Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φεγγίτης
φεγγίτης, ο, ουσ. [<μτγν. φεγγίτης], ο φεγγίτης. 1.
στον πλ. οι φεγγίτες, τα μάτια: «άνοιξε καλά τους φεγγίτες σου να δεις
πού θα πάει και τι θα κάνει». 2. τα γυαλιά που φοράει κανείς στα μάτια
του, ιδίως τα μυωπικά: «μην ξεχάσεις να πάρεις μαζί σου και τους φεγγίτες σου,
γιατί θα χρειαστεί να διαβάσεις ολόκληρο κείμενο»·
-
ανοίγω φεγγίτη, (στη γλώσσα της αργκό) υποδέχομαι εγκάρδια κάποιον,
ιδίως στο σπίτι μου: «μόλις κατάλαβε ποιοι ήμασταν, άνοιξε φεγγίτη και μας
έστρωσε να φάμε».