ουρά: «το υπόγειο του σπιτιού που έχουμε στο χωριό είναι γεμάτο από ψαλίδες». 3. ασθένεια των τριχών του κεφαλιού κατά την οποία οι άκρες τους σχίζονται στα δυο και παύουν να αναπτύσσονται κανονικά: «αποφάσισε να πάει στο κομμωτήριο να περιποιηθεί τα μαλλιά της, γιατί άρχισαν να κάνουν ψαλίδα». Παρατηρείται ιδίως στις γυναίκες που αφήνουν μακριά μαλλιά. 4. λεσβιακή ερωτική στάση κατά την οποία οι δυο γυναίκες ανοίγουν τα σκέλη τους και φέρνοντας σε επαφή τα αιδοία τους αρχίζουν να τα τρίβουν·
- ανοίγει η ψαλίδα, αυξάνει η διαφορά ανάμεσα σε δυο ακραία σημεία: «όσο περνάει ο καιρός ανοίγει η ψαλίδα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς»·
- κλείνει η ψαλίδα, μειώνεται η διαφορά ανάμεσα σε δυο ακραία σημεία: «η νέα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έχει ως στόχο να κλείσει την ψαλίδα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς»·
- το άνοιγμα της ψαλίδας, βλ. λ. άνοιγμα·
- το κλείσιμο της ψαλίδας, βλ. λ. κλείσιμο.

άνοιγμα

άνοιγμα, το, ουσ. [<μτγν. ἄνοιγμα ], το άνοιγμα· η οφειλή, το χρέος: «έχω ένα σοβαρό άνοιγμα στον τάδε»· το έλλειμμα: «έχω πέντε χιλιάδες άνοιγμα στο ταμείο μου»·
- κάνω άνοιγμα, α. προσπαθώ να επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «με τη νέα σεζόν θα κάνω άνοιγμα στο χώρο των ηλεκτρονικών». β. επιδιώκω να δημιουργήσω νέες κοινωνικές σχέσεις: «αφού θ’ ασχοληθώ με τις εισαγωγές, αποφάσισα να κάνω άνοιγμα στην τάξη των εκτελωνιστών». γ. ριψοκινδυνεύω οικονομικά: «παρ’ όλη την αναδουλειά, εγώ θα κάνω άνοιγμα σε μια νέα επιχείρηση κι ο Θεός βοηθός». δ. αναπτύσσω διάφορες πρωτοβουλίες για τη σύναψη συνεργασίας, ιδίως πολιτικής, ή για τη βελτίωση των σχέσεών μου με κάποιον: «εν όψει των εκλογών το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κάνει άνοιγμα στο Συνασπισμό || αν δεν έκανα άνοιγμα στον τάδε, θα ήμασταν ακόμα μαλωμένοι». ε. (για χαρτοπαίγνιο) αρχίζω το παιχνίδι καταθέτοντας ένα ορισμένο ποσό: «κάνω άνοιγμα με χίλιες δραχμές». στ. (για σκάκι) κάνω τις πρώτες κινήσεις του παιχνιδιού: «έκανα άνοιγμα με δυο στρατιωτάκια»·
- το άνοιγμα λογαριασμού, α. η έναρξη δοσοληψιών με μια τράπεζα με την κατάθεση κάποιου χρηματικού ποσού: «μετά το άνοιγμα λογαριασμού που έκανα στην τράπεζα, ίσως κάνω και κάποια αίτηση για να πάρω ένα δάνειο». β. η άρση του τραπεζικού απορρήτου κατόπιν εισαγγελικής εντολής, για να γίνει γνωστό το ύψος των καταθέσεων κάποιου ατόμου ή ο λόγος που κατατέθηκαν τα χρήματα, γιατί υπάρχουν ενδείξεις ότι τα χρήματα  ή μέρος των χρημάτων προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες: «ο εισαγγελέας ζήτησε το άνοιγμα λογαριασμού του τάδε υπουργού, γιατί υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ότι χρηματιζόταν»·
- το άνοιγμα της ψαλίδας, η αύξηση της διαφοράς ανάμεσα σε δυο ακραία σημεία: «συν τω χρόνω αυξάνει το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς».

κλείσιμο

κλείσιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. κλείνω + κατάλ. -μο], το κλείσιμο. 1. η συμφωνία, η συνομολόγηση: «το κλείσιμο της δουλειάς μας έδωσε μεγάλη χαρά». 2. η όπως όπως διευθέτηση ενός προβλήματος που χρονίζει: «οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται διακαώς για το κλείσιμο του κυπριακού». 3. διακοπή εργασίας, η χρεοκοπία: «το κλείσιμο του εργοστασίου μας στενοχώρησε όλους»·
- με το κλείσιμο, αμέσως μετά τη διακοπή της εργασίας ή της λειτουργίας κάποιου μηχανήματος, κάποιας συσκευής: «θα περάσω να σε πάρω με το κλείσιμο του μαγαζιού || με το κλείσιμο της τηλεόρασης ηρέμησε το κεφάλι μου»·
- το κλείσιμο της ψαλίδας, η μείωση της διαφοράς ανάμεσα σε δυο ακραία μεγέθη: «τα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης δεν αναμένεται να συντελέσουν στο κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς».