Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φύλακας

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φύλακας, ο, ουσ. [<αρχ. φύλαξ], ο φύλακας. 1. ο φρουρός: «έξω απ’ την πόρτα της τράπεζας πηγαινοερχόταν ένας φύλακας». 2. ο προστάτης, ο υπερασπιστής: «ο Άγιος Δημήτριος είναι ο φύλακας της Θεσσαλονίκης». 3. ο δεσμοφύλακας: «ζήτησε απ’ το φύλακα να τον παρουσιάσει στο διευθυντή των φυλακών»·
- άγγελος φύλακας ή φύλακας άγγελος, βλ. λ. άγγελος·
- γρηγορούσιν οι φύλακες, βλ. συνηθέστ. έχουνε γνώση οι φύλακες·
- έχουνε γνώση οι φύλακες, βλ. λ. γνώση.

άγγελος

άγγελος, ο, ουσ. [<αρχ. ἄγγελος], ο άγγελος. 1. άνθρωπος πολύ καλός, πολύ αγνός, άδολος, αθώος: «δεν πιστεύω να εκφράστηκε με τέτοια λόγια για σένα, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, αυτός ο άνθρωπος είναι ένας άγγελος». 2. άνθρωπος πολύ όμορφος, πολύ ωραίος: «γνώρισα μια γυναίκα, που είναι άγγελος σωστός || ο μεγάλος του ο γιος είναι κανονικός, αλλά ο μικρός του είναι άγγελος». (Λαϊκό τραγούδι: στάσου, βρε βάρκα, μην φεύγεις ναύτη, στάσου, βρε ναύτη, να ’ρθω κι εγώ· αυτόν τον άγγελο πο ’χεις μαζί σου, αυτό το πλάσμα, το ’χα κι εγώ).Υποκορ. αγγελάκι κ. αγγελούδι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- άγγελέ μου! προσφώνηση λατρείας σε πρόσωπο που αγαπάμε πάρα πολύ: «τι θέλεις να σου φέρω, άγγελέ μου! || γιατί στενοχωριέσαι, άγγελέ μου!»·
- άγγελος κακών, το άτομο που φέρνει δυσάρεστες, κακές ειδήσεις: «κάθε φορά που τον βλέπω, τρέμω, γιατί πάντα είναι άγγελος κακών αυτός ο άνθρωπος»·
- άγγελος του θανάτου, ο Χάρος: «άλλος νωρίς κι άλλος αργά, όλοι μας θα πάμε κάποτε στο ραντεβού με τον άγγελο του θανάτου».
- άγγελος φύλακας ή φύλακας άγγελος, ο προστάτης, ο υπερασπιστής κάποιου: «ο πατέρας είναι άγγελος φύλακας της οικογένειας». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα βρήκα το μεγάλο έρωτά μου άγγελο φύλακα εσένα έχω κοντά μου και να με βλάψουν οι μικροί δεν το μπορούν 
- βγάζει αγγέλους, (για τραγουδιστές) έχει καταπληκτική φωνή: «στο τάδε μαγαζί υπάρχει μια νεαρή τραγουδίστρια που βγάζει αγγέλους»·
- βλέπει τον άγγελό του, πεθαίνει, ψυχορραγεί: «οι γιατροί τον άνοιξαν και τον έκλεισαν κι αυτή τη στιγμή βλέπει τον άγγελό του»· βλ. και φρ. βλέπω τον άγγελό μου·
- βλέπω τον άγγελό μου, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω τον άγγελό μου για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. είδα τον άγγελό μου·
- δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό, είναι πολύ τσιγκούνης, πολύ φιλάργυρος: «πήγε να ζητήσει δανεικά απ’ τον τάδε, αλλά έσπασε τα μούτρα του, γιατί δεν ήξερε πως ο τύπος δε δίνει τ’ αγγέλου του νερό». Συνών. δε δίνει ούτε την αμαρτία του / δε δίνει του αγίου του θυμίαμα ή δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα / δε δίνει του αγίου νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό·
- είδα τον άγγελό μου, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα τον άγγελό μου». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. βλέπω τον άγγελό μου·
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), έκφραση που λέγεται συνήθως με παραδοχή και παράπονο από ηλικιωμένους προς νεότερους, όταν οι δεύτεροι, από αβροφροσύνη, τους λένε πως εξακολουθούν να είναι ωραίοι, και έχει την έννοια πως πέρασε πια ο καιρός της ομορφιάς και της νεότητάς τους και πως, αυτά τώρα ανήκουν σε άλλους που είναι νεότεροι·
- ζωγραφίζει αγγέλους, βλ. φρ. φτιάχνει αγγέλους·
- μαλλιά αγγέλου, βλ. λ. μαλλί·
- ο καλός μου, (σου, του κ.λπ.) άγγελος, βλ. φρ. φύλακας άγγελος·
- φτιάχνει αγγέλους, δημιουργεί αριστουργήματα στο είδος του, στο χώρο του, επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό: «δεν αλλάζω με καμιά κυβέρνηση μηχανικό, γιατί, αυτός που έχω, φτιάχνει αγγέλους || κάθε φορά που καταπιάνεται με τη ζωγραφική, φτιάχνει αγγέλους»·
- φύλακας άγγελος, βλ. λ. φύλακας.

γνώση

γνώση, η, ουσ. [<μσν. γνώση <αρχ. γνῶσις <γιγνώσκω], η γνώση· η σύνεση, η φρόνηση, η φρονιμάδα: «χωρίς γνώση δεν υπάρχει προκοπή». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- βάζω γνώση, γίνομαι φρόνιμος, γνωστικός, συνετίζομαι, συμμορφώνομαι: «αν δε βάλεις γνώση, δε θα προκόψεις στη ζωή σου». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε γνώση, βρε Μαρίκα, κι εγώ δε ζητάω προίκα, θέλω ταίρι να σε κάνω, και μαζί σου, καλέ μου, ας πεθάνω
- δίνω τις γνώσεις μου, μεταδίδω σε κάποιον αυτά που γνωρίζω, μεταδίδω σε κάποιον τη σοφία μου: «όσο περνούσε ο καιρός, ο καθηγητής μας έδινε τις γνώσεις του»·
- είναι εν γνώσει μου (κάτι), μου είναι γνωστό κάτι, το έχω υπόψη μου, το γνωρίζω: «ό,τι γίνεται μέσα στην επιχείρηση, είναι εν γνώσει μου || είναι εν γνώσει μου ότι με κατηγόρησες || δεν είναι εν γνώσει μου αυτή η περίπτωση που μου λες»·
- ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι, βλ. λ. άλογο·
- έχει κοκόρου γνώση, κόκορας·
- έχει πλούτο γνώσεων, βλ. λ. πλούτος·
- έχουνε γνώση οι φύλακες, α. οι υπεύθυνοι έχουν πάρει σίγουρα τα κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίσουν κάθε δύσκολη κατάσταση: «απ’ τον Έβρο γίνεται μεγάλη διακίνηση ναρκωτικών με προορισμό την Ευρώπη, αλλά έχουν γνώση οι φύλακες, γιατί συνεχώς συλλαμβάνονται έμποροι ναρκωτικών». β. γνωρίζω όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου, που μπορούν να με βλάψουν, κι έχω πάρει τα κατάλληλα μέτρα, τις κατάλληλες προφυλάξεις: «το ξέρω πως όλοι όσοι με τριγυρίζουν, εποφθαλμιούν τη θέση μου στο εργοστάσιο, αλλά έχουνε γνώση οι φύλακες». Πολλές φορές, ιδίως από τους πολιτικούς, αναφέρεται και στον αρχαϊστικό τύπο έχουσιν γνώσιν οι φύλακες·
- καλή καρδιά και λίγη γνώση, βλ. λ. καρδιά·
- κατά το νου και γνώση ή κατά το νου κι η γνώση, βλ. λ. νους·
- κοντά στο νου και  γνώση ή κοντά στο νου κι η γνώση, βλ. λ. νους·
- μακριά μαλλιά και λίγη γνώση ή μακρύ μαλλί και λίγη γνώση, βλ. λ. μαλλί·
- να ’χαν οι κουρούνες γνώση, να σου δίνανε καμπόση, βλ. λ. κουρούνα·
- όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, βλ. λ. τύχη·
- προς γνώση και συμμόρφωση, λέγεται, όταν ενεργούμε με τρόπο που έχει χαρακτήρα παραδείγματος προς αποφυγή ή για αποτροπή επανάληψης εσφαλμένων επιλογών: «επειδή έκανε συνέχεια κοπάνα, του πλήρωσα τα δύο τρίτα του μισθού του προς γνώση και συμμόρφωση κι αν θέλει, ας το ξανακάνει || επειδή με κατηγορούσε συνέχεια, του τράβηξα ένα χέρι ξύλο προς γνώση και συμμόρφωση κι αν θέλει, ας με ξανακατηγορήσει»·
- σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, βλ. λ. Γιάννης·
- στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα! λέγεται γι’ αυτούς που συνετίζονται μετά το πάθημά τους: «γιατί έκανες τέτοιο άνοιγμα, χωρίς να έχεις τ’ απαιτούμενα λεφτά κι εκτέθηκες στον κόσμο; - Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που πήρα την κάτω βόλτα στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. υστερνέ μου λογισμέ να σ’ είχα πρώτα(!)·
- το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, το δέντρο του Παραδείσου, από το οποίο οι πρωτόπλαστοι έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό·
- του βάζω γνώση, τον συνετίζω, τον σωφρονίζω: «πες του εσύ να βάλει μυαλό, που σ’ έχει αδυναμία, γιατί κανένας άλλος δεν μπορεί να του βάλει γνώση».