Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χαρακτηρισμός
χαρακτηρισμός, ο, ουσ. [<μτγν. χαρακτηρισμός <χαρακτηρίζω], η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαρακτηρίζω: «ο χαρακτηρισμός του ατόμου ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις αποτελεί κατάφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Συνών. χρωματισμός.