Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φύλο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φύλο, το, ουσ. [<αρχ. φῦλον], το φύλο·
- αλλαγή φύλου, η μεταβολή του φύλου από άντρα σε γυναίκα ή το αντίθετο με ειδική χειρουργική επέμβαση: «η αλλαγή φύλου στην εποχή μας, δεν αντιμετωπίζεται αρνητικά από την κοινωνία μας»·
- αλλάζω φύλο, μεταβάλλω φύλο με ειδική χειρουργική επέμβαση και από άντρας γίνομαι γυναίκα ή το αντίθετο: «υπάρχουν πολλά άτομα που έχουν αλλάξει φύλο και ζουν δημιουργικά κι ευτυχισμένα»· 
- το αδύνατο φύλο, το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες: «ο άντρας πρέπει να προστατεύει το αδύνατο φύλο». (Λαϊκό τραγούδι: τα κάνανε γυαλιά-καρδιά για μιας γυναίκας την καρδιά, για τ’ αδύνατο το φύλο φάγανε οι μάγκες ξύλο
- το ασθενές φύλο, βλ. φρ. το ωραίο φύλο·
- το δεύτερο φύλο, το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες: «το δεύτερο φύλο ακόμη και σήμερα αγωνίζεται για την ισότητα των δύο φύλων || για ποια ισότητα μιλάς, φίλε μου. Από καιρό το δεύτερο φύλο μας έχει από κάτω»·
- το ισχυρό φύλο, οι άντρες σε σύγκριση με τις γυναίκες: «το ισχυρό φύλο έχει καταλάβει όλες τις θέσεις εξουσίας»·
- το τρίτο φύλο, οι θηλυπρεπείς, οι πούστηδες: «το τρίτο φύλο είναι γνωστό απ’ την αρχαιότητα»·
- το ωραίο φύλο, οι γυναίκες: «χωρίς τη συντροφιά του ωραίου φύλου δεν κάνει βήμα στη ζωή του».