Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φαινόμενο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

φαινόμενο, το, ουσ. [<αρχ. φαινόμενο, μτχ. ουδ. του ρ. φαίνομαι], το φαινόμενο. 1. οτιδήποτε παρεκκλίνει από τα συνηθισμένα και μας προκαλεί μεγάλη εντύπωση, μεγάλη έκπληξη: «είναι φαινόμενο μέσ’ στο καταχείμωνο να μας κάνει καύσωνα || κατακαλόκαιρα να πέσει χιόνι είναι φαινόμενο». 2. (ιδίως για πρόσωπα) που είναι ασυνήθιστος, σπάνιος, εκπληκτικός, που παρουσιάζει μια ιδιότητά του σε εξαιρετικό βαθμό: «αυτός ο άνθρωπος είναι φαινόμενο εγκράτειας || αυτό το παιδί είναι φαινόμενο ευφυΐας || αυτή η γυναίκα είναι φαινόμενο τιμιότητας || ο ποδοσφαιριστής Ρονάλντο της Ρεάλ, κατέχει τόσο καλά τα μυστικά της μπάλας, που χαρακτηρίζεται φαινόμενο». (Λαϊκό τραγούδι: φαινόμενο είμ’ εγώ που ακόμα σ’ αγαπάω
- κατά τα φαινόμενα, κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, όπως φαίνεται: «κατά τα φαινόμενα αναμένεται νέα ακρίβεια»·
- τα φαινόμενα απατούν, αυτό που φαίνεται από την πρώτη ματιά μας οδηγεί  πολλές φορές σε εσφαλμένα συμπεράσματα ή σε εσφαλμένες αποφάσεις, μας ξεγελάει: «μη βγάλεις αμέσως τα συμπεράσματά σου γι’ αυτόν τον άνθρωπο που τον βλέπεις έτσι καλοντυμένο και χαμογελαστό, γιατί τα φαινόμενα απατούν».