Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
φάσκω
φάσκω, ρ. [<αρχ. φάσκω], εύχρ. μόνο στη φρ. φάσκει και αντιφάσκει, λέει και αναιρεί ή πέφτει συνεχώς σε αντιφάσεις: «δεν μπορείς να δώσεις βάση στα λόγια του, γιατί φάσκει και αντιφάσκει».
φάσκω, ρ. [<αρχ. φάσκω], εύχρ. μόνο στη φρ. φάσκει και αντιφάσκει, λέει και αναιρεί ή πέφτει συνεχώς σε αντιφάσεις: «δεν μπορείς να δώσεις βάση στα λόγια του, γιατί φάσκει και αντιφάσκει».