Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χωριό

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χωριό, το, ουσ. [<μσν. χωριόν <αρχ. χωρίον], το χωριό· ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση σε άτομο που είναι ή που το θεωρούμε άξεστο, απολίτιστο: «έλα δω, ρε χωριό, τι έκανες πάλι και σε κακολογούν;». Υποκορ. χωριουδάκι, το. (Δημοτικό τραγούδι: χωριό μου χωριουδάκι μου και πατρικό σπιτάκι μου). (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, όταν είσαι ανεπιθύμητος σε ένα χώρο, μην περιμένεις βοήθεια από κανέναν: «μέσ’ στην πιάτσα αν είσαι αφερέγγυος, δεν έχεις βοήθεια από κανέναν, γιατί, αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά»· 
- βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί, λέγεται για εκείνους που ενεργούν ασύδοτα σε ένα χώρο, επειδή δεν υπάρχει κάποιος να τους ελέγξει, να τους εμποδίσει: «βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί σ’ αυτό το κράτος που είναι μπάχαλο κι όλοι κάνουν ό,τι τους κατέβει!»· 
- γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες), μαλώσαμε, τσακωθήκαμε και δημιουργήθηκε εχθρότητα μεταξύ μας: «αντιλήφθηκα πως ήθελε να με βάλει στο χέρι, και γίναμε από δυο χωριά χωριάτες». (Λαϊκό τραγούδι: από τα μάτια σου, Σμυρνιά, πήραν φωτιά στο μαχαλά, όλο μαλώνουν τα παιδιά και γίναν από δυο χωριά). Ακούγεται και γίναμε από δέκα χωριά (χωριάτες)·
- γίνεται χωριό, βλ. συνηθέστ. κάνουμε χωριό·
- δε γίνεται χωριό ή δεν μπορεί να γίνει χωριό, βλ. φρ. δεν κάνουμε χωριό. (Λαϊκό τραγούδι: με την γκρίνια που έχει πέσει, το κακό έχει παραγίνει, με το φταις και με το φταίω δεν μπορεί χωριό να γίνει
- δεν κάνουμε χωριό ή δεν μπορούμε να κάνουμε χωριό, δεν ταιριάζουμε, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συνεργαστούμε, να συμβιώσουμε, να συνυπάρξουμε: «είμαστε κι οι δυο εγωιστές, γι’ αυτό δεν κάνουμε χωριό». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό στα ίσα θα στο πω δεν κάνουμε μαζί χωριό και για την κοινωνία // σου το ’πα μια σου το ’πα δυο, εμείς δεν κάνουμε χωριό
- είμαι από χωριό, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή το κανονίστε τα, εγώ: «μήπως πέρασε από δω ο τάδε; -Εγώ δεν ξέρω, ρε παιδιά, είμαι από χωριό || ποια είναι η γνώμη σου για το θέμα που κουβεντιάζουμε, ρε φίλε; -Κανονίστε τα, εγώ είμαι από χωριό». Συνών. δεν είμαι της οικοδομής / είμαι από επαρχία / είμαι περαστικός / ήρθα να πάρω τα χαλιά / ψυγεία πουλάω· 
- είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό, λέγεται από την άποψη ότι, όλοι λίγο πολύ γνωριζόμαστε στον επαγγελματικό χώρο στον οποίο ανήκουμε και γνωρίζουμε το ποιόν του καθενός: «εμείς οι ηθοποιοί είμαστ’ ένα μεγάλο χωριό κι ο καθένας ξέρει με τι ασχολείται ο άλλος». Από το ότι όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού, γνωρίζονται μεταξύ τους·
- είναι ο καλύτερος του χωριού, έχει πολύ τακτοποιημένη ζωή, πολύ τακτοποιημένη εργασία: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε την κόρη του εργολάβου, είναι ο καλύτερος του χωριού || απ’ τη μέρα που βολεύτηκε στο δημόσιο, είναι ο καλύτερος του χωριού»·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- έτσι κάνετε (εσείς) στο χωριό σας; λέγεται ειρωνικά ή και απειλητικά σε κάποιον που συμπεριφέρεται ανάρμοστα·
- η πουτάνα του χωριού, βλ. λ. πουτάνα·
- κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη ή καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη, εκφράζει φιλοδοξία για τιμές και μεγαλεία: «φεύγει ο κόσμος απ’ την επαρχία για να βρει την τύχη του στις μεγάλες πόλεις και κυκλοφορούν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αλλά για μένα κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη»·
- κάνουμε χωριό, ταιριάζουμε, μπορούμε να συνεννοηθούμε, να συνεργαστούμε, να συμβιώσουμε, να συνυπάρξουμε: «απ’ τη στιγμή που είδαμε πως κάνουμε χωριό, αποφασίσαμε να συνεταιριστούμε || μετά από γνωριμία δυο χρόνων αποφασίσαμε να παντρευτούμε, γιατί είδαμε πως κάνουμε χωριό». (Λαϊκό τραγούδι: σε μάζεψα, σε σύμμασα απ’ τα σοκάκια μέσα κι είπα, να κάνουμε χωριό,ν’ ανοίξουμε νοικοκυριό. Μα συ δεν έχεις μπέσα
- ο τρελός του χωριού, βλ. λ. τρελός·
- όνομα και μη χωριό, βλ. λ. όνομα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- το μεγάλο χωριό, χαρακτηρισμός των μεγάλων πόλεων, ιδίως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Από το ότι στις πόλεις αυτές οι περισσότεροι κάτοικοι προέρχονται από την επαρχία. Συνήθως λέγεται με ειρωνική διάθεση: «ήρθαν ορισμένοι απ’ το μεγάλο χωριό και μας κάνουν τους έξυπνους!».
- το χωριό καιγότανε κι η Μάρω στολιζότανε, βλ. φρ. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται, λ. κόσμος·
- το χωριό κάνει παπά, η κοινή αποδοχή, η κοινή αναγνώριση καταξιώνει κάποιον σε μια κοινωνία: «κανείς δεν μπορεί να επιβάλει κάποιον σε κάποιο χώρο με το ζόρι, γιατί το χωριό κάνει παπά». Συχνό παράδειγμα η δυναμική άρνηση διάφορων ενοριών να αποδεχτούν τον παπά που επιδιώκει να τους επιβάλει η οικεία Μητρόπολη σε αντικατάσταση του προηγουμένου, ο οποίος είχε και την αποδοχή των ενοριτών·   
- του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει, βλ. λ. άγιος·
- χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, ό,τι είναι προφανές, αυταπόδεικτο, δε χρειάζεται επεξηγήσεις.

άγιος

άγιος, -ία κ. -ια, -ιο, επίθ. [<αρχ. ἅγιος], άγιος. 1. που είναι καλός, τίμιος, ευσεβής, ενάρετος, αγνός: «ο τάδε είναι άγιος άνθρωπος κι όλοι τον υποληπτόμαστε || αποκλείεται να σ’ έβρισε, γιατί αυτός είναι άγιος». 2. που δεν ενοχλεί, που δεν πειράζει, που δεν κάνει κακό σε κανέναν: «ο τάδε είναι άγιος και δεν μπερδεύεται στις διαμάχες της γειτονιάς». 3. οτιδήποτε έχει πολύ μεγάλη ηθική αξία για κάποιον: «κανείς εχθρός δε θα πατήσει τ’ άγια χώματα της πατρίδας μας». 4. προσφώνηση ιερωμένου ή τιτλούχου ή μεταξύ ιερωμένων ή τιτλούχων της Εκκλησίας μας: «πώς τέτοια ώρα απ’ το σπίτι μου, άγιε πατέρα; || άγιε ηγούμενε, σε θέλουν στην Αγία Επιστασία». 5. το αρσ. ως ουσ. ο άγιος, (στη γλώσσα της αργκό) ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα: «μου ’δωσε μια κλωτσιά και με βρήκε κατευθείαν στον άγιο». Επίρρ. άγια. (Ακολουθούν 59 φρ.)·
-Άγια Νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- άγιε Νικόλα μου, βοήθα με. -Κούνα κι εσύ τα χέρια σου, βλ. λ. χέρι·
- άγιες μέρες, βλ. λ. μέρα·
- Άγιοι Τόποι, βλ. λ. τόπος·
- άγιος Βασίλης ή αγιο-Βασίλης, αυτός που σκορπάει τα λεφτά του, που μοιράζει δώρα, ο χουβαρντάς: «κάποτε ήταν πολύ φτωχός, αλλά τώρα που τα κονόμησε είναι σκέτος αγιο-Βασίλης». Αναφορά στον ομώνυμο άγιο, που φέρνει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς δώρα στα μικρά παιδιά·
- βρήκες άγιο ν’ ανάψεις κερί, λέγεται στην περίπτωση που ενεργούμε άστοχα, ακατάλληλα: «αν τα βρω σκούρα στη δουλειά, θα ζητήσω τη βοήθεια του τάδε. -Βρήκες άγιος ν’ ανάψεις κερί. Αυτός, αγόρι μου, είναι απατεώνας!». Πολλές φορές, άλλοτε μετά το ρ. και άλλοτε μετά το άγιο της φρ.ακολουθεί το κι εσύ·
- γίνομαι σαν τον άγιο, βλ. φρ. γίνομαι σαν τον άγιο Ονούφριο·
- γίνομαι σαν τον άγιο Ονούφριο, αδυνατίζω, εξαντλούμαι πάρα πολύ από υπερβολική κούραση, δίαιτα, νηστεία ή μακροχρόνια αρρώστια: «με τόσο εξαντλητική δίαιτα που έκανε, έγινε σαν τον άγιο Ονούφριο || έμεινε δυο μήνες στην κλινική κι έγινε σαν τον άγιο Ονούφριο»·
- δε δίνει του αγίου θυμίαμα ή δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα, βλ. φρ. δε δίνει του αγίου του νερό·
- δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό, είναι πολύ τσιγκούνη, πολύ φιλάργυρος: «απ’ αυτόν μωρέ, πήγες να πάρεις κι εσύ δανεικά; Αυτός δε δίνει του αγίου του νερό». Συνών. δε δίνει ούτε την αμαρτία του / δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό / δε δίνει του αγίου του θυμίαμα ή δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα·
- δεν είμαι άγιος, έκφραση με την οποία θέλει να δικαιολογήσει κάποιος μια ανήθικη πράξη του ή για να δηλώσει πως έπαψε πια να ανέχεται κάτι που μέχρι τώρα απέβαινε σε βάρος του: «μόλις είδα το ταμείο ανοιχτό άπλωσα το χέρι μου, γιατί δεν είμαι άγιος || δεν ανέχομαι άλλο να μ’ εκμεταλλεύεσαι, γιατί δεν είμαι άγιος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ και μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κανένας. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν είμαι άγιος για να σε συγχωράω, εσύ να κάνεις σφάλματα κι εγώ να σ’ αγαπάω
- δουλειά και άγιος ο Θεός, βλ. λ. δουλειά·
- ε μα τον άγιο! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα τον άγιο, σταμάτα αυτή την γκρίνια σου!». Συνών. ε μα την αλήθεια! (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το Θεό! / ε μα το ναι(!)·
- έγιναν όλα καλά κι άγια, έγιναν όλα με το σωστό, με τον ενδεδειγμένο τρόπο: «δεν υπάρχει καμιά εκκρεμότητα μεταξύ μας, γιατί όλα έγιναν καλά κι άγια || είμαι πολύ ευχαριστημένος με τη δουλειά που μου παρέδωσες, γιατί έγιναν όλα καλά κι άγια»·
- έγινε η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, βλ. λ. νύχτα·
- έγινε σαν τον άγιο Γαμώτο, βρίσκεται σε άθλια ψυχολογική κατάσταση, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, έγινε σαν τον άγιο Γαμώτο»·
- είχε άγιο ή είχε κι άγιο, α. ήταν πολύ τυχερός και δεν έπαθε κάτι κακό, ιδίως σε κάποιο δυστύχημα, είχε προστάτη: «δε θα γλίτωνε μετά από τέτοιο τρακάρισμα, αν δεν είχε άγιο». β. πέτυχε στη ζωή του ή σε κάποια δραστηριότητά του, όχι μόνο επειδή ήταν άξιος, αλλά επειδή είχε και την εύνοια της τύχης: «είναι έξυπνο και ικανό άτομο, αλλά είχε κι άγιο που πρόκοψε τόσο πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: καλή είν’ η υπομονή, καλό και το κουράγιο, μα πρέπει να ’χεις κι άγιο
- έπεσε η αγία ράβδος, βλ. λ. ράβδος·
- η Αγία Κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
- η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος, βλ. λ. επιφοίτηση·
- θα γίνει η νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, βλ. λ. νύχτα·
- θα πέσει (η) αγία ράβδος, βλ. λ. ράβδος·
- κάθομαι άγια ή κάθομαι καλά κι άγια, συμπεριφέρομαι σωστά, φρόνιμα, με σύνεση, καθώς πρέπει: «δεν έχω παράπονο απ’ το γιο σου, γιατί, όσο έλειπες, κάθισε καλά κι άγια». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- καλά κι άγια, έκφραση με την οποία επικροτούμε αυτά που είπε ή έκανε κάποιος: «καλά κι άγια του τα ’πες του παλιοαλήτη! || καλά κι άγια αυτά που έκανες μέχρι τώρα και σου εύχομαι να συνεχίσεις με τον ίδιο τρόπο»·
- καλός κι άγιος, είναι καλός και ευσεβής: «καλός κι άγιος αυτός ο άνθρωπος, δε λέω, αλλά με το σταυρό στο χέρι δεν πρόκοψε κανένας στη ζωή του»·
- καλός κι άγιος… (ακολουθεί κύριο όνομα), αλλά…, έκφραση με την οποία θέλουμε να μετριάσουμε την κακή κριτική μας για το άτομο στο οποίο αναφερόμαστε: «καλός κι άγιος ο Τάκης, αλλά πολύ πίνει, ρε παιδάκι μου!»·
- κάνω τον άγιο, βλ. φρ. κάνω τον άγιο Ονούφριο·
- κάνω τον άγιο Ονούφριο, α. προσποιούμαι, υποκρίνομαι τον καλό, τον τίμιο: «κάθε φορά που θέλει να τον βοηθήσουμε, μας κάνει τον άγιο Ονούφριο». β. προσποιούμαι τον ανήξερο, τον αθώο: «κάθε φορά που γίνεται θέμα για τον καβγά, κάνω τον άγιο Ονούφριο, γιατί είχα πάρει κι εγώ μέρος σ’ αυτόν»·
- κατά τον άγιο και το κερί του, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια ενέργεια εξυπηρετεί ή ταιριάζει σε κάποια περίσταση: «τον διευθυντή της τράπεζας που κάθε τόσο μ’ εξυπηρετεί με διάφορα δάνεια, θα του κάνω ένα πολύ ακριβό δώρο, γιατί κατά τον άγιο και το κερί του».. Συνών. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα / κατά τον καιρό και το χορό·   
- … κι άγιος ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- κι ο άγιος θέλει φοβέρα, βλ. λ. φοβέρα·
- κολάζει κι άγιο, (για γυναίκες) είναι προκλητικά ντυμένη ή πολύ όμορφη και προκλητική: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα, κάνω ένα σωρό πονηρές σκέψεις, γιατί, όπως βλέπεις, κολάζει κι άγιο». Συνών. κολάζει και παπά·
- μα τον άγιο! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί για αυτά που λέμε σε κάποιον: «μα τον άγιο, σου λέω, τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς, όπως στα λέω!». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στον Πειραιά στο μουράγιο, είπα να σκοτωθώ, μα τον άγιο). Για έναν που ζει σε πόλη, όταν κάνει αυτόν τον όρκο, υποσυνείδητα τις πιο πολλές φορές αναφέρεται στον πολιούχο άγιο της πόλης στην οποία κατοικεί. Έτσι, στα Επτάνησα, η αναφορά γίνεται στον άγιο Διονύσιο και στον άγιο Σπυρίδωνα, στη Θεσσαλονίκη η αναφορά γίνεται στον άγιο Δημήτριο, στην Πάτρα στον άγιο Ανδρέα και σε άλλες πόλεις σε άλλους. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω·
- μα τον άγιο Κωνσταντίνο! α. όρκος για να γίνουμε πιστευτοί για αυτά που λέμε σε κάποιον: «μα τον άγιο Κωνσταντίνο, δε σου λέω ψέματα!». (Τραγούδι: κι εκεί στου μακελειού την άψη δαγκώνω τα σκοινιά τα λύνω και μα τον άγιο Κωνσταντίνο όλους τους ρίχνω μες στη χάψη δεμένους με τα χέρια πίσω). β. είναι και φορές που ακούγεται χάριν ομοιοκαταληξίας: «είναι αλήθεια πως πήγε ο τάδε στο Λονδίνο; -Μα τον άγιο Κωνσταντίνο! || δε στο δίνω, δε στο δίνω, μα τον άγιο Κωνσταντίνο!». γ. ιδίως σε χρήση από τα παιδιά στο παιχνίδι του κρυφτού, που, όταν το παιδί που τα φυλούσε τελείωνε την προσυμφωνημένη αρίθμηση κατέληγε με τη στερεότυπη φρ. φτου και βγαίνω κι όποιον βλέπω τονε φτύνω, μα τον άγιο Κωνσταντίνο·
- μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, βλ. λ. κερί·
- μην του φύγει το άγιο μύρο, βλ. λ. μύρο·
- μιλώ τίμια κι άγια, μιλώ ακριβοδίκαια, εκφέρω τη γνώμη μου χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, τα λέω ντόμπρα και σταράτα: «σε θέματα δικαιοσύνης δεν παίρνω το μέρος κανενός και μιλώ τίμια κι άγια»·
- ο άγιος (άι) Βασίλης, χαρακτηρισμός ατόμου που πηγαίνει κάπου φορτωμένος με δώρα: «παιδιά, τρέξ’ τε, ήρθε ο παππούς, ήρθε ο άγιος Βασίλης!»·
- ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη, βλ. λ. χωριάτης·
- ούτε του αγίου Βασιλείου δεν ήταν έτσι, έκφραση απόλυτης ικανοποίησης για την καθαριότητα και την τάξη που επικρατεί σε έναν κλειστό ιδίως χώρο: «μόλις έμαθε πως θα ’ρθουν οι φίλοι του να τον επισκεφθούν, έφτιαξε το δωμάτιό του, που ούτε του αγίου Βασιλείου δεν ήταν έτσι». Από το ότι στη γιορτή του αγίου Βασιλείου, που συμπίπτει με την πρώτη μέρα του χρόνου, συνήθως όλα τα σπίτια λάμπουν από πάστρα·
- περπατώ καλά κι άγια ή περπατώ τίμια κι άγια, ζω, συμπεριφέρομαι με τιμιότητα και δικαιοσύνη, συμπεριφέρομαι όπως πρέπει, όπως αρμόζει σε άγιο άνθρωπο: «δεν έχω να φοβηθώ κανέναν στη ζωή μου, γιατί πάντα περπατώ τίμια κι άγια || απ’ τη μέρα που βγήκε απ’ τη φυλακή, περπατάει τίμια κι άγια»·            
- σ’ άγιο, μικρό και τρελό μην τάξεις, τρεις περιπτώσεις που πρέπει κανείς να το σκέφτεται καλά πριν υποσχεθεί, πριν τάξει κάτι, γιατί θα πρέπει οπωσδήποτε να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του, το τάξιμό του·
- σαν τον άγιο (άι) Βασίλη, λέγεται για κάποιον που πηγαίνει κάπου φορτωμένος με δώρα: «κάθε φορά που έρχεται ο παππούς στο σπίτι, τα εγγόνια του κάνουν τρελές χαρές, γιατί είναι φορτωμένος σαν τον άι Βασίλη»·
- τα Άγια Πάθη, βλ. λ. πάθος·
- τα άγια των αγίων, ο πιο ιερός χώρος του χριστιανικού ναού, όπου η είσοδος επιτρέπεται μόνο στους ιερείς·
- της αγίας καθίστρας, βλ. λ. καθίστρας·
- το άγιο μύρο, βλ. λ. μύρο·
- το άγιο φως, βλ. λ. φως·
- τον άγιο που σε βοηθά, μην τονε προσκυνάς, αυτόν που ούτως ή άλλως σε βοηθά δε χρειάζεται να τον καλοπιάνεις: «κοίταξε να βρεις τρόπο να πλησιάσεις το διευθυντή κι άσε τον υποδιευθυντή που είναι φίλος σου, γιατί τον άγιο που σε βοηθά, μην τονε προσκυνάς»·
- τον έκανα άγιο, τον ικέτευσα, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα άγιο ν’ αποσύρει τη μήνυση, ώσπου στο τέλος ενέδωσε || τον έκανα άγιο να με βοηθήσει, αλλά αυτός τίποτα»·
- του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα, βλ. λ. διάβολος·
- του αγίου Μάμα, βλ. φρ. του αγίου Πούτσου ανήμερα·
- του αγίου Ποτέ, βλ. φρ. του αγίου Πούτσου ανήμερα·
- του αγίου Πούτσου, βλ. φρ. του αγίου Πούτσου ανήμερα·
- του αγίου Πούτσου ανήμερα, λέγεται ειρωνικά για οφειλή που ποτέ δε θα επιστραφεί ή για υπόσχεση που ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί ή γενικά ειρωνικά ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει πότε θα πραγματοποιηθεί κάποια παράκληση ή απαίτησή του: «αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον μπαταξή, θα τα πάρεις πίσω του αγίου Πούτσου ανήμερα || αν σου υποσχέθηκε πως θα σε πάρει στη δουλειά του, να είσαι σίγουρος πως θα σε πάρει του αγίου Πούτσου ανήμερα || πότε θα μου επιστρέψεις τα λεφτά που σου δάνεισα; -Του αγίου Πούτσου ανήμερα». Συνών. στις τριάντα δύο του μηνός / τη μέρα που δεν έχει αύριο / το μήνα που δεν έχει Σάββατο / του χρόνου που δεν έχει Σάββατο·
- του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει, λέγεται στην περίπτωση που υποτιμάμε τα ντόπια προϊόντα τα οποία μπορούμε να τα έχουμε σε πρώτη ζήτηση και προτιμάμε προϊόντα τα οποία περιμένουμε να έρθουν από ξένη περιοχή, από ξένο κράτος, μόνο και μόνο για να αποχτήσουμε προϊόντα ξενόφερτα: «είναι κι αυτός της νοοτροπίας πως ό,τι είναι ξένο είναι καλό και δεν εμπιστεύεται τα ελληνικά προϊόντα. -Του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει»· βλ. και φρ. ουδείς προφήτης στον τόπο του, λ. προφήτης· 
- τρεις κι (η) άγια Τριάδα, (για προσπάθειες) έκφραση με την οποία κάποιος, που απέτυχε στις δυο προηγούμενες προσπάθειές του να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ζητάει να επιχειρήσει να επαναλάβει την προσπάθειά του για τρίτη και τελευταία φορά, γιατί έχει την πεποίθηση πως τώρα θα πετύχει, μια και προϋπάρχει η πείρα από τις δυο προηγούμενες φορές· βλ. και φρ. τρίτη και φαρμακερή, λ. τρίτος·
- των αγίων τα καλά, α. αφθονία υλικών αγαθών: «κάθε φορά που πληρώνεται, κουβαλάει στο σπίτι του των αγίων τα καλά». β. απευθύνεται σε κάποιον και ως ευχή: «ο Θεός να σου δίνει των αγίων τα καλά!»·
- φέρομαι καλά κι άγια ή φέρομαι τίμια κι άγια, βλ. φρ. περπατώ καλά κι άγια·
- φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει, βλ. λ. φτωχός.

γάιδαρος

γάιδαρος, ο, θηλ. γαϊδάρα κ. γαϊδούρα (βλ. λ.), πλ. γάιδαροι κ. γαϊδάροι, οι, ουσ. [<μτγν. γαϊδάριον <αραβ. gadar - gaidar], ο γάιδαρος. 1. άνθρωπος απρεπής, αγενής, ανάγωγος, αδιάντροπος, άξεστος, αγροίκος: «πρόσεξε μη φερθείς πάλι σαν γάιδαρος εκεί που θα πάμε, γιατί θα είναι όλοι καθώς πρέπει άνθρωποι». 2. ο αφιλότιμος, ο αχάριστος: «τον βοήθησα μ’ όλες μου τις δυνάμεις και δεν είπε ούτ’ ένα ευχαριστώ ο γάιδαρος». 3. (ειρωνικά ή υποτιμητικά)χαρακτηρίζει το παιδί που δεν είναι πια μικρό, που μεγάλωσε αρκετά και για το λόγο αυτό πρέπει να συμπεριφέρεται και ανάλογα: «έγινε κοτζάμ γάιδαρος κι ακόμη θέλουν να τον νταντεύουν». Υποκορ. γαϊδαράκος, ο. (Τραγούδι: ντε κυρ γαϊδαράκο ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ’ άλλα γάιδαρέ μου κουτεντέ)· βλ. και λ. γαϊδούρι. (Ακολουθούν 57 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, λέγεται για τους αισχρούς ανθρώπους, που με διάφορα γλυκόλογα και ψεύτικες ευγένειες προσπαθούν να μας παρασύρουν ώστε να μας εκμεταλλευτούν: «μην πιστεύεις στις ευγένειες και στα γλυκόλογά του, γιατί είναι αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα και θα την πατήσεις»· 
- αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, α. αυτός που αδικείται ή καταπιέζεται, πρέπει μόνος του να αντιδρά, αν θέλει να βρει το δίκιο του ή να βελτιωθεί η κατάστασή του: «πιάσ’ τ’ αφεντικό σου, ρε παιδάκι μου, και πες του πως δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η αποικιοκρατική κατάσταση, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν, κορόιδο, ε κορόιδο!». β. πρέπει να διαμαρτύρεσαι, να απαιτείς δυναμικά αυτό που θέλεις να πετύχεις: «έτσι με το σταυρό στο χέρι όπως πας, όλοι θα σε εκμεταλλεύονται στη ζωή σου, γιατί, αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος, δεν τονε ξεφορτώνουν». Συνών. αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του / αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί·
- αν κλάνει ο γάιδαρος, τι φταίει το σαμάρι; βλ. συνηθέστ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος, βλ. λ. άνθρωπος·
- αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι, λέγεται στην περίπτωση που παραπονιέται κάποιος για κάτι που υπομένει ή έχει υποστεί κάποιος άλλος: «εγώ είμαι αυτός που υποφέρω, εσύ τι ζόρι τραβάς, γιατί, έτσι όπως το πάμε, αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι». Συνών. αντί να τρίζει ο αραμπάς, τρίζουν τα κατρακύλια·
- αντί να δέρνει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι, βλ. φρ. φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, δηλώνει πως δεν πρέπει να υπολογίζουμε καθόλου στις υποσχέσεις των διοικούντων, των πολιτικών: «μην πιστεύετε αυτά που σας υπόσχεται για να τον ψηφίσετε, γιατί αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα»·
- βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε, ο καθένας πρέπει να κανονίζει τη ζωή του ανάλογα με τις δυνατότητές του ή τις περιστάσεις που του τυχαίνουν: «αφού δεν έχει τη δυνατότητα να ξοδεύει για γλέντια και διασκεδάσεις, όπως κάνουν οι άλλοι, κάθεται στο σπιτάκι του, γιατί βόσκει ο γάιδαρος εκεί που τονε δένουνε»·
- γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει, όταν κάποιος δεν μπορεί να σε βλάψει, άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει σε βάρος σου, αγνόησέ τον: «στενοχωριέσαι που ασχολείται συνεχώς μαζί σου; Γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Συνών. άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει / σκυλί που δε σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει / το φίδι που δε σε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος τον πονεί, βλ. λ. κώλος·
- γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι, λέγεται για ασήμαντο γεγονός που δεν ενδιαφέρει κανέναν: «το βράδυ θα ’ρθει μαζί μας κι ο φίλος του τάδε. -Γάιδαρος κλάνει στου Φασουλά το χάνι»·
- γάιδαρος με λοφίο, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με ουρά, βλ. συνηθέστ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με πατέντα, βλ. φρ. γάιδαρος με περικεφαλαία·
- γάιδαρος με περικεφαλαία, έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε τον πολύ αγενή, ανάγωγο, αδιάντροπο, άξεστο, αναίσθητο, αφιλότιμο, αχάριστο άνθρωπο: «με τη συμπεριφορά του έχει αποδείξει πολλές φορές, πως είναι γάιδαρος με περικεφαλαία, γι’ αυτό και τον πετάξαμε απ’ την παρέα μας»·
- γάιδαρος ξεσαμάρωτος ή γάιδαρος χωρίς σαμάρι, βλ. φρ. γαϊδούρι ξεσαμάρωτο, λ. γαϊδούρι·
- γκαστρώνει γάιδαρο ή γκαστρώνει και γάιδαρο, βλ. φρ. σκάει γάιδαρο·
- δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, λέγεται στην περίπτωση που βλέπουμε να ανταλλάσσουν ευτελείς κολακείες ανάξιοι άνθρωποι: «επειδή είναι πλούσιοι, έχεις την εντύπωση πως έχουν αξιοπρέπεια απάνω τους! Δανεικά ξύνονται οι γαϊδάροι, αγόρι μου»·
- δένω το γάιδαρό μου, α. λύνω το οικονομικό ή επαγγελματικό μου πρόβλημα, εξασφαλίζομαι οικονομικά ή επαγγελματικά: «έστησε μια καλή δουλειά κι έχει δέσει το γάιδαρό του». β. διατηρώ μόνιμο ερωτικό δεσμό: «δεν ενδιαφέρεται για άλλες γυναίκες, γιατί έχει δέσει το γάιδαρό του». γ. παντρεύομαι, ιδίως καλοπαντρεύομαι: «πήρε την κόρη του τάδε εργολάβου κι έχει δέσει το γάιδαρό του»·
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα, λέγεται ειρωνικά για δυο άτομα που ανταγωνίζονται για την κατοχή πράγματος που όμως είναι ξένης ιδιοκτησίας: «απ’ τη μια οι Τούρκοι, η Κύπρος είναι τουρκική, απ’ την άλλη οι Άγγλοι, η Κύπρος είναι αγγλική, δεν ξέρω τι να πω, ρε παιδάκι μου, γιατί δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα»·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που, ενώ είναι γεμάτος από μεγάλα ελαττώματα ή κουσούρια, κατηγορεί ή κοροϊδεύει κάποιον που έχει λιγότερα και μικρότερα ελαττώματα·
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. φρ. παλιό γαϊδούρι καινούρια περπατησιά, γίνεται; λ. γαϊδούρι·
- έφαγα σαν γάιδαρος, έφαγα πάρα πολύ: «πεινούσα τόσο πολύ, που έφαγα σαν γάιδαρος»·
- έχει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, βλ. λ. ήλιος·
- ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- θα σου χέσω το γάιδαρο, α. (απειλητικά) θα σε επιπλήξω πολύ αυστηρά, θα σε βρίσω άγρια: «για πρώτη φορά στη χαρίζω, αλλά, αν ξαναργήσεις στη δουλειά, θα σου χέσω το γάιδαρο». β. θα σε δείρω άγρια, θα σε ξυλοφορτώσω: «αν σε ξανακούσω να βρίζεις τα θεία, θα σου χέσω το γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος ήταν κάποτε για τις αγροτικές οικογένειες από τα πιο χρήσιμα ζώα για τις δουλειές τους·
- κάνω υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοιτούσε στα δόντια (να δει πόσο χρονών είναι), λέγεται ειρωνικά για άτομο που, ενώ του χαρίζουν κάτι, το εξετάζει για να δει σε πόσο καλή κατάσταση βρίσκεται ή πόσο αξίζει·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, λέγεται για πλεονέκτη, που απαιτεί περισσότερα από αυτά που του προσφέρουν·
- κατά το γάιδαρο και το σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, βλ. λ. φωνή·
- μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, βλ. λ. κατώι·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, βλ. λ. ουρά·
- μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να συμβουλεύεσαι αυτόν τον παλιάνθρωπο; Μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές». Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- να φας του γαϊδάρου πο ’χει, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας αρνείται κάτι λέγοντάς μας όχι·
- νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα, ένιωσα μεγάλη ντροπή: «μόλις ο τάδε ανέφερε δημόσια πως γυρνούσα μέσα στους δρόμους μεθυσμένος, νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα»· βλ. και φρ. τον ανέβασαν στο γάιδαρο·
- ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα, ο αγενής, ο ανάγωγος, ο αδιάντροπος, ο άξεστος, ο αναίσθητος, ο αφιλότιμος, ο αχάριστος άνθρωπος, είναι αδύνατο να αλλάξει χαρακτήρα: «μόλις ανέβηκε οικονομικά, προσπάθησαν οι φίλοι του να του μάθουν τρόπους για να τον μπάσουν και σε κανένα σαλόνι, αλλά ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα». Συνών. ο βλάχος άρχων κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει / ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει, ο φτωχός και ο ταλαίπωρος άνθρωπος υπομένει τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή του: «όλοι, όταν τα ’χουνε κι είναι βολεμένοι, κάνουν τους περήφανους και τους μυγιάγγιχτους, όμως, ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει»·
- όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
- όποιος γάιδαρος κι αυτός σαμάρι, βλ. λ. σαμάρι·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, απειλητική έκφραση υπό τύπο αστεϊσμού, ιδίως ανάμεσα σε παιδιά, για όποιον που παρά την απαγόρευση, μιλήσει·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, όποιος κάνει παρέα με κατώτερους ανθρώπους, με αγροίκους, θα τον κακομεταχειρίζονται, ή όποιος ανακατεύεται σε ανάξιες υποθέσεις, τότε σίγουρα θα βγει ζημιωμένος: «καλά έπαθες και την πάτησες που συνεταιρίστηκε μ’ αυτό το κάθαρμα, γιατί έπρεπε να ξέρεις πως, όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει»·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, όποιος έχει κακές συναναστροφές, υφίσταται και τις συνέπειες: «είναι αλήτης αυτός που κάνεις παρέα και πρόσεχε, γιατί, οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του»·
- πετάει ο γάιδαρος; Πετάει, ειρωνική αναφορά σε άτομο που δεν έχει προσωπική γνώμη, που δέχεται ευκολόπιστα κάποια γνώμη, χωρίς καν να την εξετάσει ή που υποχρεώνεται από ανάγκη να δέχεται τη γνώμη του άλλου, ακόμη και αν αυτή είναι παράλογη: «μην πάρεις τη γνώμη του τάδε, γιατί αυτός είναι πετάει ο γάιδαρος; Πετάει || απ’ τη στιγμή που έχει την ανάγκη του τι να κάνει! Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει για περισσότερη έμφαση με το μαζί με το σαμάρι. Αναφορά σε παιδικό παιχνίδι, που, κάθε φρ. του παιδιού που διευθύνει το παιχνίδι, αρχίζει με το πετάει πετάει·
- σκάει γάιδαρο ή σκάει και γάιδαρο, α. είναι μικρής νοημοσύνης: «μέχρι να καταλάβει αυτό που του λες, σκάει γάιδαρο». β. είναι πολύ εκνευριστικός: «σκάει γάιδαρο με τις ιδιοτροπίες του». γ. είναι πολύ ισχυρογνώμονας: «μέχρι να τον κάνεις να αλλάξει γνώμη, σκάει γάιδαρο». Από το ότι ο γάιδαρος είναι ένα ζώο με μεγάλη υπομονή, αλλά και με μεγάλο πείσμα·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, λέγεται για πειραματισμό, για προσπάθεια που γίνεται δοκιμαστικά ή που γίνεται για πρώτη φορά με αμφίβολη επιτυχία πάνω σε ανήμπορο ή κακομοίρη άνθρωπο, και που επιπλέον του φορτώνουν ή του χρεώνουν τις δυσάρεστες συνέπειες: «κάθε καινούρια ιδέα τ’ αφεντικό του τη δοκιμάζει πάνω στον κηπουρό του, γιατί βλέπεις, στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό». Συνών. στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα·
- τον ανέβασαν στο γάιδαρο, τον διαπόμπεψαν: «μόλις τον έπιασαν να χαϊδεύει το μικρό κοριτσάκι, τον ανέβασαν στο γάιδαρο». Ο τρόπος αυτός διαπόμπευσης ανάγεται στην εποχή του Βυζαντίου και μάλιστα έβαζαν το άτομο που διαπόμπευαν να καθίσει ανάποδα στη ράχη του γαϊδάρου και τον υποχρέωναν να κρατά ως χαλινάρι την ουρά του· βλ. και φρ. νόμισα πως ήμουνα στο γάιδαρο καβάλα·
- του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο, λέγεται στην περίπτωση που νιώθουμε πέρα ως πέρα εξαντλημένοι, όταν βρισκόμαστε στο τέλος μιας επίπονης υπόθεσης ή εργασίας: «έμειναν πενήντα μέτρα ακόμα για να τελειώσω την ασφαλτόστρωση του δρόμου κι έτσι μου ’ρχεται να τα παρατήσω απ’ την κούραση που νιώθω. -Του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το εμ βλέπεις· βλ. και φρ. φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά·  
- του χέζω το γάιδαρο, α. τον επιπλήττω, τον καθυβρίζω: «τον είδα που ενοχλούσε γέρο άνθρωπο και του ’χεσα το γάιδαρο». β. τον δέρνω άγρια, τον ξυλοφορτώνω: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του ’χεσα το γάιδαρο κι ησύχασε»· 
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά (ενν. εδώ θα κολλήσουμε;) θέλουμε πολύ λίγο ακόμα για να τελειώσουμε εν σχέσει με το μέχρι τώρα έργο που έχουμε επιτελέσει: «τώρα θα τα παρατήσεις που φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά;». Λέγεται συνήθως για να ενθαρρύνουμε κάποιον που νιώθει εξαντλημένος ή αποθαρρημένος, τη στιγμή που πλησιάζει να τελειώσει το έργο που έχει αναλάβει. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Συνών. φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά·
- φορτώνομαι σαν γάιδαρος ή φορτώνομαι σαν το γάιδαρο, φορτώνομαι υπερβολικά: «κάθε Σάββατο πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ και φορτώνομαι σαν γάιδαρος με όλα τα καλά»·
- φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι, α. λέγεται στην περίπτωση που αποδίδονται λάθος ευθύνες, που τιμωρείται για μια πράξη ένας αθώος αντί τουπραγματικού ενόχου: «επειδή ο τύπος είναι ανεψιός του φίλου του, ο διευθυντής τα ’κανε πλακάκια με τον υποδιευθυντή κι έριξαν το βάρος στον καημένο το λογιστή. -Φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι». β. λέγεται στην περίπτωση που κάποιος, επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτούς που είναι πιο ισχυροί ή ανώτεροί του, ξεσπάει σε αυτούς που είναι πιο αδύναμοι ή κατώτεροί του: «επειδή τον κατσάδιασε άσχημα ο διευθυντής του, αυτός έβγαλε όλα τ’ απωθημένα του στα καημένα τα υπαλληλάκια, γιατί, βλέπεις, φταίει ο γάιδαρος, δέρνει το σαμάρι».   
-χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι, η καλή εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου δε συμβαδίζει πολλές φορές και με το χαρακτήρα του: «όσο και να φτιαχτεί, όσο και να καλλωπιστεί, να του πείτε πως χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι»· βλ. και φρ. ο γάιδαρος είναι γάιδαρος, και ας φορεί και σέλα.  

όνομα

όνομα, το, ουσ. [<αρχ. ὄνομα], το όνομα. Υποκορ. ονοματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ονοματάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 94 φρ.)·
- ακούει στ’ όνομα, ονομάζεται: «θα βρεις κάποιον που ακούει στ’ όνομα Περικλής»·
- ακούω τ’ όνομά μου, ο νονός ή η νονά δίνει στο εγγόνι μου κατά το μυστήριο της βάπτισης το όνομά μου: «προχτές βάφτισαν τον εγγονό του κι είναι όλος χαρά, γιατί άκουσε τ’ όνομά του»·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, άλλος έχει τη φήμη πως αξίζει ή πως είναι ικανός σε κάτι, ενώ στην πραγματικότητα άλλος έχει αυτές τις ιδιότητες: «μου λέγατε πως είναι καλό παιδί, όμως, άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, γιατί καλό παιδί αποδείχτηκε ο αδερφός του, ενώ αυτός είναι μεγάλος μπαγάσας»·
- αμαυρώνω τ’ όνομά μου, ενώ είμαι ευυπόληπτος αποκτώ με τις πράξεις μου κακή φήμη: «κατάγεται από μεγάλη οικογένεια, αλλά αμαύρωσε τ’ όνομά του με τους αλήτες που μπλέχτηκε»·
- αποκτώ όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- αφήνω όνομα, μνημονεύομαι για την καλή ή κακή δράση μου: «άφησε όνομα όσο καιρό είχε τη διεύθυνση του εργοστασίου, γιατί όλοι ήταν ευχαριστημένοι || μπορεί να πέθανε φτωχός, αλλ’ άφησε όνομα με τα ολονύχτια όργιά του»·
- αφήνω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. φρ. γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι)·
- βάζω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου, βλ. φρ. πιάνω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου·
- βάζω τ’ όνομά μου, υπογράφω: «αφού διάβασα πρώτα το συμβόλαιο, έβαλα τ’ όνομά μου»·
- βγάζω όνομα, α. αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος για κάτι καλό ή κακό: «με το πρώτο βιβλίο που έγραψε, έβγαλε αμέσως όνομα || πώς να μη βγάλεις όνομα με τους αλήτες που κάνεις παρέα!». β. χάνω τη φερεγγυότητά μου: «κάποτε ήταν καλός έμπορος, αλλά έβγαλε όνομα απ’ τη μέρα που άρχισε να παίζει χαρτιά, γιατί δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του»· βλ. και φρ. του βγάζω τ’ όνομα·
- βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βαφτίζω κάποιον ή κάποια και του δίνω όνομα ίδιο με το δικό μου: «βάφτισε κάποιο άπορο παιδί κι επειδή δεν είχε παιδιά, έβγαλε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για την αγάπη σου και για την ομορφιά σου, θε να βαφτίσω ένα παιδί, να βγάλω τ’ όνομά σου)· βλ. και φρ. δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)·   
- βγαίνει τ’ όνομά μου, διασύρεται η υπόληψή μου: «πρέπει να καταλάβεις πως με τους αλήτες που κάνεις παρέα, βγαίνει τ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω πια να ξαναρθείς κρυφά από τη μαμά σου, για μένα, το παλιόπαιδο, να βγαίνει τ’ όνομά σου
- για ένα όνομα ζούμε, δηλώνει πως στη ζωή η υπόληψη του ατόμου και η καλή του φήμη είναι υπεράνω όλων: «δε θέλω να ’χω ανάμειξη σε απατεωνιές και λοβιτούρες, γιατί για ένα όνομα ζούμε»·
- για όνομα! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού(!)·
- για (τ’) όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- γίνομαι όνομα, βλ. λ. κάνω όνομα·
- γιορτάζω τ’ όνομά μου, γιορτάζω την ονομαστική μου γιορτή: «του Αγίου Γεωργίου γιορτάζω τ’ όνομά μου»·
- γνωστό όνομα, α. είναι διάσημος, φημισμένος: «μα και βέβαια τον ξέρω τον τάδε, αφού είναι γνωστό όνομα». β. έχω την εντύπωση πως γνωρίζω το άτομο του οποίου αναφέρεται το όνομα, χωρίς όμως να είμαι απόλυτα σίγουρος, ή απλά έχω ακούσει το όνομά του κάπου σε κάποια συζήτηση: «γνωστό όνομα, κάτι μου λέει, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ πού συναντηθήκαμε»·
- γράφ’ το στ’ όνομα του… ή γράψ’ το στ’ όνομα του… (ακολουθεί κάποιο όνομα), πίστωσέ το στον…: «θ’ αγοράσω αυτό το πουκάμισο και γράφ’ το στ’ όνομα του φίλου μου του Νίκου»·
- γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), ορίζω με διαθήκη σε κάποιον την κυριότητα επί της περιουσίας μου μετά το θάνατό μου: «λίγο πριν πεθάνει, έγραψε στ’ όνομα του γιου του όλη την περιουσία του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν είχα τα ’γραψα απάνω στ’ όνομά της κι ένα πρωί με διώξανε αυτή και η μαμά της
- γράφω τ’ όνομά μου, βλ. συνηθέστ. βάζω τ’ όνομά μου·
- δε λέμε ονόματα, δεν κατονομάζουμε κανέναν, ιδίως όταν δεν είναι παρών: «στην παρέα μας, όταν κουβεντιάζουμε για σοβαρά πράγματα και δεν είμαστε όλοι παρόντες, δε λέμε ονόματα για ν’ αποφεύγονται διάφορες παρεξηγήσεις»· βλ. και φρ. ονόματα να μη λέμε·
- δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, δε φαίνεται με κάποιο νόμιμο έγγραφο να έχει στην ιδιοκτησία του οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι και φτωχός: «επειδή κάνει μεγάλα ανοίγματα στη δουλειά του, έχει μεταβιβάσει όλη την ακίνητη περιουσία στη γυναίκα του και δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του». Πολλές φορές, μετά το τίποτα ακολουθεί το γραμμένο·
- δεν κρατώ ονόματα, δε σημειώνω ή δεν μπορώ να θυμάμαι ονόματα: «συναναστρέφομαι με τόσο πού κόσμο, που δεν κρατώ ονόματα»·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποια), παντρεύομαι κάποια: «εγώ σου ’δωσα τ’ όνομά μου και δε θέλω να το ντροπιάσεις». Από το ότι παλιότερα, όταν μια γυναίκα παντρευόταν, έπαιρνε το οικογενειακό όνομα του άντρα της· βλ. και φρ. παίρνω τ’ όνομα (κάποιου)·
- δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), α. υιοθετώ κάποιο παιδί: «επειδή δεν μπορούσε να κάνει η γυναίκα μου παιδί, πήρα ένα αγοράκι απ’ το ορφανοτροφείο και του ’δωσα τ’ όνομά μου». β. αναγνωρίζω νόμιμα ένα νόθο παιδί μου: «συζούσα με την τάδε κι έκανα μαζί της ένα κοριτσάκι, όμως του ’δωσα τ’ όνομά μου για να ’μαι εντάξει με τη συνείδησή μου»· βλ. και φρ. βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)   
- έβγαλα κακό όνομα, βλ. φρ. μου βγήκε τ’ όνομα·
- είναι πρώτο όνομα ή είναι το πρώτο όνομα, πρόκειται για πολύ διάσημο πρόσωπο σε ένα χώρο επαγγελματικό, καλλιτεχνικό ή κοινωνικό: «ο κύριος τάδε είναι πρώτο όνομα στο χώρο της ιατρικής || η τάδε είναι το πρώτο όνομα στο χώρο του κινηματογράφου»·
- είναι πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη νύχτα, πρόκειται για πρόσωπο που κυριαρχεί στις παράνομες υποθέσεις που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, είναι δηλαδή διάσημος μπράβος, νονός, εκβιαστής, έμπορος ναρκωτικών ή έμπορος λευκής σαρκός: «όλοι θέλουν να τα ’χουν καλά μαζί του, γιατί είναι πρώτο όνομα στη νύχτα»· βλ. και φρ. είναι πρώτο όνομα στην πίστα·
- είναι πρώτο όνομα στην πίστα ή είναι το πρώτο όνομα στην πίστα, πρόκειται για καλλιτέχνη, ιδίως τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, που κυριαρχεί στη νυχτερινή διασκέδαση: «η τάδε είναι το πρώτο όνομα στην πίστα»·
- είναι στ’ όνομά του (κάτι), είναι στην κυριότητά του, είναι ιδιοκτήτης του: «δεν είναι φτωχός, γιατί αυτή η βιλάρα που βλέπεις είναι στ’ όνομά του»·
- εν ονόματι του νόμου, δυνάμει του νόμου: «εν ονόματι του νόμου, συλλαμβάνεστε»·
- εξ ονόματος του..., εκ μέρους του..., ως εκπρόσωπος του…: «έρχομαι εξ ονόματος του τάδε»· βλ. και φρ. τον γνωρίζω εξ ονόματος·
- επ’ ονόματι, στο όνομα κάποιου: «το λογαριασμό θα τον ανοίξεις επ’ ονόματι της γυναίκας μου»·
- έχει ένα όνομα, είναι ευυπόληπτος: «δε θέλει να κάνει παρέα μ’ αλήτες, γιατί έχει ένα όνομα!». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα όνομα, είχα ένα σπίτι, είχα και μιαν αγάπη στην καρδιά κι άξαφνα κατάντησα σαν τον πρώτο αλήτη μια πληγή, μια σκέτη μαχαιριά 
- έχει κακό όνομα, α. δεν είναι ευυπόληπτος, έχει κακή φήμη: «να πεις το γιο σου να μην κάνει παρέα με τον τάδε, γιατί έχει κακό όνομα». β. δεν είναι φερέγγυος: «δεν του κάνει κανείς πίστωση, γιατί έχει κακό όνομα στην αγορά»·
- έχει καλό όνομα, α. είναι ευυπόληπτος, έχει καλή φήμη: «από τη μέρα που κάθισε σ’ αυτή τη γειτονιά, έχει καλό όνομα και τον εκτιμούν όλοι». β. είναι φερέγγυος: «όλοι θέλουν να συνεργάζονται μαζί του, γιατί έχει καλό όνομα στην αγορά»·
- έχει όνομα, είναι διάσημος, ικανός, είναι φημισμένος για κάτι: «χρόνια έχει όνομα με τα βιβλία που γράφει || κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί έχει όνομα»·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, βλ. λ. μαρκίζα·
- έχει στ’ όνομά του (κάτι), αποδεικνύει με νόμιμο έγγραφο την κυριότητά του επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας: «αυτός ο άνθρωπος έχει στ’ όνομά του τέτοια περιουσία, που μπορεί για χρόνια να θρέφει όλη την πόλη μας»·
- έχω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. γιορτάζω τ’ όνομά μου·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, θα σε καταντροπιάσω, θα σε καταξεφτιλίσω: «αν σε δω να βρίζεις πάλι τους γονείς σου, θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα». Πολλές φορές, ακολουθούν διάφοροι υβριστικοί χαρακτηρισμοί, μεταξύ των οποίων, αλήτη ή παλιοαλήτη ή κοπρόσκυλο ή ρεμάλι·
- θέλω αποδείξεις και ονόματα, απαιτώ τεκμήρια και να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «δε θέλω να μου μιλάς αφηρημένα, θέλω ονόματα». (Τραγούδι: απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα και το κορμάκι σου θα ψάξω πόντο πόντο
- θέλω διευθύνσεις και ονόματα, απαιτώ την πλήρη διαλεύκανση μιας υπόθεσης, ιδίως ύποπτης: «είναι έξαλλος ο διευθυντής, γιατί πιστεύει πως η παραγωγή σκάρτου εμπορεύματος οφείλεται σε σαμποτάζ, γι’ αυτό θέλει διευθύνσεις και ονόματα, αλλιώς θα μας απολύσει όλους»·  
- θέλω ονόματα, απαιτώ να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «αν θέλεις να συμβάλεις στην έρευνα που κάνω, θέλω ονόματα»·
- κάλλιο (καλύτερα) να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάνω όνομα, αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος: «απ’ τη μέρα που βγήκε στην τηλεόραση, έκανε όνομα»·
- κατ’ όνομα, α. μου είναι γνωστός μόνο ως όνομα, δεν τον γνωρίζω προσωπικά: «δεν τον έχω δει ποτέ μου αυτόν που μου λες, αλλά τον ξέρω κατ’ όνομα». β. δεν έχω προσωπική αντίληψη για κάποιον, ό,τι γνωρίζω γι’ αυτόν, προέρχεται από πληροφορίες: «ξέρω μόνο κατ’ όνομα πως είναι τίμιος έμπορος, αλλά δεν είχα ποτέ μου αλισβερίσι μαζί του». γ. τυπικά, όχι ουσιαστικά: «αυτός κατ’ όνομα είναι διευθυντής του εργοστασίου, γιατί στην πραγματικότητα άλλος το διευθύνει»·
- κηλιδώνω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- κοινό όνομα, συνηθισμένο: «το όνομα Γιάννης είναι το πιο κοινό όνομα στην Ελλάδα»·
- κρατώ τ’ όνομα (κάποιου), το εντυπώνω στο μυαλό μου ή το σημειώνω σε κάποιο σημειωματάριο: «κράτησες τ’ όνομα του κυρίου που με ζήτησε;»·
- λέει για τ’ όνομά μου, αναφέρεται σε μένα θετικά ή αρνητικά: «κάναμε παρέα το καλοκαίρι στις διακοπές μας κι ακόμα λέει για τ’ όνομά μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου, για τα καλά που πέρασες στα χέρια τα δικά μου
- λεκιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- λερώνω τ’ όνομά μου, προσβάλλω, διασύρω με τις πράξεις μου, τη συμπεριφορά μου το καλό όνομα που έχω: «προσπαθώ να φέρομαι πάντα ευγενικά και τίμια, γιατί δεν έχω σκοπό να λερώσω τ’ όνομά μου»·
- λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, βλ. λ. πράγμα·
- με τ’ όνομα, με ουσιαστική, με πραγματική αξία για την ιδιότητα που αναφέρεται πως έχει κάποιος: «να τους πεις πως είμαι ο μάστρο Βαγγέλης με τ’ όνομα»·
- μεγάλα ονόματα, πρόσωπα εξέχοντα: «στη δεξίωση ήταν παρόντα όλα τα μεγάλα ονόματα της πόλης μας»·
- μεγάλο όνομα, διάσημος, φημισμένος: «έχω γνωρίσει πολλά μεγάλα ονόματα στο χώρο της λογοτεχνίας». (Λαϊκό τραγούδι: κι άμα θες ακόμα κάνουμε κουμπάρο μ’ όνομα μεγάλο, τον Βασίλη τον Τσιτσάνη. Πες μου το ναι λοιπόν κι αγάπα με κι εσύ!
- μη για όνομα της Παναγίας! βλ. λ. Παναγία·
- μη για όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
- μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλη οικειότητα μεταξύ μας: «μπορεί να έγινε μεγάλο και τρανός, αλλά μεταξύ μας μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, γιατί γνωριζόμαστε από παιδιά»·
- μου βγάζουν τ’ όνομα, προσβάλλουν, διασύρουν την υπόληψή μου, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα: «εγώ ξέρω πως είμαι τίμιος, γι’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει αν μου βγάζουν κάθε τόσο τ’ όνομα». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ αλανιάρα μερακλού, φουμάρω το χασίσι, γι’ αυτό μου βγάλαν τ’ όνομα πως αγαπώ ντερβίση
- μου βγήκε τ’ όνομα, α. απόκτησα κακή φήμη: «απ’ τη μέρα που διέδωσε κάποιος πως έχω μπλέξει με ναρκωτικά, μου βγήκε τ’ όνομα». β. έχασα τη φερεγγυότητά μου: «μια φορά δεν πλήρωσα μια επιταγή κι αμέσως μου βγήκε τ’ όνομα»·
- να μη λέμε ονόματα βλ. φρ. ονόματα να μη λέμε·
- να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! α. ευχή σε κάποιον επ’ ευκαιρία της ονομαστικής του γιορτής. Συνών. να χαίρεσαι τη γιορτή σου! β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αποδίδει στο όνομά του αξία την οποία όμως εμείς αμφισβητούμε: «σε μένα μην κάνεις τον έξυπνο, γιατί εγώ είμαι ο τάδε. -Να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! Λες και δεν ξέρουμε τι κουμάσι είσαι»·
- ντροπιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. ρεζιλεύω τ’ όνομά μου·
- ντρόπιασε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες), βλ. φρ. ρεζίλεψε τ’ όνομά μου·
- ξέχασε τ’ όνομά του, α. ζαλίστηκε πολύ ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι του: «του ’ρθε μια αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι και ξέχασε τ’ όνομά του». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές να παθαίνει πρόσκαιρη αμνησία κάποιος, όταν δέχεται χτύπημα στο κεφάλι. β. ένιωσε μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση ή μεγάλη έκπληξη ή απορία: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό που έφαγε, που ξέχασε τ’ όνομά του || μόλις με είδε να κυκλοφορώ με τέτοια αυτοκινητάρα, ξέχασε τ’ όνομά του || του γνώρισα μια γυναίκα, που, μόλις την είδε, ξέχασε τ’ όνομά του»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
- οικογενειακό όνομα, το επίθετο, το επώνυμο κάποιου: «ξέρω πως ονομάζεται Γιώργος, αλλά δεν ξέρω να σου πω το οικογενειακό του όνομα»·
όνομα και μη χωριό, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ ο συνομιλητής μας γνωρίζει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έκανε τη λοβιτούρα, όνομα και μη χωριό»·
όνομα και πράμα, αυτό που λέγεται για κάποιον ή για κάτι δεν είναι μόνο φήμη, αλλά και πραγματικότητα, ανταποκρίνεται απόλυτα στη φήμη του: «είχε μια γκομενάρα μαζί του σκέτη νεράιδα, όνομα και πράμα σου λέω»·
- όνομα κι εξυπηρέτηση, δηλώνει πως το όνομα που αναφέρεται, ιδίως ονομασία εμπορικής φίρμας, παρέχει στους πελάτες πολλούς τρόπους αγοράς, μεγάλη εξυπηρέτηση προκειμένου να αγοράσει κανείς κάτι. Θυμηθείτε το σλόγκαν: Κωτσόβολος, όνομα κι εξυπηρέτηση·
- ονόματα να μη λέμε, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ, τις πιο πολλές φορές ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έβαλε χέρι στο ταμείο, ονόματα να μη λέμε»· βλ. και φρ. δε λέμε ονόματα·
- ορκίζομαι στ’ όνομά του, βλ. φρ. πίνω νερό στ’ όνομά του·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), α. λέγεται σε περιπτώσεις που, σύμφωνα με το έθιμο, ένα παιδί βαφτίζεται με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς ή άλλου στενού συγγενικού προσώπου, ή στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις νέες συνήθειες, κάποια άλλη αιτία δίνει όνομα στο παιδί: «όταν γεννήθηκα, έτυχε να έχει μόλις πεθάνει η αδερφή της μάνας μου και πήρα τ’ όνομα που είχε || από πού πήρες τ’ όνομα Αλίκη; -Τότε ήταν της μόδας οι ταινίες της Βουγιουκλάκη κι η μάνα μου ήταν φαν». β. παντρεύομαι κάποιον: «μετά από πέντε χρόνια δεσμό, επιτέλους πήρε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά). Από το ότι, όταν μια γυναίκα παντρεύεται, παίρνει το οικογενειακό όνομα του συζύγου της. Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα βγήκε δυναμικά στην παραγωγή και πάλεψε σκληρά για τα δικαιώματά της σαν άτομο στην κοινωνία, αυτό δεν είναι απόλυτο και στο εξής είτε η γυναίκα κρατάει το οικογενειακό της όνομα είτε μετά το δικό της έπεται του συζύγου της, π.χ.: Ελένη Κατσούλη-Κάτου, δηλ. η Ελένη Κατσούλη παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Κάτο·  
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου βλ. συνηθέστ.  πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου·
- πες για τ’ όνομά μου, ρώτησε να μάθεις για το ποιόν μου, για το χαρακτήρα μου, ρώτησε να μάθεις τι σόι άνθρωπος είμαι: «πες για τ’ όνομά μου, όπου θέλεις, κι αν ακούσεις κακή λέξη, να με φτύσεις!». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν πιστεύεις, ρώτησε και πες για τ’ όνομά μου, με δείχνουν με το δάχτυλο για την παλικαριά μου
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, αναφέρομαι σε κάποιον με όχι κολακευτικά λόγια, κακολογώ κάποιον: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
- πίνω νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. νερό·
- πίνω στ’ όνομα (κάποιου), πίνω στην υγεία κάποιου: «λείπει ο φίλος μας στο εξωτερικό και πίνουμε στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: τους μάγκες όλους γλένταγες κι αυτοί σε αγαπάνε και στ’ όνομά σου, Γιάννη μου, τα πίνουν και ρα σπάνε
- ρεζιλεύω τ’ όνομά μου, το διασύρω, το εξευτελίζω: «ρεζίλεψες τ’ όνομά σου με τους αλήτες που κάνεις παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και κλαίω απ’ τη ντροπή μου
- ρεζίλεψε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες) η γυναίκα με την οποία είμαι παντρεμένος με απάτησε: «δε θέλω να την ξαναδώ στα μάτια μου, γιατί ρεζίλεψε τ’ όνομά μου»·
- στ’ όνομα (κάποιου), για λογαριασμό, κυριότητα κάποιου: «πέρασε κάποιος κι άφησε αυτό το δέμα στ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου στείλω στ’ όνομά σου τέλια για τον μπαγλαμά σου
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, λέγεται στην περίπτωση που η φήμη ενός ανθρώπου δε συμβαδίζει με τον πλούτο: «σπουδαίος συγγραφέας, δε λέω, αλλά τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, γιατί να φάει δεν έχει ο φουκαράς!»·
- της βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή της διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά γεγονότα, ιδίως ερωτικά: «βγήκε η κοπέλα μια φορά μαζί του και της έβγαλε τ’ όνομα χωρίς λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: της το βγάλανε της Άννας τ’ όνομά της κρυφά από τη μαμά της
- το βαφτιστικό όνομα (κάποιου), βλ. φρ. το μικρό όνομα (κάποιου)·
- το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, αυτός που έχει καλό παρελθόν, υπολογίζεται πάντοτε και εκτιμάται: «απ’ τα νιάτα του ήταν καλό κι ευγενικό παιδί και τον θυμάμαι γιατί, το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται»· 
- το μεγάλο όνομα (κάποιου), το οικογενειακό όνομα κάποιου, το επώνυμό του: «το μεγάλο όνομα του βιβλιοπώλη που έχει το “Κατώι του Βιβλίου”, είναι Μπαρμπουνάκης»·
- το μικρό όνομα (κάποιου), το όνομα που δίνει ο νονός ή η νονά σε κάποιον κατά τη βάφτισή του: «το μικρό όνομα του βιβλιοπώλη Μπαρμπουνάκη είναι Μανώλης και επιμένει να γράφει το όνομά του με ωμέγα»·
- τον γνωρίζω εξ ονόματος, δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον έχω ακουστά: «ξέρω για ποιον μου μιλάς, γιατί τον γνωρίζω εξ ονόματος»·
- του βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή του, διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα σε βάρος του: «δε μπορεί κανείς να του βγάλει τ’ όνομα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι άμεμπτος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή και στου Καπετανάκη – γιαβρούμ, γιατί μου βγάλαν τ’ όνομα πώς πίνω το μαυράκι – αμάν
- του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. φρ. του (της) δίνω τ’ όνομα·
- του (της) δίνω τ’ όνομα, του (της) δίνω ένα όνομα κατά τη βάφτισή του (της), τον (την) ονομάζω: «η νονά της της έδωσε τ’ όνομα Δέσποινα»·
- φτιάχνω όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- φτύνω στ’ όνομά του, δεν κρύβω τη μεγάλη έχθρα που έχω για το άτομο που γίνεται λόγος: «είναι πολύ παλιάνθρωπος ο τάδε και φτύνω στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: σε μας δουλειά δε δίνουνε και στ’ όνομά του φτύνουνε
- φωνάζουν τ’ όνομά μου, με καλεί κάποιος από μακριά ονομαστικά: «μου φάνηκε σαν ν’ άκουσα να φωνάζουν τ’ όνομά μου»·
- φωνάζω με τ’ όνομά του (κάποιον), καλώ ονομαστικά κάποιον: «καλά, δεν ακούς τόση ώρα που σε φωνάζουν με τ’ όνομά σου;».

πορδή

πορδή, η, ουσ. [<αρχ. πορδή], η πορδή. 1. (υποτιμητικά ή υβριστικά και για τα δυο φύλα) αυτός που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν είναι σωστό εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, να κάνεις παρέα μ’ αυτή την πορδή». 2. ειρωνική, υποτιμητική ή υβριστική προσφώνηση σε άντρα: «πάρε δρόμο από δω, ρε πορδή, που θέλεις να ’ρθεις μαζί μας!». 3. ειρωνική ή επιτιμητική προσφώνηση σε πολύ μικρό στην ηλικία ή πολύ κοντό και αδύναμο άτομο: «φύγε από δω, ρε πορδή, που ακόμα δεν έβγαλες μουστάκια και θέλεις να μας πεις και τη γνώμη σου! || πρόσεχε, ρε πορδή, γιατί, έτσι όπως μπερδεύεσαι ανάμεσα στα πόδια μου, μπορεί να σε πατήσω!». Υποκορ. πορδίτσα και πορδούλα, η. Μεγέθ. πόρδος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου ένα, βλ. λ. γάιδαρος·
- αφήνω μια πορδή, κλάνω: «επειδή έφαγα φασουλάδα, άφηνα κάθε τόσο μια πορδή». (Τραγούδι: έρχεστε κατά πάνω μου μιλώντας σαν τρελλοί, τ’ αυτιά μου κλείνω κι αφήνω μια πορδή
- βάζει και την πορδή του δύναμη, δίνει μεγάλη σημασία, μεγιστοποιεί κάτι πολύ ασήμαντο που έχει κάνει: «αγόρασε ένα αυτοκινητάκι, κι αυτό μεταχειρισμένο, και το διαδίδει σ’ όλη τη γειτονιά, αλλά έτσι ήταν από μικρό παιδί, βάζει και την πορδή του δύναμη»·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. συνηθέστ. τα ’χαμε χύμα, μας ήρθαν και τσουβαλάτα, λ. χύμα·
- έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι, μεγιστοποίησε στο έπακρο κάποια μικρή του επιτυχία: «έβγαλε κι αυτός το λύκειο και κοκορεύεται λες κι έκανε κάτι. -Έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι»·
- η πορδή κι αν δε βρομάει, πάντα πορδή είναι, ο κακός ο λόγος ακόμη και αν δε μας θίγει άμεσα, δεν παύει να είναι δυσάρεστος: «τι ι αν δε με αφορούν αυτές οι ανοησίες που λέει, γιατί η πορδή κι αν δε βρομάει, πάντα πορδή είναι»·
- κάθε γέρος την πορδή του την έχει μόσκο, βλ. συνηθέστ. ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει·
- με πορδές δε βάφονται αβγά ή με πορδές αβγά δε βάφονται ή με πορδές δε βάφονται τ’ αβγά ή με πορδές τ’ αβγά δε βάφονται, βλ. λ. αβγό·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, βλ. λ. δουλειά·
- μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος, αυτός που είναι πολύ μικρός σε ηλικία ή πολύ κοντός και αδύναμος και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μια πορδή άνθρωπος και θέλει να με συμβουλέψει! || ήταν μιας πορδής άνθρωπος κι ήθελε να τα βάλει μ’ έναν γίγαντα! || ήταν μια πορδή άνθρωπος και θέλησε να κοντραριστεί στον πλειοδοτικό διαγωνισμό μ’ έναν βιομήχανο». Συνών. μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος / μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος / μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας πιθαμής άνθρωπος / μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος / μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος / μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος / μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος·
- μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές, βλ. λ. γάιδαρος·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, βλ. λ. κώλος·
- ξεπετιέται σαν πορδή (στη μέση) ή ξεπετιέται σαν την πορδή (στη μέση), βλ. φρ. πετιέται σαν πορδή (στη μέση)·  
- ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει, ο καθένας αντιμετωπίζει τα ελαττώματά του με μεγάλη επιείκεια, και ακόμη μπορεί να τα παρουσιάσει και σαν προτερήματα: «μην περιμένεις να παραδεχτεί τα ελαττώματά του, γιατί ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει»·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, βλ. λ. κώλος·
- οπού ακολουθάει το γάιδαρο, πίνει και τις πορδές του, βλ. λ. γάιδαρος·
- πετιέται σαν πορδή (στη μέση) ή πετιέται σαν την πορδή (στη μέση), διακόπτει κάθε τόσο μια συνομιλία, μια κουβέντα για να πει και αυτός τη γνώμη του: «δε σ’ αφήνει να πεις αυτό που θέλεις, γιατί, κάθε τόσο, πετιέται σαν πορδή στη μέση και σε διακόπτει».

πουτάνα

πουτάνα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. πουτάνα <ιταλ. puttana <putta)]. 1. η πόρνη: «έφυγε μικρή απ’ το σπίτι της, κι αντί να βρει κάποια δουλειά και να ζήσει τίμια, πήγε κι έγινε πουτάνα». (Λαϊκό τραγούδι πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Γιώργος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα). 2. γυναίκα πονηρή, έξυπνη, καπάτσα: «την παραδέχομαι αυτή τη γυναίκα, γιατί είναι πολύ πουτάνα στη δουλειά της!». 3. γυναίκα ανήθικη, άτιμη, μπαμπέσα, ύπουλη: «μπορεί να σου ’δωσε το λόγο της, αλλά μην την πιστεύεις, γιατί είναι πουτάνα και θα σε ρίξει». 4. λέγεται και για άντρα: «μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι μεγάλη πουτάνα». 5α. εκστομίζεται και ως βρισιά σε γυναίκα, αλλά και σε άντρα: «ουστ από δω, πουτάνα, που μας έκανες άνω κάτω!». β. εκστομίζεται ως βρισιά σε κάτι: «αχ, βρε πουτάνα, φτώχεια, ως πότε θα με βασανίζεις!». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν το κλάμα μου μουντό σαν κάτι να ’θελα να πω, μα δε με νιώσανε, μια λυπημένη αναπνοή για την πουτάνα τη ζωή, που μου χρεώσανε). 6. φιλική ή απειλητική προσφώνηση σε γυναίκα, αλλά και σε άντρα: «έλα δω, ρε πουτάνα, πού χάθηκες τόσον καιρό; || όποια πουτάνα πήρε τον αναπτήρα μου, να μου τον δώσει αμέσως!». Υποκορ. πουτανίτσα, η κ. πουτανάκι κ. πουτανίδιο, το (βλ. λ.). Μεγεθ. πουτανάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι (ενν. τότε θα κόψει κι αυτός κάτι που του έχει γίνει έξη), ειρωνική έκφραση πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδύνατο να αποβάλει κάτι που του έχει γίνει έξη: «αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι, τότε θα κόψει κι αυτός το τσιγάρο (το ποτό, το ξενύχτι, τα χαρτιά, κ.ά.)». Συνών. αν κόψει ο παπάς τα γένια του· με τη λ. πουτάνα υπάρχει και το παρακάτω λογοπαίγνιο που είναι και δημοτικό τραγούδι: μωρή πού τα μωρή πού τα μωρή πού τα ’βρες τα λεφτά, πήγα και γά- πήγα και γά- πήγα και γάζωσα βρακιά όπου το λογοπαίγνιο γίνεται με τη συγκοπή πού τα της φρ. πού τα ’βρες που παραπέμπει στη λ. πουτάνα και στη συγκοπή γά- της λ. γάζωσα που παραπέμπει στη λ. γάμησα. Παρόμοιο λογοπαίγνιο υπάρχει και με τη λ. κερί (βλ. λ.)·
- άνθρωπος της πουτάνας, βλ. λ. άνθρωπος·
- αρσενικιά πουτάνα, α. άντρας με συμπεριφορά πουτάνας, ανήθικος, μπαμπέσης, ύπουλος: «πρόσεχε μ’ αυτή την αρσενικιά πουτάνα που κάνεις παρέα, γιατί δεν έχει καθόλου μπέσα». β. άντρας που πηγαίνει αδιακρίτως με κάθε γυναίκα αντί χρηματικού ποσού: «αυτή η αρσενικιά πουτάνα δε λέει όχι ούτε και σε ογδοντάρα, αρκεί να πέσει το παραδάκι». γ. άντρας που δέχεται για ένα χρονικό διάστημα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη επί χρήμασι χωρίς να είναι πούστης: «η κάθε φυλακή έχει και την αρσενικιά πουτάνα της, που, μόλις αποφυλακίζεται, επανέρχεται στ’ αντρικά του καθήκοντα»·
- γαμώ την πουτάνα μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «όλα τα δύσκολα, γαμώ την πουτάνα μου, σε μένα τυχαίνουν!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την πουτάνα σου! ή σου γαμώ την πουτάνα! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί, γαμώ την πουτάνα σου, την κάνεις συνέχεια κοπάνα απ’ τη δουλειά! || σου γαμώ την πουτάνα, αν ξαναπειράξεις την κόρη μου!». Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·  
- γκραν  πουτάνα, η πολύ μεγάλη πουτάνα: «έμπλεξε με μια γκραν πουτάνα και κοντεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα»·
- έγινε της πουτάνας, βλ. φρ. έγινε της πουτάνας το κάγκελο·
- έγινε της πουτάνας το κάγκελο, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν τα κορίτσια του στριπτιζάδικου να κάνουν στριπτίζ, έγινε της πουτάνας το κάγκελο μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια κι έγινε της πουτάνας το κάγκελο μέσα στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «όταν άνοιξαν οι πόρτες του γηπέδου, έγινε της πουτάνας το κάγκελο μέχρι να μπούμε μέσα». Από το θόρυβο που δημιουργούσε παλιότερα η μαρίδα της γειτονιάς κρεμασμένη στα κάγκελα της αυλής της μονοκατοικίας, όπου εκδιδόταν η πουτάνα. Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- έγινε της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. φρ. έγινε της πουτάνας το κάγκελο. Από τη συνήθεια που είχαν παλιότερα οι λαϊκές πόρνες, που εκδίδονταν σε παλιές συνήθως μονοκατοικίες, να έχουν στη μέση του δωματίου ένα μαγκάλι για να ζεσταίνει το δωμάτιο τις κρύες μέρες του χειμώνα, εξαιτίας του οποίου όμως ήταν φορές που τα άτομα δηλητηριάζονταν από τις αναθυμιάσεις, πράγμα που επέφερε στη συνέχεια μεγάλη αναστάτωση·
- είναι παλιά πουτάνα, (και για τα δυο φύλα) έχει μεγάλη πείρα στη ζωή: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα, γιατί είναι παλιά πουτάνα»·
- είναι παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- είναι πουτάνα στην ψυχή, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος (και αν είναι γυναίκα, ανεξάρτητα από την ηθική της) είναι πολύ κακό: «μπορεί να είναι όμορφος άντρας, αλλά είναι πουτάνα στην ψυχή || παρόλο που είναι όμορφη γυναίκα, είναι πουτάνα στην ψυχή»·  
- είναι πουτάνας γιος, α. είναι αισχρός, ανήθικος, γεμάτος κακές συνήθειες και ελαττώματα: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι πουτάνας γιος και εκτίθεσαι στη γειτονιά». β. είναι πανέξυπνος και για το λόγο αυτό επικίνδυνος για οποιαδήποτε σχέση: «πρόσεχε στη δουλειά που κάνεις με τον τάδε, γιατί είναι πουτάνας γιος και δεν ξέρεις πότε και από πού θα στη φέρει»·
- η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. συνηθέστ. δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, λ. διάβολος·
- η πουτάνα του χωριού, λέγεται για γυναίκα που είναι επιρρεπής στα σεξουαλικά, που δίνεται με μεγάλη ευκολία στους άντρες, που τη συναναστρέφονται για ευνόητους λόγους: «εμείς στην παρέα μας δεν έχουμε πρόβλημα από γυναίκα, γιατί έχουμε την πουτάνα του χωριού». Από το ότι, όπως σχεδόν κάθε χωριό έχει τον τρελό του, υποτίθεται πως έχει και την πουτάνα του· βλ. και φρ. ο τρελός του χωριού, λ. τρελός·  
- θα γίνει της πουτάνας, βλ. φρ. θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο·
- θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν τολμήσεις να πειράξεις ξανά τα κορίτσια της γειτονιάς μου, θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «αύριο το βράδυ θα πάω στο γάμο του τάδε, γιατί, όπως μου είπαν, θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα γίνει της πουτάνας το μαγκάλι, βλ. φρ. θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο·
- κακιά πουτάνα, (και για τα δυο φύλα) που είναι ενοχλητικός, ιδιότροπος, στρυφνός: «πρόσεχε, γιατί είναι κακιά πουτάνα και θα ’χεις μπερδέματα μαζί του»·
- κάλλιο πουτάνα παρά γλωσσού, δηλώνει πως δεν αντέχεται η γυναίκα που μιλάει πολύ, ιδίως με αυθάδεια, με θρασύτητα: «Θεός να σε φυλάει, παιδάκι μου, από γλωσσού γυναίκα γι’ αυτό, κάλλιο πουτάνα, παρά γλωσσού»·
- κόβει η πουτάνα το γαμήσι; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που κάποιος μας δίνει την εντύπωση ή την υπόσχεση ότι έχει διορθώσει κάποια κακή συμπεριφορά του, ότι έχει ξεχάσει κάποια κακή συνήθειά του, αλλά τα γεγονότα αποδεικνύουν το αντίθετο: «μα είσαι τόσο χαζός και πίστεψες πως θα κόψει τα χαρτιά, βρε κόβει η πουτάνα το γαμήσι;»·
- κρυφή πουτάνα, α. (και για τα δυο φύλα) που είναι επικίνδυνος, ύπουλος, δόλιος, που ξεγελάει με την εμφάνισή του, με το παρουσιαστικό του, γιατί εμπνέει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε πολύ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κρυφή πουτάνα και δεν ξέρεις πότε θα στη φέρει». β. λέγεται ειρωνικά ή και θαυμαστικά για άτομο για το οποίο ανακαλύπτουμε ξαφνικά ελαττώματα ή και προτερήματα που δε γνωρίζαμε προηγουμένως: «πού να ’ξερα πως ήταν κρυφή πουτάνα και πως θα προσπαθούσε να με παρασύρει και μένα στα ναρκωτικά! || κι όμως, χωρίς τη βοήθεια κανενός τέλειωσε την πιο δύσκολη δουλειά. -Κρυφή πουτάνα, έτσι!». Συνών. κρυφός πούστης·
- μάθανε πως είμαστε πουτάνες, πλακώσανε οι γαμιάδες, βλ. λ. γαμιάς·
- να ’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας  μοίρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- ξετσιπωμένα μούτρα, για πουτάνα για άρχοντας, βλ. λ. μούτρο·
- όπου χτυπά καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια, έκφραση απελπισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε·
- πουτάνα Πατρινιά, α. χαρακτηρίζει την πολύ μεγάλη πουτάνα: «μην μπλέξεις μαζί της, γιατί είναι γνωστή πουτάνα Πατρινιά και θα ’χεις μπλεξίματα». β. υβριστική ή και φιλική προσφώνηση σε γυναίκα αλλά και σε άντρα: «ουστ από δω, μωρή πουτάνα Πατρινιά || έλα δω, ρε πουτάνα Πατρινιά, και σε ψάχνω όλη τη μέρα». Αναφορά σε πολύ μεγάλη πουτάνα που η καταγωγή της ήταν από την Πάτρα·  
- πουτάνες στα κρεβάτια σας! α. επιθετική επιφωνηματική έκφραση ατόμου, καθώς εισβάλλει απότομα σε ένα χώρο προτρέποντας τους πάντες να καθίσουν ήσυχα στις θέσεις τους. β. λέγεται και με επιθετική διάθεση, όταν ξαφνικά κάποιος βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων: «τώρα που μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου, πουτάνες στα κρεβάτια σας!». γ. λέγεται και με παικτική διάθεση εν είδει χαιρετισμού από κάποιον που εισβάλλει απότομα στο χώρο που είναι μαζεμένη η παρέα του·
- στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε ή στην πουτάνα πουτανιές δε χωράνε, σε έναν έξυπνο άνθρωπο δεν έχουν πέραση οι εξυπνάδες, ένας έξυπνος άνθρωπος δεν ξεγελιέται εύκολα από δόλιες, από μπαμπέσικες πράξεις: «εγώ είμαι παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι και μην προσπαθήσεις να με ρίξεις, γιατί στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε»·
- του γαμώ την πουτάνα, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή, κάθε φορά που μεθούσε, έδερνε τη γυναίκα του, τον έπιασε ο κουνιάδος του μπροστά στον κόσμο και του γάμησε την πουτάνα». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις ο πατέρας του τον είδε μεθυσμένο, του γάμησε την πουτάνα || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την πουτάνα». Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.