Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υστέρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

υστέρω, η, άκλ. ουσ. [<υστερία], γυναίκα που με το παραμικρό μπήγει υστερικές κραυγές, που γίνεται έξαλλη: «τι υστέρω αυτή η φίλη σου, καλέ! Λίγο την έσπρωξα, χωρίς να το θέλω, και σήκωσε στο πόδι τη γειτονιά απ’ τις κραυγές της!».