Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χαίρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χαίρω, ρ. [<αρχ. χαίρω]. 1. χαίρομαι: «χαίρω πολύ που σε γνώρισα». 2. απολαμβάνω κάτι, έχω κάτι: «χαίρω άκρας υγείας», δηλ. δεν πάσχω από καμιά αρρώστια, είμαι πολύ καλά στην υγεία μου. 3α. ως επιφών. χαίρε!  (ως χαιρετισμός) να είσαι καλά, να είσαι χαρούμενος: «χαίρε, φίλε Νικολάκη. -Χαίρε και σε σένα». 4α. στον πλ. χαίρετε! απευθύνεται και ως συνηθισμένος χαιρετισμός ή αποχαιρετισμός, τη στιγμή που συναντιούνται ή αποχωρίζονται δυο άτομα. β. (απειλητικά ή ειρωνικά) πήγαινε, πηγαίνετε, φύγε, φύγετε, και λέγεται τη στιγμή που μας μιλάει ή μας ζητάει κάποιος κάτι για το οποίο δεν έχουμε τη διάθεση να τον εξυπηρετήσουμε, ή όταν έχει αρχίσει να λέει κάτι, που καταλαβαίνουμε πως θα αποβεί σε βάρος μας. 5. ως ουσ. το χαίρε, ο χαιρετισμός, ο αποχαιρετισμός: «μόλις έμαθε πως επέστρεψε ο φίλος του απ’ το εξωτερικό, έτρεξε στο σπίτι του για να του πει το χαίρε || λίγο πριν μπαρκάρει, πέρασε απ’ το μπαράκι για να πει το καθιερωμένο χαίρε στους φίλους του»·
- το ύστατο χαίρε, ο τελευταίος χαιρετισμός σε νεκρό: «ο κόσμος περίμενε υπομονητικά στη σειρά του για να απευθύνει στο νεκρό το ύστατο χαίρε»·
- τώρα χαίρετε! (ειρωνικά) έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «ήρθα για τη θέση του αποθηκάριου που ζητάτε. -Τώρα χαίρετε, γιατί σε πρόλαβε άλλος!». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημέρα! / τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα / τώρα κάτσε! (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα τραγούδα! / τώρα χαιρετίσματα(!)·
- χαίρε βάθος αμέτρητο(ν), βλ. λ. βάθος·
- χαίρετε και αγαλλιάσθε! α. ευχή σε κάποιον να περνά τη ζωή του με χαρά και αγαλλίαση. β. απευθύνεται και ως χαιρετισμός σε ένα ή και περισσότερα άτομα·   
- χαίρω καλής φήμης, βλ. λ. φήμη·
- χαίρω πολύ, α. στερεότυπη έκφραση που ανταλλάσσουν δυο άτομα τη στιγμή που τα συστήνει κάποιος. β. λέγεται για κάτι, που δεν έγινε στην ώρα που έπρεπε: «σου ’φερα τα λεφτά που μου ζήτησες. -Χαίρω πολύ, γιατί τώρα σφραγίστηκε η επιταγή». Πολλές φορές, στη δεύτερη περίπτωση, της φρ. προτάσσεται το τώρα· βλ. και φρ. χάρηκα πολύ, λ. χαίρομαι·
- χαίρω της εκτιμήσεως (κάποιου), βλ. λ. εκτίμηση·
- χαίρω της εμπιστοσύνης (κάποιου), βλ. λ. εμπιστοσύνη.

βάθος

βάθος, το, ουσ. [<αρχ. βάθος], το βάθος. 1. η ουσία, το πιο ουσιαστικό μέρος μιας υπόθεσης, ενός θέματος, κάποιας έννοιας: «πρέπει να εξετάσουμε σε βάθος την υπόθεση για να μπορέσουμε να έχουμε μια συγκεκριμένη εικόνα || δεν μπόρεσε να καταλάβει το βάθος που είχε αυτό που του είπα». 2. το πολύ απομακρυσμένο σημείο: «το πλοίο χάθηκε στο βάθος του πελάγους». (Τραγούδι: και το πλοίο εχάθη στα γαλάζια τα βάθη και δεν κάνω κουράγιο· σιγοτρέμουν τα χείλη και κουνώ το μαντίλι στο μικρό το μουράγιο). (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- άνθρωπος με βάθος, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ή απ’ το βάθος της καρδιάς μου, βλ. λ. καρδιά·
- απ’ τα βάθη της ψυχής μου ή απ’ το βάθος της ψυχής μου, βλ. λ. ψυχή·
- αυτό που λες (είπες) έχει πολύ (μεγάλο) βάθος! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που, ενώ λέει ανοησίες, πιστεύει πως λέει βαθυστόχαστα πράγματα. Πολλές φορές για εντονότερη ειρωνεία η φρ. κλείνει με το αλλά χρειάζεται σκάφανδρο για να το καταλάβει κανείς·
- βλέπω φως στο βάθος του τούνελ, βλ. λ. φως·
- είναι ή του ύψους ή του βάθους, βλ. λ. ύψος·
- εις βάθος, βλ. φρ. σε βάθος·
- εκ βάθους καρδίας, βλ. λ. καρδιά·
- εκ βάθους ψυχής, βλ. λ. ψυχή·
- έχει βάθος πάγκου, βλ. λ. πάγκος·
- ή του ύψους ή του βάθους, βλ. λ. ύψος·
- κατά βάθος, στην ουσία, στην πραγματικότητα: «μπορεί να μου φέρεσαι κάπως σκληρά, αλλά κατά βάθος μ’ αγαπάς». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας, δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς κι ώρες ώρες γελάς κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσαι εμένα)·
- με βάθος, με νόημα: «είναι βιβλίο με βάθος || είναι έργο με βάθος»·
- προχωρείτε στο βάθος, (ειρωνικά) φύγε, απομακρύνσου: «ό,τι ήταν να σου δώσω στο ’δωσα, γι’ αυτό προχωρείτε στο βάθος να πάρει και κανένας άλλος σειρά». Από τη στερεότυπη φρ. των εισπρακτόρων, που προτρέπουν κάθε τόσο τους επιβάτες να προχωρήσουν στο εσωτερικό του λεωφορείου, για να επιβιβαστούν και νέοι επιβάτες. Συνών. προχωρείτε στο διάδρομο·
- σε βάθος, στα πιο ουσιαστικά σημεία μιας υπόθεσης, διεξοδικά: «η έρευνα πρέπει να φτάσει σε βάθος για να αποκαλυφθούν οι πραγματικοί ένοχοι»·
- σε βάθος και σε πλάτος, από όλες τις πλευρές, εξονυχιστικά, εξαντλητικά: «το πρόβλημα πρέπει να εξεταστεί σε βάθος και σε πλάτος για να βρεθεί η σωστή λύση». Πρβλ.: το βάθεμα και πλάτεμα της Δημοκρατίας(!) (Πασοκικό σύνθημα)·
- στο βάθος, στο εσωτερικό ενός χώρου: «στο βάθος της σπηλιάς»·
- στο βάθος ή στο βάθος βάθος, στην ουσία, στην πραγματικότητα, κατά βάθος: «μην κοιτάς που σε μαλώνω, στο βάθος βάθος σ’ αγαπώ». (Λαϊκό τραγούδι: αφού στο βάθος θέλεις να με κάνεις πέρα, τι μου τη χάρισες την ταμπακέρα αυτή
- στο βάθος κήπος, βλ. λ. κήπος·
- χαίρε βάθος αμέτρητο(ν)! α. λέγεται ειρωνικά για εκείνον που λέει ή κάνει μεγάλες ανοησίες, μεγάλες βλακείες. β. (για γυναίκες) ειρωνικά ή υποτιμητικά, που έχει συνουσιαστεί με πάρα πολλούς άντρες: «όμορφη γυναίκα, δε λέω, αλλά .... χαίρε βάθος αμέτρητο!». Αναφορά στην ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου: Χαῖρε ὕψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοῖς, Χαῖρε βάθος δυσθεόρητον καί ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς…

εκτίμηση

εκτίμηση, η, ουσ. [<μτγν. ἐκτίμησις], η εκτίμηση· η θετική γνώμη που έχουμε για κάποιο πρόσωπο, η υπόληψη, ο σεβασμός: «συνήθως οι πετυχημένοι άνθρωποι, έχουν την εκτίμηση των άλλων»·
- ανεβαίνω στην εκτίμηση (κάποιου), αρχίζει κάποιος να με υπολήπτεται, να με εμπιστεύεται, να με υπολογίζει περισσότερο από ό,τι προηγουμένως: «απ’ τη μέρα που μίλησα θετικά γι’ αυτόν, ανέβηκα στην εκτίμησή του»·
- δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση, έχω ενδοιασμούς ως προς το άτομό του, αμφιβάλλω για την ποιότητα του χαρακτήρα του: «τον βλέπω να κινείται μουλωχτά μέσα στην αγορά, γι’ αυτό δεν τον έχω και σε μεγάλη εκτίμηση»·
- δεν τον έχω (και) σε πολλή εκτίμηση, βλ. φρ. δεν τον έχω (και) σε μεγάλη εκτίμηση·
- θρέφω εκτίμηση (για κάποιον), βλ. φρ. τον έχω σ’ εκτίμηση·
- κατά την εκτίμησή μου, σύμφωνα με αυτό που νομίζω ή πιστεύω: «κατά την εκτίμησή μου, πρέπει να είσαι προσεκτικός μ’ αυτόν τον άνθρωπο || κατά την εκτίμησή μου, πρόκειται για πολύ σοβαρή δουλειά». Συνών. κατά τη γνώμη μου / κατά την άποψή μου / κατά την κρίση μου·
- πέφτω στην εκτίμηση (κάποιου), αρχίζει κάποιος να με υπολήπτεται, να με εμπιστεύεται, να με υπολογίζει, λιγότερο από ό,τι προηγουμένως: «απ’ τη μέρα που μ’ έπιασε να κάνω κοπάνα, έπεσα στην εκτίμησή του»·
- τον έχω σ’ εκτίμηση, τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι, τον υπολογίζω, τον σέβομαι: «τον έχω σ’ εκτίμηση, γιατί είναι τίμιος άνθρωπος || τον έχω σ’ εκτίμηση, γιατί βοηθάει τους συνανθρώπους του || ένας απ’ τους λόγους που τον έχω σ’ εκτίμηση είναι γιατί δε λέει ποτέ κακό λόγο για κανέναν»·
- τον έχω σε βαθιά εκτίμηση, βλ. φρ. τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση·
- τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, τον εκτιμώ, τον υπολήπτομαι, τον υπολογίζω, τον σέβομαι πάρα πολύ: «ενδιαφέρεται για όλους τους συνανθρώπους του, γι’ αυτό τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση αυτόν τον άνθρωπο || είναι πολύ δίκαιος αυτός ο άνθρωπος, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση»·
- χαίρω της εκτιμήσεως (κάποιου ή κάποιων), με εκτιμάει, με υπολήπτεται, με υπολογίζει, με σέβεται κάποιος ή κάποιοι: «απ’ τη μέρα που τον υπερασπίστηκα χαίρω της εκτιμήσεώς του || χαίρω της εκτιμήσεως όλων των παραγόντων της επιχείρησης».

εμπιστοσύνη

εμπιστοσύνη, η, ουσ. [<μσν. ἐμπιστοσύνη <ἔμπιστος + κατάλ. -σύνη], η εμπιστοσύνη·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, πέρασε και είδε τόσα πολλά στη ζωή του, που δεν εμπιστεύεται πια τίποτα και κανέναν: «τον πρόδωσαν τόσες πολλές φορές γνωστοί και φίλοι, που στο εξής δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του»·
- έχω εμπιστοσύνη (κάποιον), εμπιστεύομαι κάποιον: «αυτόν τον άνθρωπο τον έχω εμπιστοσύνη, γιατί από μικρά παιδιά μεγαλώσαμε μαζί || μην έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν, γιατί όλοι προσπαθούν να σε βάλουν στο χέρι»·
- έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, βλ. λ. εαυτός·
- έχω τυφλή εμπιστοσύνη (σε κάποιον), εμπιστεύομαι απόλυτα κάποιον: «είναι δίκαιος άνθρωπος, γι’ αυτό έχω τυφλή εμπιστοσύνη στην κρίση του». (Λαϊκό τραγούδι: εμπιστοσύνη είχα τυφλή σ’ αγάπη και φιλία. Δηλητήριο κι οι δυο τους με ποτίσανε, την καρδούλα μου στα δυο την ξεσκίσανε!)· 
- πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, βλ. λ. πρόσωπο·
- ψήφος εμπιστοσύνης, βλ. λ. ψήφος.