Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χιλιάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χιλιάζω, ρ. [<μσν. χιλιάζω <χίλια + κατάλ. -άζω], ιδίως εύχρ. στη φρ. να τα χιλιάσεις! α. ευχή σε κάποιον, που έχει τα γενέθλια ή την ονομαστική του γιορτή, να ζήσει πάρα πολλά χρόνια. β. ευχή σε κάποιον, που απόκτησε πρόσφατα κάποιο αγαθό, να μπορέσει να τα πολλαπλασιάσει.