Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
υπομονή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

υπομονή, η,  ουσ. [<αρχ. ὑπομονή], η υπομονή. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- γαϊδουρινή υπομονή, η πολύ μεγάλη υπομονή: «όσο και να τον βρίζεις δεν αντιδρά, γιατί έχει γαϊδουρινή υπομονή»·
- είναι τέρας υπομονής, βλ. λ. τέρας·
- είναι της υπομονής (κάποιος ή κάτι), α. (για πρόσωπα) υπομένει πάρα πολύ: «όσο και να τον βρίσεις δε λέει τίποτα, γιατί είναι της υπομονής || του αναθέτω πάντα την πιο βαριά δουλειά, γιατί είναι της υπομονής». β. (για υποθέσεις ή πράγματα) χρειάζεται μεγάλη υπομονή, γιατί απαιτείται πολύς χρόνος για την ολοκλήρωσή του: «και οι δυο πλευρές είναι αμετακίνητες στις θέσεις, γι’ αυτό προβλέπεται ότι οι συνομιλίες θα είναι της υπομονής || το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας ήταν ένα βιβλίο της υπομονής, γιατί η συγγραφή του κράτησε κοντά σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια»·
- έσπασε η υπομονή μου, απηύδησα: «έσπασε η υπομονή μου μ’ αυτή την γκρίνια σου». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αντέχω άλλο πλέον έσπασ’ η υπομονή, κουρασμένο το κορμί μου μέχρι πότε θα πονεί
- έχει ιώβεια υπομονή, έχει πολύ μεγάλη υπομονή: «περνάει πολύ δύσκολα στη ζωή του και οι αναποδιές έρχονται η μια πίσω απ’ την άλλη, αλλά αντέχει, γιατί έχει ιώβεια υπομονή». Αναφορά στην Π. Διαθήκη και στη δοκιμασία του Ιώβ από το Θεό·
- έχει υπομονή γαϊδάρου, έχει πολύ μεγάλη υπομονή, μπορεί να υπομένει πολλά: «ακούει χίλια δυο να λέγονται σε βάρος του, αλλά έχει υπομονή γαϊδάρου και δε λέει τίποτα»·
- έχει υπομονή καμήλας, βλ. φρ. έχει υπομονή γαϊδάρου·
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, βλ. λ. μυρμήγκι·
- κάνει υπομονή γαϊδάρου, κάνει πολύ μεγάλη υπομονή, υπομένει πολλά: «μέχρι τώρα κάνει υπομονή γαϊδάρου, αλλά, όταν ξεσπάσει, θα μας πάρει όλους και θα μας σηκώσει!»·
- κάνει υπομονή καμήλας, βλ. φρ. κάνει υπομονή γαϊδάρου·
- κάνω υπομονή, υπομένω: «λέει ένα σωρό βλακείες, αλλά κάνω υπομονή, για να μη μαλώσουμε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν κάνω πια υπομονή,τώρα σου δίνω το πανί, πάρε το μπογαλάκι σου, τράβα στο τσαντιράκι σου
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- στα χρόνια της υπομονής, βλ. λ. χρόνος·
- υπομονή κάνουν και τα λάστιχα, όμως κάποτε κλατάρουν, ειρωνική απάντηση ή απάντηση δυσφορίας σε κάποιον που για κάποια ατυχία, αποτυχία ή δυσκολία μας συνιστά να κάνουμε υπομονή·  
- φτάνω στα όρια της υπομονής μου, βλ. λ. όριο·
- χάνω την υπομονή μου, παύω να διατηρώ την ηρεμία μου, την ψυχραιμία μου: «ότι είμαι πολύ υπομονητικός άνθρωπος, είναι γνωστό τοις πάσι, αν φτάσω όμως στο σημείο να χάσω την υπομονή μου, το καλό που σου θέλω, πάψε να μιλάς»·
- χαρά στην υπομονή του! βλ. λ. χαρά.

μετάξι

μετάξι, το, ουσ. [<μτγν. μετάξιον, υποκορ. του ουσ. μέταξα], το μετάξι. 1. οτιδήποτε έχει την υφή και τη λάμψη του μεταξιού: «τα μαλλιά της ήταν σαν μετάξι». (Τραγούδι: νιάου νιάου βρε γατούλα με τη ροζ μυτούλα, γατούλα μου μικρή, νιάου σ’ έχουνε μη στάξει κι είναι από μετάξι, η γούνα σου η γκρι). 2.στον πλ. τα μετάξια, τα ακριβά ρούχα, ιδίως τα γυναικεία: «αν δε φορέσει μετάξια αυτή που είναι γυναίκα εφοπλιστή, τότε πια θα φορέσει;». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω πλούτη να σε χαρίσω ούτε μετάξια για να σε ντύσω, θα βρεις μονάχα στον έρωτά μου ένα καλύβι και την καρδιά μου
- δεν μπορείς να φτιάξεις μετάξι από δέρμα γουρουνιού, βλ. λ. γουρούνι·
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, με την επιμονή στην εργασία μας και την υπομονή μας, φτάνουμε στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία, στην ώρα της απολαβής: «καινούρια δουλειά έστησες, μην περιμένεις γρήγορα κέρδη, γιατί με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι»·   
- ντύνω στα μετάξια ή ντύνω στο μετάξι, (για γυναίκες) της εξασφαλίζω πολύ πλούσια ζωή: «τη γνώρισε πάμφτωχη, αλλά, επειδή την αγάπησε, την παντρεύτηκε και την έντυσε στα μετάξια». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου πάρω φουστανάκια, σκαρπινάκια και γοβάκια, θα σε ντύσω στο μετάξι και θα σ’ έχω πάντα εντάξει 
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, για να φτάσει κανείς στο ποθητό αποτέλεσμα, στην επιτυχία, απαιτείται κόπος και αμέριστο ενδιαφέρον σε αυτό που κάνει: «δεν είναι άιντε, στήσαμε μια δουλειά και περιμένουμε τα κέρδη, γιατί το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει».

μυρμήγκι

μυρμήγκι κ. μερμήγκι, το, ουσ. [<μτγν. μυρμήκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μύρμηξ], το μυρμήγκι. 1. άνθρωπος χωρίς την παραμικρή κοινωνική, οικονομική ή σωματική δύναμη και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «με τι φόντα αυτό το μυρμήγκι πήγε να τα βάλει με τον τάδε, που είναι μεγιστάνας του πλούτου;». 2. (ιδίως για ζώντες οργανισμούς) χαρακτηρίζει το πολύ μικρόμέγεθος. (Τραγούδι: μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι, το μεγαλύτερο ανάκτορο μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι). 3. στον πλ. τα μυρμήγκια, μεγάλο πλήθος κόσμου: «όταν ο καιρός είναι καλός, σαν τα μυρμήγκια ο κόσμος ξεχύνεται στην παραλία». Υποκορ. μυρμηγκάκι και μερμηγκάκι, το. Μεγεθ. μύρμηγκας και μέρμηγκας, ο. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι, ξίγκι, λέγεται για τους τσιγκούνηδες, για τους φιλάργυρους που προσπαθούν να αποκομίσουν κέρδος και από τις πιο μικρές ευκαιρίες: «είναι ο μεγαλύτερος φιλάργυρος του κόσμου γιατί, αυτός που βλέπεις, βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι από κουνούπι ξίγκι»·
- δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, είναι τόσο καλοκάγαθος, τόσο πονετικός, τόσο πονόψυχος, που δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό κακό σε κανέναν: «αποκλείεται να σε κάνει κακό αυτός ο άνθρωπος, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι»·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, (για χώρους) δεν πηγαίνει απολύτως κανένας: «έκανε ένα σωρό έξοδα για ν’ ανοίξει αυτό το μαγαζί, αλλά δεν πατάει ούτε μυρμήγκι»· βλ. και φρ. δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι·
- δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, βλ. φρ. δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι·
- δουλεύει σαν μυρμήγκι ή δουλεύει σαν το μυρμήγκι, εργάζεται σκληρά, εντατικά και υπομονετικά: «από μικρό παιδί δουλεύει σαν το μυρμήγκι, γι’ αυτό πρόκοψε στη ζωή του». Αναφορά στον αισώπειο μύθο το μυρμήγκι και το τζιτζίκι. Για συνών. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα σπλήνα, λέγεται ειρωνικά για εκείνους που, ενώ είναι πολύ αδύνατοι κι ανήμποροι, παριστάνουν το θυμωμένο, το γενναίο επιδιώκοντας να φοβίσουν τους άλλους: «άντε βρε, που θα φοβηθώ αυτό τ’ ανθρωπάκι επειδή έβαλε τις φωνές! Δεν το βλέπεις; Έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι»· 
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, είναι πολύ υπομονετικός προκειμένου να πετύχει κάτι: «ό,τι και να βάλει στο μυαλό του αργά ή γρήγορα το πετυχαίνει, γιατί έχει υπομονή μυρμηγκιού»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν μυρμήγκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το μυρμήγκι, (απειλητικά) θα σε συντρίψω: «αν ξαναπειράξεις το φίλο μου, θα σε πατήσω σαν μυρμήγκι»·
- και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει, ο καθένας, με τα δικά του κριτήρια, θεωρεί πως είναι πολύ πιο ικανός από ό,τι πραγματικά είναι: «μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του πως είναι πιο άξιος απ’ όλους μας, μην ξεχνάς όμως πως, και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει»·  
- και το μυρμήγκι έχει το βάρος του, ακόμα και ο πιο ασήμαντος, ο πιο ταπεινός άνθρωπος έχει την αξία του, την προσωπικότητά του και την ανάλογη θέση του μέσα στην κοινωνία: «δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους σε φτασμένος και παρακατιανούς γιατί απ’ τον πατέρα μου έμαθα πως, και το μυρμήγκι έχει το βάρος του». Συνών. κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του / κάθε τρίχα με τον ίσκιο της·
- μαζεύει σαν μυρμήγκι ή μαζεύει σαν το μυρμήγκι, αποθησαυρίζει συστηματικά και υπομονετικά: «όταν οι άλλοι σκορπούσαν τα λεφτά τους, αυτός τα μάζευε σαν το μυρμήγκι και σήμερα είναι μεγάλος και τρανός». Αναφορά στον αισώπειο μύθο το μυρμήγκι και το τζιτζίκι·
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, καθιστά ανόητο ο Θεός αυτόν που θέλει να καταστρέψει και τον βάζει να καταπιαστεί με πράγματα που είναι ανώτερα από τις δυνάμεις του: «μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα μ’ αυτή την επιτυχία σου γιατί, όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, κατάλαβες;»·
- πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! προειδοποιητική, απειλητική ή έκφραση αγανάκτησης από αποφασισμένο άτομο για δυναμική αναμέτρηση με άτομο το οποίο είναι κατά πολύ ισχυρότερό του με την έννοια, η αγανάκτησή μου με κάνει θηρίο: «αρκετά ανέχτηκα μέχρι τώρα τις προσβολές σου κι από δω και πέρα πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι!». Από την εντύπωση που μας κάνει ένα μυρμήγκι, όταν το βλέπουμε να κουβαλάει κάτι που είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το ίδιο·
- τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι, είμαι κατά πολύ ανώτερος ή ισχυρότερός του, δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «πώς να τα βάλω μ’ αυτόν τον τύπο, αφού τον βλέπω σαν το μυρμήγκι». Από το ότι το μυρμήγκι είναι πολύ μικρό σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα·
- τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «μόλις τον άκουσε να του βρίζει τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν μυρμήγκι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει κάτω από το πέλμα του το μυρμήγκι που βρίσκεται μπροστά του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα·
- τον πάτησε (κάτω) σαν μυρμήγκι ή τον πάτησε (κάτω) σαν το μυρμήγκι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «τον άρπαξε στα χέρια του και τον πάτησε κάτω σαν μυρμήγκι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει κάτω από το πέλμα του το μυρμήγκι που βρίσκεται μπροστά του.

όριο

όριο, το, ουσ. [<αρχ. ὅριον], το όριο. 1. το ακρότατο σημείο μέχρι το οποίο φτάνει κάτι, εκεί όπου εξαντλείται κάτι: «η  υπομονή έχει και τα όριά της», δηλ. εξαντλείται. (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια πλάι σου έφτυσα μαύρο αίμα, μα η υπομονή έχει όρια κι ο πόνος έχει τέρμα). 2. η τελευταία διαχωριστική γραμμή, το σύνορο: «ποια είναι τα όρια αυτού του χωραφιού;». 3. (για περιορισμούς ή κανονισμούς) το ανώτατο σημείο που έχει καθοριστεί ως σωστό ή νόμιμο: «όταν αρχίσει να πίνει, ξεπερνάει το όριο || μου έδωσε κλήση ο τροχονόμος, γιατί έτρεχα με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ το όριο». (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- αγγίζει τα όρια (+ γεν.), που έχει πλησιάσει πάρα πολύ, ιδίως κάτι κακό: «τα γλέντια τους αγγίζουν τα όρια της κραιπάλης || οι απαιτήσεις του αγγίζουν τα όρια του παραλόγου || ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αγγίζει τα όρια της φτώχειας»·
- βάζω ένα όριο (σε κάτι), καθορίζω ένα σημείο πέραν του οποίου καθετί θεωρείται ασύδοτο, παράνομο ή καταστροφικό: «πρέπει να βάλουμε ένα όριο κέρδους για να μην κατηγορηθούμε ως αισχροκερδείς || πρέπει να βάλουμε ένα όριο στις εκπτώσεις για να μην μπούμε μέσα»·
- βγαίνω απ’ τα όρια, βλ. φρ. υπερβαίνω τα όρια·
- βγαίνω απ’ τα όριά μου, εκνευρίζομαι πάρα πολύ και αντιδρώ βίαια: «όταν πιω κάτι παραπάνω, τότε βγαίνω απ’ τα όριά μου και γίνομαι ρεζίλι»·
- δεν έχει όρια! ή δεν έχει όριο! α. υπερβαίνει κάθε πρόβλεψη, είναι απεριόριστο: «η αναίδειά του δεν έχει όρια! || η τεμπελιά του δεν έχει όριο! || η μαλακία του δεν έχει όρια! || η καλοσύνη του δεν έχει όριο!». β. (για πρόσωπα) ενεργεί χωρίς να έχει αναστολές: «όταν πρόκειται για θέματα χρημάτων δεν έχει όρια αυτός ο άνθρωπος, γιατί μπορεί να κάνει τα πάντα || όταν αγαπάει δεν έχει όρια, γιατί δίνεται με όλη την ψυχή του»·
- δίχως όρια, βλ. φρ. δεν έχει όρια! (Λαϊκό τραγούδι: αγάπησέ με δίχως όρια αν θέλεις να με αναστήσεις, δεν έχω άλλα περιθώρια για λόγια και για ψευδαισθήσεις
- εκτός ορίων, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια δεν είναι επιτρεπτή ή ανεκτή: «είπαμε ότι η διασκέδαση είναι απαραίτητη για τον άνθρωπο, αλλά εσύ, βρε παιδάκι μου, είσαι εκτός ορίων». (Λαϊκό τραγούδι: βίος ανθόσπαρτος αλλά μετ’ εμποδίων, της τρέλας έρωτες σαφώς εκτός ορίων
- εντός ορίων, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια είναι επιτρεπτή ή ανεκτή: «και γλέντησαν και διασκέδασαν και τραγούδησαν τα παιδιά, αλλά όλα ήταν εντός ορίων»·
- μέσα στα όρια, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια είναι επιτρεπτή ή ανεκτή: «μπορεί να ήταν κάπως απότομος, αλλά γενικά η συμπεριφορά του ήταν μέσα στα όρια». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του ανεκτού·
- μέχρις ενός ορίου, σε σημείο μετά το οποίο δεν είναι επιτρεπτό ή ανεκτό κάτι: «είπαμε να πιεις, ρε παιδάκι μου, αλλά μέχρις ενός ορίου, γιατί εσύ όλο το βράδυ έπινες σαν νεροφίδα!»·
- ξεπερνώ τα όρια, βλ. φρ. υπερβαίνω τα όρια·
- ξέρω τα όριά μου, γνωρίζω μέχρι ποιο σημείο αντέχω να κάνω ή να μην κάνω κάτι: «επειδή ξέρω τα όριά μου, αν μου ξανακάνει το μάγκα, θα τον σαπίσω στο ξύλο || αν με παρακαλέσει να τον βοηθήσω, σίγουρα δε θα μπορέσω να του αρνηθώ, γιατί ξέρω τα όριά μου || όταν πίνω, σταματώ την κατάλληλη στιγμή, γιατί ξέρω τα όριά μου»·     
- όριο ηλικίας, α. (για δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς) ο καθορισμένος χρόνος της ηλικίας, πέρα από τον οποίο αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία τους και βγαίνουν στη σύνταξη: «τον άλλο χρόνο φτάνει σε όριο ηλικίας κι ετοιμάζεται για τη σύνταξή του». β. (γενικά σε διαγωνισμούς ή άλλες κοινωνικές παραχωρήσεις ή προσφορές) ο ανώτατος χρόνος ηλικίας ως προϋπόθεση για συμμετοχή: «βρήκα ένα πολύ φτηνό εισιτήριο, αλλά είχε όριο ηλικίας τα είκοσι έξι κι έτσι πλήρωσα το κανονικό || θέλω να πάρω μέρος στο διαγωνισμό, αλλά μου φαίνεται πως έχουν βάλει όριο ηλικίας»·
- σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- στα όρια του δυνατού, βλ. λ. δυνατός·
- τα πάντα έχουν όρια, όλες οι εκδηλώσεις πρέπει να φτάνουν μέχρι ένα σημείο, γιατί, αν συνεχίζονται πέρα από αυτό, γίνονται ενοχλητικές ή και προσβλητικές: «τέρμα τ’ αστεία τώρα, γιατί τα πάντα έχουν όρια». (Τραγούδι: αλλάζουν όμως οι καιροί δεν το κατάλαβες εσύ πως τα πάντα έχουν όρια τέλος πια τα περιθώρια
- τον έπιασε το όριο ηλικίας, (για δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς) έφτασε σε εκείνο το όριο ηλικίας που πρέπει υποχρεωτικά να αποχωρήσει από την ενεργό δράση, που πρέπει να συνταξιοδοτηθεί: «τον άλλο μήνα βγαίνει στη σύνταξη, γιατί τον έπιασε το όριο ηλικίας»·
- τον πήρε το όριο ηλικίας, βλ. φρ. τον έπιασε το όριο ηλικίας·
- τον φέρνω στα όριά του, τον φέρνω στο σημείο να μην μπορεί να αντέχει, να μην μπορεί να κάνει περισσότερη υπομονή: «με τη συνεχή γρίνια της η γυναίκα του τον έφερε στα όριά του και σκέφτεται να χωρίσει»·
- υπερβαίνω τα όρια, κάνω κατάχρηση δικαιώματος, παρεκτρέπομαι: «δεν μπορώ να κάνω μαζί σου άλλο υπομονή, γιατί έχεις υπερβεί τα όρια»·
- φτάνω στα όριά μου, δεν αντέχω άλλο: «όταν πίνω και φτάνω στα όριά μου, δε βάζω στη συνέχεια ούτε γουλιά στο στόμα μου»·
- φτάνω στα όρια της αντοχής μου (της υπομονής μου), εξαντλώ την αντοχή μου (την υπομονή μου): «δεν μπορώ ν’ αντέξω περισσότερο, γιατί έχω φτάσει στα όρια της αντοχής μου»·
- χωρίς όρια, βλ. φρ. δεν έχει όρια(!)·
- ως ένα όριο, βλ. φρ. μέχρις ενός ορίου.

τέρας

τέρας, το, ουσ. [<αρχ. τέρας], το τέρας. 1. άνθρωπος πολύ άσχημος, αποκρουστικός: «είναι τόσο τέρας, που, αν τύχει και τον δεις ξαφνικά, κινδυνεύει να σπάσει η καρδιά σου!». 2. άνθρωπος διεστραμμένος, ανήθικος, φαύλος: «έχε το νου σου μ’ αυτό το τέρας που κάνεις παρέα, γιατί σίγουρα θα σε μπλέξει σε καμιά παλιοκατάσταση». 3. (+ γενική) λέγεται για άτομο που ξεχωρίζει, γιατί έχει αναπτυγμένη κάποια ιδιότητά του, καλή ή κακή  σε πολύ υψηλό βαθμό: «είναι τέρας υπομονής || είναι τέρας γνώσεων || είναι τέρας εξυπνάδας || είναι τέρας ευφυΐας || είναι τέρας ασχήμιας || είναι τέρας αντοχής». 4. παιδί πολύ έξυπνο και σκανταλιάρικο: «ο μικρός ο γιος του είναι ένα τέρας και δεν αφήνει κανέναν σε ησυχία μέσα στην πολυκατοικία!». 5. ειρωνική, επιτιμητική, θαυμαστική ή χαϊδευτική προσφώνηση οικείου ατόμου: «έλα δω, ρε τέρας, πού γυρίζεις απ’ το πρωί και σε ψάχνω! || γιατί, ρε τέρας, δεν ήρθες, όταν σε φώναξα; || πώς τα κατάφερες, ρε τέρας, να μπεις μέσα χωρίς εισιτήριο!». Υποκορ. τερατάκι, το (βλ. λ.)·
- ανθρωπόμορφο τέρας, α. άτομο που είναι πάρα πολύ άσχημο, που είναι πολύ αποκρουστικό: «δεν τον κάνει κανείς εύκολα παρέα, γιατί είναι σαν ανθρωπόμορφο τέρας». β. άτομο που είναι ιδιαίτερα ανήθικο και κακό, διεστραμμένο, ιδιαίτερα επικίνδυνο, εγκληματική φυσιογνωμία, κτήνος: «η κοινή γνώμη είναι ανάστατη με τα εγκλήματα αυτού του ανθρωπόμορφου τέρατος»·
- γίνονται σημεία και τέρατα ή γίνονται τέρατα και σημεία, βλ. λ. σημείο·
- ιερό τέρας, άτομο που αποτελεί ξεχωριστή, μεγάλη μορφή σε ένα επαγγελματικό, ιδίως σε ένα καλλιτεχνικό χώρο: «τα ιερά τέρατα της ιατρικής || τα ιερά τέρατα του θεάτρου και του κινηματογράφου»·
- κάνει τέρατα ή κάνει τα τέρατα, συμπεριφέρεται με πολύ άπρεπο, πολύ άσκημο τρόπο, όπως δεν περίμενε κανείς να συμπεριφερθεί: «χώρισε με τη γυναίκα του κι αντί να πάει στο πατρικό του, πήγε στα μπουζούκια κι έκανε τα τέρατα»·
- σημεία και τέρατα ή τέρατα και σημεία, βλ. λ. σημείο·
- τέρας της φύσεως, α. άνθρωπος πολύ άσχημος ή κακός: «τέτοιο τέρας της φύσεως δεν ξαναβγήκε στον κόσμο». β. λέγεται και ως χαϊδευτική προσφώνηση σε οικείο άτομο: «έλα δω, ρε τέρας της φύσεως, πού είσαι απ’ το πρωί που σε ψάχνω!»·
- τέρας των τεράτων, επιτείνει το ανθρωπόμορφο τέρας: «καλά, είναι τόσο άσχημος όσο λένε; -Τέρας των τεράτων, σου λέω! || μπόρεσε να βιάσει κι ύστερα να σκοτώσει ένα κοριτσάκι οχτώ χρονών; -Τέρας των τεράτων, που να καεί στην Κόλαση!».

χαρά

χαρά, η, ουσ. [<αρχ. χαρά], η χαρά· ο γάμος: «όλοι έπεσαν με τα μούτρα να συγυρίσουν το σπίτι, γιατί αύριο έχουν χαρά». Υποκορ. χαρούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 81 φρ.)·
- αλάλιασε απ’ τη χαρά του, χάρηκε πάρα πολύ, παραληρούσε από τη χαρά του: «μόλις έμαθε πως κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου, αλάλιασε απ’ τη χαρά του»·
- αν κάνει (ρίξει) ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- γεια και χαρά! ή γεια νας και χαρά μας! ή γεια σου και χαρά σου! ή γεια σας και χαρά σας! βλ. λ. γεια·
- γεια σου και χαρά σου και υγεία στου σουγιά σου! βλ. λ. σουγιάς·
- γεια χαρά! ή γεια χαρά σας! ή γεια χαρά σου! βλ. λ. γεια·
- δεν πιάνεται απ’ τη χαρά του, είναι πάρα πολύ χαρούμενος: «την άλλη βδομάδα παντρεύεται η κόρη του και δεν πιάνεται απ’ τη χαρά του»·
- είδε χαρά στα σκέλια της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, ένιωσε τη σεξουαλική ηδονή: «επιτέλους, βρήκε έναν βαρβάτο άντρα κι είδε χαρά στα σκέλια της, η καημένη»·
- είδε χαρά στο μουνί της, βλ. φρ. είδε χαρά στα σκέλια της·
- είμαι μια χαρά, βρίσκομαι σε άριστη κατάσταση από άποψη υγείας ή από άποψη οικονομικών, είμαι πολύ ευχαριστημένος: «ο γιατρός είπε πως είμαι μια χαρά || τώρα που πάντρεψα τα παιδιά μου, είμαι μια χαρά || η δουλειά πάει καλά, γι’ αυτό είμαι μια χαρά»·
- είμαι μια χαρά και δυο τρομάρες, δεν είμαι σε άριστη κατάσταση από άποψη υγείας ή οικονομικών όπως πιστεύει κάποιος, δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος: «απ’ ό,τι βλέπω, είσαι μια χαρά. -Είμαι μια χαρά και δυο τρομάρες, γιατί έχω αυξημένη πίεση || τώρα που πάντρεψες και την κόρη σου, είσαι μια χαρά. -Είμαι μια χαρά και δυο τρομάρες, γιατί ο γαμπρός μου βγήκε κουμάσι || απ’ ό,τι βλέπω, τα οικονομάς, γιατί η δουλειά σου πάει μια χαρά. -Μια χαρά και δυο τρομάρες, γιατί έχω αυξημένα έξοδα κι ό,τι εισπράττω, τα δίνω»·
- είναι μια χαρά…, α. (για πρόσωπα) συνήθως, σε αντίθεση με όλα αυτά τα κακά που λέγονται, είναι καλός, σωστός, είναι καθώς πρέπει: «μου τον παρουσιάζατε για μεγάλο απατεώνα, όμως αυτός απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, είναι μια χαρά άνθρωπος». β. (για πράγματα) συνήθως, σε αντίθεση με όλα αυτά τα μειονεκτήματα που αναφέρονται, είναι πάρα πολύ καλό: «μου το παρουσιάζατε πως είχε συνέχεια προβλήματα, όμως, όταν το οδήγησα, διαπίστωσα πως είναι μια χαρά αυτοκίνητο»·    
- είναι μέσ’ στην καλή χαρά, εμφανίζεται κάπου πολύ χαρούμενος, ενώ στην πραγματικότητα, λόγω των περιστάσεων, θα έπρεπε να είναι το αντίθετο: «εδώ δεν έχει το σπίτι του να φάει, κι αυτός είναι μέσ’ στην καλή χαρά»· βλ. και φρ. είναι μέσ’ στην τρελή χαρά·  
- είναι μέσ’ στην τρελή χαρά, είναι πάρα πολύ χαρούμενος: «σε μια βδομάδα απολύεται απ’ το στρατό κι είναι μέσ’ στην τρελή χαρά»·
- είναι στις χαρές του, είναι πολύ χαρούμενος: «τα παιδιά είναι στις χαρές τους, γιατί αύριο θα πάνε εκδρομή»·
- είναι χαρά Θεού, λέγεται για ηλιόλουστη μέρα: «σήμερα απ’ το πρωί είναι χαρά Θεού»·
- έκλαψα απ’ τη χαρά μου, χάρηκα πάρα πολύ: «μόλις έμαθα για τις επιτυχίες του γιου μου, έκλαψα απ’ τη χαρά μου». Από το ότι, πολλές φορές, η έντονη χαρά κάνει το άτομο να κλαίει·
- εργασία και χαρά, βλ. λ. εργασία·
- έχουν χαρές και πανηγύρια, βρίσκονται σε κατάσταση ευφροσύνης: «έπεσε στον άντρα της ο πρώτος αριθμός του λαχείου κι έχουν στο σπίτι τους χαρές και πανηγύρια». Ο πλ. γιατί η φρ. αναφέρεται σε οικογένεια·
- η δουλειά πάει μια χαρά, βλ. λ. δουλειά·
- η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. λ. πουτάνα·
- η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει, βλ. λ. τιμή·
- … και χαρά σ’ αυτόν που… ή και χαρά στον που… ή … και χαρά σ’ όποιον…, έκφραση με την οποία καλοτυχίζουμε αυτόν που έχει, που κατέχει αυτό που ειπώθηκε αμέσως προηγουμένως: «ο φίλος είναι μεγάλη υπόθεση για τον άνθρωπο και χαρά στον που τον έχει || δεν υπάρχει πιο σπουδαίο πράγμα απ’ την υγεία και χαρά στον που την έχει». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο φέρνει από τη Σμύρνη και καλάμι απ’ τ’ Αϊδίνι και χαρά στον που το πίνει // σαν τη μάνα κανείς δε σε προσέχει· και χαρά σ’ αυτόνε που την έχει
- και στις χαρές σας! ευχή σε αρραβωνιασμένους ή σε ζευγάρι ερωτευμένων, που παρακολούθησαν ένα γάμο, να παντρευτούν γρήγορα ή ευχή στους γονείς ζευγαριού να παντρευτούν γρήγορα τα παιδιά τους: «τα δικά μας τα παιδιά παντρεύτηκαν, τώρα και στις χαρές σας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε·
- και στις χαρές σου! ευχή σε ανύπαντρο άτομο που παρακολούθησε ένα γάμο, να παντρευτεί γρήγορα: «τώρα που παντρεύτηκε η αδερφή σου και στις χαρές σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε·
- κάνει η πούτσα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. συνηθέστ. δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, λ. διάβολος·
- κάνουν χαρές και πανηγύρια, βλ. συνηθέστ. έχουν χαρές και πανηγύρια·
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω πήδους απ’ τη χαρά μου, βλ. λ. πήδος·
- κάνω χαρά ή κάνω χαρές, εκδηλώνω τη χαρά μου, χαίρομαι για την παρουσία κάποιου: «να δεις τι χαρά κάνει ο εγγονός του, όταν τον παίρνει στην αγκαλιά του || μόλις έμαθε ότι πήρε ο γιος του τ’ απολυτήριο απ’ το στρατό, και κάνει χαρές || κάθε φορά που γυρίζω στο σπίτι, κάνει χαρές ο σκύλος μου»·
- κατάπια τη χαρά μου, πίεσα τον εαυτό μου, να μην εκδηλωθεί η χαρά που ένιωθα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται, κατάπια τη χαρά μου για την επιτυχία του γιου μου, γιατί πριν από μια βδομάδα αυτός είχε θάψει το δικό του γιο»·  
- κατουρήθηκε απ’ τη χαρά του, χάρηκα υπερβολικά: «μόλις του ανήγγειλε η κόρη του πως ήταν έγκυος, κατουρήθηκε απ’ τη χαρά μου». Από το ότι έχει παρατηρηθεί, όταν ο άνθρωπος χαίρεται πάρα πολύ από κάποιο γεγονός, να του ξεφεύγουν τα κάτουρά του·
- κρατιέμαι μια χαρά, α. έχω πολλά χρήματα: «δεν έχω την ανάγκη κανενός, γιατί κρατιέμαι μια χαρά». β. είμαι πολύ καλά στην υγεία μου, αν και είμαι μεγάλης ηλικίας: «ο παππούς μας κρατιέται μια χαρά»·
- λάμπει απ’ τη χαρά του, είναι τόσο χαρούμενος, που η χαρά του αντανακλά στο πρόσωπό του: «όταν είναι χαρούμενος κάνει μπαμ από μακριά, γιατί λάμπει απ’ τη χαρά του»·
- λίγ’ απ’ όλα και πολλά, τα βολεύουν μια χαρά, νοικοκύρης και κυρά, βλ. λ. κυρά·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- με γεια σου, με χαρά σου, βλ. λ. γεια·
- μέθυσε απ’ τη χαρά του, βλ. συνηθέστ. τρελάθηκε απ’ τη χαρά του. (Λαϊκό τραγούδι: όλη η γη είναι δική μου, αφού είσαι πλάι μου εσύ. Έχω μεθύσει απ’ τη χαρά μου,σαν να ’πια τόνους με κρασί)·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, οι στιγμιαίες απολαύσεις φέρνουν μακροπρόθεσμα ταλαιπωρίες και δυστυχίες: «τα γλέντια και τα ξενύχτια του έσκαψαν την υγεία, γιατί μέρας χαρά και χρόνου λύπη»·
- μετά χαράς, ευχαρίστως: «μπορείς να με βοηθήσεις να σηκώσω αυτό το μπαούλο; -Μετά χαράς»·
- μια χαρά και δυο τρομάρες! ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς είσαι ή πώς περνάς ή πώς πάνε τα κέφια ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια ότι βρισκόμαστε σε δύσκολη κατάσταση, ότι τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή μας·
- μια χαρά! περίφημα, και δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς είσαι (ενν. ψυχικά, οικονομικά)·
- μια χαρά… ή μια χαρά είναι…, βλ. φρ. μια χαρά Θεού(…)·
- μια χαρά Θεού… ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. φρ. είναι μια χαρά(…)·
- μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά, αυτός που μοιράζεται τη χαρά του με άλλον, νιώθει περισσότερη χαρά: «όλες τις επιτυχίες του τις μοιράζεται με τη γυναίκα του, γιατί μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά»·
- μου κάνει χαρά, μου προκαλεί χαρά, ευχαρίστηση: «μου κάνει χαρά να βλέπω αυτόν τον άνθρωπο»·
- μουρλάθηκε απ’ τη χαρά του, βλ. συνηθέστ. τρελάθηκε απ’ τη χαρά του·
- να μη δεις χαρά στα σκέλια σου, α. απευθύνεται ως κατάρα σε γυναίκα, με την έννοια να μη νιώσει στο εξής τη σεξουαλική ηδονή: «αν δε με βοηθήσεις, να μη δεις χαρά στα σκέλια σου». β. λέγεται και για άντρα·
- να μη δεις χαρά στο μουνί σου, βλ. φρ. να μη δεις χαρά στα σκέλια σου (α)·  
- να μη δω χαρά στα σκέλια μου, α. όρκος που δίνεται από γυναίκα, ώστε να γίνουν πιστευτά αυτά που λέει, και έχει την έννοια να μη νιώσω στο εξής τη σεξουαλική ηδονή (ενν. αν σου λέω ψέματα): «αν σου λέω ψέματα, να μη δω χαρά στα σκέλια μου». β. λέγεται και από άντρα·
- να μη δω χαρά στο μουνί μου, βλ. φρ. να μη δω χαρά στα σκέλια μου (α)·
- οι χαρές της ζωής, οι απολαύσεις της ζωής: «υπήρξε πολύ πλούσιος και γνώρισε όλες τις χαρές της ζωής»· 
- όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη, λέγεται για εκείνο το άτομο, που είτε με πρόσκληση είτε όχι, μπορούμε να το συναντήσουμε σε όλες τις ευχάριστες κοινωνικές εκδηλώσεις, κάτι που αντιμετωπίζεται από τους άλλους με ειρωνεία: «αυτός είναι γνωστός τοις πάσι, γιατί, όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση». (Λαϊκό τραγούδι: όπου γάμος και χαρά πρώτη η Βασίλω, έφαγε όμως μια φορά η ρημάδα ξύλο. Στην κηδεία ένα πρωί της κυρά-Θανάσας, η Βασίλω είχε πει, άι και στα δικά σας  
- όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. φρ. όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη·
- παιδική χαρά, βλ. λ. παιδικός·
- περνώ μια χαρά, περνώ τη ζωή μου χωρίς στενοχώριες και δυσκολίες, ζω ευχάριστα: «παντρεύτηκα μια πολύ καλή γυναίκα και περνώ μια χαρά»·
- πετώ απ’ τη χαρά μου ή πετώ από χαρά, βλ. φρ. πηδώ απ’ τη χαρά μου·
- πηδώ απ’ τη χαρά μου ή πηδώ από χαρά, είμαι τόσο χαρούμενος, που το εκδηλώνω έξαλλα: «πηδώ απ’ τη χαρά μου, κάθε φορά που κερδίζει η ομάδα μου στο ποδόσφαιρο». Από την εικόνα των μικρών παιδιών (αλλά και των μεγάλων), που, όταν είναι πολύ χαρούμενα από κάτι, χοροπηδάνε·
- πνίγω τη χαρά μου, πιέζω τον εαυτό μου για να μην εκδηλωθεί η χαρά που νιώθω: «όταν βλέπω κάποιον στενοχωρημένο, πνίγω τη χαρά μου, για να μη νιώθει άσχημα»·
- πού τέτοια χαρά! έκφραση με την οποία δηλώνουμε με παράπονο πως δε νιώσαμε παρόμοια χαρά με αυτή που μας αναφέρει ο συνομιλητής μας: «είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί ο γιος μου πέρασε στο πανεπιστήμιο, Τι έκανε ο δικός σου; -Πού τέτοια χαρά!», δηλ. ο δικός μου ο γιος δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο·
- στις χαρές σας! ευχή σε αρραβωνιασμένους να φτάσουν και στο γάμο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άιντε και ή το άντε και. Συνών. καλά στέφανα! / καλά τέλη! (α)·
- στις χαρές σου! ευχή σε άγαμη νέα να παντρευτεί. Δεν ακούγεται για άγαμο νέο, γιατί υποτίθεται πως οι άντρες, αν και παντρεύονται, είναι κατά του γάμου ή στην περίπτωση που ειπωθεί, λέγεται με ειρωνική διάθεση·
- τα ’κανε απάνω του απ’ τη χαρά του, χάρηκε πάρα πολύ, καταχάρηκε: «μόλις του ανήγγειλαν πως ο γιος του πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο, τα ’κανε απάνω του απ’ τη χαρά του». Από το ότι έχει παρατηρηθεί, όταν ο άνθρωπος χαίρεται πάρα πολύ από κάποιο γεγονός να του φεύγουν τα κάτουρά του και πιο σπάνια τα κόπρανά του ·
- τα λέω μια χαρά, λέω τα πράγματα ακριβώς όπως είναι ή όπως έγιναν, μιλώ χωρίς υπεκφυγές, χωρίς υπονοούμενα: «δε σου επιτρέπω να αμφισβητείς τα λεγόμενά μου, γιατί πάντα τα λέω μια χαρά»·
- τη βγάζω μια χαρά, βλ. φρ. περνώ μια χαρά·
- της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, βλ. λ. Κυριακή·
- τι χαρά! επιφωνηματική έκφραση με την οποία εκφράζουμε την πολύ καλή ψυχική μας διάθεση: «τι χαρά, όταν όλη η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη!»·
- τρελάθηκε απ’ τη χαρά του, ένιωσε τόσο μεγάλη χαρά, που την εκδήλωσε με έξαλλο τρόπο: «μόλις πληροφορήθηκε πως ήταν ο μόνος τυχερός του τζόκερ, τρελάθηκε απ’ τη χαρά του». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που ήρθες αγάπη μου, από χαρά θα τρελαθώ, στο λέω, δεν ντρέπομαι να σου το πω, δεν έπαψα να σ’ αγαπώ 
- τώρα στις Αποκριές έχουν τα μουνιά χαρές, βλ. λ. Αποκριά·
- χαζό παιδί, χαρά γεμάτο, βλ. λ. παιδί·
- χαρά μου! θαυμαστικό επιφώνημα σε αγαπημένο πρόσωπο. (Τραγούδι: χαρά μου, για σένα ζω χαρά μου, αύριο ποιος ξέρει αν θα ζω
- χαρά μου, ευχαρίστησή μου: «είναι χαρά μου, κάθε φορά που σε βλέπω || είναι χαρά μου που μπορώ και σ’ εξυπηρετώ»·
- χαρά σε κείνον που..., μακάριος, αξιοζήλευτος εκείνος που...: «χαρά σε κείνον που θυσιάστηκε για την πατρίδα || χαρά σε κείνον που έχει λεφτά και ζει τη ζωή του όπως θέλει»·
- χαρά σε μας (σε σας, σ’ αυτούς), α. μακάριοι, αξιοζήλευτοι: «χαρά σε μας γυναίκα, που βγάλαμε τόσο καλά παιδιά || χαρά σε σας, που έχετε τόσο καλά παιδιά». β. λέγεται και με αρνητική διάθεση·
- χαρά στα… (στη…, στην…, στο…, στον…, τα…, τη…, την…, το…, τον…), α. λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε πολύ ασήμαντο κάτι, που έχει κάποιος στην κατοχή του ή κάτι, που μας αναφέρουν ως σπουδαίο: «αυτός που βλέπεις έχει πολλά λεφτά. -Χαρά στα λεφτά || χαρά τ’ αυτοκίνητο || χαρά την όμορφη γυναίκα». β.  έκφραση με την οποία μακαρίζουμε κάποιον για κάτι που έχει στην κατοχή του: «μπράβο του. Χαρά στη γυναίκα που έχει!». (Λαϊκό τραγούδι: στάχτη γενήκαν τα θεριά. Πέσαν τα δόντια του Βοριά. Γέμισ’ η πλάση με παιδιά και νιόπαντρα ζευγάρια. Χαρά στα παλικάρια). γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση. (Λαϊκό τραγούδι: πάντα μιλάς μηχανικά· χαρά στην πονηριά σου! άλλα μου λέν’ τα χείλη σου -ρε, τι ν’ είν’ αυτά;- και άλλα η καρδιά σου 
- χαρά στα μούτρα! ή χαρά στο μούτρο! ή χαρά το μούτρο! βλ. λ. μούτρο·
- χαρά στην τύχη του! είναι πολύ τυχερός: «έχει έναν φίλο που του συμπαραστέκεται σε κάθε δύσκολη στιγμή. -Χαρά στην τύχη του!»· λέγεται και με μειωτική διάθεση·
- χαρά στην υπομονή του! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για τη μεγάλη υπομονή που δείχνει κάποιος: «χρόνια τώρα τον βρίζει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ο διευθυντής του κι αυτός δε λέει κουβέντα. -Χαρά στην υπομονή του!»·
- χαρά στο κουράγιο του! έκφραση απορίας, έκπληξης ή θαυμασμού για τη δύναμη ή τη διάθεση που δείχνει κάποιος για κάτι, που εμείς το θεωρούμε πολύ δύσκολο ή απαράδεκτο: «μόλις χρεοκόπησε και ξεκινάει πάλι νέα επιχείρηση. -Χαρά στο κουράγιο του! || πριν ένα μήνα πέθανε ο πατέρας του κι αυτός το βράδυ διασκέδαζε στα μπουζούκια. -Χαρά στο κουράγιο του!». Πρβλ.: πάντα κοιτάς μηχανικά, χαρά στην πονηριά σου, άλλα μου λένε τα χείλη σου, ρε τ’ είν’ αυτά, και άλλα η καρδιά σου (Λαϊκό τραγούδι)·
- χαρά στο πράγμα! ή χαρά το πράγμα! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο, ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και χαρά το πράγμα! || ξέρεις τι σπουδαίο πράγμα που είναι να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο; -Χαρά στο πράγμα! || ξέρεις τι δύσκολο πράγμα που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Χαρά το πράγμα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε·
- χαρά στον... που, μακάριος, αξιοζήλευτος: «χαρά στο γονέα που έχει τέτοιο καλό παιδί || χαρά στους γονείς που μεγάλωσαν τέτοια καλά παιδιά || χαρά στον άνθρωπο που έχει καλό φίλο». (Λαϊκό τραγούδι: ένα ταξίδι είν’ η ζωή και σ’ όλους μας αρέσει, όμως χαρά στον άνθρωπο που έχει πρώτη θέση
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, καλοτύχισμα που θέλει τον άντρα θερμό εραστή και τη γυναίκα χωρίς ιδιαίτερες σεξουαλικές ορμές, πράγμα που δίνει στον άντρα τη σιγουριά πως η γυναίκα του δε θα τον απατήσει· βλ. και φρ. άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα·
- χαράς ευαγγέλια! χαρμόσυνες ή χαροποιές ειδήσεις: «αύριο χαράς ευαγγέλια για τα παιδιά, γιατί θα πάνε εκδρομή με το σχολείο τους».

χρόνος

χρόνος, ο, ουσ. [<αρχ. χρόνος], ο χρόνος. (Ακολουθούν 172 φρ.)·
- άγουρα χρόνια, τα χρόνια της πρώτης εφηβείας: «σε πολλούς έχει μείνει αξέχαστος ο έρωτας των άγουρων χρόνων τους»·
- άλλα χρόνια, βλ. φρ. άλλες χρονιές, λ. χρονιά·
- άλλα χρόνια τότε! βλ. φρ. άλλες χρονιές τότε! λ. χρονιά·
- ανάποδος χρόνος, που στη διάρκειά του συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «πέρασα πολύ ανάποδο χρόνο, γιατί το ένα κακό διαδεχόταν τ’ άλλο || τι ανάποδος χρόνος είναι αυτός, Θεέ μου!»·
- απάνω στο χρόνο, με τη συμπλήρωση χρόνου: «βγήκε πριν από καιρό απ’ τη φυλακή, αλλά πάνω στο χρόνο ξαναμπήκε με τη ληστεία που έκανε»·
- από αμνημονεύτων χρόνων, βλ. φρ. προ αμνημονεύτων χρόνων·
- από αρχαιοτάτων χρόνων, βλ. λ. αρχαίος·
- από (του) χρόνου, από τον επόμενο χρόνο: «από χρόνου θα φτιάξουν τα πράγματα || από του χρόνου θα ’ρθουν περισσότεροι τουρίστες»·
- από χρόνο σε χρόνο, βλ. φρ. χρόνο με το χρόνο·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, βλ. λ. κολόνια·
- βγάζω χρόνια, (στη γλώσσα της αργκό) εκτίω μεγάλη ποινή: «μόνο αυτός που βγάζει χρόνια ξέρει τι πάει να πει φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια· φάτε, μάγκες, βγάλτε χρόνια
- για το καλό του χρόνου, λέγεται για κάποια πράξη μας που επαναλαμβάνεται ως έθιμο κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς και που γίνεται για να πάει καλά ο χρόνος: «κάθε βράδυ, παραμονή Πρωτοχρονιάς, μαζευόμαστε όλοι οι φίλοι στο σπίτι μου και παίζουμε χαρτιά, για το καλό του χρόνου || κάθε βράδυ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου, κόβουμε τη βασιλόπιτα για το καλό του χρόνου»·
- δε βρίσκω χρόνο (για κάτι), δεν μπορώ να βρω διαθέσιμο χρόνο, να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό από την κύρια ασχολία μου: «έχω τόσο πολλή δουλειά, που δε βρίσκω χρόνο να διαβάσω κανένα βιβλίο»·
- δε με παίρνει ο χρόνος, δεν επαρκεί ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου, έχουν εξαντληθεί τα χρονικά περιθώρια που έχω, δεν προλαβαίνω, δεν προφταίνω να πραγματοποιήσω ή να ολοκληρώσω κάτι: «δε με παίρνει ο χρόνος να καθίσω περισσότερο, γιατί θα χάσω τ’ αεροπλάνο || δε θα μπορέσω να παραδώσω τη δουλειά στη συμφωνημένη ημερομηνία, γιατί δε με παίρνει ο χρόνος»·
- (δε) μετράει ο χρόνος, (για διάφορες αθλητικές συναντήσεις, ιδίως για μπάσκετ) (δεν) υπολογίζεται: «στο μπάσκετ δε μετράει ο χρόνος, όταν ο παίχτης πραγματοποιεί προσωπικές βολές || στο μπάσκετ ο χρόνος μετράει απ’ τη στιγμή που ο παίχτης ακουμπάει την μπάλα»·
- δεν έχω χρόνο (για κάτι), δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω χρόνο για εκδρομές, γιατί έχω πολύ δουλειά»·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντα, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντα, λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια, λ. καιρός·
- δεν περνάει χρόνος από πάνω του (της), φαίνεται το ίδιο νέος όπως και πριν από χρόνια, ο χρόνος που πέρασε δεν άφησε τα σημάδια επάνω του: «απορώ, κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι πάντα όμορφος κι ωραίος, λες και δεν περνάει χρόνος από πάνω του»·
- δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου, βλ. λ. περιθώριο·
- διαθέσιμος χρόνος, που μπορεί κανείς να τον διαθέσει όπως θέλει, όπως του αρέσει: «κάθε φορά που βρίσκω διαθέσιμο χρόνο, τον αφιερώνω στο διάβασμα»·
- δουλεύει ο χρόνος, βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει·
- εδώ και λίγα χρόνια, πριν από λίγα χρόνια: «είναι εδώ και λίγα χρόνια που βγήκε στη σύνταξη». (Λαϊκό τραγούδι: την κάπα του την κρέμασε, εδώ και λίγα χρόνια, γι’ αυτό και τον εβγάλανε τρελάρα τα κορόιδα)· 
- εδώ και τόσα χρόνια, βλ. φρ. εδώ και χρόνια·
- εδώ και χρόνια, πριν από αρκετά χρόνια: «αυτή η επιχείρηση υπάρχει εδώ και χρόνια»·
- είναι εκτός τόπου και χρόνου, βλ. λ. τόπος·
- είναι ζήτημα χρόνου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι χάσιμο χρόνου, βλ. λ. χάσιμο·
- είναι χρόνια που… ή είναι χρόνια τώρα που…, δηλώνει κάτι που άρχισε στο παρελθόν και εξακολουθεί να συνεχίζεται και τώρα: «είναι χρόνια που λείπει στο εξωτερικό || είναι χρόνια τώρα που θέλω να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι στην εξοχή»·
- είναι χρόνια στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- εν ευθέτω χρόνω, σε πιο κατάλληλη χρονική στιγμή: «τώρα είμαι πνιγμένος στη δουλειά, γι’ αυτό φύγε και εν ευθέτω χρόνω θ’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου»· 
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. λ. γάιδαρος·
- ελεύθερος χρόνος, που μπορεί κανείς να τον χρησιμοποιήσει όπως θέλει, όπως του αρέσει: «όταν έχω ελεύθερο χρόνο, τον αφιερώνω στην ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων»·
- ελλείψει χρόνου, επειδή δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος να αρχίσει ή να τελειώσει κάτι: «ελλείψει χρόνου θα κουβεντιάσουμε το θέμα μια άλλη φορά || ελλείψει χρόνου θα κουβεντιάσουμε τα υπόλοιπα θέματα εν ευθέτω χρόνω»·
- έρχομαι στα χρόνια (κάποιου), βλ. φρ. φτάνω στα χρόνια (κάποιου)·
- έρχονται άλλα χρόνια, βλ. φρ. έρχονται άλλες χρονιές·
- ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος! ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων με το κλείσιμο του παλιού χρόνου και την αρχή του νέου·
- ευτυχισμένος ο νέος χρόνος! βλ. φρ. ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος·
- έχασε χρόνο, (για μαθητές), βλ. φρ. έχασε χρονιά, λ. χρονιά·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- έχει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του, είναι κάπως ηλικιωμένος: «δεν μπορούμε να πούμε πως είναι γέρος, αλλά έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του»·
- έχει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- έχει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, είναι μεγάλος σε ηλικία: «με την πρώτη ματιά που θα του ρίξεις, καταλαβαίνεις πως έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του»·
- έχει τη σφραγίδα του χρόνου, βλ. λ. σφραγίδα·  
- έχει χρόνια που… ή έχει χρόνια τώρα που…, βλ. φρ. είναι χρόνια που(…)·
- έχω άνεση χρόνου, βλ. λ. άνεση·
- έχω περιορισμένο χρόνο, βλ. φρ. δε με παίρνει ο χρόνος·
- έχω πίεση χρόνου, βλ. φρ. με πιέζει ο χρόνος·
- έχω χρόνο μπροστά μου, μπορώ να ενεργήσω χωρίς πίεση, χωρίς βιάση, δε με πιέζει τίποτα να βιαστώ: «τη δουλειά θα την πάω λάου λάου, γιατί έχω χρόνο μπροστά μου»·
- η πατίνα του χρόνου, βλ. λ. πατίνα·
- θα (το) δείξει ο χρόνος, βλ. φρ. ο χρόνος θα (το) δείξει·
- θα το θυμάται χρόνια! λέγεται για πολύ σοβαρό πάθημα που θα δε φύγει γρήγορα από το μυαλό αυτού που το έπαθε: «έπιασε τη γυναίκα καβάλα με τον καλύτερο φίλο του και θα το θυμάται χρόνια!». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου κάνουμε καψόνια, που θα τα θυμάσαι χρόνια. Για να μάθεις Τακατζίφα, να μας φέρεσαι στην τρίχα!)·  
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, βλ. λ. μέρα·
- κάθε χρόνο, όλα τα χρόνια, πάντα: «από μικρό παιδί κάθε χρόνο παραθερίζω στη Χαλκιδική»· 
- και του χρόνου! α. ευχή σε κάποιον που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή να είναι γερός, για να την γιορτάσει και τον επόμενο χρόνο. (Λαϊκό τραγούδι: γιορτάζω απόψε, μα εσύ δεν θα μου πεις «χρόνια πολλά αγαπημένε, και του χρόνου». Κλαίει η ψυχή μου με τα δάκρυα της βροχής. Πλέει η ζωή μου μες στο πέλαγο του πόνου).β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που έπαθε κάτι κακό. Και στις δυο περιπτώσεις πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- και του χρόνου διπλός! (διπλή!), βλ. λ. διπλός·
- και του χρόνου με υγεία! βλ. λ. υγεία·
-και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! βλ. λ. σπίτι·
-κακό χρόνο να ’χεις! βλ. λ. κακόχρονο να ’χεις(!)·
- κάλεσέ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου, βλ. λ. γάμος·
- κερδίζω χρόνο, εξοικονομώ χρόνο: «στην επιστροφή, προτείνω να γυρίσουμε απ’ τον τάδε δρόμο, για να κερδίσουμε χρόνο»·
- κέρδισε χρόνο, (για μαθητές), βλ. φρ. κέρδισε χρονιά, λ. χρονιά·
- κλέβω το χρόνο (κάποιου), βλ. φρ. τρώω το χρόνο (κάποιου)·
- κλέβω (λίγο, πολύ) χρόνο (από κάπου), διαθέτω κάποιο χρόνο (λίγο, πολύ), για να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι το αντικείμενο της εργασίας μου, διακόπτω για κάποιο χρονικό διάστημα (λίγο, πολύ) αυτό που κάνω: «να φανταστείς πως έκλεβα χρόνο απ’ τη δουλειά μου να τον βοηθάω, κι ούτε ένα ευχαριστώ δεν άκουσα απ’ το γάιδαρο!»·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κρατώ το χρόνο, βλ. φρ. κρατώ το ρυθμό, λ. ρυθμός·
- κρατώ χρόνο, χρονομετρώ: «όσο έτρεχε, κρατούσα χρόνο, για να δούμε σε πόσα λεπτά θα ’βγαζε τα χίλια μέτρα || ξεκινήσαμε στις δώδεκα απ’ την Αθήνα κι είδα πως κάναμε τέσσερις ώρες για να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη, γιατί κράτησα χρόνο»·  
- λίγα χρόνια και καλά, απάντηση στην ευχή «χρόνια πολλά» που μας εύχεται κάποιος. (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες, εβίβα παιδιά μες στη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά λίγα χρόνια και καλά
- μας άφησε χρόνους, πέθανε: «δυστυχώς, ο παππούς μας άφησε χρόνους»·
- μαύρα χρόνια, περίοδος μεγάλων δυσκολιών: «στα μαύρα χρόνια της Κατοχής πέθανε πολύς κόσμος απ’ την πείνα». (Λαϊκό τραγούδι: η δυστυχία μας κουρελιάζει, απ’ τις πληγές μας το αίμα στάζει, τι μαύρα χρόνια καταραμένα, τα νιάτα φεύγουν, πάνε χαμένα!
- με κυνηγάει ο χρόνος, βλ. φρ. με πιέζει ο χρόνος·
- με παίρνουν τα χρόνια, γερνώ: «τώρα που άρχισαν να με παίρνουν τα χρόνια, μου φαίνονται όλα δύσκολα»·
- με πήραν τα χρόνια, γέρασα: «τώρα που με πήραν τα χρόνια, δεν είμαι ούτε για γλέντια ούτε για ξενύχτια»·
- με πιέζει ο χρόνος, δεν έχω στη διάθεσή μου αρκετό χρόνο, για να πραγματοποιήσω αυτό που θέλω: «πρέπει να ενεργοποιηθώ, γιατί με πιέζει ο χρόνος και δε θα προλάβω να παραδώσω τη δουλειά στην ημερομηνία που υποσχέθηκα»·
- με τα χρόνια, όσο περνάει ο καιρός, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «τον πρώτο καιρό του γάμου του δεν την αγαπούσε, αλλά με τα χρόνια την αγάπησε πολύ»·  
- με την πάροδο του χρόνου, με το πέρασμα του χρόνου, με τα χρόνια: «είναι νιόπαντρος, αλλά με την πάροδο του χρόνου θα συνηθίσει κι αυτός στις υποχρεώσεις του γάμου»·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέσα στο χρόνο, στον ημερολογιακό χρόνο που διανύουμε: «μέσα στο χρόνο σκέφτονται να παντρευτούν»·
- μια φορά στα χίλια χρόνια, λέγεται για κάτι καλό ή κακό που συμβαίνει σε πάρα πολύ αραιά χρονικά διαστήματα, σχεδόν καθόλου: «απ’ αυτό το μπαράκι περνά μια φορά στα χίλια χρόνια || τέτοια τύχη παρουσιάζεται μια φορά στα χίλια χρόνια || μια φορά στα χίλια χρόνια εκδηλώνεται τέτοια κακία από άνθρωπο»·
- μοιράζει τα χρόνια σαν σπόρια, βλ. λ. σπόρια·
- μοιράζει τα χρόνια σαν στραγάλια, βλ. λ. στραγάλι·
- μου κλέβει το χρόνο, βλ. φρ. μου τρώει το χρόνο·
- μου παίρνει χρόνο (κάτι), χρειάζεται να αφιερώσω πολύ χρόνο για αυτό που θέλω να κάνω, για αυτό που κάνω, εκ των πραγμάτων πρέπει να αφιερώσω πολύ χρόνο για την πραγματοποίησή του: «θ’ αναλάβω αυτή την υπόθεση, αλλά να ξέρεις πως θα μου πάρει χρόνο να τη φέρω σε πέρας || η δουλειά είναι πολύ δύσκολη και θα μου πάρει χρόνο να την τελειώσω»·
- μου τρώει το χρόνο, μου αποσπά χρόνο από κάτι ενδιαφέρον που κάνω: «έρχεται κάθε τόσο την ώρα που δουλεύω και μου τρώει το χρόνο με διάφορες ανοησίες»·
- μου τρώει χρόνο (κάτι), βλ. φρ. μου παίρνει χρόνο (κάτι)·
- να ζήσεις χίλια χρόνια, ευχή που δίνουμε σε κάποιον όχι τόσο κατά την ονομαστική του γιορτή, αλλά στην περίπτωση που μας πρόσφερε σοβαρή βοήθεια. (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει και να μας καλοκαρδίσει
- να μη σ’ εύρει ο χρόνος, είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις μέσα σε αυτόν το χρόνο που διανύουμε·
- ξοδεύω το χρόνο μου, βλ. φρ. περνώ το χρόνο μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο καινούριος (ο) χρόνος, βλ. φρ. ο νέος (ο) χρόνος·
- ο κακός ο χρόνος φεύγει, ο κακός ο γείτονας δε φεύγει, βλ. λ. γείτονας·
- ο νέος (ο) χρόνος, ο χρόνος που αρχίζει μετά το κλείσιμο του προηγούμενου χρόνου: «ο νέος χρόνος μας υπόσχεται χαρά και ευτυχία»·
- ο παλιός (ο) χρόνος, ο χρόνος που έκλεισε με τη συμπλήρωση των δώδεκα μηνών του: «Ο παλιός χρόνος ήταν όλο πόνους και βάσανα». (Παιδικό τραγούδι: πάει ο παλιός ο χρόνος,ας γιορτάσουμε παιδιά και του χωρισμού ο πόνος ας κοιμάται στην καρδιά
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- ο χρόνος δουλεύει για…, δηλώνει πώς κάθε παράταση ή καθυστέρηση στην εκπλήρωση κάποιας υποχρέωσής μας είναι προς όφελος κάποιου: «πρέπει να ξέρεις πως, όσο καθυστερείς να ξεχρεώσεις το δάνειο, τόσο ο χρόνος δουλεύει για την τράπεζα»·
- ο χρόνος δουλεύει για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα)·
- ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα κ.λπ.), κάθε παράταση ή καθυστέρηση της εκπλήρωσης κάποιας υποχρέωσης κάποιου απέναντί μου είναι προς όφελός μου: «όσο δεν αποφασίζει να έρθει να με βρει, ο χρόνος δουλεύει για μένα, γιατί μπορώ να προετοιμαστώ καλύτερα || όσο καθυστερεί να μου εξοφλήσει το χρέος του, ο χρόνος δουλεύει για μένα, γιατί οι τόκοι τρέχουν»·  
- ο χρόνος εργάζεται για…, βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για(…)·
- ο χρόνος εργάζεται για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.)·
- ο χρόνος εργάζεται για μένα (για σένα κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα κ.λπ.)·
- ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής, βλ. λ. κριτής·
- ο χρόνος είναι χρήμα, πρέπει να εκμεταλλεύεται κανείς σωστά το χρόνο του, γιατί έχει μεγάλη αξία: «αν ξαναγεννιόμουν δε θ’ άφηνα ούτε στιγμή να πάει χαμένη, γιατί κατάλαβα πως ο χρόνος είναι χρήμα»·
- ο χρόνος θα (το) δείξει, θα αποκαλυφθεί, θα φανεί στο μέλλον: «ο χρόνος θα το δείξει αν είναι έτσι καλός, όπως φαίνεται || ο χρόνος θα δείξει αν θα πάει καλά η δουλειά»·
- ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι ή ο χρόνος κυλάει σαν το νεράκι, φεύγει τόσο γρήγορα που δεν το καταλαβαίνουμε: «γλέντα τη ζωή σου, γιατί ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι και θα γεράσεις χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- ο χρόνος που τρέχει, αυτός ο χρόνος που διανύουμε: «αποφάσισε να παντρευτεί μέσα στο χρόνο που τρέχει || ο χρόνος που τρέχει εξακολουθεί να μου φέρνει τύχη»·
- ο χρόνος τρέχει, περνάει γρήγορα ο καιρός: «πρέπει να βιαστούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί ο χρόνος τρέχει»· βλ. και φρ. ο χρόνος δουλεύει για(…)·
- ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, βλ. λ. ψεύτης·
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- παίρνει χρόνο (κάτι), χρειάζεται να αφιερώσει κανείς πολύ χρόνο για την πραγματοποίησή του: «μην τη θεωρείς εύκολη, γιατί παίρνει χρόνο, για να γίνει αυτή η δουλειά»·
- πάνω στο χρόνο, βλ. φρ. απάνω στο χρόνο·
- πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πέρασαν τα χρόνια μου, είμαι ηλικιωμένος: «κάποτε ξημεροβραδιαζόμασταν με την παρέα στα μπουζούκια, τώρα όμως πέρασαν τα χρόνια μου και δεν αντέχω στα ξενύχτια». Πρβλ.: περνούν τα χρόνια κι έρχονται οι ρυτίδες (Τραγούδι)·
- περνώ το χρόνο μου, τον χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ το χρόνο μου ζωγραφίζοντας || τις Κυριακές περνώ το χρόνο μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- πέτρινα χρόνια, περίοδος μεγάλης πίεσης, καταπίεσης και δυσκολιών: «γεννήθηκε στα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας»·
- πίστωση χρόνου, βλ. λ. πίστωση·
- πού χρόνος για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «με τη δουλειά που έχω τον τελευταίο καιρό, πού χρόνος για διασκεδάσεις!»·
- προ αμνημονεύτων χρόνων, βλ. φρ. προ αμνημονεύτων ετών, λ. έτος·
- ροκανίζω το χρόνο, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) ελαττώνω το ρυθμό του παιχνιδιού, όταν έχω την μπάλα στην κατοχή μου και την ανταλλάσσω συνέχεια με τους συμπαίχτες μου μέχρι να λήξει ο χρόνος του, επειδή με ευνοεί το αποτέλεσμα, το σκορ: «οι παίχτες, αφού προηγούνταν στο σκορ, αντάλλασσαν μακρινές μπαλιές για να ροκανίσουν το χρόνο»·
- σαράντα χρόνια φούρναρης, βλ. λ. φούρναρης·
- σε ανύποπτο χρόνο, σε χρόνο που δε μας απασχολούσε κάποιο ζήτημα, γιατί δεν είχε τεθεί: «σε ανύποπτο χρόνο προέβαλε κι άλλες απαιτήσεις, οπότε αναγκαστήκαμε να συνεδριάσουμε εκ νέου»·
- σε νεκρό χρόνο, (ιδίως για μπάσκετ) ακριβώς τη στιγμή που μηδενίζεται ο χρόνος διάρκειας του παιχνιδιού και που καταλογίζεται υπέρ του παίχτη που ενεργεί: «πέτυχε το καλάθι σε νεκρό χρόνο»·
- σε χρόνο μηδέν, πάρα πολύ γρήγορα: «πήγε και γύρισε σε χρόνο μηδέν»·
- σε χρόνο ντε τε, βλ. λ. ντε τε·
- σε χρόνο ρεκόρ, πολύ γρήγορα: «μόλις έμαθε πως η μητέρα του είναι αδιάθετη, πήγε στο σπίτι του σε χρόνο ρεκόρ»·
- σπαταλώ το χρόνο μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μη σπαταλάς το χρόνο σου, γιατί κάποια στιγμή θα το μετανιώσεις, αλλά θα είναι αργά»·
- στα χρόνια μας ή στα χρόνια μου, όταν ήμουν νέος, την εποχή που ήμουν νέος: «στα χρόνια μας υπήρχε σεβασμός στους μεγαλύτερους». Αναφορά συνήθως ηλικιωμένων ανθρώπων στα χρόνια της νιότης σε αντιδιαστολή με τον παρόντα χρόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στα χρόνια της υπομονής, σε περίοδο ανέχειας και πολλών δυσκολιών: «τώρα που τα κονόμησα, όλοι μου κάνουν το φίλο, στα χρόνια της υπομονής όμως όλοι έκαναν πως δε με ήξεραν». (Λαϊκό τραγούδι: στα χρόνια της υπομονής δε μας θυμήθηκε κανείς
- στενότητα χρόνου, βλ. λ. στενότητα·  
- στραβός χρόνος, βλ. φρ. ανάποδος χρόνος·
- συν τω χρόνω, βλ. φρ. με την πάροδο του χρόνου·
- τα εκατό πρώτα χρόνια είναι δύσκολα ή τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που παραπονιέται για κάτι που περιμένει και που καθυστερεί να πραγματοποιηθεί, ή για κάτι που άρχισε πρόσφατα να κάνει και που αργεί να το συνηθίσει: «πολύ αργεί να ’ρθει κι αυτή η προαγωγή μου. -Τα εκατό πρώτα χρόνια είναι δύσκολα || δεν αντέχεται αυτή η δίαιτα. -Τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα». Συνήθως η φρ. κλείνει με το (και) μετά συνηθίζεις·  
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. φρ. ο παλιός καλός καιρός, λ. καιρός·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ ή τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- το πλήρωμα του χρόνου, βλ. λ. πλήρωμα2·
- το ροκάνισμα του χρόνου, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) η ελάττωση του ρυθμού του παιχνιδιού, όταν έχω την μπάλα στην κατοχή μου, και η συνεχής ανταλλαγή της με τους συμπαίχτες μου, μέχρι να λήξει ο χρόνος του, επειδή με ευνοεί το αποτέλεσμα, το σκορ: «το ροκάνισμα του χρόνου αποδείχτηκε σωτήριο για την ομάδα μας, γιατί καταφέραμε να κρατήσουμε μέχρι το τέλος του αγώνα το γκολ που μας έδινε τη νίκη»·
- το φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια, βλ. λ. φίδι·
- το χρόνο που δεν έχει Πάσχα, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τόσα χρόνια ή τόσα χρόνια τώρα, βλ. φρ. εδώ και χρόνια. (Λαϊκό τραγούδι: λυπήσου, χάρε, την κοπέλα που τόσα χρόνια τον αγαπά κι αν θέλεις, διώξε απ’ τις καρδιές μου αυτή τη μαύρη τη συμφορά // τόσα χρόνια τώρα με δουλεύεις, πες μου από μένα τι γυρεύεις
- του ’δωσαν τα χρόνια του Χριστού ή του ’δωσαν του Χριστού τα χρόνια, βλ. λ. Χριστός·
- του Θεού τα χρόνια δε σώνονται, βλ. λ. Θεός·
- του ’πα τα χρόνια (του) πολλά, του ευχήθηκα “χρόνια πολλά”: «πήγα στη γιορτή του στο σπίτι και του ’πα τα χρόνια του πολλά»·
- του χρόνου, α. το ερχόμενο έτος, τον ερχόμενο χρόνο: «σκέφτομαι του χρόνου να παντρευτώ». β. ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου πότε θα τον εξυπηρετήσουμε, ή πότε θα του δώσουμε τα χρήματα που του χρωστάμε, ή πότε θα έρθει κάποιο άτομο, κι έχει την έννοια μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ή και ποτέ·
- του χρόνου που δεν έχει Σάββατο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- του χρόνου σπίτι σας! βλ. λ. σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σου! βλ. λ. σπίτι·
- τρώω το χρόνο (κάποιου), κάνω κάποιον να χάσει τον πολύτιμο χρόνο του για μένα: «δεν τον ξαναενοχλώ για ψύλλου πήδημα, γιατί είναι πολύ απασχολημένος και τρώω το χρόνο του»·
- τρώω το χρόνο, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), βλ. συνηθέστ. ροκανίζω το χρόνο·
- τρώω το χρόνο μου, βλ. φρ. χάνω το χρόνο μου·
- φτάνω στα χρόνια (κάποιου), φτάνω στην ηλικία που έχει κάποιος: «όταν φτάσεις στα χρόνια μου, θα καταλάβεις κι εσύ τη ματαιότητα της ζωής»·
- χάνω άδικα το χρόνο μου, βλ. φρ. χάνω τζάμπα το χρόνο μου·
- χάνω τζάμπα το χρόνο μου, τον αφήνω να περνάει ανεκμετάλλευτο: «δώσε μου επιτέλους να κάνω κάτι, γιατί χάνω τζάμπα το χρόνο μου»· βλ. και φρ. χάνω το χρόνο μου·
- χάνω το χρόνο μου, ματαιοπονώ: «χάνεις το χρόνο σου να τον συμβουλεύεις, γιατί δεν έχει σκοπό να γίνει άνθρωπος»· βλ. και φρ. χάνω τζάμπα το χρόνο μου·
- χάνω χρόνο, καθυστερώ: «τελείωνε γρήγορα, γιατί χάνω χρόνο και θα χάσω και τ’ αεροπλάνο»·
- χρόνια και ζαμάνια, δηλώνει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: «χρόνια και ζαμάνια έχω να σε δω»·
- χρόνια και καιρούς, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- χρόνια και χρόνια, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα, για πολλά χρόνια: «χρόνια και χρόνια ζούσα κι εγώ σε κείνη τη γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- χρόνια καλά! ευχή σε άτομο που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή ή τα γενέθλιά του να ζήσει καλά χρόνια σε αντιδιαστολή με το χρόνια πολλά! ή ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων, κάθε φορά με την αλλαγή του χρόνου·  
- χρόνια ολόκληρα, πολλά χρόνια συνεχώς: «χρόνια ολόκληρα ήταν μπλεγμένος με το πιοτό, αλλά κατάφερε και το ’κοψε»·
- χρόνια πολλά! ευχή σε άτομο που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή ή τα γενέθλιά του να ζήσει πολλά χρόνια ή ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων, κάθε φορά με την αλλαγή του χρόνου. (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια πολλά σου ευχόμαστε εγώ και το παιδί σου και να μας βρει όλους καλά του χρόνου στη γιορτή σου
- χρόνο με το χρόνο, καθώς περνούν τα χρόνια, σταδιακά: «χρόνο με το χρόνο γίνεται πλουσιότερος || χρόνο με το χρόνο χειροτερεύει η υγεία του παππού μας»·
- χρόνο σε χρόνο, βλ. φρ. χρόνο με το χρόνο·
- χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ευθύς, αμέσως: «μόλις ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, αυτός, χωρίς να χάσει χρόνο του άστραψε ένα χαστούκι». Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ώριμα χρόνια, η περίοδος του ανθρώπου που είναι μεστωμένος σωματικά και ιδίως πνευματικά: «στα ώριμα χρόνια του ανθρώπου δε δικαιολογούνται άστοχες ενέργειες».