Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φευγάλα
φευγάλα, η,
ουσ. [<φεύγω + κατάλ. -άλα]. 1. η βιαστική φυγή, η φυγή: «να τον δεις
φευγάλα εσύ, μόλις είδε τον τάδε να ’ρχεται καταπάνω του!». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψε
λεβεντόπαιδο είν’ η ζωή μια στάλα ένα βαρύ ζεϊμπέκικο και ύστερα φευγάλα).
2. η δραπέτευση: «η φευγάλα των κρατούμενων του κόστισε τη θέση του»·
-
παίρνω φευγάλα, α. φεύγω βιαστικά, φεύγω τρέχοντας, από κάπου:
«μόλις είδε τους αστυνομικούς, πήρε φευγάλα για να μην τον πιάσουν». β.
δραπετεύω: «τη στιγμή που ο δεσμοφύλακάς του έσκυψε να πιει νερό, πήρε φευγάλα
κι ακόμα τον ψάχνουν». γ. εκδιώκομαι από τη θέση της εργασίας μου: «με
τις τελευταίες απολύσεις που έκαναν στο εργοστάσιο, πήρα κι εγώ φευγάλα».