Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
χάδι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

χάδι κ. χάιδι, το, ουσ. [<μσν. χάδιν <ἠχάδιν <ἠχάδιον (= τραγούδι), υποκορ. του ουσ. ἦχος]. 1. το ελαφρό άγγιγμα με την παλάμη στο πρόσωπο ή στα μαλλιά ως εκδήλωση στοργής, εύνοιας, προστασίας ή ερωτικής διάθεσης: «μόλις ένιωσε το χάδι της μητέρας του, ηρέμησε || μόλις αισθάνθηκε το χάδι του στα μαλλιά της, ένιωσε μια έξαψη από την ηδονή που την κυρίευσε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο φιλιά σου κι ένα χάδι ένα πικραμένο βράδυ μου ταράξαν της ζωής μου τη γαλήνη). 2. η τρυφερή περιποίηση, η τρυφερή συμπεριφορά: «το παιδί, για να μεγαλώσει σωστά, θέλει χάδι στην τρυφερή του ηλικία». 3. στον πλ. τα χάδια, οι τρυφερότητες, οι ερωτικές θωπείες, οι ακκισμοί, τα νάζια: «μόλις κλείστηκαν στο δωμάτιο, άρχισαν τα χάδια || άφησε τα χάδια, γιατί δε θα μπορέσεις να με τουμπάρεις». Υποκορ. χαδάκι κ. χαϊδάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: αχ, έλα δω, Μαρίτσα, δώσ’ μου τώρα τα χαϊδάκια σου, να σε κάνω να ξεχάσεις όλα τα μεράκια σου
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, βλ. λ. γκαστρωμένη. 

γκαστρωμένη

γκαστρωμένη, ουσ. [θηλ. του επίθ. γκαστρωμένος], η έγκυος γυναίκα ή άλλο θηλυκό: «μόλις βλέπει κάποια γκαστρωμένη στο λεωφορείο, σηκώνεται αμέσως και της παραχωρεί τη θέση του || πάλι γκαστρωμένη είναι η σκυλίτσα μας». (Λαϊκό τραγούδι: οι μπαγλαμάδες του μπουφέ είναι μαλαματένιοι· και του Τσιτσάνη η γκόμενα μας ήρθε γκαστρωμένη
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, βλ. λ. γάμος·
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, λέγεται, γιατί κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης της γυναίκας, παρατηρείται αυξημένη ερωτική διάθεση. Από το ότι το φαγητό φάβα, θέλει πολύ λάδι.