Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φιτίλι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φιτίλι, το, ουσ. [<μσν. φιτίλι <τουρκ. fitil <αραβ. fatil], το φιτίλι· συνήθως στον πλ. τα φιτίλια, κακόβουλα λόγια με σκοπό την πρόκληση προστριβών, διενέξεων, φιλονικιών ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο παρέες: «σταμάτα, ρε παιδάκι μου, τα φιτίλια, δε βλέπεις που θα σκοτωθούν οι άνθρωποι!»·
- ανάβω φιτίλια, (στη γλώσσα της αργκό) δημιουργώ φασαρίες, δυσάρεστες καταστάσεις: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί, όπου κι αν πάμε, ανάβει φιτίλια κι ύστερα έχουμε προβλήματα». Αναφορά στο φιτίλι της δυναμίτιδας. Συνών. ανάβω δαδί / ανάβω καντήλα / ανάβω λάμπα / ανάβω λαμπάδα / ανάβω φόκο / ανάβω φωτιά (β)·
- βάζω φιτίλια ή βάζω στα φιτίλια, με λόγια κακόβουλα προκαλώ προστριβές, διενέξεις, φιλονικίες ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο παρέες: «το ’χει χούι αυτός ο άνθρωπος να βάζει φιτίλια δεξιά αριστερά, για να μαλώνει ο κόσμος». (Λαϊκό τραγούδι: ζηλεύουνε, δεν θέλουνε, δεν τους αφήνει η ζήλια, ευτυχισμένους να μας δουν και βάζουνε φιτίλια
- στο πιτς φιτίλι, βλ. λ. πιτς φιτίλι·
- σώθηκε το φιτίλι του, βλ. συνηθέστ. σώθηκε το λάδι του, λ. λάδι·
- του βάζω φιτίλια ή τον βάζω στα φιτίλια, τον ερεθίζω, τον εξοργίζω: «του ’βαλαν στα φιτίλια και μάλωσε με τον αδερφό του || τον έβαλαν στα φιτίλια και μάλωσε με το φίλο του».