Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φαρδομούνα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φαρδομούνα, η, ουσ. [<φάρδος + μουνί]. 1. γυναίκα με πολλές ερωτικές σχέσεις (που δηλ. από την πολλή χρήση το αιδοίο της έγινε φαρδύ): «παριστάνει την παρθένα, αλλά δεν υπάρχει πιο μεγάλη φαρδομούνα από λόγου της». 2. γυναίκα πολύ τυχερή: «μπορεί να ήταν φτωχή, αλλά ήταν τόσο φαρδομούνα, που παντρεύτηκε τον πιο πλούσιο της περιοχής μας».