Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τώρα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τώρα, επίρρ. [<μσν. τώρα <αρχ. τῇ ὥρᾳ], τώρα. 1. αυτή τη στιγμή, αυτή την ώρα: «θέλω να μου δώσεις τα λεφτά τώρα». Πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο. 2. ως άκλ. ουσ. το, τα τώρα, η τωρινή στιγμή, αυτά που συμβαίνουν, που διαδραματίζονται στην παρούσα στιγμή: «αυτός ο άνθρωπος ενδιαφέρεται μόνο για το τώρα».  (Τραγούδι: σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ για το τώρα το πριν το μετά και το πάντα, σ’ αγαπώ η καρδιά μου τρελάθηκε, βαράει σαν ξεκούρντιστη μπάντα). 3. τώρα! λέγεται ως προτροπή για την άμεση έναρξη μιας ενέργειας, με το ωμέγα ιδιαίτερα τονισμένο και με μια κοφτή κίνηση του χεριού από πάνω προς τα κάτω ή να τινάζεται με δύναμη προς τα πλάγια και πάνω: «μόλις σας δώσω το σύνθημα, θ’ αρχίσετε να τρέχετε… Τώρα!». 4. σε ερωτηματ. τύπο τώρα; έκφραση ανησυχίας ή απορίας για το τι μέλλει γενέσθαι από τη στιγμή που κάτι έχει συντελεστεί: «πώς θα βγούμε απ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση τώρα; || δυστυχώς, δεν πρόλαβες τ’ αεροπλάνο. -Τώρα;». 5α. ως επιφών. τώωωρα! λέγεται για κάτι που έγινε ήδη πριν από πολλή ώρα: «έφυγε ο τάδε; -Τώωωρα!». β. λέγεται για να επιβεβαιώσουμε κάποιον που μας ρωτάει αν κατορθώσαμε να φέρουμε σε πέρας κάτι που επιδιώκαμε, και μάλιστα δηλώνει πως το πραγματοποιήσαμε προ πολλού, αφήνοντας να εννοηθεί και κάποια ευχέρεια, κάποια ευκολία: «τι έγινε, ρε μάγκα, με την τάδε, την πήδηξες; -Τώωωρα! || τι έγινε με κείνη τη δουλειά, την τέλειωσες; -Τώωωρα!». Συνήθως παρατηρείται χαμόγελο επιτυχίας που πολλές φορές συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους. (Ακολουθούν 100 φρ.)·
- άλλο φαΐ τώρα, βλ. λ. φαΐ·
- ανέκδοτα θα λέμε τώρα! βλ. λ. ανέκδοτο·
- άντε τώρα! βλ. λ. άντε·
- άντε τώρα ντε! βλ. λ. ντε·
- άντρα θέλω τώρα τον θέλω ή άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, βλ. λ. άντρας·
- από τώρα! από τόσο νωρίς(!): «πάμε να φύγουμε. -Από τώρα!»·
- από τώρα, από τη στιγμή αυτή: «η παύση εργασίας αρχίζει από τώρα»·
- από τώρα και στο εξής, βλ. λ. εξής·
- βάλ’ τε τώρα που γυρίζει, βλ. λ. βάζω·
- για τώρα, προς το παρόν, για την ώρα: «πάρε για τώρα αυτά τα λεφτά και για τα υπόλοιπα βλέπουμε || για τώρα είμαστε μια χαρά»·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός, βλ. λ. γη·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική, βλ. λ. Αμερική·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα, βλ. λ. πυρίτιδα·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό, βλ. λ. τροχός·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! βλ. λ. δουλειά·
- εδώ και τώρα, βλ. λ. εδώ·
- είμαστε τώρα για τέτοια; βλ. λ. τέτοιος·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; βλ. λ. δουλειά·
- είναι καιρός τώρα να…, βλ. λ. καιρός·
- είναι καιρός τώρα που…, βλ. λ. καιρός·
- είναι μέρες τώρα να…, βλ. λ. μέρα·
- είναι μέρες τώρα που…, βλ. λ. μέρα·
- έλα τώρα! βλ. λ. έλα·
- έλα τώρα ντε! βλ. λ. ντε·
- ή τώρα ή ποτέ, κατηγορηματική έκφραση που απαιτεί άμεση ενέργεια: «πρέπει να μου πεις αν θέλεις να παντρευτούμε. Ή τώρα ή ποτέ»·
- θα σου ’λεγα τώρα, βλ. λ. λέω·
- ίσαμε (τα) τώρα, βλ. φρ. ως τώρα·
- κάτι μας είπες τώρα! βλ. λ. κάτι·
- καφέ το λέμε τώρα! ή καφέ το λένε τώρα! βλ. λ. καφές·
- μέχρι τώρα, βλ. φρ. ως τώρα·
- μη γαμιέσαι τώρα! βλ. λ. γαμιέμαι·
- όπως τα ’κανες, τώρα φά’ τα, βλ. λ. τρώγω·
- πάει καιρός τώρα που…, βλ. λ. καιρός·
- πάνε τώρα..., πέρασαν μέχρι τη στιγμή αυτή που μιλάμε…: «πάνε τώρα τρία χρόνια που έφυγε για τα ξένα»·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. λ. Γιάννης·
- σπιτάκια θα παίζουμε τώρα; βλ. λ. σπιτάκι·
- τ’ από τώρα, πριν από λίγο, πριν από λίγες στιγμές: «δεν μπορεί να ’χει φύγει, γιατί τον είδα τ’ από τώρα»·
- τι είπε τώρα! βλ. λ. είπα·
- τι μας τσαμπουνάς τώρα! βλ. λ. τσαμπουνώ·
- τι μου κάνεις! βλ. λ. κάνω·
- τι μου λες τώρα; βλ. λ. λέω·
- τι να λέμε τώρα! βλ. λ. λέω·
- τι να σου πω τώρα! βλ. λ. είπα·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; βλ. λ. κεφάλι·
- τι πράγμα μου λες τώρα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι σ’ έπιασε τώρα; βλ. λ. πιάνω·
- τι να σου πω τώρα! βλ. λ. είπα·
- τι σου κάνω τώρα, μάνα μου! βλ. λ. κάνω·
- τι του κάνεις τώρα! ή τι του λες τώρα! α. έκφραση συμπάθειας σε οικείο ή φιλικό πρόσωπο που διστάζουμε ή δεν ξέρουμε πως να ικανοποιήσουμε μια απαίτηση ή επιθυμία του. β. έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για το πώς πρέπει να ενεργήσουμε σε βάρος κάποιου ή για το τι πρέπει να του πούμε για κάτι άπρεπο που κάνει ή για κάτι παράδοξο που λέει·
- τι ψάχνεις τώρα να βρεις! ή τι την ψάχνεις τώρα! βλ. λ. ψάχνω·
- τόσα χρόνια τώρα, βλ. λ. χρόνος·
- τόσες μέρες τώρα, βλ. λ. μέρα·
- τόση ώρα τώρα ή τόσες ώρες τώρα, βλ. λ. ώρα·
- τόσον καιρό τώρα, βλ. λ. καιρός·
- τόσους μήνες τώρα, βλ. λ. μήνας·
- τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, βλ. λ. δύσκολος·
- τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα, βλ. λ. καρότο·
- τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, βλ. λ. ραδίκι·
- τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια, βλ. λ. ραδίκι·
- τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια, βλ. λ. ραπανάκι·
- τώρα δα, ακριβώς τώρα, μόλις τώρα: «τώρα δα ήταν εδώ»·
- τώρα έσφιξαν τα γάλατα, βλ. λ. γάλα·
- τώρα θα…(ακολουθεί ρήμα), ύστερα θα… (ακολουθεί το ίδιο ρήμα), μάταια περιμένουμε να συμβεί, να πραγματοποιηθεί από κάποιον ή από κάτι αυτό που δηλώνει το ρήμα: «είχε υποσχεθεί στην τελευταία μας συνάντηση πως θα μου επέστρεφε τα λεφτά που του είχα δανείσει, όμως τώρα θα μου τα επιστρέψει, ύστερα θα μου τα επιστρέψει, και λεφτά δεν έβλεπα || είχαν αναγγείλει  πως τ’ αεροπλάνο θα ’ρχόταν στις δέκα, αλλά τώρα θα ’ρθει τ’ αεροπλάνο, ύστερα θα ’ρθει τ’ αεροπλάνο, και μέχρι τις δώδεκα τ’ αεροπλάνο δεν είχε φανεί»· βλ. και φρ. σήμερα θα…, αύριο θα…, βλ. λ. σήμερα·  
- τώρα θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
- τώρα και..., πριν από...: «τώρα και τρεις μέρες τον είδα κάτω στην αγορά με τη γυναίκα του»·
- τώρα καλημέρα! βλ. λ. καλημέρα·
- τώρα καλημερούδια! βλ. λ. καλημερούδια·
- τώρα καληνύχτα! βλ. λ. καληνύχτα·
- τώρα κάτσε! βλ. λ. κάθομαι·
- τώρα κάτσε! (ενν. στον πούτσο, στον ψώλο, στην πούτσα, στην ψωλή, στο πέος, στο καυλί), βλ. λ. κάθομαι·
- τώρα κοντά, βλ. λ. κοντά·
- τώρα μάλιστα! α. έκφραση με την οποία δείχνουμε την απογοήτευση ή τη δυσαρέσκειά μας για κάτι που συμβαίνει: «σε ζητάει ο τάδε. -Τώρα μάλιστα, αυτός μας έλειπε!». β. έκφραση με την οποία δείχνουμε την ικανοποίησή μας για κάτι που επιτέλους έγινε σωστά: «τώρα μάλιστα, αυτή είναι δουλειά κι όχι σαν την προηγούμενη που μ’ έφερες!». γ. έκφραση ατόμου που βρίσκεται σε αδιέξοδο: «δε θα μπορέσω να σου δανείσω τα λεφτά που μου ζητάς. -Τώρα μάλιστα!»·
- τώρα μάλιστα, καζάντισες! βλ. λ. καζαντίζω·
- τώρα μου (σου, του, κ.λ.π.) ’ρθε, βλ. λ. ήρθα·
- τώρα πάρε μας μια πίπα! βλ. λ. πίπα·
- τώρα πιάσ’ τα μας (ένν. τ’ αρχίδια μας), βλ. λ. πιάνω·
- τώρα πιάσε μας τ’ αρχίδια ή τώρα πιάσε μου τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- τώρα ποιος τον πιάνει! ή ποιος τον πιάνει τώρα! βλ. λ. πιάνω·
- τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντ’ έξι, βλ. λ. παπάς·
- τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, βλ. λ. γιαούρτι·
- τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε, βλ. λ. χορός·
- τώρα σ’ έπιασε η φαγούρα! βλ. λ. φαγούρα·
- τώρα σγούψε, έτσι άσχημα όπως τα κατάφερες, πρέπει να υποστείς τις συνέπειες: «αφού ήξερες πως δεν ήταν στα μέτρα σου η δουλειά και την ανέλαβες, τώρα σγούψε». Υπονοεί τώρα σκύψε να φας τις μπάτσες σου ή τώρα σκύψε να υποστείς τη σεξουαλική πράξη·
- τώρα σκάσε, όπως ενήργησες κι απέτυχε η δουλειά, δε σου επιτρέπεται να πεις κανένα λόγο, καμιά δικαιολογία και ετοιμάσου να υποστείς τις τυχόν συνέπειες·
- τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα, βλ. λ. γεράματα·
- τώρα στήσ’ τον (ενν. τον κώλο σου), βλ. φρ. τώρα κάτσε. Υπονοεί πάρε την κατάλληλη θέση για να υποστείς τη σεξουαλική πράξη·
- τώρα σφύρα! βλ. λ. σφυρίζω·
- τώρα σώθηκα! ή τώρα σωθήκαμε! βλ. λ. σώνομαι·
- τώρα τέτοια θα λέμε! βλ. λ. τέτοιος·
- τώρα τις Αποκριές, έχουν τα μουνιά χαρές, βλ. λ. Αποκριά·
- τώρα τον έπιασε η προκοπή του! ή τώρα τον έπιασαν οι προκοπές του! βλ. λ. προκοπή·
- τώρα τον έπιασε ο πόνος! βλ. λ. πόνος·
- τώρα τον πήρε ο πόνος! βλ. λ. πόνος·
- τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! βλ. λ. βυζί·
- τώρα τραγούδα! βλ. λ. τραγουδώ·
- τώρα τώρα ακριβώς αυτή τη στιγμή: «πώς δεν είναι εδώ, αφού τώρα τώρα τον είδα»·
- τώρα φά’ τα! (ενν. τα σκατά), βλ. λ. τρώω·
- τώρα φά’ τον! (φά’ την, φά’ το, ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τρώω·
- τώρα χαίρετε! βλ. λ. χαίρομαι·
- τώρα χαιρετίσματα! βλ. λ. χαιρετίσματα·
- ως (τα) τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή: «ως τώρα δεν έγινε καμιά φασαρία || δεν παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα ως τα τώρα».
  

Αμερική

Αμερική, η, ουσ. [από το όνομα του Ιταλού εξερευνητή και θαλασσοπόρου Amerigo Vespucci, ο οποίος ανακάλυψε το 1497 το βόρειο τμήμα της ηπείρου], η Αμερική·
- γαμώ το Χριστόφορο Κολόμβο που ανακάλυψε την Αμερική! α. έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ το Χριστόφορο Κολόμβο που ανακάλυψε την Αμερική, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά, στην οποία Χριστόφορος Κολόμβος σημαίνει Χριστός. Παρόλο που ο λαϊκός άνθρωπος δε διακρίνεται για την αυξημένη θρησκευτική ευαισθησία του, εντούτοις πολλές φορές νιώθει έντονη δυσκολία να βρίσει τα θεία, γι’ αυτό εφευρίσκει παρεμφερείς λέξεις. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ. γ. ακραία εκδήλωση αντιαμερικανικών αισθημάτων·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που έχει την εντύπωση πως είπε ή έκανε κάτι πρωτότυπο: «τα ναρκωτικά, κύριοι, σκοτώνουν τη νεολαία μας. -Δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική, κύριε, για ν’ αντιληφθούμε πως τα ναρκωτικά σκοτώνουν τη νεολαία μας». Συνών. δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός / δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα / δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό.

άντρας

άντρας κ. άνδρας, ο, γεν. άντρα κ. άνδρα κ. αντρού, του, πλ. άντρες κ. άνδρες κ. άντρηδες κ. άντρηδοι κ. αντράδες, οι, ουσ. [από την αιτιατ. ἄνδρα του αρχ. ἀνήρ], ο άντρας: «δε θ’ αφήσουμε τις παστρικές να μας κλέψουν τους αντράδες μας || όλοι οι άντρηδοι πρέπει να ξηγιούνται σπαθί». 1. ο άντρας ως το ισχυρότερο φύλο σε σύγκριση με τη γυναίκα: «όταν μιλάει ο άντρας, εσύ θα κάθεσαι προσοχή!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω). 2.ο σύζυγος: «είδα την αδερφή σου με τον άντρα της στην αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: Μαρία με τα κίτρινα, ποιον αγαπάς καλύτερα, τον άντρα σου ή το γείτονα). 3. ο γενναίος, το παλικάρι: «ο τάδε είναι πολύ άντρας και δε φοβάται κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω, και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω). 4. ο καθώς πρέπει, ο κύριος: «είναι πολύ άντρας και συμπεριφέρεται πάντα όμορφα κι ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: στα όπα όπα σ’ είχα και σε ζηλεύανε, να βρούνε τέτοιον άντρα κι άλλες γυρεύανε). 5. ο επιβήτορας, ο γαμιάς: «είναι τόσο άντρας, που δεν άφησε καμιά γυναίκα απήδηχτη στη γειτονιά». 6. ο απλός στρατιώτης, ο οπλίτης: «έχει υπό τις διαταγές του πενήντα άντρες». 7. (στη γλώσσα του στρατού) στον πλ. χωρίς άρθρο και συνήθως στον τύπο άνδρες! προειδοποιητικό επιφώνημα, με το οποίο ο επικεφαλής φέρνει τους στρατιώτες του σε εγρήγορση, για να εκτελέσουν το κυρίως παράγγελμα που θα ακολουθήσει: «άνδρες! Προσοχή!».Υποκορ. αντράκι, το κ. αντρούλης, ο (βλ. λ.). Μεγεθ. αντράκλα, η κ. άντρακλας κ. αντρούκλας, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- αλλάζει άντρες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τους άντρες σαν τα πουκάμισα, βλ. λ. πουκάμισο·
- αν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε ή αν είσαι άντρας, έλα να μετρηθούμε, αν τολμάς, αν έχει θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε: «άσε τις φοβέρες και τα λόγια κι αν είσαι άντρας, έλα να λογαριαστούμε». Πρβλ.: αν είσαι άντρας τσιφλικά έβγα ψηλά στ’ αλώνι να ’χεις και να ’χω ένα γκρα να μετρηθούμε μόνοι (Λαϊκό τραγούδι)· 
- άντρα θέλω, τώρα τον θέλω ή άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, επιθυμία για άμεση ενέργεια, για άμεση πραγματοποίηση: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, άντρα θέλω, τώρα τον θέλω || μη του τάξεις τίποτα, γιατί είναι άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω, και θα σου γίνει κολλητσίδα μέχρι να του το δώσεις»·
- άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε μ’ ωφελούν τα βότανα, βλ. λ. γκαστρώνομαι·
- άντρα μου, για να γκαστρωθώ, δε με φελούν τα ξόρκια, βλ. λ. γκαστρώνομαι·
- άντρας δυο μέτρα, ή δυο μέτρα άντρας, άντρας πολύ ψηλός, αλλά συνήθως λέγεται με υποτιμητική διάθεση: «σαν δεν ντρέπεσαι, δυο μέτρα άντρας και να κάνεις τέτοιες βλακείες!». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα πράγματα, κοίτα πράγματα, άντρας δυο μέτρα έβαλες τα κλάματα
- άντρας μ’ εφτά καντάρια αρχίδια, βλ. λ. καντάρι·
- άντρας με κάτι αρχίδια να! βλ. λ. αρχίδι·
- άντρας με καρδιά, άντρας άφοβος, γενναίος: «δε φοβάται κανέναν, γιατί είναι άντρας με καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: τσακιρισμένος μια βραδιά κι ως ήταν άντρας με καρδιά τον βάρεσε η τρέλα και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές ξεσήκωσε τις γειτονιές κι έσπασε δυο μπορντέλα
- άντρας με τα όλα του, έκφραση που θέλει να τονίσει τα χαρίσματα, τα πλεονεκτήματα ενός άντρα (ομορφιά, αθλητικό παράστημα, γενναιότητα, καλά αισθήματα) άσχετα αν είναι πλούσιος ή όχι: «μπορεί να είναι φτωχός, αλλά είναι άντρας με τα όλα του»·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- (βάζει) κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. συνηθέστ. (βάζει) κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες·
- (βάζει) κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. λ. μυλωνάς·
- βρίσκω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) συνδέομαι ερωτικά με έναν άντρα που είναι όπως ακριβώς τον ήθελα, όπως τον ονειρευόμουν: «είναι πάρα πολύ ευτυχισμένη, γιατί βρήκε τον άντρα της ζωής της»·
- βρίσκω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- για κόψε έναν άντρα! α. υποτιμητική έκφραση σε άντρα που διατείνεται πως είναι άφοβος, γενναίος: «για κόψε έναν άντρα που θέλει να τα βάλει μαζί μου!». β. υποτιμητική έκφραση σε άντρα που είναι πολύ κοντός, πολύ αδύνατος, πολύ μικροκαμωμένος: «για κόψε έναν άντρα που, αν φυσήξει αέρας, θα τον πάρει και θα τον σηκώσει!». Συνήθως η φρ. συνοδεύεται και από χειρονομία με το χέρι να δείχνει υποτιμητικά τον άντρα για τον οποίο γίνεται λόγος·
- γνήσιος άντρας, που είναι πρότυπο για την αρσενική συμπεριφορά του και για την εν γένει στάση στη ζωή που χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, μεγαλοσύνη και δίκαια αντιμετώπιση προς συνανθρώπους του: «λίγοι είναι σήμερα σαν κι αυτόν γνήσιοι άντρες»·
- γνωρίζω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- γνωρίζω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. φρ. βρίσκω τον άντρα της ζωής μου·
- δε γνώρισε άντρα, (για γυναίκες) δεν είχε ερωτικό δεσμό με άντρα, δεν έχει συνουσιαστεί και, κατ’ επέκταση, είναι παρθένα: «έγινε είκοσι πέντε χρονών κοπέλα κι ακόμη δε γνώρισε άντρα»·
- δεν έχει άντρα, (για γυναίκες) είναι ανύπαντρη: «η μόνη απ’ την παρέα μας που δεν έχει άντρα είναι η τάδε»·
- δημόσιος άντρας, αυτός που ασχολείται συστηματικά με τα πολιτικά, με την πολιτική: «ένας δημόσιος άντρας πρέπει να ’ναι άμεμπτος, αλλά πού!»·
- δώσ’ μου, κυρά, τον άντρα σου κι εσύ κράτα τον κόπανο, βλ. λ. κόπανος·
- ενός ανδρός αρχή, βλ. λ. αρχή·
- έχασε τον άντρα της, (για γυναίκες) είναι χήρα: «έχασε τον άντρα της σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα»·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, λέγεται στην περίπτωση που οι σύζυγοι απατούν ο ένας  τον άλλον: «αυτοί το ’χουν λύσει το πρόβλημα της συζυγικής πίστης κι έχουν υιοθετήσει το έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα»· 
- έχω άντρα, (για γυναίκες) είμαι παντρεμένη: «δε μ’ ενδιαφέρει κανένας άντρας, γιατί έχω άντρα». (Λαϊκό τραγούδι: έχει το κορίτσι άντρα παλικάρι ξακουστό, Θοδωράκης το όνομά μου κι όπου λάχει περπατώ
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, ευχή γυναίκας για να πετύχει στο γάμο της, για να βρει καλό σύζυγο: «ένα παρακαλώ πρωί βράδυ το Θεό, η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει»·
- κάνω τον άντρα, α. προσποιούμαι τον γενναίο, τον ατρόμητο: «έκανε τον άντρα σ’ έναν άγνωστο και τις μάζεψε». β. ισχυρίζομαι πως είμαι επιβήτορας, πως είμαι γαμιάς: «αυτός κάνει τον άντρα, αλλά καμιά γυναίκα δε θέλει να πάει μαζί του». (Λαϊκό τραγούδι: καθόσουνα στον καφενέ και έκανες τον άντρα κι η γκόμενά σου τριγυρνά τώρα με άλλον μάγκα
- κλάσαν οι άντρες και βγήκες εσύ, α. υποτιμητική έκφραση σε κάποιον άντρα που διατείνεται πως είναι άφοβος, γενναίος. β. υποτιμητική παρατήρηση σε άντρα που είναι πολύ κοντός, πολύ αδύνατος, πολύ μικροκαμωμένος·
- κοιμάμαι με άντρα, (για γυναίκες) συνουσιάζομαι: «είναι απελευθερωμένη γυναίκα και κοιμάται μ’ όποιον άντρα της κάνει κέφι»· 
- κόρη μου, κατά τον άντρα σου να σειέται η ποδιά σου, βλ. λ. κόρη·
- κόψε άντρα! βλ. φρ. για κόψε έναν άντρα(!)·
- ξαπλώνω με άντρα, (για γυναίκες) βλ. φρ. κοιμάμαι με άντρα·
- ο άντρας θέλει κλάσιμο και η μαγκιά λουστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- ο άντρας του σπιτιού, α. ο σύζυγος, ο νοικοκύρης: «αν είναι μέσα ο άντρας του σπιτιού, θέλω να του πω κάτι». β. ο άντρας (ανεξαρτήτου ηλικίας) ως προστάτης της οικογένειας μετά το χαμό του συζύγου: «τώρα, που πέθανε ο πατέρας σου, εσύ είσαι ο άντρας του σπιτιού»·
- ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας, ο άντρας εκείνος που έχει μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες, διαμορφώνει κακό χαρακτήρα: «επειδή είναι ομορφόπαιδο, δεν πάει να πει πως είναι και καλός, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως, ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας». Από το ότι ένας όμορφος και πετυχημένος εραστής, από τη στιγμή που οι γυναίκες του κάνουν όλα τα χατίρια, αντανακλά αυτό στο χαρακτήρα του, που σταδιακά γίνεται απαιτητικός και αυταρχικός· 
- ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου, λέγεται για τις γυναίκες εκείνες που είναι ειλικρινείς με τους άντρες τους και τους αποδίδουν την κάθε επιτυχία και το κάθε αγαθό που απολαμβάνουν: «εγώ δεν είμαι αυτές τις αχάριστες γυναίκες γιατί εγώ, ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου»·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε ο άντρας στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- παίρνω (για) άντρα, (για γυναίκες) παντρεύομαι: «παντρεύεται η κόρη του και παίρνει για άντρα τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε μου δώσει η μάνα σου σπίτι στην Αλεξάντρα, και αυτοκίνητο κλειστό, δε θα με πάρεις άντρα
- πηγαίνω με άντρα, (για γυναίκα) συνουσιάζομαι: «αυτή η ζωντοχήρα έχει πάει μ’ όλους τους άντρες της γειτονιάς»·
- στάθηκε άντρας, βλ. φρ. φάνηκε άντρας·
- της έφαγε τον άντρα, (για γυναίκες) ξελόγιασε τον άντρα κάποιας άλλης γυναίκας και σύναψε μαζί του ερωτική σχέση ή τον παντρεύτηκε: «αυτή που βλέπεις, της έφαγε τον άντρα η καλύτερή της φίλη»·  
- το κρατάει για την τιμή του αντρού της, βλ. λ. τιμή·
- τον άντρα μου θωρούνε κι εμένανε τιμούνε, η γυναίκα που έχει άξιο και πετυχημένο άντρα, υπολογίζεται από το περιβάλλον της: «ας μην ήταν ο άντρας μου εφοπλιστής και σας έλεγα εγώ πώς θα με φέρονταν, γιατί τώρα τον άντρα μου θωρούνε κι εμένανε τιμούνε»·  
- τον άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, βλ. λ. κερατώνω·
- τον κάνω άντρα, (για γυναίκες) είμαι η πρώτη που του μαθαίνω τα μυστικά του έρωτα: «δεν μπορεί να την ξεχάσει αυτή τη γυναίκα, γιατί είναι η πρώτη που τον έκανε άντρα»·
- τον κάνω άντρα μου, (για γυναίκες) τον παντρεύομαι: «μόνο αν θ’ αγαπήσω κάποιον, θα τον κάνω άντρα μου»·
- φάνηκε άντρας, έδειξε ανδρεία, θάρρος ή υπευθυνότητα: «όλοι τους αποδείχτηκαν φοβιτσιάρηδες, γιατί όταν κινδύνεψα, μόνο ο τάδε φάνηκε άντρας || στις δύσκολες στιγμές, όταν οι άλλοι τα είχαν χάσει και δεν ήξεραν τι να κάνουν, ο τάδε φάνηκε άντρας, γιατί μπόρεσε και τους οργάνωσε»·
- φέρθηκε σαν άντρας, βλ. φρ. φάνηκε άντρας· 
- χαρά στον άντρα το ζεστό και τη γυναίκα κρύα, βλ. λ. χαρά.

Αποκριά

Αποκριά, η κ. Απόκρια, η, ουσ. [<μσν. Ἀποκριά], η αποκριά. 1. συνήθως στον πλ. οι Αποκριές κ. οι Απόκριες, οι τρεις εβδομάδες πριν από τη μεγάλη Σαρακοστή. 2. το καρναβάλι: «στις αποκριές περάσαμε υπέροχα»·
- κάνω Αποκριά ήκάνω Αποκριές, γλεντώ, διασκεδάζω, ξεφαντώνω: «φέτος αποφάσισα να βάλω στη μπάντα τις στενοχώριες μου και να κάνω Αποκριά κι εγώ, όπως όλος ο κόσμος»·
- τώρα στις Αποκριές έχουν τα μουνιά χαρές, υπάρχει, επικρατεί μεγάλη διασκέδαση, μεγάλο ξεφάντωμα, μεγάλη χαρά και σεξουαλική ασυδοσία. Από το ότι, καθώς οι καρναβαλίστικες μεταμφιέσεις εξασφαλίζουν την ανωνυμία, πολλές γυναίκες επιδίδονται στις σεξουαλικές απολαύσεις, χωρίς να έχουν το φόβο να αποκαλυφθούν. Πρβλ. αποκρεύουν και το γάλα και τ’ αρκίδια τα μεγάλα, και την Καθαρά Δευτέρα παίρνουν τα μουνιά αέρα (Αντρικά μουνάτα).

αρχίδι

αρχίδι κ. αρκίδι, το, πληθ. αρχίδια κ. αρκίδια, τα, ουσ. [<μτγν. ὀρχίδιον, υποκορ. του αρχ. ὄρχις], το αρχίδι. 1. άντρας άχρηστος, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτό τ’ αρχίδι». 2α. άτομο με κακό χαρακτήρα, ο παλιοχαρακτήρας: «πού το βρήκες αυτό τ’ αρχίδι και το κάνεις παρέα!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά: «τι είπες, ρε αρχίδι;». 3α. στον πλ. χωρίς άρθρο αρχίδια, δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου αν τελειώσαμε κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση που έπρεπε να είχαμε τελειώσει, και δηλώνει πως δεν την τελειώσαμε: «πλήρωσες τη Δ.Ε.Η; -Αρχίδια». Πολλές φορές, επαναλαμβάνεται και το ρ. της ερώτησης: «πλήρωσες τη Δ.Ε.Η; -Αρχίδια πλήρωσα», ενώ είναι και φορές που επαναλαμβάνεται όλη η ερώτηση: «πλήρωσες τη Δ.Ε.Η; -Αρχίδια πλήρωσα τη Δ.Ε.Η.». 4. ως επιφών. αρχίδια!έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «το βράδυ θα είναι και ο τάδε στη παρέα μας. -Αρχίδια! || το μάθατε πως ο δείνα έδειρε τον τάδε; -Αρχίδια! || το τάδε αμάξι είναι το καλύτερο απ’ όλα. -Αρχίδια!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «το βράδυ θα είναι και ο τάδε στην παρέα μας. -Αρχίδια θα είναι! || το μάθατε πως ο δείνα έδειρε τον τάδε; -Αρχίδια τον έδειρε! || το τάδε αμάξι είναι το καλύτερο απ’ όλα. -Αρχίδια είναι!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «το μάθατε πως ο δείνα έδειρε τον τάδε; -Αρχίδια ο δείνα έδειρε τον τάδε». Συνών. αβγά μελάτα! / αρχίδια καλαβρέζικα! / αρχίδια καπαμά! / αρχίδια μαρινάτα! / κουραφέξαλα! (2) / μαλλιά! (2) / μαμούκαλα! (β) / μαμούνια! (3β) / μαρούλια! (2) / μπαρμπούτσαλα! / μπούρδες! (β) / παπάρες! (4β) / παπάρια! (5γ) / παπαριές! (β) πίπες! (2β) / σάλια! (2β) / σκατά! (4β) / σκατουλάκια! (5) / σκατούλες! (5) / σκατούλια! (4) / τρίχες! (2β) / τσουτσούνια! (2) / φασόλια! (2) / φλούδες! (2). Συνήθως στον πλ. αριθμ. τα αρχίδια, επειδή αποτελούνται από δυο γεννητικούς αδένες του άρρενος οι οποίοι παράγουν το σπέρμα: «του ’δωσε μια κλοτσιά στ’ αρχίδια και τον ξάπλωσε κάτω». Θεωρούνται ένα από τα πιο ευάλωτα σημεία του άντρα. Συνών. αμελέτητα / απαυτά / αποτέτοια / αυτά / βαρίδια / γιουβαρλάκια / κάκαλα / καλαμπαλίκια / καρύδια / μπαλάκια / μπιχλιμπίδια / μπομπόλια (2) / οικογένεια (ενν. μαζί με το πέος) / ούμπαλα / παπάρια / πελεντούρια / τέτοια. Μεγεθ. αρχιδάρα (βλ. λ.). Υποκορ. αρχιδάκι, το. Τέλος, οι λαϊκοί άνθρωποι φαίνεται πως δίνουν περισσότερη σημασία στο μέγεθος που έχουν τα αρχίδια παρά στο μέγεθος του πέους, γι’ αυτό, όταν θέλουν να μιλήσουν θαυμαστικά ή μειωτικά για έναν άντρα αναφέρονται στα αρχίδια. Ίσως από το ότι τα αρχίδια παράγουν το σπέρμα. (Ακολουθούν 112 φρ.)·
- αδειανός καλόγερος τ’ αρχίδια του έλυε κι έδενε, βλ. λ. καλόγερος·
- αερίζω τ’ αρχίδια μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εδώ πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός αερίζει τ’ αρχίδια του»·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή του, σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη, λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο». Το ότι δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, παραπέμπει σε παιδική ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- αν είχε η γιαγιά μου αρχίδια, θα τη λέγαμε παππούλη, βλ. λ. γιαγιά·
- αν έχεις αρχίδια, έλα να λογαριαστούμε ή αν έχεις αρχίδια, έλα να μετρηθούμε, αν τολμάς, αν έχεις θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε, να παλέψουμε: «με τα λόγια μπορείς να λες ό,τι θέλεις, αλλά, αν έχεις αρχίδια, έλα να μετρηθούμε»·
- αν έχεις αρχίδια, έλα να παραβγούμε, αν τολμάς, έλα να συναγωνιστούμε, ιδίως σε αγώνα ταχύτητας δρόμου: «εσύ νομίζεις πως είσαι πιο γρήγορος από μένα, αλλά, αν έχεις αρχίδια, έλα να παραβγούμε»·
- άντρας μ’ εφτά καντάρια αρχίδια, επιτείνει την αμέσως παρακάτω φράση, γιατί, αν θυμηθούμε καλά, το καντάρι είναι μονάδα βάρους που ισούται με 44 οκάδες ή 56, 320 κιλά·
- άντρας με κάτι αρχίδια να! α. έκφραση θαυμασμού που χαρακτηρίζει τον άντρα για τον οποίο γίνεται λόγος ως πολύ θαρραλέο, πολύ γενναίο, πολύ ειλικρινή, πολύ καθώς πρέπει, ότι δηλ. δεν έχει μόνο αρχίδια αλλά τα έχει συγχρόνως και πολύ μεγάλα: «όλοι θέλουμε να τον έχουμε στην παρέα μας, γιατί είναι άντρας με κάτι αρχίδια να!». β. άντρας με πολύ ισχυρή προσωπικότητα: «πάντοτε γίνεται το δικό του, γιατί είναι άντρας με κάτι αρχίδια να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την οποία οι δυο παλάμες ενωμένες θέλουν να δείξουν ότι περιέχουν κάτι πολύ μεγάλο ή συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία η χούφτα, σαν να ’ναι γεμάτη από κάτι, ανεβοκατεβαίνει ενδεικτικά, όπως όταν θέλει κανείς να υπολογίσει το βάρος του περιεχομένου της·
- αρχίδια καλαβρέζικα! βλ. αρχίδια(!)·
- αρχίδια καπαμά! βλ. αρχίδια(!)·
- αρχίδια μαρινάτα! βλ. αρχίδια(!)·
- αρχίδια πατέρα! λέγεται γιαπράγματα που είναι πολύ απίθανο να συμβούν: «θέλει να του πέσει το λαχείο, να βγάλει εξάρι στο λότο, να πιάσει το δεκατριάρι στο προπό, για να κάθεται μια ζωή, δηλαδή, αρχίδια πατέρα!». Από το ότι είναι απίθανο να μιλήσει κανείς με αυτόν τον τρόπο στον πατέρα του·
- αρχίδια ριγανάτα, βλ. αρχίδια(!)·
- άσ’ το μωρέ τ’ αρχίδι! μην ασχολείσαι με αυτόν τον άνθρωπο, μη σε απασχολεί, γιατί είναι άχρηστος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «άσ’ το μωρέ τ’ αρχίδι, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι!»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, βλ. λ. δουλειά·
- βγάζω τρίχες στ’ αρχίδια μου, γίνομαι έφηβος: «μόλις έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, άρχισε να γλυκοκοιτάζει τα κοριτσόπουλα»·
- βγήκα από πλούσια αρχίδια ή βγήκαμε από πλούσια αρχίδια, γεννήθηκα από πλούσιο πατέρα, από πλούσιους γονείς και, κατ’ επέκταση, είμαι πλούσιος: «ευτυχώς που βγήκα από πλούσια αρχίδια και δεν ταλαιπωρήθηκα στη ζωή μου || χαρά σε μας που βγήκαμε από πλούσια αρχίδια! || αλίμονο σε μας που δε βγήκαμε από πλούσια αρχίδια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- βγήκα από φτωχά αρχίδια ή βγήκαμε από φτωχά αρχίδια, γεννήθηκα από φτωχό πατέρα, από φτωχούς γονείς και κατ’ επέκταση, είμαι φτωχός: «αφού βγήκα από φτωχά αρχίδια, έτσι θα σέρνομαι μια ζωή! || αλίμονο σε μας που βγήκαμε από φτωχά αρχίδια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- για δε(ς) έν’ αρχίδι! βλ. φρ. για κόψ’ έν’ αρχίδι! Το για τονισμένο·
- για κόψ’ έν’ αρχίδι! α. επιτιμητική ή υποτιμητική αναφορά σε άτομο που λέει ή κάνει ανοησίες, βλακείες: «για κόψ’ έν’ αρχίδι, που μας έκανε άνω κάτω με τις βλακείες του!». β. ειρωνική αναφορά σε ανάξιο άτομο, που επιδιώκει να επιδεικνύεται ως σπουδαίο: «για κόψ’ έν’ αρχίδι, που το παίζει παράγοντας!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε και συνήθως συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με το χέρι ή νεύμα με το κεφάλι, που δείχνει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος. Το για τονισμένο·
- για φάε έν’ αρχίδι! βλ. φρ. για κόψ’ έν’ αρχίδι! Το για τονισμένο·
- γλείφω αρχίδια, βλ. συνηθέστ. γλείφω κώλους, λ. κώλος·
- δε θέλω κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε θέλουμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας, βλ. λ. κεχαγιάς·   
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου, α. είναι πολύ απασχολημένος: «κλείνω τον ισολογισμό της χρονιάς και δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «δεν ξέρω αν έχουν δουλειά οι άλλοι, πάντως εγώ δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου / δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν είσαι ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. φρ. δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου·
- δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, δε σε υπολογίζω διόλου, απαξιώ: «δεν ξέρω τι καπνό φουμάρουν οι άλλοι, αλλά εσύ δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου»·
- δεν έχει αρχίδια, α. δεν είναι άντρας, δεν έχει θάρρος, δεν του βαστάει: «εγώ μαλώνω μαζί του ό,τι ώρα λάχει, αυτός όμως δεν έχει αρχίδια να μαλώσει μαζί μου». β. δεν έχει προσωπικότητα: «μα και βέβαια τον κάνουν ό,τι θέλουν, αφού δεν έχει αρχίδια ο άνθρωπος να τους επιβληθεί»·
- δεν ήταν ούτε κολόνια για τ’ αρχίδια μου, βλ. φρ. δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου·
- δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, το χρηματικό ποσό για το οποίο γίνεται λόγος, ήταν εντελώς ασήμαντο για μένα: «δε θέλω ευχαριστίες, γιατί το ποσό που σου δάνεισα δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ ή το εντάξει μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τ’ αρχίδια μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά· 
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι αρχίδι, α. είναι άχρηστος, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «δεν κάνω παρέα μαζί του, γιατί είναι αρχίδι». β. έχει κακό χαρακτήρα, είναι παλιοχαρακτήρας: «να προσέχεις αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι αρχίδι»·
- είναι έν’ αρχίδι και μισό, είναι πολύ περισσότερο από ένα αρχίδι: «δε τον υπολογίζω διόλου, γιατί είναι έν’ αρχίδι και μισό»·
- είναι μεγάλο αρχίδι, α. είναι εντελώς άχρηστος, εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς τιποτένιος: «δεν καταδέχομαι να του πω ούτε καλημέρα, γιατί είναι μεγάλο αρχίδι». β. έχει πάρα πολύ κακό χαρακτήρα: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι μεγάλο αρχίδι»·
- είναι πολύ αρχίδι, βλ. συνηθέστ. είναι μεγάλο αρχίδι·
- έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! νομίζει ότι έκανε ή ότι κατάφερε κάτι σπουδαίο: «αγόρασε κι αυτός έν’ αυτοκινητάκι και νομίζει ότι έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ·
- έφαγα έν’ αρχίδι ή έφαγα τ’ αρχίδια μου, απέτυχα να πραγματοποιήσω το σκοπό που επιδίωκα: «της έκανα πρόταση να τα φτιάξουμε κι έφαγα τ’ αρχίδια μου || προσκόμισα όλα τα δικαιολογητικά για να πάρω τη θέση που είχε προκηρυχτεί, αλλά στο τέλος έφαγα τ’ αρχίδια μου»·
- έφαγα (μια) κλοτσιά στ’ αρχίδια, η επιδίωξή μου είχε πολύ οδυνηρή κατάληξη για μένα: «έριξα όλα μου τα λεφτά στην τάδε επιχείρηση, γιατί νόμισα πως θα κερδίσω, αλλά αυτή χρεοκόπησε κι έφαγα κλοτσιά στ’ αρχίδια». Από το ότι, ο άντρας που δέχεται κλοτσιά στα αρχίδια του, νιώθει οδυνηρό πόνο·
- έχει αρχίδια, α. είναι άντρας, είναι γενναίος, έχει θάρρος: «απ’ όλη σας την παρέα ο μόνος που έχει αρχίδια είναι ο τάδε». β. έχει προσωπικότητα: «μπορεί να παρασύρει πολύ κόσμο μαζί του, γιατί έχει αρχίδια ο άνθρωπος»·
- έχει βαρβάτα αρχίδια, βλ. φρ. έχει μια μάντρα αρχίδια·
- έχει έναν κουβά αρχίδια, βλ. φρ. έχει μια μάντρα αρχίδια·
- έχει μια μάντρα αρχίδια, α. είναι πολύ άντρας, πολύ γενναίος, πολύ θαρραλέος: «δεν τολμάει να τα βάλει κανείς μαζί του, γιατί είναι άντρας που έχει μια μάντρα αρχίδια». β. έχει ισχυρή προσωπικότητα: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε το εργοστάσιο ο καινούριος διευθυντής, όλοι δουλεύουν ρολόι, γιατί έχει μια μάντρα αρχίδια ο άνθρωπος»·
- έχει μια οκά αρχίδια, βλ. συνηθέστ. έχει μια μάντρα αρχίδια·
- έχεις αρχίδια; είσαι γενναίος άντρας; έχεις θάρρος; τολμάς(;): « έχεις αρχίδια να τα βάλεις μαζί μου;»·
- ζαλίζει αρχίδια, είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ εκνευριστικός: «μην τον ξαναφέρνεις αυτόν τον άνθρωπο στη παρέα, γιατί ζαλίζει αρχίδια»·
- θα μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια ή θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, υβριστική έκφραση που επιτείνει την έννοια της παρακάτω φρ. θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια. Για περισσότερη έμφαση, της φρ. προτάσσεται το θα πάρεις φόρα και ή το θα ’ρθεις με την όπισθεν και. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια ή θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, επιθετική έκφραση σε κάποιον, με την έννοια δε θα μου κάνεις τίποτα, δεν μπορείς να μου κάνεις κανένα κακό από αυτά που απειλείς πως θα μου κάνεις: «αν έχεις την εντύπωση πως μπορείς να με δείρεις, σε πληροφορώ πως θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα μας ξυρίσεις τ’ αρχίδια ή θα μου ξυρίσεις τ’ αρχίδια, ηπιότερη έκφραση της παραπάνω φρ. θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια·
- θα μας ξύσεις τ’ αρχίδια ή θα μου ξύσεις τ’ αρχίδια, βλ. φρ. θα μας ξυρίσεις τ’ αρχίδια·
- θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια! θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ενοχλήσεις ξανά την κόρη μου, θα σε κρεμάσω απ’ τ’ αρχίδια!». Συνών. θα σε γδάρω ζωντανό! / θα σε κρεμάσω ανάποδα! / θα σε κρεμάσω απ’ το λαιμό! / θα σε κρεμάσω στο μεσιανό κατάρτι(!)·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια, θα σε τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πολύ παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου κόψω τ’ αρχίδια». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό για την προσωπικότητα ενός άντρα να μην έχει αρχίδια·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας, επιτείνει την παραπάνω έκφραση: «αν ξαναβρίσεις τη μάνα μου, θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας». Από τη συνήθεια της Μάφιας να τιμωρεί με αυτόν τον τρόπο τους χαφιέδες, δηλαδή, τους έβρισκαν σκοτωμένους με τα αρχίδια τους στο στόμα·
- θα σου λιώσω τ’ αρχίδια, βλ. φρ. θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια·
- θα φάμε τ’ αρχίδια μας, θα μαλώσουμε πολύ άγρια: «αν με ξανακαρφώσεις στο διευθυντή, θα φάμε τ’ αρχίδια μας». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το στο λέω·
- θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια, θα σε τιμωρήσω με σκληρό, οδυνηρό τρόπο: «αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο, θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια». Από το ότι και η παραμικρή πίεση στα αρχίδια προξενεί οδυνηρό πόνο·
- θέλει κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «όχι μόνο πρέπει να τιμωρηθεί, αλλά θέλει κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια». Για συνών. βλ. φρ. θέλει σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε ή κάναμε: «αν ξεστόμισα αυτή την κουβέντα για σένα, θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια || αν έκανα τέτοιο πράγμα σε βάρος σου, θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια». Για συνών. θέλω σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θύμωσε ο αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του, βλ. λ. αγάς·
- κάθομαι στ’ αρχίδια μου, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «εδώ εμείς πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός κάθεται στ’ αρχίδια του». β. περνώ δύσκολη περίοδο, ιδίως οικονομική: «μη μου ζητάς να σου δανείσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό κάθομαι στ’ αρχίδια μου». Από το ότι, όταν ένας άντρας κάθεται πάνω στα αρχίδια του, νιώθει οδυνηρό πόνο·
- καλώς τ’ αρχίδια μας! ή καλώς τ’ αρχίδια μου! ή καλώς τ’ αρχίδια μας τα δυο! ή καλώς τ’ αρχίδια μου τα δυο! ειρωνική ή υποτιμητική προσφώνηση σε ανεπιθύμητο άτομο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ωχ·
- κάτσε στ’ αρχίδια σου! βλ. συνηθέστ. κάτσε στ’ αβγά σου! λ. αβγό·
- κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κλάσε μας τ’ αρχίδι! ή κλάσε μου τ’ αρχίδι! ή κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή κλάσε μου τ’ αρχίδια! α. άφησε με ήσυχο, μη με ενοχλείς, παράτα με: «αμάν, ρε παιδάκι μου, μ’ αυτή τη γκρίνια σου, κλάσε μας επιτέλους τ’ αρχίδια να τελειώνουμε!». β. δε μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δε σε φοβάμαι. (Λαϊκό τραγούδι: στρείδι, μύδι, Παλαμήδι· μπάτσοι, κλάστε μας τ’ αρχίδι // μάγκες πιάστε τα γεφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κόβω τ’ αρχίδια μου, στοιχηματίζω ότι αυτό που λέω είναι πέρα για πέρα σωστό ή πέρα για πέρα αληθινό: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, κόβω τ’ αρχίδια μου». Έκφραση που προσδίδει απόλυτη βεβαιότητα στα λεγόμενα κάποιου άντρα, γιατί είναι πολύ υποτιμητικό γι’ αυτόν να μείνει χωρίς αρχίδια. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- κρατάει τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! βλ. φρ. έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια·
- κρέμομαι απ’ τ’ αρχίδια του, είμαι εντελώς υποχείριό του, γενικά η επιτυχία μου εξαρτάται αποκλειστικά από αυτόν: «πώς να του πάω κόντρα, αφού κρέμομαι απ’ τ’ αρχίδια του!»·
- λιάζω τ’ αρχίδια μου, δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «οι άλλοι σκοτώνονται στη δουλειά κι αυτός λιάζει τ’ αρχίδια του»·
- μας έπρηξες τ’ αρχίδια ή μου ’πρηξες τ’ αρχίδια, α. με εκνεύρισες πάρα πολύ με τις συνεχείς ενοχλήσεις σου, ιδίως για ασήμαντα πράγματα, ή με εκνεύρισες πάρα πολύ, ιδίως με τις συνεχείς παρεμβάσεις σου πάνω στο θέμα στο οποίο αναφέρομαι: «μην έρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και μου ζητάς αυτές τις αηδίες, γιατί μου ’πρηξες τ’ αρχίδια || σταμάτα, ρε παιδάκι μου, να με διακόπτεις κάθε τόσο, γιατί μου ’πρηξες τ’ αρχίδια». β. με εκνεύρισες πάρα πολύ, ιδίως με την επιμονή σου πάνω στο ίδιο θέμα για το οποίο έχω αντίθετη γνώμη, αντίθετη άποψη: «στο ’πα χίλιες φορές πως δε θα ’ρθω και πάψε να επιμένεις άλλο, γιατί μας έπρηξες τ’ αρχίδια». γ. έγινες πολύ ενοχλητικός με την γκρίνια σου, με την πολυλογία σου: «βούλωστο, επιτέλους, γιατί μας έπρηξες τ’ αρχίδια μ’ αυτή την πάρλα σου». δ. με έφερες σε δύσκολη θέση, με ταλαιπώρησες μέχρι να ενδώσεις: «μια χάρη σου ζήτησα κι εγώ στα τόσα χρόνια και μέχρι να μ’ εξυπηρετήσεις μας έπρηξες τ’ αρχίδια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μας τα ’κανες καρπούζια / μας τα ’κανες κουδούνια / μας τα ’κανες μπαρντάκια / μας τα ’πρηξες·
- μας έσπασες τ’ αρχίδια ή μου ’σπασες τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μας έπρηξες τ’ αρχίδια·
- μας ζάλισες τ’ αρχίδια ή μου ζάλισες τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μας έπρηξες τ’ αρχίδια·
- μας σκότισες τ’ αρχίδια ή μου σκότισες τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μας έπρηξες τ’ αρχίδια·
- μη μας ζαλίζεις τ’ αρχίδια ή μη μου ζαλίζεις τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια·
- μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια ή μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια, παρακλητική έκφραση σε κάποιον να πάψει να μας ενοχλεί με τη συνεχή φλυαρία του, ιδίως να πάψει να μας εκνευρίζει αναφερόμενος συνεχώς στο ίδιο θέμα: «ό,τι θέλεις να πάρεις, πάρ’ το και μη μας πρήζεις κάθε τόσο τ’ αρχίδια || κάνε, επιτέλους, αυτό που σου λέω και μη μου πρήζεις τ’ αρχίδια». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μη μας ζαλίζεις τον έρωτα ή μου ζαλίζεις τον έρωτα / μη μας ζαλίζεις το μυαλό ή μη μου ζαλίζεις το μυαλό·
- μη μας σκοτίζεις τ’ αρχίδια ή μη μου σκοτίζεις τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια·
- μη μας σπας τ’ αρχίδια ή μη μου σπας τ’ αρχίδια, βλ. φρ. μη μας πρήζεις τ’ αρχίδια·
- μου ’κλασε τ’ αρχίδια, δεν έκανε τίποτα από όλα εκείνα που απειλούσε πως θα μου κάνει: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου ’κλασε τ’ αρχίδια»·
- μου ’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια, μου δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα: «όταν τον γνώρισα, μου διαβεβαίωνε πως θα μου δώσει μια θέση στη δουλειά του, αλλά όταν πήγα και του τη ζήτησα, μου ’ριξε κλοτσιά στ’ αρχίδια». Από το ότι νιώθει οδυνηρό πόνο ο άντρας, όταν δέχεται κλοτσιά στα αρχίδια του·
- μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια, α. ασχολείται ή συγκρίνει εντελώς ανόμοια πράγματα ή υποθέσεις, ενεργεί παράλογα: «πώς να μην αποτύχει στη δουλειά του, απ’ τη στιγμή που μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια;». β. βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση: «έχασε ο φουκαράς ένα κάρο λεφτά στο χρηματιστήριο και τώρα μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια». Συνών. κρίνει μήλα με πορτοκάλια / μπερδεύει τη γραβάτα με τα σώβρακα ή μπερδεύει τη γραβάτα με το σώβρακο / μπερδεύει τις βούρτσες με τις πούτσες·
- μπλέκει τ’ αρχίδια με τα μύδια, βλ. φρ. μπερδεύει τ’ αρχίδια με τα μύδια·
- να μου κοπούν τ’ αρχίδια, όρκος που δίνει ένας άντρας για να γίνει πιστευτός σε αυτά που λέει: «αν σου λέω ψέματα, να μου κοπούν τ’ αρχίδια». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα να μην έχει αρχίδια·
- ξύνει τ’ αρχίδια του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «απ’ το πρωί πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός μας βλέπει και ξύνει τ’ αρχίδια του». β. συμπεριφέρεται προσβλητικά, περιφρονητικά στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε μόνο και μόνο για να τον δούμε κι αυτός απ’ τη στιγμή που μας είδε ξύνει τ’ αρχίδια του». Συνών. ξύνει τον κώλο του·
- ξύσ’ τ’ αρχίδια σου, κάνε ό,τι θέλεις, ό,τι καταλαβαίνεις, δε με ενδιαφέρει: «αφού δεν άκουγες μέχρι τώρα τις συμβουλές μου, μη με ρωτάς τι θα κάνεις. Ξύσ’ τ’ αρχίδια σου». Συνήθως έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει απεγνωσμένος: τι να κάνω ή τι θα κάνω τώρα· αδιαφόρησε: «πολύ στενοχωριέμαι γι’ αυτόν τον άνθρωπο. -Ξύσ’ τ’ αρχίδια σου, γιατί δεν αξίζει». Συνήθως στη δεύτερη περίπτωση της φρ. προτάσσεται το μωρέ ή το βρε ή το ρε·
- ξύσ’ τ’ αρχίδια σ’ με κασμά, α. επιτείνει την έννοια της παραπάνω φράσης. β. λέγεται και με ειρωνική ή επιθετική διάθεση σε άτομο που μας ενοχλεί συνεχώς με παραδοξολογίες ή φορτικές απαιτήσεις: «ξύσ’ τ’ αρχίδια σ’ με κασμά, που έβγαλες γκόμενα αυτή τη θεά! || ξύσ’ τ’ αρχίδια σ’ με κασμά, που θα σου δανείσω πέντε εκατομμύρια». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- πάρ’ έν’ αρχίδι, βλ. φρ. τσίμπα ένα αρχίδι·
- πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! επιτείνει την έκφραση κλάσε μας τ’ αρχίδια(!)·
- πήρα έν’ αρχίδι, βλ. φρ. πήρα τ’ αρχίδια μου·
- πήρα τ’ αρχίδια μου, δεν αποκόμισα κανένα κέρδος, κανένα όφελος, δεν πήρα τίποτα: «είχα την εντύπωση πως θα ’παιρνα κανένα φράγκο για τη βοήθεια που τους πρόσφερα, αλλά στο τέλος πήρα τ’ αρχίδια μου»·
- πιάσ’ έν’ αρχίδι, βλ. συνηθέστ. τσίμπα ένα αρχίδι·
- πρήζει αρχίδια, είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ εκνευριστικός: «μην τον ξαναφέρεις αυτόν τον άνθρωπο στην παρέα, γιατί πρήζει αρχίδια»·
- σπάει αρχίδια, α. είναι πάρα πολύ καλός, πάρα πολύ ωραίος, παρά πολύ εντυπωσιακός: «έπιασα μια γκόμενα, που σπάει αρχίδια». β. είναι πολύ ενοχλητικός, πολύ εκνευριστικός: «σπάει αρχίδια μέχρι ν’ αποφασίσει να κάνει αυτό που του λες». γ. (για πράγματα) που προξενεί μεγάλη εντύπωση για την άριστη ή την πανάκριβη κατασκευή του: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο που σπάει αρχίδια»·
- στ’ αρχίδια μας! ή στ’ αρχίδια μου! δε με μέλει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «στ’ αρχίδια μου, αν θα ’ρθει ή αν δε θα ’ρθει ο τάδε! || στ’ αρχίδια μου ποιο κόμμα θα πάρει την κυβέρνηση!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να πέφτει κάθετα με την κόψη της και δείχνει το σημείο εκείνο του κορμιού, όπου βρίσκονται τα αρχίδια. Πολλές φορές, αντί της φρ. παρατηρείται μόνο η χειρονομία. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Τα τελευταία χρόνια με την ίδια έννοια ακούγεται και από τις γυναίκες και παρατηρείται πολλές φορές και η ίδια χειρονομία. Συνών. στ’ αβγά μας! ή στ’ αβγά μου! / στ’ απαυτά μας! ή στ’ απαυτά μου! / στ’ αποτέτοια μας! ή στ’ αποτέτοια μου! / στ’ αρχαία μας! ή στ’ αρχαία μου! / στ’ αυτά μας! ή αυτά μου! / στα καρύδια μας! ή στα καρύδια μου! / στα μπαλάκια μας! ή στα μπαλάκια μου! / στα παπάρια μας! ή στα παπάρια μου! / στα τέτοια μας! ή στα τέτοια μου! / στα φρύδια μας! ή στα φρύδια μου! / στους όρχεις μας! ή στους όρχεις μου(!)·
- στ’ αρχίδια μας και δέκα αβγά Τουρκίας! ή στ’ αρχίδια μου και δέκα αβγά Τουρκίας! Επιτείνει την έννοια της παραπάνω έκφρασης·
- στ’ αρχίδια μας και μας, Κωστής Παλαμάς! ειρωνική ή επιθετική απάντηση σε κάποιον που απαντά σε αυτά που του λέμε με το στ’ αρχίδια μας! Το όνομα του ποιητή, μόνο και μόνο για να κάνει ρίμα με το και μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·    
- στ’ αρχίδια μας (μου) και πάνω τούρλα ή στ’ αρχίδια μας (μου) κι απάνω τούρλα, έκφραση με την οποία επιτείνουμε την έννοια της φρ. στ’ αρχίδια μας(!)·
- τ’ αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως, επιτείνει την έννοια του επιφωνήματος αρχίδια(!)·
- τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «όπως έγινε σήμερα η ζωή μας, τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα στ’ αρχίδια μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «πάψε να μιλάς, γιατί αυτά μου λες τα γράφω στ’ αρχίδια μου». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι· 
- τον γράφω στ’ αρχίδια μου ή τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε, πάντως εγώ τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «αν θελήσει ν’ αναμετρηθεί μαζί μου να του πεις πως τον έχω γραμμένο στ’ αρχίδια μου». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια, του προξένησε σοβαρή σωματική βλάβη, τον εξάντλησε στο ξύλο (γι’ αυτό και δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει): «τον είχε τέτοιο άχτι, που μόλις τον συνάντησε τον κρέμασε απ’ τ’ αρχίδια». Συνών. τον έγδαρε ζωντανό (α) / τον κρέμασε ανάποδα / τον κρέμασε απ’ το λαιμό / τον κρέμασε στο μεσιανό κατάρτι·
- τρίβω τ’ αρχίδια μου, βλ. φρ. ξύνω τ’ αρχίδια μου·
- τρώω τ’ αρχίδια μου, αποτυχαίνω να πραγματοποιήσω το σκοπό που επιδιώκω: «κάθε φορά που είναι να πάρω μια μεγάλη δουλειά, κάτι συμβαίνει και τρώω τ’ αρχίδια μου || της έκανα πρόταση να τα φτιάξουμε κι έφαγα τ’ αρχίδια μου»·
- τσάκο έν’ αρχίδι, βλ. φρ. τσίμπα έν’ αρχίδι·
- τσίμπα έν’ αρχίδι, δεν παίρνεις τίποτα, δεν αποκομίζεις το παραμικρό όφελος, την έπαθες, την πάτησες, ξεγελάστηκες: «αφού δε με πίστεψες πως θα είχε κέρδος η δουλειά, τσίμπα έν’ αρχίδι»· βλ. και φρ. φάε τ’ αρχίδια μου·
- τώρα πιάσε μας τ’ αρχίδια ή τώρα πιάσε μου τ’ αρχίδια, ειρωνική έκφραση σε άτομο που το ξεγελάσαμε, που το εξαπατήσαμε: «τώρα που σου πήρα τα λεφτά, πιάσε μας τ’ αρχίδια»·
- φάε έν’ αρχίδι, βλ. φρ. τσίμπα έν’ αρχίδι·
- φάε τ’ αρχίδια μου, έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που, ενώ ήταν να αποκομίσει κάποια αμοιβή ή παροχή, από καθαρά δική του ευθύνη δεν την αποκόμισε: «αφού δεν ήσουν ακριβώς την ώρα που γινόταν η πληρωμή, φάε τ’ αρχίδια μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα·
- φτύσ’ στ’ αρχίδια σου! ή φτύσ’ τ’ αρχίδια σου! μη σε νοιάζει, μη σε απασχολεί διόλου: «αφού δεν αξίζει ο τύπος, φτύσ’ τ’ αρχίδια σου που κάθεσαι και στεναχωριέσαι!»·
- χαϊδεύω τ’ αρχίδια μου, α. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «απ’ το πρωί πνιγόμαστε στη δουλειά κι αυτός μας βλέπει και χαϊδεύει τ’ αρχίδια του». β. συμπεριφέρομαι προσβλητικά, περιφρονητικά στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να τον συμβουλέψουμε κι αυτός απ’ την ώρα που ήρθαμε χαϊδεύει τ’ αρχίδια του».

βάζω

βάζω, ρ. [<αρχ. βιβάζω], βάζω. 1. φορώ: «βάζω το κοστούμι μου». (Λαϊκό τραγούδι: ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα, τα παιδάκια τα καημένα, τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια). 2α. καταθέτω, αποταμιεύω: «κάθε μήνα βάζω αρκετά λεφτά στην τράπεζα». β. επενδύω: «έβαλε τα λεφτά του σε μια εταιρία που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο». 3. προτρέπω, παρακινώ, αναγκάζω κάποιον ιδίως σε κάτι κακό ή κολάσιμο: «τον βάλανε να πει ψέματα || τον βάλανε να κλέψει». 4. θέτω υποψηφιότητα: «σκέφτεται να βάλει για πρόεδρος του σωματείου μας || στις νέες εκλογές θα βάλει για βουλευτής». 5. θεωρώ: «έχει παιδί που τέλειωσε μόνο το δημοτικό, αλλά το βάζει για πολύ σπουδαγμένο». 6. συγκρίνω: «έχει ένα αυτοκινητάκι και το βάζει με το δικό μου που είναι κοτζάμ Μερσεντές». 7. δίνω όνομα σε αβάφτιστο παιδί, με το μυστήριο της βάφτισης δίνω σε ένα παιδί κάποιο όνομα: «την Κυριακή βαφτίζω το γιο μου. -Τι όνομα θα του βάλεις;». Συνών. δίνω (8). 8. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) πετυχαίνω: «βάζω γκολ || βάζω καλάθι || πόσα γκολ βάλαμε; || πόσα καλάθια βάλαμε;». 9α. βάλε, υπόθεσε, σκέψου: «βάλε τι φασαρία θα γίνει αν, τώρα που είναι με τον γκόμενό της, έρθει ξαφνικά ο αδερφός της!». β. λέγεται προστακτικά ή διευκρινιστικά για παραγγελία, ιδίως σε εστιατόριο, ουζερί, ταβέρνα ή για αγορά από κάποιο κατάστημα ή για λογαριασμό) συμπερίλαβε, πρόσθεσε: «μαζί μ’ αυτά που σου παραγγείλαμε, βάλε και μια πατάτες τηγανητές || μαζί με το κουστούμι βάλε κι αυτό το πουκάμισο || στο λογαριασμό βάλε και τη σοκολάτα που έφαγε ο γιος μου»· βλ. και λ. βάνω. (Ακολουθούν 675 φρ.)· 
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, βλ. λ. ρούχο·
- αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, βλ. λ. κατσαρόλα·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό πάλι πού το βάζεις; βλ. λ. αυτός·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- βάζει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζει δάχτυλο (ενν. στον κώλο του), βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζει και την πορδή του δύναμη, βλ. λ. πορδή·
- βάζει κι κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. συνηθέστ. βάζει κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες·
- βάζει κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. λ. μυλωνάς·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- βάζει μούρη, βλ. λ. μούρη·
- βάζει μουσούδα ή βάζει μουσούδι, βλ. λ. μουσούδα·
- βάζει παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- βάζει παντού την ουρά του ή βάζει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- βάζει παρωπίδες, βλ. λ. παρωπίδα·
- βάζει στη διαπασών, βλ. λ. διαπασών·
- βάζει τη βάρκα στο λιμάνι, βλ. λ. βάρκα·
- βάζει τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση, βλ. λ. χούφτα·
- βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, βλ. λ. κάρο·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζεις στοίχημα; βλ. λ. στοίχημα·
- βάζουμε στη μέση (κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. μέση·
- βάζουμε στο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- βάζουμε στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- βάζω αίμα, βλ. λ. αίμα·
- βάζω αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- βάζω αλατοπίπερο, βλ. λ. αλατοπίπερο·
- βάζω αμανάτι, βλ. λ. αμανάτι·
- βάζω ανάπαυση, βλ. λ. ανάπαυση·
- βάζω απουσία (σε κάποιον), βλ. λ. απουσία·
- βάζω αφτί, βλ. λ. αφτί·
- βάζω βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω βαθμό (για καθηγητές ή κριτές), βλ. λ. βαθμός·
- βάζω βάση, βλ. λ. βάση·
- βάζω βέρα ή βάζω βέρες ή βάζω τις βέρες, βλ. λ. βέρα·
- βάζω βούλα, βλ. λ. βούλα·
- βάζω βούλα και παύλα, βλ. λ. βούλα·
- βάζω βύσμα, βλ. λ. βύσμα·
- βάζω για δόλωμα ή βάζω δόλωμα, βλ. λ. δόλωμα·
- βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- βάζω γκέμι ή βάζω γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- βάζω γκόλ, βλ. λ. γκόλ·
- βάζω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- βάζω γνώση, βλ. λ. γνώση·
- βάζω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- βάζω δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω διαβάλματα, βλ. λ. διαβάλματα·
- βάζω δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- βάζω δόντι, βλ. λ. δόντι·
- βάζω έγνοια, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω εμπόδια (σε κάποιον), βλ. λ. εμπόδιο·
- βάζω ένα ζήτημα στο τραπέζι, βλ. λ. ζήτημα·
- βάζω ένα θέμα στο τραπέζι, βλ. λ. θέμα·
- βάζω ένα όριο, βλ. λ. όριο·
- βάζω ένα χέρι(χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω έναν μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- βάζω ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- βάζω ζιζάνια, βλ. λ. ζιζάνιο·
- βάζω ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- βάζω ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- βάζω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- βάζω θεμέλια ή βάζω τα θεμέλια, βλ. λ. θεμέλιο·
- βάζω θηλιά στο λαιμό μου ή βάζω τη θηλιά στο λαιμό μου, βλ. λ. θηλιά·
- βάζω θλιβερή μουτσούνα, βλ. λ. μουτσούνα·
- βάζω καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- βάζω καζούρα, βλ. λ. καζούρα·
- βάζω καημό, βλ. λ. καημός·
- βάζω καλάθι, (για μπάσκετ), βλ. λ. καλάθι·
- βάζω κάλπη, βλ. λ. κάλπη·
- βάζω καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- βάζω καπίστρι, βλ. λ. καπίστρι·
- βάζω κάποια αράδα ή βάζω σε κάποια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω κάποια γραμμή ή βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά· 
- βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, βλ. λ. λιθαράκι·
- βάζω κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, βλ. λ. λιθάρι·
- βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βάζω σε κάποια τάξη ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη·
- βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη
- βάζω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- βάζω κάτι απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- βάζω κάτι στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω κάτι στο νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω κάτι στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- βάζω κάτω την γκλάβα ή βάζω κάτω την γκλάβα μου, βλ. λ. γκλάβα·
- βάζω κάτω την κεφάλα ή βάζω κάτω την κεφάλα μου, βλ. λ. κεφάλα·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βάζω κιλά, βλ. λ. κιλό·
- βάζω κλειδί, βλ. λ. κλειδί·
- βάζω κολαούζο, βλ. λ. κολαούζος·
- βάζω κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- βάζω κουλούρι (κουλούρα, κουλουράκι), βλ. λ. κουλούρι·
- βάζω κρέπι, βλ. λ. κρέπι·
- βάζω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- βάζω λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι·
- βάζω λέβα, βλ. λ. λέβα·
- βάζω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- βάζω λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω λουκέτο, βλ. λ. λουκέτο·
- βάζω μάρκα, βλ. λ. μάρκα·
- βάζω Μάρτη, βλ. λ. Μάρτης·
- βάζω ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- βάζω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- βάζω με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω με το μυαλό μου ό,τι  να ’ναι, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. λ. νους·
- βάζω με το νου μου ό,τι  να ’ναι, βλ. λ. νους·
- βάζω με τρόπο, βλ. λ. τρόπο·
- βάζω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- βάζω μέσο, βλ. λ. μέσο·
- βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω μια γραμμή ή βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω μια δαχτυλήθρα, βλ. λ. δαχτυλήθρα·
- βάζω μια πρόταση στο τραπέζι, βλ. λ. πρόταση·
- βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη, βλ. λ. τάξη·
- βάζω μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- βάζω μίνες, βλ. λ. μίνες·
- βάζω μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω μπουγάδα, βλ. λ. μπουγάδα·
- βάζω μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
- βάζω μπρίκι στη φωτιά (ενν. για να ψήσω καφέ), βλ. λ. φωτιά·
- βάζω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- βάζω μπρος τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μπρος τη μηχανή μου ή βάζω μπρος τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- βάζω μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- βάζω μπροστά τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μπροστά τη μηχανή μου ή βάζω μπροστά τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω μυαλά ή βάζω μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω νερό στο κρασί μου, βλ. λ. κρασί·
- βάζω νιονιό, βλ. λ. νιονιό·
- βάζω νου, βλ. λ. νους·
- βάζω νταλκά, βλ. λ. νταλκάς·
- βάζω νυστέρι (σε κάτι), βλ. λ. νυστέρι·
- βάζω όλα τα δυνατά μου ή βάζω όλα μου τα δυνατά, βλ. λ. δυνατός·
- βάζω όλες τις δυνάμεις μου ή βάζω όλες μου τις δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- βάζω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- βάζω όρους ή βάζω τους όρους μου, βλ. λ. όρος·
- βάζω οχτάρι, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. λ. οχτάρι·
- βάζω πάλι την κασέτα, βλ. λ. κασέτα·
- βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, βλ. λ. ομάδα·
- βάζω πανί, βλ. λ. πανί·
- βάζω πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- βάζω πιλάλα ή βάζω μια πιλάλα, βλ. λ. πιλάλα·
- βάζω πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- βάζω πλερέζες, βλ. λ. πλερέζα·
- βάζω πλύση, βλ. λ. πλύση·
- βάζω πλώρη, βλ. λ. πλώρη·
- βάζω πόδι, βλ. λ. πόδι·
- βάζω πολλά με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω πολλά με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω πρόγραμμα ή βάζω σε πρόγραμμα ή βάζω σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω ράσο ή βάζω ράσα ή βάζω το ράσο ή βάζω τα ράσα, βλ. λ.ράσο·
- βάζω ρέγουλα, βλ. λ. ρέγουλα·
- βάζω ρότα, βλ. λ. ρότα·
- βάζω σ’ ενέργεια, βλ. λ. ενέργεια·
- βάζω σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή βάζω σε λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- βάζω σάλτσα ή βάζω σάλτσες, βλ. λ. σάλτσα·
- βάζω σανό, βλ. λ. σανός·
- βάζω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), βλ. λ. δουλειά·
- βάζω σε ίδια μοίρα ή βάζω σε ίση μοίρα (κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή άλλο), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. κίνδυνος·
- βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω σε μπελά ή βάζω σε μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω σε πειρασμό (κάποιον), βλ. λ. πειρασμός·
- βάζω σε πρώτη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σε ρέγουλα (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. ρέγουλα·
- βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. τάξη·
- βάζω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω σημάδι ή βάζω σημάδια, βλ. λ. σημάδι·
- βάζω σημάδι ή βάζω στο σημάδι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. σημάδι·
- βάζω σιγαστήρα, βλ. λ. σιγαστήρας·
- βάζω σίδερο, βλ. λ. σίδερο·
- βάζω σιλανσιέ, βλ. λ. σιλανσιέ·
- βάζω σκοπό να…, βλ. λ. σκοπός·
- βάζω σουρτίνα, βλ. λ. σουρτίνα·
- βάζω σπιουνιές, βλ. λ. σπιουνιά·
- βάζω στα αίματα, βλ. λ. αίμα·
- βάζω στα υπόψη ή βάζω στα υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- βάζω στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
- βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι), γραμμή·
- βάζω στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- βάζω στη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- βάζω στη λοταρία, βλ. λ. λοταρία·
- βάζω στη ναφθαλίνη, βλ. λ. ναφθαλίνη·
- βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. σειρά·
- βάζω στη στενή, βλ. λ. στενή·
- βάζω στη χάψη, βλ. λ. χάψη·
- βάζω στη χοντρική πώληση, βλ. λ. πώληση·
- βάζω στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- βάζω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- βάζω στην απομέσα, βλ. λ. απομέσα·
- βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. αράδα·
- βάζω στην κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- βάζω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- βάζω στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- βάζω στην ποδιά μου, βλ. λ. ποδιά·
- βάζω στην τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- βάζω στο αρχείο, βλ. λ. αρχείο·
- βάζω στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- βάζω στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- βάζω στο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- βάζω στο λότο, βλ. λ. λότος·
- βάζω στο λογαριασμό (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. λογαριασμός·
- βάζω στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- βάζω στο μυαλό μου (κάτι), βλ. λ. μυαλό·
- βάζω στο νου μου (κάτι), βλ. λ. νους·
- βάζω στο παιχνίδι (κάποιον), βλ. λ. παιχνίδι·
- βάζω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- βάζω στο ράφι, βλ. λ. ράφι·
- βάζω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. λ. στόμα·
- βάζω στο στόμα μου κάτι, βλ. λ. στόμα·
- βάζω στο στόχαστρο (κάτι), βλ. λ. στόχαστρο·
- βάζω στο συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
- βάζω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- βάζω στο χέρι (κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- βάζω στο χέρι (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω στο χρονοντούλαπο (κάτι) ή βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βάζω στο ψυγείο, βλ. λ. ψυγείο·
- βάζω στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ.κεφάλι·
- βάζω στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- βάζω στον κύκλο μου (κάποιον), βλ. λ. κύκλος·
- βάζω στον πάγο, βλ. λ. πάγος·
- βάζω στον πειρασμό να… (κάποιον), βλ. λ. πειρασμός·
- βάζω στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- βάζω στοίχημα, βλ. λ. στοίχημα·
- βάζω στόχο, βλ. λ. στόχος·
- βάζω συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- βάζω τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω τα δυνατά μου, βλ. λ. δυνατός·
- βάζω τα καλά μου, βλ. λ. καλός·
- βάζω τα κλάματα ή βάζω το κλάμα, βλ. λ. κλάματα·
- βάζω τα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- βάζω τα μεγάλα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- βάζω τα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- βάζω τα μούτρα μου (με κάποιον), βλ. λ. μούτρο·
- βάζω τα πράγματα στη θέση τους, βλ. λ. πράγμα·
- βάζω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- βάζω τάξη (σε κάποιους ή σε κάτι), βλ. λ. τάξη·
- βάζω ταρίφα, βλ. λ. ταρίφα·
- βάζω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- βάζω τελεία ή βάζω τελεία και παύλα, βλ. τελεία·
- βάζω τέλος, βλ. λ. τέλος·
- βάζω τέρμα, βλ. λ. τέρμα·
- βάζω τετάρτη ή βάζω την τετάρτη, βλ. λ. τετάρτη·
- βάζω τζίφρα ή βάζω την τζίφρα μου, βλ. λ. τζίφρα· 
- βάζω τη βάση (για καθηγητές), βλ. λ. βάση·
- βάζω τη ζωή μου ή βάζω την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω τη σκούφια μου στραβά ή βάζω στραβά τη σκούφια μου, βλ. λ. σκούφια·
- βάζω τη στάμπα μου, βλ. λ. στάμπα·
- βάζω τη σφραγίδα μου, βλ. λ. σφραγίδα·
- βάζω την αγκίδα μου, βλ. λ. αγκίδα·
- βάζω την αμπάρα, βλ. λ. αμπάρα·
- βάζω την κουλούρα, βλ. λ. κουλούρα·
- βάζω την ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- βάζω την ουρά στα σκέλια, ή βάζω την ουρά στα σκέλια μου ή βάζω την ουρά ανάμεσα στα σκέλια (μου) ή βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια (μου) (ενν. και φεύγω), βλ. λ. ουρά·
- βάζω την υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω την ψυχή μου (σε κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- βάζω τις βάσεις, βλ. λ. βάση·
- βάζω τιμωρία, (συνήθως για εκπαιδευτικούς) βλ. λ. τιμωρία·
- βάζω (τις) τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- βάζω (τις) φωνές, βλ. λ. φωνή·
- βάζω το δαχτυλάκι μου (το δάχτυλο μου), βλ. λ. δαχτυλάκι·
- βάζω το δάχτυλό μου εις τον τύπον των ήλων, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω το δάχτυλό μου στην πληγή, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω το καπελάκι μου και φεύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- βάζω το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στο σακί, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω το λαγό στο φούρνο, βλ. λ. λαγός·
- βάζω το μάνταλο, βλ. λ. μάνταλο·
- βάζω το μέσο, βλ. λ. μέσο·
- βάζω το μυαλό μου να δουλέψει, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βάζω το νερό στ’ αυλάκι, βλ. λ. νερό·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), βλ. λ. πόδι·
- βάζω το πρόγραμμα, (για μηχανήματα παραγωγής), βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω το σύρτη, βλ. λ. σύρτης·
- βάζω το φόρτε μου, βλ. λ. φόρτε·
- βάζω το χακί, βλ. λ. χακί·
- βάζω το χαλκά, βλ. λ. χαλκάς·
- βάζω το χέρι μου ή βάζω κι εγώ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι μου στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. χέρι·
- βάζω το χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- βάζω τόγκα, βλ. λ. τόγκα·
- βάζω τον κολιό στο ξίδι, βλ. λ. κολιός·
- βάζω τορπίλα, βλ. λ. τορπίλα·
- βάζω τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- βάζω τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- βάζω τρίποντο, βλ. λ. τρίποντο·
- βάζω τρίτη ή βάζω την τρίτη, βλ. λ. τρίτος·
- βάζω τσίκα, βλ. λ. τσίκα·
- βάζω φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
- βάζω φάλτσο, βλ. λ. φάλτσο·
- βάζω φερμουάρ (ενν. στο στόμα μου), βλ. λ. φερμουάρ·
- βάζω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- βάζω φίμωτρο, βλ. λ. φίμωτρο·
- βάζω φιτίλια ή βάζω στα φιτίλια, βλ. λ. φιτίλι·
- βάζω φιτιλιές, βλ. λ. φιτιλιά·
- βάζω φόκο, βλ. λ. φόκος·
- βάζω φόλα, βλ. λ. φόλα·
- βάζω φόρα ή βάζω μια φόρα, βλ. λ. φόρα1·
- βάζω φόρτσα, βλ. λ. φόρτσα·
- βάζω φουρνέλο, βλ. λ. φουρνέλο·
- βάζω φρένο, βλ. λ. φρένο·
- βάζω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- βάζω φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- βάζω φωτιά στα τόπια, βλ. λ. τόπι·
- βάζω χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου, βλ. λ. χαλινάρι·
- βάζω χαλκά, βλ. λ. χαλκά·
- βάζω χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
-βάζω χέρι στα έτοιμα, βλ. λ. χέρι·
- βάζω χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω χίλια δυο με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω χρυσό δοντάκι, βλ δοντάκι·
- βάζω ψυχή (σε κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- βάλ’ τα να πάνε! α. προτροπή για ενέργεια: «μη το σκέφτεσαι άλλο, βάλ’ τα να πάνε κι ό,τι γίνει». β. (για χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι) προτροπή στους παίχτες για ποντάρισμα: «τι ψυχή έχουν τα λεφτά, βάλ’ τα να πάνε!»·
- βάλ’ τε, (για χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι) προτροπή στους παίχτες για ποντάρισμα. (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες μου βάλ’ τε, μπρος πίσω πάτε, να σας τα πάρω για να ρεφάρω
- βάλ’ τε τώρα που γυρίζει, προτροπή στους παίχτες τυχερού παιχνιδιού για ποντάρισμα. Δεν έχει μόνο την έννοια του γυρίσματος της ρουλέτας ή άλλου μέσου που χρησιμοποιείται σε τυχερό παιχνίδι, αλλά και της τύχης που γυρίζει και που υποτίθεται πως γίνεται καλή, καλύτερη·
- βάλ’ το εκεί που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- βάλ’ το (καλά) στο μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό· 
- βάλ’ το (καλά) στο νου σου! βλ. λ. νους·
- βάλ’ το κλύσμα! βλ. λ. κλύσμα·
- βάλ’ το στη σαλαμούρα! βλ. λ. σαλαμούρα·
- βάλ’ το στον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- βάλ’ το στον πάγο! βλ. λ. πάγος·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο μουνί, στον κώλο, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, τον πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο βρακί σου, στο παντελόνι σου, τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. όπου·
- βάλτ’ τον πάλι μεσ’ στη γυάλα, βλ. λ. γυάλα·
- βάλ’ του μια ένεση, βλ. λ. ένεση·
- βάλ’ του κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- βάλ’ του κρέπι, βλ. λ. κρέπι·
- βάλ’ του ρίγανη, βλ. λ. ρίγανη·
- βάλε ανάπαυση! βλ ανάπαυση·
- βάλε βάση, βλ. λ. βάση·
- βάλε βούλα στο μυαλό σου, βλ. λ. βούλα·
- βάλε δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- βάλε ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- βάλε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάλε κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- βάλε κόσκινο (ενν. μπροστά στο πρόσωπό σου), βλ. λ. κόσκινο·
- βάλε λουκέτο, βλ. λ. λουκέτο·
- βάλε μια τσιρίδα, βλ. λ. τσιρίδα·
- βάλε μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- βάλε μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βλ. λ. δαχτυλάκι·
- βάλε μου ένα δάχτυλο, (για ποτά) βλ. λ. δάχτυλο·
- βάλε μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό, να μη σου βάλω κρέας, βλ. λ. μυαλό·
- βάλε πάγο! βλ. λ. πάγος·
- βάλε πως…, υπόθεσε, σκέψου πως…: «βάλε πως, αν με βοηθήσεις τούτη τη στιγμή, θα σου είμαι υπόχρεος για μια ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι και αρχή και φινάλε και στη σκέψη σου βάλε πως, αν κάνεις δεσμό, μες σε λίγο καιρό θα χωρίσεις γιατί θα υπάρχω εγώ
- για πού το ’βαλες; ή για πού το βάλαμε; βλ. λ. πού·
- δε βάζει δράμι απάνω του, βλ. λ. δράμι·
- δε βάζει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δε βάζει μυαλά ή δε βάζει μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- δε βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε βάζει το πόδι του στη φωτιά, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. πόδι·
- δε βάζει το χέρι στην τσέπη του, βλ. λ. χέρι·
- δε βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- δε βάζει ψαχνό απάνω του, βλ. λ. ψαχνό·
- δε βάζω άλλο (άλλη) μπροστά σου, βλ. λ. άλλος·
- δε βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε βάζω μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- δε βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), βλ. λ. χέρι·
- δε σε βάλαμε δικηγόρο ή δε σε βάλανε δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- δε σε βάλαμε καϊμακάμη ή δε σε βάλανε καϊμακάμη, βλ. λ. καϊμακάμης·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε σε βάλαμε ντερβέναγα ή δε σε βάλανε ντερβέναγα, βλ. λ. ντερβέναγας·
- δε σε βάλαμε χωροφύλακα ή δε σε βάλανε χωροφύλακα, βλ. λ. χωροφύλακας·
- δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, βλ. λ. μπουκιά·
- δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο παντελόνι, βλ. λ. παντελόνι·
- δεν έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δεν ξέρει να βάλει την τζίφρα του, βλ. λ. τζίφρα·
- δεν ξέρει να βάλει την υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν το βάζει ο νους μου! βλ. λ. νους·
- δεν το βάζει το μυαλό μου! βλ. λ. μυαλό·
- δεν το βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- δικηγόρο σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; βλ. λ. δικηγόρος·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλα τα γέλια ή έβαλα το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, βλ. λ. αλεπού·
- έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. τρελός·
- έβαλε ένα τρεχιό! ή έβαλε τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- έβαλε λυτούς και δεμένους, βλ. λ. λυτός·
- έβαλε μια τρεχάλα! ή έβαλε τρεχάλα, βλ. λ. τρεχάλα·
- έβαλε ο διάβολος την ουρά του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. λ. πόδι·
- έβαλε τα πόδια στον ώμο του, βλ. λ. πόδι·
- έβαλε τέλος στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έβαλε τέρμα στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έβαλε το βρακί, σαρίκι, βλ. λ. σαρίκι·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- είναι σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές! βλ. λ. φωνή·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, βλ. λ. πιάτο·
- θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει! βλ. λ. γάτα·
- θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει! βλ. λ. σκούπα·
- θα με βάλεις σε μπελά ή θα με βάλεις σε μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- θα σε βάλω να φας χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σου βάλω ένεση, βλ. λ. ένεση·
- θα σου βάλω πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα το βάλω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- και βάλε, πρέπει να υποθέσεις, να υπολογίσεις ακόμα περισσότερα: «έμαθα πως έχει λεφτά στην τράπεζα και μια βίλα στην εξοχή. -Και βάλε». (Λαϊκό τραγούδι: να ποιο θα ’ναι το φινάλε πόνοι δάκρυα και βάλε,μα θα μείνω κι ό,τι θέλει ας γίνει)· βλ. και φρ. και πάνω, λ. πάνω·
- και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι, βλ. λ. γουρούνι·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; βλ. λ. καϊμακάμης·
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα στον κώλο σου, βλ. λ. μασούρι·
- κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- μ’ έβαλε στα στενά, βλ. λ. στενός·
- μας έβαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- με βάζει σε μαύρες σκέψεις (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκέψη·
- με βάζει σε σκέψεις (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκέψη·
- με βάζει στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- με βάζει στο τριπάκι να…, βλ. λ. τριπάκι·
- με βάζουν στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- με βάζουν στο κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- με βάζουν στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- με λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. λ. λάθος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, βλ. λ. Θεός·
- μου ’βαλε τόγκα, βλ. λ. τόγκα·
- μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα, βλ. λ. κλάμα·
- μου ’ρχεται να βάλω τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- μου ’ρχεται να βάλω τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- μου (μας) τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο (ένν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σάλιο·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να βάλει φουστάνια! βλ. λ. φουστάνι·
- να βάλουμε τσίγκινα σωβρακάκια! βλ. λ. σωβρακάκι·
- να σε κάψω Γιάννη, να σε βάλω μύξα να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- να το βάλεις σκουλαρίκι (ενν. στ’ αφτί σου), βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. αφτί·
- να το βάλεις στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- να το βάλεις στο νου σου, βλ. λ. νους·
- να το βάλεις στον κώλος σου, βλ. λ. κώλος·
- νέφτι σου βάλανε; βλ. λ. νέφτι·
- ντερβέναγα σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε; βλ. λ. ντερβέναγας·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- ό,τι βάλει ο νους σου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. λ. νους·
- ό,τι βάλει το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- ό,τι βάλει το μυαλό του ανθρώπου! βλ. λ. μυαλό·
- πάρ’ το, βάλ’ το, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται στην περίπτωση που κάποιος παίχτης δίνει τέτοια πάσα στο συμπαίχτη του, που είναι έτοιμο γκολ: «μόλις ξεμαρκαρίστηκε ο παίχτης έδωσε τέτοια πάσα ακριβείας στο χαφ μας, που ήταν πάρ’ το, βάλ’ το»·  
- πλύνε βάλε, βλ. λ. πλένω·
- πορτιέρη σε βάλαμε; ή πορτιέρη σε βάλανε; βλ. λ. πορτιέρης·
- πού να βάλει μυαλό! βλ. λ. μυαλό·
- πού να βάλει ο νους μου! βλ. λ. νους·
- πού να βάλει το μυαλό μου! βλ. λ. μυαλό·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- τ’ αφεντικό τρελάθηκε και τα ’βαλ’ όλα τζάμπα, βλ. λ. αφεντικό·
- τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκάλια, βλ. λ. μπουκάλι·
- τα βάζει μ’ όλον τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τα βάζω (με κάποιον), α. δέχομαι, τολμώ να μαλώσω, να συμπλακώ με κάποιον: «τα βάζεις μαζί του;». β. καβγαδίζω, διαπληκτίζομαι, μαλώνω, συμπλέκομαι με κάποιον: «είναι τόσο στραβόξυλο, που τα βάζει μ’ όλον τον κόσμο || προχτές τα ’βαλε με τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν). γ. εναντιώνομαι, κοντράρομαι με κάποιον: «τα ’βαλε με κοτζάμ διευθυντή της αστυνομίας». (Λαϊκό τραγούδι: με κυνηγάνε μυστικοί, με τις αρχές τα βάζω. Για σένα και τα σίδερα της φυλακής τα σπάζω!). δ. θεωρώ κάποιον αίτιο ή υπόλογο για κάτι κακό που έγινε: «ό,τι στραβό κι αν γίνει εδώ μέσα, τα βάζει μαζί μου»·
- τα βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τα βάζω όλα σ’ ένα καζάνι ή τα βάζω όλα στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τα βάζω όλα σ’ ένα σακί ή τα βάζω όλα στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι ή τα βάζω όλα στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ.τσουβάλι·
- τα βάζω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
- τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι·
- τη βάζω ανάσκελα ή τη βάζω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) βλ. λ. ανάσκελα·
- τη βάζω μπρούμυτα ή τη βάζω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες) βλ. λ. μπρούμυτα·
- τη βάζω στο καλούπι, (για γυναίκες) βλ. λ. καλούπι·
- τη βάζω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, (για γυναίκες) βλ. λ. μάτι·
- την έβαλα στο καλαπόδι, βλ. λ. καλαπόδι·
- την υπογραφή σου και τον πούτσο σου να προσέχεις πού τα βάζεις, βλ. λ. υπογραφή·
- της βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της τον (τη, το) βάζω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- τι βάζεις με το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- τι βάζεις με το νου σου; βλ. λ. νους·
- το βάζει ο νους σου; βλ. λ. νους·
- το βάζει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- το βάζω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- το βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το βάζω κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το βάζω μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- το βάζω μπλάστρι, βλ. λ. μπλάστρι·
- το βάζω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- το βάζω πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- το βάζω πείσμα να…, βλ. λ. πείσμα·
- το βάζω πίκα, βλ. λ. πίκα·
- το βάζω πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- το βάζω σε πράξη, βλ. λ. πράξη·
- το βάζω σκοπό να…, βλ. λ. σκοπός·
- το βάζω στα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- το βάζω στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- το βάζω στραβά (ενν. το καπέλο), βλ. λ. στραβά·
- τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), βλ. λ. κουνουπίδι·
- τον βάζει στον αχνό, βλ. λ. αχνός·
- τον βάζω ανάσκελα ή τον βάζω τ’ ανάσκελα, βλ. λ. ανάσκελα·
- τον βάζω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- τον βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- τον βάζω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τον βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τον βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον βάζω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τον βάζω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- τον βάζω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- τον βάζω μπρούμυτα ή τον βάζω τα μπρούμυτα, βλ. λ. μπρούμυτα·
- τον βάζω πείσμα, βλ. πείσμα·
- τον βάζω πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- τον βάζω ράχη, βλ. λ. ράχη·
- τον βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή τον βάζω σε λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τον βάζω σε δεύτερη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον βάζω σε έξοδα ή τον βάζω στα έξοδα, βλ. λ. έξοδα·
- τον βάζω σε ιδέες, βλ. λ. ιδέα·
- τον βάζω σε κόπο, βλ. λ. κόπος·
- τον βάζω σε λούκι ή τον βάζω στο λούκι, βλ. λ. λούκι·
- τον βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τον βάζω σε μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον βάζω σε μια θέση, βλ. λ. θέση·
- τον βάζω σε μια ρέγουλα ή τον βάζω σε ρέγουλα ή τον βάζω στη ρέγουλα, βλ. λ. ρέγουλα·
- τον βάζω σε μια σειρά, βλ. λ. σειρά·
- τον βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- τον βάζω σε μια τάξη ή τον βάζω σε τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τον βάζω σε πειρασμό ή τον βάζω στον πειρασμό, βλ. λ. πειρασμός·
- τον βάζω σε περιπέτειες, βλ. λ. περιπέτεια·
- τον βάζω σε πρώτη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον βάζω σε σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- τον βάζω σε τελευταία μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον βάζω σε φασαρία ή τον βάζω σε φασαρίες, βλ. λ. φασαρία·
- τον βάζω στα κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
- τον βάζω στα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- τον βάζω στα στενά, βλ. λ. στενό·
- τον βάζω στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- τον βάζω στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- τον βάζω στη διχάλα, βλ. λ. διχάλα·
- τον βάζω στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- τον βάζω στη σαλαμούρα, βλ. λ. σαλαμούρα·
- τον (τη, το) βάζω στη σαλαμούρα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σαλαμούρα·
- τον βάζω στη σειρά ή τον βάζω στη σειρά του, βλ. λ. σειρά·
- τον βάζω στη στενή, βλ. λ. στενή·
- τον βάζω στη στρουγκού, βλ. λ. στρουγκού·
- τον βάζω στη φυλακή ή τον βάζω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τον βάζω στη χάψη, βλ. λ. χάψη·
- τον βάζω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τον βάζω στην ανάπαυση, βλ. λ. ανάπαυση·
- τον βάζω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- τον βάζω στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- τον βάζω στην τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- τον βάζω στην ψειρού, βλ. λ. ψειρού·
- τον βάζω στις αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- τον βάζω στο Γεντί, βλ. λ. Γεντί·
- τον βάζω στο γκέμι, βλ. λ. γκέμι·
- τον βάζω στο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- τον βάζω στο κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
- τον βάζω στο κυνήγι, βλ. λ. κυνήγι·
- τον βάζω στο μαντρί, βλ. λ. μαντρί·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον βάζω στο νόημα, βλ. λ. νόημα·
- τον βάζω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- τον βάζω στο ποδάρι μου, βλ. λ. ποδάρι·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- τον βάζω στο σακί, βλ. λ. σακί·
- τον βάζω στο στόχαστρο, βλ. λ. στόχαστρο·
- τον βάζω στο σύρμα, βλ. λ. σύρμα·
- τον βάζω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- τον βάζω στο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τον βάζω στο φιλότιμο, βλ. λ. φιλότιμο·
- τον βάζω στο φρέσκο, βλ. λ. φρέσκο·
- τον βάζω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον βάζω στον ντορβά, βλ. λ. ντορβάς·
- τον βάλαμε στη μέση, βλ. λ. μέση·
- τον έβαλαν στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον έβαλε στο βρακί της, βλ. λ. βρακί·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, βλ. λ. κώλος·
- του (της) βάζει (το) κέρατο ή του (της) βάζει (τα) κέρατα, βλ. λ. κέρατο·
- του βάζω αβανιά ή του βάζω την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του βάζω γνώση, βλ. λ. γνώση·
- του βάζω δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- του βάζω ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του βάζω ζαπάρτα, βλ. λ. ζαπάρτα·
- του βάζω ιδέες, βλ. λ. ιδέα·
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του βάζω κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- του βάζω λάδι, βλ. λ. λάδι·
- του βάζω (μια) κατσάδα, βλ. λ. κατσάδα·
- του βάζω μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- του βάζω νάρκα, βλ. λ. νάρκα·
- του βάζω νέφτι (ενν. στον κώλο), βλ. λ. νέφτι·
- του βάζω πάγο, βλ. λ. πάγος·
- του βάζω πόστα, βλ. λ. πόστα·
- του βάζω τα γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, βλ. λ. πόδι·
- του βάζω τη θηλιά στο λαιμό, βλ. λ. θηλιά·
- του βάζω τη σφραγίδα, βλ. λ. σφραγίδα·
- του βάζω την ετικέτα, βλ. λ. ετικέτα·
- του βάζω την ιδέα να…, βλ. λ. ιδέα·
- του βάζω τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- του βάζω τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- του βάζω το βύσμα ή του βάζω ένα βύσμα (ενν. στον κώλο), βλ. λ. βύσμα·
- του βάζω το γκέμι ή του βάζω τα γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- του βάζω το μαχαίρι στο λαιμό, βλ. λ. μαχαίρι·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, βλ. λ. πόδι·
- του ’βαλαν την ταμπέλα, βλ. λ. ταμπέλα·
- του (της) τον βάζω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την ψωλή, την πούτσα, το πέος, το καυλί), του (της) επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και κατ’ επέκταση τον (την) ξεγελώ, τον (την) εξαπατώ: «από δω τον είχε από κει τον είχε, στο τέλος του την έβαλε και του πήρε τα λεφτά»·
- του βάζω φίμωτρο, βλ. λ. φίμωτρο·
- του βάζω φιτίλια ή τον βάζω στα φιτίλια, βλ. λ. φιτίλι·
- του βάζω φρένο, βλ. λ. φρένο·
- του βάζω χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- του βάζω χαλκά, (για γυναίκες) βλ. λ. χαλκάς·
- του βάζω χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- του βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του ’βαλα καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους βάζω σε κάποια αράδα ή τους βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- τους βάζω σε κάποια γραμμή ή τους βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τους βάζω σε κάποια σειρά ή τους βάζω σε μια σειρά, βλ. λ. σειρά·
- τους βάζω σε κάποια τάξη ή τους βάζω σε μια τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τους βάζω σε κάποια σειρά και τάξη ή τους βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τους βάζω στα αίματα, βλ. λ. αίμα.
- τους βάζω στα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- τους βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- τους βάλαμε στη μέση, βλ. λ. μέση·
- τσελβόλ, πλύνε βάλε, βλ. λ. τσελβόλ·
- τώρα θα μάθεις πόσ’ απίδια βάζει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- χωροφύλακα σε βάλαμε; ή χωροφύλακα σε βάλανε; βλ. λ. χωροφύλακας.

γάλα

γάλα, το, ουσ. [<γάλα], το γάλα. 1. χυμός φυτού με γαλακτώδες χρώμα: «το γάλα της συκιάς». 2. ως επιφών. γάλα! βλ. συνηθέστ. τη φρ. εδώ το καλό το γάλα! Υποκορ. γαλατάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 38 φρ.)·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, βλ. λ. στόμα·
- άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, λέγεται ειρωνικά για πράγματα ανόμοια, που επιδέχονται  σύγκριση μεταξύ τους ή για τις ανοησίες, τις ασυναρτησίες, για τα λόγια κάποιου που δεν ευσταθούν: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενα του τάδε, γιατί άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο  της Παρασκευής το γάλα ο κύριος». Από το ότι την Παρασκευή οι καλοί χριστιανοί νηστεύουν και, ως εκ τούτου, δεν πίνουν γάλα· (βλ. και Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 44)·
- άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται, υπάρχουν ζημιές, σφάλματα που δεν επιδέχονται διόρθωση: «την είδα να φιλιέται με το φίλο μου γι’ αυτό θα τη χωρίσω, γιατί άμα χυθεί το γάλα, δε μαζεύεται»·
- άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις, όταν πάθει κανείς κάποια ζημιά, υφίσταται και τις συνέπειες: «πω πω, ρε γαμώτο, επένδυσα σε λάθος εταιρεία κι έχασα ένα σωρό λεφτά. -Άμα χυθεί το γάλα, με μπάμπαλα θα το μαζέψεις». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- αρνάκι του γάλακτος, βλ. λ. αρνάκι·
- άντε πιες το γάλα σου! βλ. φρ. άντε πιες το γαλατάκι σου! λ. γαλατάκι· 
- βαφτίζω το γάλα, (ειρωνικά) το νερώνω: «του ’κανε μήνυση η αστιατρική επιθεώρηση, γιατί τον έπιασε να βαφτίζει το γάλα». Από παρομοίωση του ατόμου που βάζει νερό μέσα στο γάλα με τον ιερέα που ρίχνει νερό πάνω στο κεφάλι του νηπίου κατά το μυστήριο της βάφτισης·
- βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- γάλα θα μοιράσουμε; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε κάποιον που μας κλείνει ραντεβού πολύ νωρίς το πρωί: «γιατί να συναντηθούμε τόσο πρωί, ρε παιδάκι μου, γάλα θα μοιράσουμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί. Αναφορά στους γαλατάδες που, παλιότερα, ξυπνούσαν από τα χαράματα και μοίραζαν το γάλα από πόρτα σε πόρτα, πριν ξυπνήσει ο κόσμος. Συνών. για κυνήγι θα πάμε; / για ψάρεμα θα πάμε(;)·
- δε χύθηκε το γάλα, δεν έγινε κάτι σοβαρό που να δικαιολογεί στενοχώρια, ανησυχία ή αναστάτωση: «μη στενοχωριέσαι που έσπασε το βάζο ο μικρός, δε χύθηκε το γάλα για να κάνεις έτσι!». Από το ότι, όταν παλιότερα στα φτωχικά σπίτια χυνόταν το γάλα, δημιουργούνταν μεγάλη στενοχώρια κι εκνευρισμός, γιατί δε θα έτρωγε η οικογένεια πρωινό·
- δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα, αντιπαρέρχομαι με ψυχραιμία κάποια ζημιά, κάποια καταστροφή: «ο σκοπός είναι να προσέχουμε και, όταν γίνει το κακό, δεν κλαίω πάνω στο χυμένο γάλα»·
- έγιναν όλα μέλι γάλα ή είναι όλα μέλι γάλα ή όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- εδώ το καλό το γάλα! λέγεται ειρωνικά ή θαυμαστικά, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα που έχει μεγάλο στήθος·
- είμαστε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- είναι άσπρος σαν το γάλα, έχει πολύ λευκή επιδερμίδα: «δεν έχει καθόλου καλή σχέση με τον ήλιο κι ακόμη και το καλοκαίρι είναι άσπρος σαν το γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: κάψανε κι ένα σχολείο που ’ταν παρθεναγωγείο, κάψανε και τη δασκάλα που ’ταν άσπρη σαν το γάλα
- έκοψε το γάλα, αλλοιώθηκε η σύνθεσή του, χάλασε: «πέρασε η ημερομηνία λήξης κι έκοψε το γάλα»·
- έπεσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- έφτυσα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- έχει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα ή θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα ή θα φτύσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- κατεβάζω γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) αποκτώ την ικανότητα, μετά από εγκυμοσύνη να παράγω γάλα για να θηλάσω: «παλιότερα, όταν οι γυναίκες τύχαινε να μην μπορούν να κατεβάσουν γάλα, έδιναν τα νεογνά τους σε ειδικές βυζάχτρες». Πρβλ.: η καλή μας αγελάδα τρώει κάτω στη λιακάδα για να κατεβάσει γάλα, να το κάνουμε τυράκι, να το βάλουμε στο πιάτο, να σου πούμε ορίστε φάτο (Παιδικό ποίημα)·
- κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα, βλ. λ. γίδα·
- κουβαλάει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- με το γάλα της μάνας μου, βλ. φρ. με το πρώτο μου το γάλα·
- με το πρώτο μου το γάλα, από τη γέννησή μου, από τα γεννοφάσκια μου: «με το πρώτο μου το γάλα έμαθα τι θα πει στη ζωή προδοσία κι αδικία». (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα
- μαρτύρησα της μάνας μου το γάλα, βλ. λ. μάνα·
- μου κόπηκε το γάλα, (για γυναίκες ή θηλυκά θηλαστικά) έχασα την ικανότητα να παράγω γάλα για να θηλάσω: «από έναν ξαφνικό τρόμο που ένιωσα μου κόπηκε το γάλα»·
- ξεχωρίζει σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι, λέγεται για κείνον που έπαθε κάποια μεγάλη ζημιά και στο εξής από φόβο ή προνοητικότητα αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα ακόμη και τις πιο ακίνδυνες καταστάσεις ή υποθέσεις. Συνών. κάηκε η μπάμπω στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι / όποιος καίγεται στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι / όποιος καίγεται στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι·
- ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα, μεγάλος όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: στης μάνας μου το γάλα στ’ ορκίζομαι, φως μου, εσύ ’σαι ο άνθρωπός μου. Πονάω και μ’ αρέσει, γιατί σ’ αγαπάω κι αγάπη σου ζητάω
- πλάκωσαν σαν τις μύγες μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- σαν τη γελάδα που κλοτσά την καρδάρα με το γάλα, βλ. λ. γελάδα·
- σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, βλ. λ. μύγα·
- στης μάνας μου το γάλα! βλ. φρ. ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα·
- τα πάμε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- το πρώτο γάλα, το γάλα του θηλασμού και, κατ’ επέκταση, η βρεφική ηλικία. (Λαϊκό τραγούδι: τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα μου τα ’πες με το πρώτο μου το γάλα )·    
- τώρα έσφιξαν τα γάλατα, τώρα τελείωσα με αυτό που είχα καταπιαστεί και είμαι ελεύθερος, έχω λεύτερο χρόνο να κάνω κάτι: «άργησες, ρε παιδάκι μου! -Τώρα έσφιξαν τα γάλατα, τι να σου κάνω».

γαμιέμαι

γαμιέμαι, ρ. [<γαμώ], γαμιέμαι. 1. κουράζομαι υπερβολικά, ταλαιπωρούμαι: «κάθε μέρα γαμιέμαι για να τα φέρω βόλτα || μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση, γαμήθηκα στο κουβάλημα». 2. επιδίδομαι σε κάτι με πάθος, επειδή μου αρέσει πάρα πολύ: «γαμιέμαι στα ταξίδια || γαμιέμαι στο χορό || γαμιέμαι  στο πιοτό || γαμιέμαι στα ξενύχτια κ. ά.». 3. δεν έχω σωστή συμπεριφορά, δεν είμαι καθώς πρέπει: «το ’ξερα ότι γαμιέσαι, αλλά όχι και τόσο πολύ!». Αναφορά στον άντρα που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη και που, βέβαια, αυτό δεν είναι σωστή αντρική συμπεριφορά. 4α. στο γ΄ εν. πρόσ. γαμιέται, (για γυναίκες) πηγαίνει με ευκολία από άντρα σε άντρα, ενδίδει με ευκολία στις σεξουαλικές επιθυμίες των αντρών: «γαμιέται από μικρό κορίτσι». β. (για άντρες) είναι ομοφυλόφιλος, πούστης: «το περίμενες να γαμιέται τέτοιο ομορφόπαιδο;». γ. δεν είναι εντάξει, δε συμπεριφέρεται στους άλλους καθώς πρέπει: «δεν κάνω δουλειά μαζί του, γιατί έμαθα πως γαμιέται». δ. έχει μεγάλη τύχη στη ζωή του, είναι πολύ τυχερός, ιδίως στο χαρτοπαίγνιο: «δεν παίζω χαρτιά μαζί του, γιατί γαμιέται ο άνθρωπος». 5. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) προτάσσεται σε διάφορα απαράδεκτα υβριστικά συνθήματα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι φανατικοί αντίπαλοι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων και ομάδων του μπάσκετ: «γαμιέται ο Θρύλος κι ο Πειραιάς || γαμιέται ο Π.Α.Ο. κι η Λεωφόρος || γαμιέται ο Π.Α.Ο.Κ. και η Θεσσαλονίκη». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- γαμήθηκε ο Δίας, βλ. λ. Δίας·
- γαμιέμαι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, βλ. λ. γέννα·
- γαμιέται σαν σκύλα ή γαμιέται σαν τη σκύλα, βλ. λ. σκύλα·
- δε γαμιέσαι! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς! α. δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου, αδιαφορώ τελείως για το τι θα κάνεις ή τι θα απογίνεις: «όσο καιρό σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον κώλο, γι’ αυτό τώρα δε γαμιέσαι!». Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω. β. άφησέ με ήσυχο, μη με σκοτίζεις περισσότερο: «δεν πα(ς) να γαμηθείς, που μας πήρες κεφάλι με την πολυλογία σου!». γ. έκφραση που δηλώνει άρνηση: «δεν πα(ς) να γαμηθείς που θα σου δώσω τόσα λεφτά!». δ. έκφραση που δηλώνει απόρριψη: «δε πα(ς) να γαμηθείς που θα σε πάρω μαζί μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το λέω ’γω·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. φρ. δε γαμιέσαι(!)·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσεις! βλ. φρ. δε γαμιέσαι(!)·
- δε γαμιέται! βλ. φρ. δεν πά(ει) να γαμηθεί(!)·
- δεν πά(ει) να γαμηθεί! α. (για πρόσωπα) μην ασχολείσαι με αυτόν τον άνθρωπο, με αυτή την υπόθεση, με αυτό το πράγμα, γιατί είναι χωρίς σημασία ή γιατί δεν παρουσιάζει για σένα κανένα ενδιαφέρον: «δεν πάει να γαμηθεί που κάθεσαι και τον υπολογίζεις! || δεν πά(ει) να γαμηθεί που κάθεσαι και τον ψάχνεις μια ώρα!». β. (για πράγματα) δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ εντελώς: «δεν πάει να γαμηθεί που θα κάτσω να ψάχνω για ένα παλιοαναπτήρα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το λέω ’γω. Συνών. δεν πά(ει) να πηδηχτεί(!)·
- ένα, δύο, τρία, γαμιέται η διαιτησία! υβριστική ιαχή των φιλάθλων, ιδίως σε αγώνα μπάσκετ, όπου ο χώρος του γηπέδου είναι μικρός σε σχέση με αυτόν του ποδοσφαίρου, όταν οι διαιτητές δεν είναι αμερόληπτοι ή νομίζουν οι φίλαθλοι πως δεν είναι αμερόληπτοι. Πιο αραιά ακούγεται και στο ποδόσφαιρο·
- μάθανε πως γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι, βλ. λ. γύφτος·
- μη γαμιέσαι (τώρα)! έκφραση με την οποία αποδοκιμάζουμε τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου: «όλα κι όλα, αλλά αυτό το χατίρι δεν μπορώ να σου το κάνω. -Μη γαμιέσαι τώρα!»·
- να πά(ει)  να γαμηθεί! (για πράγματα) βλ. λ. φρ. δεν πά(ει) να γαμηθεί(!)·
- να πα(ς) να γαμηθείς! αδιαφορώ τελείως για σένα, δε με νοιάζει τι θα κάνεις. Έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω! ή τώρα πού θα πάω! Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε.

γη

γη κ. γης, η, ουσ. [<αρχ. γῆ], η γη. 1. το έδαφος, το χώμα: «με τον τρόπο που μου πέταξε το δέμα, δεν μπόρεσα να το πιάσω και μου ’πεσε στη γη». 2α. (ιδίως για ναυτικούς) η ξηρά, στεριά: «μόλις πατήσαμε στη γη μετά την άγρια τρικυμία, νιώσαμε ευτυχισμένοι». β.  ως επιφών. γη! επιφών. ανακούφισης των ναυτικών των προηγούμενων αιώνων, όταν μετά από μεγάλη περιπλάνηση στις θάλασσες, ο παρατηρητής που βρισκόταν στο ψηλότερο μέρος του καταρτιού έβλεπε στεριά. Συνήθως επαναλαμβανόμενο. (Ακολουθούν 61 φρ.)·
- άνοιξε η γη και τον κατάπιε, έχει εξαφανιστεί με ανεξήγητο τρόπο και δεν μπορεί κανένας να επικοινωνήσει μαζί του, τον βρει: «άνοιξε η γη και τον κατάπιε, ρε παιδιά, και δεν μπορεί να επικοινωνήσει κανείς μαζί του!»·
- απ’ όλες τις γωνιές της γης, βλ. λ. γωνία·
- απέχουν όσο ο ουρανός απ’ τη γη, βλ. λ. ουρανός·
- βάζω στη γη (κάτι), κρύβω κάτι μέσα στη γη: «έσκαψε μια τρύπα κι έβαλε στη γη τα κλοπιμαία»· βλ. και φρ. τον έβαλαν στη γη·
- γη της επαγγελίας, τόπος πολύ πλούσιος, πολύ εύφορος, που θεωρείται επίγειος παράδεισος: «η Ελλάδα για πολλούς μετανάστες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού είναι η γη της επαγγελίας». Κατά την Παλαιά Διαθήκη ήταν η γη Χαναάν των Εβραίων, όπου έτρεχε μέλι και γάλα·
- γίνομαι ένα με τη γη, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «ήπιαμε τόσο πολύ, που στο τέλος γίναμε ένα με τη γη». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, βλ. λ. μάτι·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που έχει την εντύπωση πως είπε ή έκανε κάτι το πρωτότυπο: «μα και βέβαια, κύριε, τα ναρκωτικά σκοτώνουν τη νεολαία μας, δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός». Συνών. δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική / δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα / δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό·
- δεν πατάει στη γη, α. είναι πολύ χαρούμενος, πετάει από τη χαρά του: «απ’ τη μέρα που καλοπάντρεψε την κόρη του, δεν πατάει στη γη». β. είναι πολύ ακατάδεκτος, πολύ υπερήφανος: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού, δεν πατάει στη γη». γ. δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, ονειροβατεί: «απ’ τη στιγμή που έχει την εντύπωση πως μπορεί να κάνει μια τόσο μεγάλη δουλειά χωρίς δεκάρα, δεν πατάει στη γη ο άνθρωπος!»·
- δίνει στη γη βάρος ή δίνει βάρος στη γη, είναι εντελώς ασήμαντος, άχρηστος, ανίκανος, τιποτένιος: «τι του βρίσκεις αυτού του ανθρώπου και του κάνεις παρέα! Δίνει στη γη βάρος κι εσύ τον έχεις μη βρέξει και μη στάξει, θα με τρελάνεις δηλαδή!». (Λαϊκό τραγούδι: βρε κορμιά βασανισμένα πιάστ’ απόψε τα στενά, αχ, να μας βρει και μας ο χάρος που της γης δίνουμε βάρος να σωθούμε απ’ το βραχνά
- δίνω γη και ύδωρ, α. δίνω τα πάντα, ιδίως για να γλιτώσω από μια δύσκολη ή επικίνδυνη κατάσταση: «έδωσε γη και ύδωρ στον εφοριακό, που του βρήκε τα κρυφά βιβλία, για να μην το αναφέρει στην έκθεσή του». β. παραδίνομαι, συμφωνώ με κάποιον για κάτι άνευ όρων: «προκειμένου να παντρέψει την κόρη του, που την είχαν πάρει τα χρόνια, έδωσε γη και ύδωρ στο γαμπρό του». Αναφορά στην αρχαιότητα, όπου η γη και το ύδωρ ήταν σύμβολα πλήρους υποταγής·
- δουλεύω τη γη, την καλλιεργώ, είμαι αγρότης: «από μικρό παιδί δουλεύω τη γη και την αγάπησα σαν τη μάνα μου»·
- είμαι ένα με τη γη, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «σερνόταν πάλι μέσ’ στο δρόμο, γιατί ήταν ένα με τη γη». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- είναι ένα και γη, (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός: «δεν μπόρεσα να τον δω μέσα σε τόσο κόσμο, αφού είναι ένα και γη ο άνθρωπος!». Συνών. είναι ένα και τίποτα, είναι ένα και χώμα·
- είναι σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, είναι πολύ ονειροπαρμένος, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί ο τύπος είναι σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη»·
- εξαφανίστηκε από προσώπου γης ή εξαφανίστηκε απ’ το πρόσωπο της γης, όσο και να τον ψάξει κανείς, δεν μπορεί να τον βρει: «χρωστάει τόσα πολλά ο καημένος, που εξαφανίστηκε από προσώπου γης»·
- έφαγα τη γη (ενν. ψάχνοντας για να  βρω κάποιον), έψαξα συστηματικά σε όλα τα μέρη για να βρω κάποιον: «εγώ έφαγα τη γη για να τον βρω, κι αυτός ήταν αραχτός στο σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: έφαγα τη γη να σ’ αναζητάω, ψάχνω στα βουνά και παντού ρωτάω ποιος είδε τα μάτια που αγαπάω
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, α. ένιωσα ξαφνική ζαλάδα, ξαφνική σκοτοδίνη: «εκεί που κουβεντιάζαμε όμορφα κι ωραία, προς στιγμήν έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου και κινδύνεψα να πέσω». β. ένιωσα τρομερή έκπληξη, ιδίως για κάτι κακό που είδα ή άκουσα: «μόλις τον είδα να φιλάει τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του, έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου»·
- η γη όλους τους χωνεύει, βλ. λ. χωνεύω·
- η γη των πατέρων μας, ο τόπος μας, η πατρίδα μας: «θα πολεμήσουμε σκληρά κάθε εχθρό που θα τολμήσει να επιβουλευτεί τη γη των πατέρων μας»·
- η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται, (και για τα δυο φύλα) λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανθρώπους που αδιαφορούν για τα κοινά ή που, ενώ υπάρχουν πολύ μεγάλα προβλήματα τα οποία απαιτούν άμεση λύση, αυτοί ασχολούνται με πράγματα επουσιώδη και ανόητα. Συνών. εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται, λ. κόσμος·
- η μαύρη γη, ο τάφος, ο Άδης: «όλους μας περιμένει κάποια μέρα η μαύρη γη». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, ρε ντουνιά, πώς σ’ έχασα προτού να σε γλεντήσω, και να ’ρθω μες στη μαύρη γη για πάντα πια να ζήσω). Συνών. το μαύρο (το) σκοτάδι / το μαύρο (το) χώμα·
- η ξένη γη, η αλλοδαπή, τα ξένα: «χρόνια στην ξένη γη δούλεψε σκληρά, για να φτιάξει την περιουσία που έχει». (Λαϊκό τραγούδι: χωρίς αγάπη, χωρίς στοργή, δεν ζει κανένας στην ξένη γη γλυκιά μου αγάπη, καλή μου μάνα, δεν έχω άλλη υπομονή
- θα γίνω γη να με πατήσεις, δε θα σου χαλάσω κανένα χατίρι, δε θα σου αρνηθώ τίποτα. Λέγεται στην περίπτωση που ζητάμε από κάποιον να μας κάνει μια σοβαρή εκδούλευση ή εξυπηρέτηση, ή σε κάποιον που μας έκανε ήδη μια σοβαρή εκδούλευση ή εξυπηρέτηση: «αν με βγάλεις απ’ τη δύσκολη θέση που βρίσκομαι, θα γίνω γη να με πατήσεις || μόνο εσύ μ’ έβγαλες απ’ τη δύσκολη θέση που βρισκόμουν, γι’ αυτό κι εγώ θα γίνω γη να με πατήσεις». Συνών. θα γίνω χαλί να με πατήσεις·
- θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης ή θα σ’ εξαφανίσω απ’ το πρόσωπο της γης, α. (απειλητικά) θα σου δώσω τόσο ξύλο ή θα χρησιμοποιήσω τέτοια μέσα εναντίον σου, που θα σε φέρω στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσης και θα πάψεις να κυκλοφορείς στον κόσμο, θα εξαφανιστείς: «αν με κατηγορήσεις ξανά στο συνεταίρο μου, θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης». β. (απειλητικά) θα σε σκοτώσω: «αν ενοχλήσεις ξανά τη γυναίκα μου, θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης»·
- θα σε κάνω ένα με τη γη, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου δώσω τόσο ξύλο, που θα σε εξαφανίσω, θα σε λιώσω: «αν ξαναπιάσεις την οικογένειά μου στο στόμα σου, θα σε κάνω ένα με τη γη»·
- καμένη γη, μεγάλη καταστροφή, ιδίως οικονομική: «παραλάβαμε καμένη γη», συνηθισμένη δικαιολογία από τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία και που είναι συνήθως προοίμιο φορομπηχτικής πολιτικής. (Λαϊκό τραγούδι: τίποτα δεν άφησες. Μόνο γη καμένη κι έναν ανεξήγητο σκοπό από φυσαρμόνικα φάλτσα, ρημαγμένη που όλο τραγουδάει σ’ αγαπώ). Συνήθως σε χρήση από τους πολιτικούς·
- κίνησε γη και ουρανό, χρησιμοποίησε συστηματικά κάθε μέσο, εξάντλησε στο έπακρο κάθε δυνατότητα για να ανακαλύψει ή για να πετύχει κάτι: «κίνησε γη και ουρανό για να βάλει το γιο του στην τράπεζα»·
- λες και τον κατάπιε η γη, βλ. φρ. λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε. (Λαϊκό τραγούδι: όλες οι γειτόνισσές σου στα παράθυρα έχουν βγει, μόνο εσένανε δε βλέπω λες και σε κατάπιε η γη)·
- λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, εξαφανίστηκε ανεξήγητα από τα γνωστά στέκια και δεν μπορεί κανένας να επικοινωνήσει μαζί του, τον βρει: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Εξαφανίστηκε λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε»· 
- μέχρι να σταματήσει η γη, για πάντα, αιώνια: «αν δε μου ζητήσεις συγνώμη, θα σε κυνηγώ μέχρι να σταματήσει η γη». (Λαϊκό τραγούδι: κι έλεγες, η αγάπη μας θα ζήσει κι έλεγες, μέχρι η γη να σταματήσει κι έλεγες, δε θα σ’ αρνηθώ ποτέ μου κι έλεγες, τι δεν έλεγες, Χριστέ μου)· 
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί (ενν. αν σου λέω ψέματα), λέγεται για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιο άτομο: «τα πράγματα έγιναν έτσι όπως στα λέω, κι αν σου λέω ψέματα, ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί»·
- ν’ ανοίξει η γη (και) να με καταπιεί, λέγεται σε περίπτωση που, τη στιγμή που αποκαλύπτεται κάποια κακή πράξη μας, ντρεπόμαστε να αντικρίσουμε τον κόσμο, νιώθουμε τόσο μεγάλη ντροπή, που θα ήταν προτιμότερο για μας να είχαμε εξαφανιστεί: «την ώρα που αποκάλυψε ο άλλος πως κάποτε είχα δικαστεί για κατάχρηση, ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί εκείνη τη στιγμή»·
- οι όπου γης, οι σε οποιοδήποτε μέρος της γης ευρισκόμενοι: «οι όπου γης Έλληνες έχουν πάντα το βλέμμα τους στραμμένο στη Μητέρα πατρίδα»·
- όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, έκφραση που δηλώνει τη ματαιότητα της συγκέντρωσης πλούτου: «κάνει το σκατό του παξιμάδι κι ό,τι βγάζει τα καταθέτει στην τράπεζα, σαν να μην ξέρει ο βλάκας πως στο τέλος όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη». (Λαϊκό τραγούδι: γλέντα τη ζωή. Όλοι δύο μέτρα παίρνουν γη. Τα λεφτά είναι δανεικά, χέρια αλλάζουν τακτικά. Να τα κάψεις. Τι τα θες; Μήπως τα ’χες κι από χτες;   
- όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει, λέγεται για εκείνους τους ανθρώπους που υπομένουν καρτερικά όλες τις δυσκολίες που τους προκύπτουν: «έχει έναν άντρα που είναι μεγάλο στραβόξυλο αλλά τι να κάνει η καημένη! Όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει || είναι χρόνια στη δούλεψή του και του φέρεται σαν σκουπίδι αλλά κάνει κουράγιο και όσα βρέχει ο ουρανός, η γη τα καταπίνει»·
- όπου γης, σε οποιοδήποτε μέρος της γης: «όταν είσαι κυνηγημένος, όπου γης μπορεί να γίνει κρυψώνας σου»·
- όπου γης και πατρίς, λέγεται για εκπατρισμένους, που κάνουν τη χώρα που ζουν νέα τους πατρίδα: «λείπω χρόνια απ’ την πατρίδα μου κι αγάπησα αυτή τη χώρα που ζω, γιατί, όπου γης και πατρίς». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα όπου γης είναι πατρίδα
- πάτησα στη γη, χέζω τη βάρκα σου, βλ. λ. βάρκα·
- πατώ γερά (πάνω) στη γη, α. είμαι ρεαλιστής, είμαι απόλυτα προσγειωμένος: «δεν είμαι απ’ αυτούς που παίρνουν εύκολα τα μυαλά τους αέρα, γιατί πατώ γερά πάνω στη γη». β. έχω ισχυροποιημένη τη θέση μου στη ζωή, στην κοινωνία, και δεν έχω την ανάγκη κανενός: «αλίμονο από εμάς, γιατί, αυτός που λες, βρήκε τέτοια περιουσία απ’ τον πατέρα του, που πατάει γερά πάνω στη γη»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. φρ. πατώ γερά (πάνω) στη γη·  
- πετώ κατά γης, ρίχνω αυτό που κρατώ στα χέρια μου με δύναμη κάτω: «πάνω στα νεύρα του πέταξε κατά γης το ποτήρι που κρατούσε στα χέρια του»·
- σ’ άλλη γη, βλ. φρ. σ’ άλλα μέρη, λ. μέρος.(Τραγούδι: θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δε μας ξέρει
- σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. μέρος·
- σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης, βλ. λ. μήκος·
- σαν να τον κατάπιε η γη, βλ. φρ. λες και τον κατάπιε η γη·
- στα πέρατα της γης ή ως τα πέρατα της γης, βλ. λ. πέρατα·
- στην άλλη άκρη της γης ή στην άκρη της γης, βλ. λ. άκρη·
- στον ουρανό το(ν) γύρευα και στη γη το(ν) βρήκα, βλ. λ. ουρανός·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ (= χώρα των Μαδιανιτών), καταστρέφω βίαια τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «μπήκαν αγριεμένοι στο μαγαζί και τα ’καναν όλα γης Μαδιάμ». Η χώρα των Μαδιανιτών βρισκόταν στην Παλαιστίνη, νοτιοανατολικά της Ερυθράς Θάλασσας με κέντρο την ανατολική ακτή του κόλπου της Άκαμπα. Καταστράφηκε ολοσχερώς και οι κάτοικοί της, που ήλεγχαν τα βοσκοτόπια του Σινά, κατασφάγηκαν από τους Εβραίους που μετά την Έξοδό τους από την Αίγυπτο και οδηγούμενοι από τον Μωυσή πορεύονταν προς τη Γη της Επαγγελίας·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαριάμ, βλ. φρ. τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ·
- τα σωθικά της γης, βλ. λ. σωθικά·
- της γης οι κολασμένοι, βλ. λ. κολασμένος·
- το άλας της γης, βλ. λ. αλάτι·
- τον βίδωσα στη γη, βλ. φρ. τον βίδωσα στο χώμα, λ. χώμα·
- τον έβαλαν στη γη, τον έθαψαν: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία τον έβαλαν στη γη». (Λαϊκό τραγούδι: τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε, τα δυο σου χέρια τα παχιά με βάλανε στη γη βαθιά)· βλ. και φρ. βάζω στη γη (κάτι)·
- τον έκανε ένα με τη γη, τον ξυλοκόπησα άγρια, τον έλιωσα από το πολύ ξύλο που του έδωσα και, κατ’ επέκταση, τον κατανίκησα: «επειδή ενοχλούσε συνεχώς τη γυναίκα του, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε ένα με τη γη». Συνών. τον έκανε ένα με το χώμα· βλ. και φρ. τον κάνω ένα με τη γη·
- τον έφαγε η μαύρη γη, τον πήρε ο θάνατος, πέθανε: «κρίμα, τέτοιον λεβέντη άνθρωπο να τον φάει η μαύρη γη»·
- τον κάνω ένα με τη γη, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «δεν έρχεται πια να πιει μαζί μου, γιατί κάθε φορά τον κάνω ένα με τη γη». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι· βλ. και φρ. τον έκανα ένα με τη γη·
- τον ξάπλωσα στη γη, τον χτύπησα και τον έριξα κάτω ή τον τραυμάτισα θανάσιμα, τον σκότωσα: «του ’δωσα μια γροθιά και τον ξάπλωσα στη γη || του ’ριξε δυο πιστολιές και τον ξάπλωσε στη γη». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο άγριος ο ταύρος τον καρφώνει και στη γη τον εξαπλώνει
- χάθηκε από προσώπου γης ή χάθηκε απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. συνηθέστ. εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

Γιάννης

Γιάννης, ο, κύρ. όν. [<Ιωάννης], ένα από τα πιο συνηθισμένα ονόματα όχι μόνο στην ελληνική αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου // γεια σου Γιάννη τι χαμπάρια, γιατί είσαι λυπημένος (Λαϊκό τραγούδι).Υποκορ. Γιαννάκης, ο. (Τραγούδι: νοσταλγώ το μικρό το αμαξάκι τον γκαζιέρη που μας άναβε το φως και θυμάμαι τις κυρίες του Γιαννάκη και τον έρωτα που ήτανε κρυφός). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «αν κάνουμε αυτή τη δουλειά, θα τρελαθούμε στα λεφτά και θ’ αγοράσω ένα σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε || δεν αγοράζω αυτοκίνητο, γιατί μπορεί να τρακάρω και να σκοτωθώ. -Ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε». Η φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη (βλ. Τάκη Ναστούλη, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 39). Συνών. το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μον’ η Μαριώ το Γιάννη, λέγεται για κείνους τους γονείς που επαινούν υπερβολικά τα παιδιά τους: «όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, δεν κάνει άλλο απ’ το παινεύει το γιο του. -Άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη»·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «ποτέ σου δε με βοήθησες και να πιάσει τόπο η βοήθειά σου, γιατί μια ζωή, αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις». Συνών. αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο·   
- γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, έκφραση, που δηλώνει τέλεια έλλειψη συνεννόησης (αφού παίρνουμε απάντηση άσχετη με αυτό που ρωτάμε): «εγώ τον ρωτούσα για το πώς πάει η δουλειά κι αυτός μου ’λεγε τι ρούχα θα φορέσει το βράδυ στο χορό. -Γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω»·
- Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει, βλ. συνηθέστ. χαιρέτα μας τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει, λ. πλάτανος·
- Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω, από το ότι ο Γιάννης, όπως και ο Γιώργος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, είναι συνήθως καλό παιδί. Βέβαια, πολλές φορές, αλλάζουμε το όνομα και χρησιμοποιούμε το όνομα που μας ενδιαφέρει·
- Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι, (γενικά) δεν υπάρχει καμιά περίπτωση εξέλιξής του λόγω της ελαττωμένης του νοημοσύνης: «όσο και να το βοηθήσεις αυτό το παιδί, Γιάννης ήταν Γιάννης θα ’ναι»·
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που επιδιώκει να είναι ο κύριος ωφελημένος από κάποια δουλειά ή ενέργειά του και, κατ’ επέκταση, ο ατομιστής, ο φιλοτομαριστής: «είναι πολιτικός μηχανικός ο τύπος, κάνει και τον εργολάβο και, όπως έχουν τα πράγματα, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Η φράση προέρχεται από μια εθνοσυνέλευση στο αρχαίο θέατρο του Άργους, στην οποία ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας τα είχε κανονίσει όλα προς όφελός του. Συνών. ο καθένας για (την) πάρτη του / ο καθένας για τον εαυτό του. β. τα έχουν κανονίσει με τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα κέρδη ή οφέλη να μένουν σε στενό οικογενειακό ή φιλικό κύκλο: «έχει μια δουλίτσα με τη γυναίκα του, έβαλε τώρα συνεταίρους και τα παιδιά του που μεγάλωσαν κι όπως καταλαβαίνεις, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει»·
- Γιάννης πήγε Γιάννης γύρισε (ήρθε) ή Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε (ήρθε), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την παραμικρή πρόοδο ή εξέλιξη σε μια δουλειά ή υπόθεση που του αναθέσαμε: «τον έστειλα μέχρι την τράπεζα να διακανονίσει τις δόσεις για ένα δάνειο που πήρα, αλλά Γιάννης πήγε Γιαννάκης γύρισε»·
- έχει κι ο Γιάννης καΐκι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που καμαρώνει ένα ασήμαντο απόκτημά του ή το επιδεικνύει για πολύ σπουδαίο: «παιδιά, αγόρασα αυτοκίνητο. -Έχει κι ο Γιάννης καΐκι»·
- καλημέρα Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, βλ. φρ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει ή να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει, λέγεται για κείνον που, ενώ πρώτα θεληματικά ή άθελα μας κάνει κάποιο κακό, προθυμοποιείται εκ των υστέρων να επανορθώσει: «εντάξει, ρε φίλε, τι φωνάζεις; Ό,τι ζημιά σου ’κανα θα στην αποκαταστήσω. -Να σε κάψω Γιάννη να σε βάλω μύξα να γιάνει»·
- ο Γιάννης που περπατάει, (χάριν αστεϊσμού) το ουίσκι Johnnie Walker: «όση ώρα σε περίμενα, ήπια ένα Γιάννη που περπατάει || βάλε μου να πιω, σε παρακαλώ, ένα Γιάννη που περπατάει»·
- όχι Γιάννης, Γιαννάκης, λέγεται με ειρωνική διάθεση για πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν μεταξύ τους ουσιώδη διαφορά: «εγώ δεν είπα ότι είναι απατεώνας, απλά είπα πως πρέπει να τον προσέχουμε. -΄Όχι Γιάννης, Γιαννάκης». Συνών. δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ·
- πίσω Γιάννη τα καράβια, λέγεται ειρωνικά γι’ αυτόν που αρχίζει να λέει ή να υποστηρίζει διαφορετικά πράγματα από κείνα που έλεγε ή υποστήριζε προηγουμένως: «επέμενε να τιμωρηθεί ο ένοχος, αλλά, μόλις αποκαλύφθηκε πως ήταν ο φίλος του, πίσω Γιάννη τα καράβια»·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. φρ. τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, α. λέγεται ειρωνικά για φιλάσθενο άτομο: «τι κάνει ο παππούς σου; -Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί». β. λέγεται ειρωνικά για κείνον που πάντα βρίσκει μια δικαιολογία για να αποφύγει κάποια δουλειά, που θέλουμε να του αναθέσουμε: «γιατί δεν έστειλες τον τάδε να ετοιμάσει την παραγγελία; -Γιατί, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί»·
- σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση, λέγεται ειρωνικά σε κείνον που ονομάζεται Γιάννης, και το υπονοούμενο είναι πως είναι ελαφρόμυαλος, πως μειονεκτεί πνευματικά και για το λόγο αυτό πέφτει συνεχώς σε γκάφες ή συνεχώς τον κοροϊδεύουν, τον ξεγελούν, τον εξαπατούν. Ίσως από το ότι το όνομα Γιάννης είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα. Πρβλ.: βρε Γιάννη, τον Σωτήρη να τονε σέβεσαι κι απ’ τους σαράντα πέντε δε μοιάζει σ’ ένανε (Λαϊκό τραγούδι)·
- σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, έκφραση με την οποία πιστοποιείται το πόσο συνηθισμένο είναι αυτό το όνομα στην Ελλάδα·
- τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, λέγεται στην περίπτωση που αγαπάμε τα καλά, ιδίως τα χρήματα, ορισμένων ανθρώπων αλλά τους ίδιους τους αντιπαθούμε ή στην περίπτωση που το μόνο που μας νοιάζει από έναν άνθρωπο είναι το κέρδος που θα βγάλουμε, το όφελος που θα έχουμε από τη συναναστροφή μας μαζί του αλλά τον ίσιο δεν τον εκτιμούμε, δεν τον θέλουμε για συντροφιά, για παρέα: «όταν έχεις ανάγκη αμάν βοήθα, κι όταν είσαι μια χαρά ούτε μας χαιρετάς, γιατί κι εσύ σαν τους άλλους έγινες, τα καλά του Γιάννη τα θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε»·
- τι Γιάννης τι Γιαννάκης; βλ. φρ. όχι Γιάννης, Γιαννάκης·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. συνηθέστ. γεια σου Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, λέγεται στην περίπτωση που οι δυσκολίες της ζωής σε ένα άτομο έχουν γίνει πια καθημερινό φαινόμενο·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, α. λέγεται στην περίπτωση που δυο άτομα βρίσκονται σε έχθρα ή σε αντιπαλότητα και, ωστόσο, δεν προβαίνει κανείς σε κάποια δυναμική ενέργεια εναντίον του άλλου γιατί, ο καθένας από την πλευρά του, υπολογίζει σοβαρά τη δύναμη ή την ικανότητα του αντιπάλου του: «είναι καιρό που βρίσκονται στα μαχαίρια, αλλά κάθονται στ’ αβγά τους, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη». β. λέγεται επίσης στην περίπτωση ισορροπίας τρόμου: «οι δυο υπερδυνάμεις δεν τολμούν να συγκρουστούν, γιατί φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη».

γιαούρτι

γιαούρτι, το κ. γιαούρτη, η, ουσ. [<τουρκ. yogurt], το γιαούρτι·
- έγινε το σάλιο μου γιαούρτι, βλ. λ. σάλιο·
- κάηκε η μπάμπω στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι, βλ. φρ. όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι·
- όποιος καίγεται στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι ή όποιος καίγεται στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι ή όποιος καίγεται στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι, λέγεται για κείνον που έπαθε κάποια μεγάλη ζημιά και στο εξής, από φόβο ή προνοητικότητα, αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλη προσοχή και σχολαστικότητα ακόμη και τις πιο ακίνδυνες υποθέσεις ή καταστάσεις·
- τον πήραν με τα γιαούρτια, βλ. φρ. τον πήραν με τ’ αβγά, λ. αβγό·
- του βάζω (του κάνω, του πατώ, του τραβώ), ένα κλύσμα με γιαούρτι, βλ. λ. κλύσμα·
- τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, λέγεται με παράπονο από τους ηλικιωμένους, γιατί, ενώ σήμερα η γυναίκα είναι απελευθερωμένη και διεκδικεί τα ίδια δικαιώματα στο σεξ με τον άντρα, αυτοί λόγω προχωρημένης ηλικίας αδυνατούν να εκμεταλλευτούν αυτή την κατάσταση.

δουλειά

δουλειά, η, ουσ. [<μσν. δουλειά <αρχ. δουλεία (= σκλαβιά) <δουλεύω ]. 1α. η έμμισθη εργασία, το επάγγελμα: «η δουλειά του είναι μηχανικός αυτοκινήτων». (Λαϊκά τραγούδια: πάντα με χαμόγελο πρωί πρωί ξυπνάμε και ξεκινάμε για τη δουλειά // μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί). β. ο χώρος όπου δουλεύει κανείς: «πηγαίνω στη δουλειά μου». 2. η ασχολία, η υποχρέωση: «σήμερα έχω πολλές δουλειές, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να δω ένα φίλο μου, που νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, κι ύστερα να περάσω απ’ το ράφτη μου για πρόβα». 3. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, γενικά η επιχείρηση: «είναι υπάλληλος στη δουλειά του τάδε || τον τελευταίο χρόνο έκανε μια καλή δουλειά κι έβγαλε πολλά φράγκα». 4. η απασχόληση: «όταν δεν έχει κάποια δουλειά να περνάει την ώρα του, ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων». Υποκορ. δουλίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 925 φρ.)·
- αβανταδόρικη δουλειά ή αβανταδόρικες δουλειές, α. επάγγελμα που παρέχει σε αυτόν που το ασκεί διάφορα πλεονεκτήματα για κοινωνική προβολή: «ο πολιτικός μηχανικός, όσο να πεις, είναι αβανταδόρικη δουλειά». β. δουλειά από την οποία μπορεί κανείς να αποκομίσει οικονομικά οφέλη: «ασχολείται μόνο με αβανταδόρικες δουλειές»·
- αβασάνιστη δουλειά, που προγραμματίστηκε, που σχεδιάστηκε, που εκτελέστηκε χωρίς έλεγχο, χωρίς πολύ σκέψη, και, ως εκ τούτου, δουλειά τη διακρίνει προχειρότητα, τσαπατσουλιά: «έκανε αβασάνιστη δουλειά και την πάτησε»·
- αβάσταχτη δουλειά, α. που είναι πάρα πολύ κουραστική, που δεν μπορεί κανείς να την αντέξει: «το να ’σαι χαμάλης στο λιμάνι είναι αβάσταχτη δουλειά». β. δουλειά συνεχής και έντονη, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί κανείς να την αντέξει για πολύ: «δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλοι, πάντως εγώ στην περίοδο των γιορτών είχα αβάσταχτη δουλειά»·
- αβγάτισαν οι δουλειές του, αυξήθηκαν οι δουλειές του, μεγάλωσαν, του απέφεραν σημαντικά κέρδη: «έπεσε σε καλή περίοδο και με λίγη τύχη αβγάτισαν οι δουλειές του»·
- αβέρτα δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «όλον αυτόν το μήνα είχα αβέρτα δουλειά»·
- αεριτζίδικη δουλειά ή αεριτζίδικες δουλειές, α. ευκαιριακή δουλειά, δουλειά τέτοια ώστε, αυτός που την κάνει, δε διακινδυνεύει προσωπικά κεφάλαια: «κάθε φορά που μυρίζεται αεριτζίδικη δουλειά, κάνει πώς και πώς να πάρει κι αυτός μέρος» β. δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «γυρίζει μέσ’ στην πιάτσα και κάνει αεριτζίδικες δουλειές»· βλ. και φρ. δουλειές του ποδαριού. γ.ψεύτικη εκδούλευση ή υπηρεσία: «εγώ για αεριτζίδικες δουλειές δε δίνω δεκάρα»·
- αθόρυβη δουλειά ή αθόρυβες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία, που δεν προκαλεί θόρυβο, που δεν ενοχλεί: «έχουμε δίπλα μας ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικών ειδών, αλλά ευτυχώς είναι αθόρυβη δουλειά». β. δουλειά που γίνεται με μυστικότητα και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να είναι ύποπτη ή παράνομη: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει αθόρυβες δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου·
- άι στη δουλειά σου! βλ. φρ. άντε στη δουλειά σου!
- αλαλούμ δουλειά, βλ. φρ. αλαμπουρνέζικη δουλειά·
- αλαμπουρνέζικη δουλειά, α. επιχείρηση χωρίς σειρά και τάξη, που ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: «πώς να μη χρεοκοπήσει με τέτοια αλαμπουρνέζικη δουλειά που είχε!». β. τεχνική ιδίως εργασία, που είναι πολύ κακή: «μου ’πατε πως είναι καλός μηχανικός, αλλά μου ’κανε αλαμπουρνέζικη δουλειά»·
- αλήτικη δουλειά ή αλήτικες δουλειές, συμπεριφορά ανάρμοστη και κατακριτέα: «άσε, επιτέλους, αυτές τις αλήτικες δουλειές και γίνε άνθρωπος!»·
- αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, δουλεύει εξαντλητικά: «όταν αποφασίζει να δουλέψει, αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν δουλεύει σκληρά, ιδρώνει πολύ και για το λόγο αυτό είναι αναγκασμένο να αλλάζει φανέλα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη δουλειά δεν είχα! Εγώ καίγομαι να στείλω τις παραγγελίες || απόψε πρέπει να πάμε στο γάμο του τάδε. -Άλλη δουλειά δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με βοηθήσεις στην μετακόμιση; -Άλλη δουλειά δεν έχω! || μην ξεχάσεις, όταν θα επιστρέφεις απ’ το Παρίσι, να μου φέρεις και το άρωμα που σου ζήτησα. -Άλλη δουλειά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη δουλειά κι αυτή! έκφραση απορίας ή δυσφορίας για κάτι που μας λένε και το βρίσκουμε απαράδεκτο ή παράλογο: «θέλω οπωσδήποτε να ’ρθεις την Κυριακή να με βοηθήσεις στη μετακόμιση. -Άλλη δουλειά κι αυτή! Μα δε σου είπα πως θα πάω εκδρομή με την οικογένειά μου;»·
- αλμπάνικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό που μου σύστησες, γιατί την προηγούμενη φορά μου έκανε πολύ αλμπάνικη δουλειά». Από το ότι, το να καρφώνει κανείς τα πέταλα στις οπλές των ζώων, που είναι η δουλειά του αλμπάνη, δεν απαιτεί καμιά επιδεξιότητα, καμιά τέχνη·
- άμε στη δουλειά σου! επιθετική έκφραση ή έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να φύγει, να μας αφήσει ήσυχους: «άμε στη δουλειά σου, ρε παιδάκι μου, μη με βάλεις σε κανέναν μπελά!». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου·τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου).Συνών. άμε στο καλό! ή άμε στο καλό σου(!)·
- αμοντάριστη δουλειά, α. (για μηχανήματα) που ακόμα δε συναρμολογήθηκε: «απ’ το πρωί έχω μοντάρει τρεις μηχανές, αλλά έχω και μια αμοντάριστη δουλειά και πρέπει να καθίσω να τη μοντάρω». β. (γενικά) δουλειά που βρίσκεται ακόμα στα σχέδια, στην επεξεργασία της, που ακόμα δεν είναι έτοιμη να αρχίσει η πραγματοποίησή της: «έχει μια αμοντάριστη δουλειά κι έχει τρελαθεί στο τρέξιμο»·
- αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σάββατο, λέγεται ειρωνικά ή συμβουλευτικά για άτομα που είναι αναβλητικά, γιατί, αν δεν αρχίσει έγκαιρα η δουλειά που έχουν αναλάβει, δε θα τελειώσει στην ώρα της: «άσε τις αναβλητικότητες, γιατί αν δεν αρχίσει τη Δευτέρα η δουλειά, δεν τελειώνει το Σαββάτο». Από το ότι παλιότερα αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα το Σάββατο είναι ημέρα πληρωμών, οπότε πρέπει να έχει τελειώσει η δουλειά για να αρχίσουν το Σάββατο οι διάφορες πληρωμές·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, α. για να παραχθεί έργο, απαιτούνται χρόνος και κόπος: «συγκεντρώσου στη δουλειά σου και δούλεψε, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». β. χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις για ν’ αποκτήσεις κι εσύ αυτά που έχουν οι άλλοι, γιατί, αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια·
- αν ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά ή αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες ή αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, έκφραση που θέλει να τονίσει τις δυσκολίες και τις πίκρες της δουλειάς, την καταναγκαστική φύση της, το ότι συχνά γίνεται από ανάγκη και όχι από επιλογή·
- ανέβηκε η δουλειά ή ανέβηκαν οι δουλειές, μετά από περίοδο κάμψης παρατηρείται στην αγορά εμπορική κίνηση: «κατά τη διάρκεια των γιορτών ανέβηκε η δουλειά»·
- άνετη δουλειά, εργασία, ιδίως γραφείου, που διεκπεραιώνεται χωρίς κούραση: «δουλεύει σε μια άνετη δουλειά και μας έρχεται πάντοτε ξεκούραστος και ορεξάτος»·
- ανθίζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- άνθρωπος για όλες τις δουλειές, (ειρωνικά) αυτός που αναλαμβάνει ή που του φορτώνουν πολλές και διάφορες δουλειές ή ευθύνες: «όταν θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από κάποια δουλειά τη φορτώνουμε στον τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές || για περισσότερα θα σε κατατοπίσει ο τάδε, που είναι άνθρωπος για όλες τις δουλειές»·
- άνθρωπος της δουλειάς, α. αυτός που είναι εργατικός, που του αρέσει η δουλειά: «ό,τι και να του αναθέσω να κάνει, δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς». β. αυτός που έχει πείρα σε μια συγκεκριμένη εργασία: «πρέπει να ρωτήσουμε και τον τάδε αν φταίνε τα μπουζί που δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο, γιατί είναι άνθρωπος της δουλειάς»·
- ανιαρή δουλειά, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον ως προς τη διαδικασία της, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο μονότονο και νωθρό τρόπο, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «δουλεύει σε μια τόσο ανιαρή δουλειά, που δε βλέπει την ώρα να σηκωθεί να φύγει»·
- ανοίγω δουλειά, α. ξεκινώ μια επιχείρηση, ιδίως εμπορική: «άνοιξε δουλειά με είδη προικός». Συνών. ανοίγω μαγαζί / ανοίγω κατάστημα. β. αρχίζω να συναλλάσσομαι, αρχίζω να εμπορεύομαι: «άνοιξα δουλειά με το εξωτερικό»· βλ. και φρ. ανοίγω δουλειές ·
- ανοίγω δουλειές, α. αρχίζω να ασχολούμαι με κάτι, ιδίως στο σπίτι μου, με κύριο σκοπό να γεμίσω τις ελεύθερες ώρες μου: «κάθε τόσο, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, ανοίγω διάφορες δουλειές στο σπίτι, για να περνάει η ώρα μου». β. από άστοχη ενέργειά μου δημιουργώ σκοτούρες, μπελάδες σε μένα τον ίδιο: «άνοιξα δουλειές απ’ τη μέρα που μπλέχτηκα μ’ αυτόν τον απατεώνα»·
- ανοίγω τη δουλειά μου, αρχίζω να δουλεύω στην επιχείρησή μου, στο κατάστημά μου, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε πρωί ανοίγω τη δουλειά μου στις οχτώ»·
- ανοίγω τη δουλειά μου ή ανοίγω τις δουλειές μου, επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου: «έχω σκοπό ν’ ανοίξω τις δουλειές μου και στο χώρο του ιματισμού»·
- άνοιξε δουλειές με φούντες, (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με πιθανότητα κακών συνεπειών: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια παλιοδουλειά κι άνοιξε δουλείες με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία για ανάκριση»·
- άνοιξε η δουλειά ή άνοιξαν οι δουλειές, ύστερα από περίοδο κάμψης στην αγορά, παρατηρείται ικανοποιητική εμπορική κίνηση, γίνεται αλισβερίσι: «την περίοδο των γιορτών άνοιξαν οι δουλειές»·
- άντε στη δουλειά σου! απειλητική έκφραση με την έννοια φύγε από δω, ξεκουμπίσου, δίνε του: «άντε στη δουλειά σου, μην έχουμε μαλώματα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου·
- απ’ τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο στη ζωή του εκτός από την εργασία και την οικογένειά του. (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε, τη ζωή σου ζήσε, και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι, που περνάνε τη ζωή τους δίχως να χαρούν σταλιά από τη δουλειά στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στη δουλειά)· 
- απατεωνίστικη δουλειά ή απατεωνίστικες δουλειές, ενέργεια που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται προς εξαπάτηση: «ένα ρεμάλι μόνο απατεωνίστικες δουλειές μπορεί να σκαρώνει»·
- απίθανη δουλειά, δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε απίθανη δουλειά»·  
- απίθανη δουλειά ή απίθανες δουλειές, δουλειά εντελώς ιδιόρρυθμη, ιδιότυπη, που δεν τη συναντάει κανείς εύκολα ή συχνά: «δουλεύει σε μια απίθανη δουλειά, που δεν ξέρω να σου πω τι ακριβώς είναι || υπάρχουν διάφορες απίθανες δουλειές, που ούτε καν μπορεί να τις βάλει ο νους του ανθρώπου»·
- από δουλειά άλλο τίποτα, α. υπάρχειδουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «οι άλλοι παραπονιούνται πως έχουν κεσάτια, αλλά εγώ από δουλειά άλλο τίποτα». β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει το μυαλό του συνεχώς στη δουλειά, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, από δουλειά άλλο τίποτα αυτό το παιδί»·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά: «όλοι παραπονιούνται πως έχουν αναδουλειές, εγώ όμως, δόξα σοι ο Θεός, από δουλειά να φαν’ κι οι κότες»·
- από δουλειά ούτε λόγος, υπάρχει δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «έχω διάφορα προβλήματα στην προσωπική μου ζωή μου αλλά, ευτυχώς, από δουλειά ούτε λόγος»·
- από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται, α. υπάρχει αναμφισβήτητα πολλή δουλειά: «κατά την περίοδο των γιορτών από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται». β. δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση κάποιου για δουλειά: «τρελαίνεται για γλέντια και διασκεδάσεις, αλλά από δουλειά ούτε λόγος να γίνεται»·
- απτάλικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και γούστο, που θεωρείται κακότεχνη: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ απτάλικη δουλειά». Λόγω γλωσσικής ευκολίας ακούγεται απντάλικη δουλειά·
- αρπακολλατζίδικη δουλειά ή αρπακολλατζίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε βιαστικά, επιπόλαια, με προχειρότητα: «μη διανοηθείς να μου κάνεις αρπακολλατζίδικη δουλειά, γιατί δε θα πάρεις δραχμή». β. υπόθεση ή συμφωνία που κλείνεται αμέσως, επιπόλαια, απρόσεκτα: «θα μ’ αφήσεις ένα διάστημα να εξετάσω καλά αυτό που μου προτείνεις, γιατί δε μ’ αρέσουν οι αρπακολλατζίδικες δουλειές»·
-αρπακολλίστικη δουλειά ή αρπακολλίστικες δουλειές, βλ. φρ. αρπακολλατζίδικη δουλειά·
- άσ’ απάνω μου τη δουλειά ή άσ’ τη δουλειά απάνω μου, καθησυχαστική έκφραση σε κάποιον, πως θα αναλάβουμε ή θα διεκπεραιώσουμε εμείς μια δουλειά ή υπόθεσή του, που για διάφορους λόγους δεν μπορεί ή δεν τολμάει να αναλάβει αυτός: «εσύ κάνε αυτό που σου λέω και για τα υπόλοιπα άσ’ τη δουλειά απάνω μου»·
- ασταμάτητη δουλειά, δουλειά συνεχής, χωρίς διακοπή: «την περίοδο του καλοκαιριού άνοιξα ένα μπαράκι στην παραλία κι είχα ασταμάτητη δουλειά απ’ τη νεολαία και τους τουρίστες»·
- αστεία δουλειά, α. δουλειά ή ενέργεια που δεν παρουσιάζει την παραμικρή δυσκολία, που είναι πανεύκολη: «αυτό που μου ανάθεσες να κάνω είναι αστεία δουλειά για μένα». β. δουλειά, επιχείρηση, χωρίς καμιά σοβαρότητα, που δεν παρουσιάζει καμιά προοπτική εξέλιξης ή κέρδους: «απασχολείται σε μια αστεία δουλειά, κι επειδή φοβάται πως θα κλείσει, ψάχνει να βρει κάποια άλλη»·
- ασυντόνιστη δουλειά, δουλειά που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, που δεν κινείται πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο ή δεν υπάρχει κάποιος υπεύθυνος ή έμπειρος να τη συντονίζει, να τη διευθύνει: «πώς να μην πέσει έξω με τέτοια ασυντόνιστη δουλειά που είχε!»·
- άσχετη δουλειά ή άσχετες δουλειές, δουλειά, επιχείρηση, απασχόληση, ενέργεια ή λόγος, που δεν ανταποκρίνεται στις παρούσες ανάγκες: «φτιάχνει λουλούδια από χαρτί και τα μοσχοπουλάει. -Υπάρχουν ακόμα τέτοιες άσχετες δουλειές; || θα πάμε να τον βρούμε όλοι μαζί για να του εκθέσουμε το πρόβλημα. -Άσχετη δουλειά, γιατί ο καθένας έχει διαφορετικό πρόβλημα || εγώ λέω να ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο. -Άσχετη δουλειά, γιατί εσύ μπορείς να λες ό,τι θες»·
- άσχημη δουλειά ή άσχημες δουλειές, κατάσταση ενοχλητική ή επιζήμια: «έπαθε άσχημη δουλειά με την υποτίμηση της δραχμής». (Λαϊκό τραγούδι: άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα ερωτοχτυπήματα άσχημες δουλειές
- ατζαμίδικη δουλειά ή ατζαμίδικες δουλειές, α.εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε από αδέξιο τεχνίτη, από αδέξιο μάστορα: «δεν ξαναπάω τ’ αυτοκίνητό μου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ ατζαμίδικη δουλειά || του παρήγγειλα να μου φτιάξει μια βιβλιοθήκη και μου ’κανε ατζαμίδικη δουλειά, γιατί είχε στραβά ράφια». β. αδέξιος χειρισμός μιας υπόθεσης: «έπρεπε να τον καλοπιάσεις και να του μιλήσεις με ευγένεια για να προωθήσει την υπόθεσή σου, γιατί με τις φωνές και με παρόμοιες ατζαμίδικες δουλειές, φέρνει κανείς το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα»·
- άτιμη δουλειά, που είναι δύσκολη, που δυσκολεύει κατά την εκτέλεσή της: «έχω μπλεχτεί με μια άτιμη δουλειά, που βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα»·
- ατράνταχτη δουλειά, επιχείρηση με απόλυτη σοβαρότητα και μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που κανείς ή τίποτα δεν μπορεί να την απειλήσει: «ο πατέρας του του έχει αφήσει μια ατράνταχτη δουλειά, που θεωρείται απ’ τις μεγαλύτερες του τόπου μας»·
- αυτή είναι δουλειά! α. έκφραση ικανοποίησης για δουλειά που παρουσιάζει σοβαρότητα ή οικονομικό ενδιαφέρον: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη η ψιλικατζίδικη που μου ’λεγες την άλλη φορά!». β. έκφραση ικανοποίησης για εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «αυτή είναι δουλειά κι όχι εκείνη που μου ’κανε ο προηγούμενος μηχανικός!»·
- αυτή (αυτό) είναι η δουλειά, βλ. συνηθέστ. εδώ είναι η δουλειά·
- αυτή ( αυτό) κι αν δεν είναι δουλειά! ή αυτή (αυτό) κι αν είναι δουλειά! α. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία που μας παρουσιάζεται με απόλυτη σοβαρότητα ή που παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον: «αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με εμπόριο χρυσού. -Αυτή κι αν δεν είναι δουλειά!». β. έκφραση απόλυτης ικανοποίησης ή μεγάλου ενθουσιασμού για εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη, πολλή ευαισθησία και πολύ μεράκι: «ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να τελειώσω αυτή τη μακέτα, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. -Μπράβο σου, ρε φίλε, αυτή κι αν είναι δουλειά!»·
- αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, που μου αναθέτει κάποιος να τελειώσω ή να διεκπεραιώσω, είναι πάρα πολύ εύκολη για μένα: «θα σου τελειώσει τη δουλειά στο άψε σβήσε, γιατί αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα»·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, η δουλειά ή η ενέργεια για την οποία γίνεται λόγος, απαιτεί κάποιον πολύ ικανό ή τολμηρό: «δεν μπορεί ο καθένας να γίνει οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια || δεν μπορεί ο καθένας να δουλεύει στα λατομεία, γιατί αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια»·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. φρ. αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια·
- αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, η συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση που μου προτείνει κάποιος έχω την εντύπωση πως είναι πολύ δύσκολο για μένα να την τελειώσω, να τη διεκπεραιώσω και για το λόγο αυτό, τις πιο πολλές φορές δεν την αναλαμβάνω: «αυτή η δουλειά μου φαίνεται βουνό, γι’ αυτό θα σε συμβούλευα να την αναθέσεις σε κάποιον άλλον»·
- (αυτό) είναι δική μου δουλειά, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνον εμένα: «το αν χωρίσω ή όχι με τη γυναίκα μου, είναι δική μου δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου καπέλο / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό) είναι δικός μου λογαριασμός·
- (αυτό) είναι προσωπική μου δουλειά, βλ. φρ. (αυτό) είναι δική μου δουλειά·
- αυτός είναι η δουλειά, σε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτόν εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να πλευρίσουμε το διευθυντή για να πάρουμε την ανάθεση του έργου, γιατί αυτός είναι η δουλειά». Συνήθως για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλη·
- αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας, καταστρέφομαι, καταστρεφόμαστε οικονομικά: «εντατικοποιήστε τις δυνάμεις σας παιδιά, γιατί αφήνουμε τη δουλειά μας και πάμε καλειά μας». Η χρήση της φρ. πολλή σπάνια και μόνο από τους παλιούς ανθρώπους της πιάτσας και τους ηλικιωμένους·
- άχαρη δουλειά ή άχαρες δουλειές, α. δουλειά μονότονη, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, και για το λόγο αυτό γίνεται χωρίς όρεξη, χωρίς κέφι: «κάνει τόσο άχαρη δουλειά, που πολλές φορές τον παίρνει ο ύπνος». β. δουλειά που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους δημόσιους βόθρους. -Άχαρη δουλειά, μωρ’ αδερφάκι μου!». γ. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έχει γίνει χωρίς τέχνη και μεράκι: «μετά από πολλά μου ’φερε τη μακέτα που του ζήτησα, αλλά μου ’κανε πολύ άχαρη δουλειά»·
- αχμάκικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη και μεράκι, χωρίς φαντασία: «ο μηχανικός που μου σύστησες μου ’κανε πολύ αχμάκικη δουλειά»·
- βαβουρατζίδικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι θορυβώδης: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο, που είναι πολύ βαβουρατζίδικη δουλειά, και κάθε μεσημέρι δεν μπορώ να κλείσω μάτι». β. επιχείρηση εμπορική ή βιοτεχνική στην οποία απασχολούνται πολλά άτομα: «το σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου, που βρίσκεται στη γειτονιά μου, είναι βαβουρατζίδικη δουλειά και δίνει ψωμί σε πενήντα άτομα». γ. δουλειά, ιδίως εμπορική, που συναλλάσσεται με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ τα νεύρα του είναι τεντωμένα, γιατί δουλεύει στο σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου που είναι βαβουρατζίδικη δουλειά γιατί έχει πολλή πελατεία»·
- βάζω σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), επιβαρύνω με πρόσθετη εργασία κάποιον, απασχολώ κάποιον παρά τη θέλησή του: «μου έχεις γίνει φόβος και τρόμος, γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, με βάζεις σε δουλειές»·
- βάλτωσαν οι δουλειές, δεν παρατηρείται στην αγορά η παραμικρή εμπορική συναλλαγή, το παραμικρό αλισβερίσι: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις των δρόμων βάλτωσαν οι δουλειές»· βλ. και φρ. βάλτωσε η δουλειά·
- βάλτωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε στασιμότητα, σε αδιέξοδο, δεν προχωράει παραπέρα, δεν εξελίσσεται: «έμεινα από μετρητά κι έτσι βάλτωσε η δουλειά || αρρώστησε σοβαρά ο δικηγόρος μου κι έτσι βάλτωσε η δουλειά που του είχα αναθέσει»· βλ. και φρ. βάλτωσαν οι δουλειές·
- βαρβάτη δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πολύ αποδοτική, πολύ κερδοφόρα: «ο πατέρας του του άφησε μια βαρβάτη δουλειά κι έχει λύσει το πρόβλημα της ζωής του». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε τέλεια και μας ικανοποιεί απόλυτα: «ο μηχανικός μου ’κανε βαρβάτη δουλειά»·
- βαρετή δουλειά, βλ. συνηθέστ. ανιαρή δουλειά·
- βαριά δουλειά! πολύ δύσκολη υπόθεση, περίπτωση που θέλει μεγάλη ψυχική δύναμη, μεγάλη ψυχική αντοχή: «σ’ ένα τροχαίο έχασε τη μάνα του, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά. -Βαριά δουλειά!»·
- βαριά δουλειά, χειρονακτική ιδίως εργασία που απαιτεί από τον εργαζόμενο μυϊκή δύναμη ή σωματική αντοχή, δουλειά που είναι πολύ κουραστική ή πολύ ανθυγιεινή: «δουλεύει σε κείνον τον τομέα που έχουν βάλει τις πιο βαριές δουλειές του εργοστασίου». Για τέτοιες δουλειές, που ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, υπάρχει ξεχωριστή μισθολογική ή συνταξιοδοτική μεταχείριση. Πρβλ.: η αγάπη θέλει προϋπηρεσία, μεροκάματο, ξενύχτι και νταλκά, θέλει Ι.Κ.Α., μια ζωή στην ανεργία, στα βαρέα ένσημα και στ’ ανθυγιεινά (Τραγούδι)·
- βαριά δουλειά (είναι) η καλογερική, α. είναι δύσκολη η εργένικη ζωή: «καλή είναι η εργένικη ζωή, δε λέω, αλλά το βράδυ, που γυρίζεις στο σπίτι και μένεις ολομόναχος, καταλαβαίνεις πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική || αρρώστησε και δεν έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίσει, γιατί είναι γεροντοπαλίκαρο. -Βαριά δουλειά η καλογερική». Από το ότι είναι δύσκολη υπόθεση ο μοναχικός βίος και, κατ’ επέκταση, είναι δύσκολη η άγαμη ζωή. β. είναι βαρύ το έργο ή το καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «στριμώχτηκε τον τελευταίο καιρό για να πάρει το πτυχίο του, και διαβάζει μέρα νύχτα, χωρίς να βγαίνει ούτε για μια βόλτα απ’ το σπίτι του. -Βαριά δουλειά η καλογερική». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που, ενώ είναι μαθημένος στην άνεση και στην καλοπέραση, υποχρεώνεται ξαφνικά να εργαστεί σκληρά και να ζει λιτά, χωρίς εξόδους και γλέντια, πράγμα που του προξενεί στενοχώρια, δυσφορία: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά δουλειά είναι η καλογερική»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βγάζω δουλειά, παράγω ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «όταν δουλεύω με όρεξη βγάζω δουλειά || είναι απ’ τους λίγους εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο που βγάζει δουλειά χωρίς να τον πιέζει κανένας»·
- βγάζω τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω: «μόλις βγάλεις τη δουλειά, είσαι ελεύθερος να φύγεις»·
- βγαίνει δουλειά, παράγεται ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, βγαίνει δουλειά, γιατί τους έχω όλους οργανωμένους μια χαρά»· βλ. και φρ. βγαίνει η δουλειά·
- βγαίνει (έτσι) δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- βγαίνει ή δε βγαίνει η δουλειά; βλ. συνηθέστ. γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά(;)·
- βγαίνει η δουλειά, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά·
- βγαίνει η δουλειά μου, βλ. συνηθέστ. γίνεται η δουλειά μου·
- βιρτουόζικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με μεγάλη  δεξιοτεχνία, φαντασία και μεράκι: «ο τάδε μηχανικός κάνει πάντα βιρτουόζικη δουλειά || ο τάδε ζωγράφος έκανε βιρτουόζικη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά, την επιβλέπω: «όσο θα λείπω, θέλω να βλέπεις τη δουλειά»·
- βλέπω τη δουλειά μου, είμαι προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε από όσα γίνονται ή διαδραματίζονται γύρω μου: «σεισμός να γίνεται, βομβαρδισμός να γίνεται, ό,τι και να γίνεται, εγώ βλέπω τη δουλειά μου»·
- βραχυκύκλωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση συνάντησε απρόσμενη δυσκολία, απρόσμενο εμπόδιο και σταμάτησε να εξελίσσεται προσωρινά ή και οριστικά: «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά βραχυκύκλωσε η δουλειά και μας έδεσε τα χέρια»·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βρήκε από κάποιον έτοιμη δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική: «αυτός είναι πολύ τυχερός, γιατί βρήκε στημένη δουλειά απ’ τον πατέρα του || κι εσύ, αν έβρισκες δουλειά στημένη, δε θα κουραζόσουν τόσο πολύ στη ζωή σου για να δημιουργήσεις αυτά που δημιούργησες»·
- βρήκε στρωμένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στρωμένη, ανέλαβε κάποια επιχείρηση, ιδίως εμπορική εν ενεργεία, που εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «είναι τυχερός, γιατί βρήκε στρωμένη δουλειά απ’ την οικογένειά του || όποιος βρίσκει δουλειά στρωμένη, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος, μπορεί κι εύκολα να την καταστρέψει»·
- βρόμα η δουλειά! αρχίζουν να διαφαίνονται σοβαρές δυσκολίες, σοβαροί κίνδυνοι σε μια δουλειά, υπόθεση ή κατάσταση με τον τρόπο που ατή διαμορφώνεται: «αν αρχίσουν, όπως λένε, την ένορκη διοικητική εξέταση για να εντοπίσουν αυτόν που έβαλε χέρι στο ταμείο της επιχείρησης, βρόμα η δουλειά! || λένε πως θα γίνει πάλι υποτίμηση της δραχμής. -Βρόμα η δουλειά!»· βλ. και φρ. είναι βρόμα η δουλειά ·
- βρομά η δουλειά, η δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, δεν είναι τίμια, δεν είναι νόμιμη, είναι παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί βλέπω πως βρωμά η δουλειά»·
- βρόμικη δουλειά ή βρόμικες δουλειές, α. εργασία που διεκπεραιώνεται σε βρόμικο, σε ανθυγιεινό περιβάλλον: «το να ’σαι υπάλληλος καθαριότητας του δήμου είναι βρόμικη δουλειά». β. δουλειά, συνήθως ευκαιριακή, που δεν είναι τίμια, που δεν είναι νόμιμη, που είναι παράνομη: «εμένα βγάλε με απ’ έξω, γιατί δε μπλέκομαι σε βρόμικες δουλειές». γ. (στη γλώσσα της αργκό) η δολοφονία: «ξέρει έναν χάλια μάγκα που αναλαμβάνει τις βρόμικες δουλειές της πιάτσας»·
- βρόμισε η δουλειά, α. δουλειά που, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται με αυτήν όλο και περισσότεροι, οπότε έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που βρόμισε η δουλειά, τώρα πήγε κι αυτός ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». β. δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, διέρρευσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά στον ανταγωνιστή μου, θα την παρατήσω και θ’ ασχοληθώ με άλλη». γ. δουλειά ή υπόθεση που, ενώ εξελισσόταν ομαλά, έπαψε να συμφέρουσα και επιτυχημένη: «απ’ τη στιγμή που βρόμισε η δουλειά που είχε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- βρόμισε τη δουλειά, δουλειά ή ενέργεια που, ενώ γινόταν στα κρυφά, με μυστικότητα, κάποιος την πρόδωσε, ιδίως σε αυτόν ή σε αυτούς, που δεν ήθελα ή που δεν έπρεπε να τη μάθουν: «δεν ξέρω ποιος βρόμισε τη δουλειά στον ανταγωνιστή μου!»·
- γαμημένη δουλειά, α. δουλειά ή υπόθεση που έχει ή που παρουσιάζει συνέχεια μεγάλες δυσκολίες: «μπλέχτηκα πριν από καιρό με μια γαμημένη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω ακόμα». β. δουλειά που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, είτε γιατί ασκείται από πολλούς είτε γιατί έχει εξαντλήσει ή δεν προσελκύει άλλο το ενδιαφέρον του καταναλωτικού κοινού: «μην ανοίξεις βιντεοκλάμπ, γιατί απ’ τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι ιδιωτικές τηλεοράσεις είναι γαμημένη δουλειά, αφού ο κόσμος δεν ξέρει πια ποιο πρόγραμμα να πρωτοδιαλέξει»·
- γαμήσι δουλειά, βλ. φρ. είναι γαμήσι η δουλειά·
- γίνεται δουλειά, παρατηρείται σοβαρή, μεθοδευμένη προσπάθεια σε κάποιο χώρο με καλά αποτελέσματα: «τα τελευταία χρόνια, γίνεται δουλειά στο χώρο του κλασικού αθλητισμού || αυτό που θέλω να μου πεις είναι αν γίνεται σήμερα δουλειά στα ελληνικά πανεπιστήμια»· βλ. και φρ. γίνεται η δουλειά·
- γίνεται (έτσι) δουλειά! σοβαρή αμφισβήτηση για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «τη μια ο ένας την κάνει κοπάνα, την άλλη ο άλλος παίρνει άδεια απ’ τη σημαία, άλλος δεν έρχεται καθόλου κι άλλος ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει, ε, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται έτσι δουλειά! || μ’ όλο αυτό το απεργιακό κύμα που σαρώνει τον τελευταίο καιρό τον τόπο μας, πες μου, σε παρακαλώ, γίνεται δουλειά!»·
- γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; κατηγορηματική ερώτηση που απαιτεί κατηγορηματική απάντηση, για το αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «θέλω να δεις καλά τα σχέδια και να μου πεις, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά; || θέλω να μ’ απαντήσεις ντόμπρα και σταράτα, γίνεται ή δε γίνεται η δουλειά να προωθήσεις την αίτηση που έκανα για τη δανειοδότησή μου;»·
- γίνεται η δουλειά, μπορεί να πραγματοποιηθεί ή να διεκπεραιωθεί μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ ό,τι βλέπω στα σχέδια, γίνεται η δουλειά || απ’ ότι ξέρω, γίνεται η δουλειά να βάλεις την αίτησή μου στο σωστό δρόμο»·
- γίνεται η δουλειά μου, η δουλειά μου, η εργασία μου, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά: «έχω τόσο ευσυνείδητο προσωπικό, που, όσο καιρό και να λείψω απ’ το εργοστάσιο, γίνεται η δουλειά μου»·
- γκαγκάν δουλειά ή δουλειά γκαγκάν, βλ. φρ. η δουλειά είναι γκαγκάν·
- γκαντέμιασε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, άρχισαν να παρουσιάζονται αλλεπάλληλες ατυχίες και κινδυνεύει να περιέλθει σε αδιέξοδο ή και να αποτύχει οριστικά: «εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά κι είπα ν’ ανασάνω λίγο, ξαφνικά γκαντέμιασε η δουλειά κι έχασα την ηρεμία μου»·
- γκαντέμικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει συνεχείς ατυχίες, συνεχείς δυσκολίες, και για το λόγο αυτό μας προξενεί ψυχική δυσφορία: «έμπλεξα με μια γκαντέμικη δουλειά, που μ’ έχει σπάσει τα νεύρα»·
- γκαραντί δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που έχει εξασφαλισμένη επιτυχία, που είναι οργανωμένη πάνω σε στέρεες, σε εγγυημένες βάσεις: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια γκαραντί δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εγγυημένη: «κάνει γκαραντί δουλειά αυτός ο μηχανικός»·
- γούρνιασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ προχωρούσε ομαλά, έπαψε πια να εξελίσσεται, περιήλθε σε στασιμότητα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά γούρνιασε η δουλειά κι έχω στα καλά καθούμενα σοβαρά προβλήματα». Από την εικόνα των τρεχούμενων νερών, που, όταν συγκεντρώνονται στη γούρνα, παραμένουν στάσιμα·
- γραφική δουλειά, βλ. συνηθέστ. δουλειά γραφείου·
- γρουσούζικη δουλειά, δουλειά ή υπόθεση που συναντάει συνέχεια ατυχίες, δυσκολίες, προβλήματα: «έμπλεξα με μια γρουσούζικη δουλειά και δεν ξέρω πότε θα ξεμπλέξω»·
- δε γίνεται έτσι δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση πως με το συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, δράσης ή νοοτροπίας που ακολουθείται, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόοδος ή εξέλιξη: «εδώ μέσα κάνει ο καθένας του κεφαλιού του κι ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, πως δε γίνεται έτσι δουλειά»·
- δε γίνεται έτσι η δουλειά, είναι λανθασμένος ο τρόπος που ακολουθείται για να εξελιχθεί ή να περατωθεί κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αν θέλεις να τελειώσεις αυτό που άρχισες, άλλαξε τακτική, γιατί δε γίνεται έτσι η δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, α. έχω συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «απ’ το πρωί δε σήκωσα κεφάλι απ’ τη δουλειά». β. έχω το μυαλό μου συνέχεια στη δουλειά, δουλεύω εντατικά: «όταν αποφασίσει να δουλέψει, δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, είμαι απόλυτα προσηλωμένος στη δουλειά μου, στην εργασία μου και δεν ασχολούμαι με τίποτε άλλο ή δε με ενδιαφέρει τίποτε άλλο: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός δε σηκώνει κεφάλι απ’ τη δουλειά του»·
- δε σταυρώνει σε δουλειά ή δε σταυρώνει σε μια δουλειά, αλλάζει συνεχώς θέση εργασίας, δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια θέση εργασίας: «είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος, γι’ αυτό δε σταυρώνει σε μια δουλειά»·
- δε σταυρώνω δουλειά, δεν μπορώ να βρω, να αναλάβω κάποια εργασία, ιδίως ως τεχνίτης: «όλοι παίρνουν ένα σωρό δουλειές κι εγώ δε σταυρώνω δουλειά!»·
- δε στεριώνει σε δουλειά ή δε στεριώνει σε μια δουλειά, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, να μείνει για πολύ καιρό σε μια θέση εργασίας: «είναι τόσο άτυχος άνθρωπος, που δε στεριώνει σε δουλειά || είναι τόσο νευρικός άνθρωπος, που δε στεριώνει σε μια δουλειά»·
- δε χαμπαρίζει από δουλειά, βλ. φρ. είναι άσχετος από δουλειά·
- δε χαμπαρίζει στη δουλειά, δε λογαριάζει, δεν υπολογίζει τίποτα όταν κάποιος ή κάτι απειλεί τη δουλειά του: «μπορεί να είσαι φίλος του, αλλά, αν κάνεις πως πας να τον ανταγωνιστείς, θα σε λιώσει, γιατί δε χαμπαρίζει στη δουλειά»·
- δεν έγινε έτσι η δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι έτσι η δουλειά·
- δεν είναι (η) δουλειά σου αυτό (αυτή) ή δεν είναι αυτό (αυτή) (η) δουλειά σου, να μη σε ενδιαφέρει, να μη σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα, γιατί υπάρχουν άλλοι που ενδιαφέρονται ή που ασχολούνται με αυτό, γιατί είναι έξω από τις αρμοδιότητές σου: «μη σε απασχολεί η μεταφορά των εμπορευμάτων, γιατί δεν είναι δουλειά σου αυτή»·
- δεν είναι για δουλειά, λέγεται για άνθρωπο τεμπέλη, που δεν έχει καμιά διάθεση να εργαστεί: «του έχω δώσει ένα σωρό ευκαιρίες, αλλά δεν είναι για δουλειά ο άνθρωπος»·
- δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά μου, α. αυτό για το οποίο γίνεται λόγος δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δική μου δουλειά να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που χωρίσαμε, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, δεν είναι δική μου δουλειά». Συνών. δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου / δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δεν είναι δουλειά αυτή! ή δεν είναι αυτή δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δεν είναι δουλειά αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι δουλειά αυτή να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια! || δεν είναι δουλειά αυτή, κάθε μεσημέρι την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- δεν είναι δουλειά αυτή ή δεν είναι αυτή δουλειά, κατηγορηματική διαπίστωση της ασυδοσίας ή νοοτροπίας που επικρατεί σε κάποιο εργασιακό ιδίως χώρο και, κατ’ επέκταση, κατηγορηματική δήλωση για την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους της επιχείρησης. Συνήθως, μια τέτοια επιχείρηση χαρακτηρίζεται καφενείο, από το ότι πηγαίνει και φεύγει ο καθένας ό,τι ώρα θέλει, μπουρδέλο ή κωλοχανείο, για να καταδείξει την έλλειψη σοβαρότητας ή κύρους, ή και σκορποχώρι, για να δώσει την εικόνα της διάλυσης: «απ’ τη μέρα που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας ό,τι ώρα θέλει έρχεται κι ό,τι ώρα θέλει φεύγει. Ε, λοιπόν, σε πληροφορώ, δεν είναι δουλειά αυτή, αυτή ’ναι καφενείο (μπουρδέλο, κωλοχανείο, σκορποχώρι)». Πρβλ. λ.: όταν μπαίνουν στην καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά είναι καφενείο (Λαϊκό τραγούδι)·
- δεν είναι δουλειά σου να..., α. δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει στην επαγγελματική, οικονομική ή κοινωνική θέση σου να...: «δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ διευθυντής ν’ ασχολείσαι με τέτοιες μικροϋποθέσεις || δεν είναι δουλειά σου, κοτζάμ γιατρός να συναναστρέφεσαι με τους παρακατιανούς». β. δεν υπάρχει λόγος να ...: «δεν είναι δουλειά σου να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό το άτομο». γ. δεν είναι της αρμοδιότητάς σου να ...: «δεν είναι δουλειά σου ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό το θέμα»·
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική, δεν έγινε, δε φτιάχτηκε σωστά, έχει ή παρουσιάζει προβλήματα: «δεν έγινε εντάξει η δουλειά, γιατί με την πρώτη βροχή πλημμυρίζουμε»·
- δεν είναι έτσι η δουλειά, η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν έγινε ή δεν εξελίχθηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο που αναφέρεται: «βέβαια, μπορείς να λες την άποψή σου, αλλά δεν είναι έτσι η δουλειά». Συνών. δεν είναι έτσι τα πράγματα·
- δεν είναι της δουλειάς, δε γνωρίζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης δουλειάς, είναι άσχετος με την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «μην τον λαμβάνεις υπόψη σου, γιατί δεν είναι της δουλειάς ο άνθρωπος και δεν μπορεί να βοηθήσει || μη δίνεις βάση στα λόγια του, γιατί δεν είναι της δουλειάς»·
- δεν είναι τούτη δουλειά! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δεν είναι τούτη δουλειά, βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, λέγεται για άτομο που ασχολείται επί πολύ καιρό με κάτι εντελώς αναποτελεσματικά: «τι έγινε με τον τάδε; Έστησε επιτέλους εκείνη την επιχείρηση που ονειρευόταν; -Δεν είχε  δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί για κλώσιμο, ασχολία δύσκολη και χρονοβόρα·
- δεν έχει καμιά δουλειά, το συγκεκριμένο άτομο ή η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που κουβεντιάζουμε: «μην μπερδεύεις και τον τάδε, γιατί δεν έχει καμιά δουλειά μ’ αυτή την υπόθεση || δεν έχει καμιά δουλειά η τιμιότητα όταν απειλείται το συμφέρον του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουνε μάθει να πονώ γι’ αυτό η καρδιά μου αντέχει, κι αν φύγεις ή μ’ απαρνηθείς, στη μάνα σου μην ορκιστείς, η μάνα στην αγάπη μας καμιά δουλειά δεν έχει
- δεν έχεις (καμιά) δουλειά εδώ, α. ο συγκεκριμένος χώρος δεν είναι η θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεσαι, δεν είναι ο χώρος, όπου μπορείς να ασκείς τις αρμοδιότητές σου: «ό,τι και να πεις, δε θα σ’ ακούσει κανένας, γιατί δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ». β. βρίσκεσαι σε περιβάλλον άσχετο με το επαγγελματικό, οικονομικό ή κοινωνικό σου επίπεδο: «δεν έχεις δουλειά εδώ, γιατί αυτό το κλαμπ είναι μόνο για τους βιομηχάνους»·
- δεν έχεις καμιά δουλειά να..., η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι στη δικαιοδοσία σου, στην αρμοδιότητά σου: «δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ασχολείσαι μ’ αυτή την υπόθεση, αφού ξέρεις πως την έχει αναλάβει άλλος»· βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά σου να(…)·
- δεν έχω δουλειά, είμαι άνεργος: «είναι πέντε μήνες τώρα που δεν έχω δουλειά»·
- δεν έχω καμιά δουλειά εγώ, α. είμαι τελείως αναρμόδιος: «δεν μπορώ να σας πω τη γνώμη μου, γιατί δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με το θέμα που συζητάτε». β. δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που συζητείται ή παρουσιάζεται, το αγνοώ τελείως: «δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τη ληστεία || δεν έχω καμιά δουλειά εγώ μ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δεν κάνεις καμιά δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά(!)·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! η υπόθεση ή η κατάσταση όπως έγινε ή όπως διαμορφώθηκε, δεν έχει προηγούμενο, δεν ξανάγινε ποτέ στο παρελθόν, είναι πρωτόγνωρη, δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπου νους: «έστειλε το γιο του στο νοσοκομείο απ’ το ξύλο, γιατί πήγε σινεμά χωρίς να τον ρωτήσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά! || τον έστειλε φυλακή, επειδή του χρωστούσε είκοσι χιλιάδες και δεν είχε να του τις δώσει. -Δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε ή το ε όχι·
- δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! α. έκφραση δυσφορίας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό ή ενοχλητικό και έχει την έννοια επιτέλους άφησέ με ήσυχο, μη με ενοχλείς, μη με σκοτίζεις περισσότερο. β. επιθετική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει απίθανα πράγματα ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «θέλω να μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου για ένα μήνα, γιατί το δικό μου το ’χω στο γκαράζ. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά! || αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάδες, θα σου δώσω σε μια βδομάδα πεντακόσιες. -Δεν πα(ς) να κάνεις καμιά δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε, το μωρέ ή το ρε και κλείνει με το λέω ’γω, ενώ είναι και φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Η δουλειά που υπονοούμε να πάει να κάνει αυτός που μας ενοχλεί, είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- δεν πιάνεται στη δουλειά, είναι πολύ εργατικός: «όταν αρχίσει να δουλεύει δεν πιάνεται στη δουλειά»·βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά·
- δεν πιάνεται στη δουλειά του, είναι ασύγκριτος σε αυτό που καταγίνεται: «δεν τον αλλάζω με τίποτε αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν πιάνεται στη δουλειά του»· βλ. και φρ. είναι άπιαστος στη δουλειά του·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν την καλοβλέπω τη δουλειά·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. φρ. δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά·
- δεν την καλοβλέπω τη δουλειά, α. θεωρώ πως κάτι είναι ύποπτο ή επικίνδυνο σε μια δουλειά: «απ’ τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». β. έχω την εντύπωση πως κάποια δουλειά είναι ύποπτη ή παράνομη: «εγώ δεν παίρνω μέρος, γιατί δεν την καλοβλέπω τη δουλειά». γ. έχω την εντύπωση πως μια δουλειά ή επιχείρηση δεν εξελίσσεται ομαλά, πως υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «αν δεν βρεις κάποιον χρηματοδότη, δεν την καλοβλέπω τη δουλειά»·
- δική σου δουλειά, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι προσωπικό σου ζήτημα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιον απ’ τους δυο προτείνεις να πάρω στο γραφείο μου; -Δική σου δουλειά || ποιο κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δική σου δουλειά». Συνών. δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου καπέλο / δικό σου πρόβλημα / δικός σου λογαριασμός·
- δουλειά για γέλια, α. που είναι πάρα πολύ εύκολη, που είναι πανεύκολη: «μου ανέθεσε να κάνω μια δουλειά που είναι για γέλια». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «λέγατε πως είναι καλός μπογιατζής, όμως μου ’κανε μια δουλειά για γέλια»·
- δουλειά για κλάματα, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι εντελώς πρόχειρη, κακόγουστη, κακότεχνη: «ήταν τόσο ανεύθυνος υδραυλικός, που μου ’κανε μια δουλειά για κλάματα»·
- δουλειά γραφείου, που διεκπεραιώνεται μέσα σε γραφείο και που συνήθως είναι γραφική: «δουλεύει σε μια εμπορική επιχείρηση και κάνει δουλειά γραφείου»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, α. λέγεται στην περίπτωση που από δική μας υπαιτιότητα δημιουργούμε προβλήματα σε μας τους ίδιους. β. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος μας υποχρεώνει να κάνουμε κάτι ανεπιθύμητο ή εντελώς ανώφελο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, απερίσκεπτα. Πρβλ.: αργία μήτηρ πάσης κακίας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. φρ. δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του , βλ. φρ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δε έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. συνηθέστ. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του·
- δουλειά είν’ αυτή! α. έντονη αμφισβήτηση για τη σοβαρότητα ή το κύρος κάποιας επιχείρησης: «απ’ τη μέρα που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο, παρατήρησα πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δουλειά είν’ αυτή!». β. υποτιμητική έκφραση για κάποια δουλειά που τη θεωρούμε ανάξια λόγου, ασήμαντη: «γιατί δε θέλεις να προσληφθείς σ’ αυτό το εργοστάσιο; -Δουλειά είν’ αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ. γ.έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που την επαναλαμβάνει συστηματικά: «δουλειά είν’ αυτή, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά! || δουλειά είν’ αυτή, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια! || δουλειά είν’ αυτή, να μη μ’ αφήνεις κάθε μεσημέρι να κοιμηθώ!». Πολλές φορές, πριν, και συνηθέστερα μετά τη φρ. ακούγεται και το όχι πες μου σε παρακαλώ·βλ. και φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο! η δουλειά, η εργασία ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, παρουσιάζει συνέχεια προβλήματα, δεν εξελίσσεται ομαλά, και για το λόγο αυτό πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση: «τη μια μου λείπουν οι πρώτες ύλες,, την άλλη δεν επαρκούν οι εργάτες, πλάκωσαν κι από πάνω οι απεργίες, δουλειά είν’ αυτή ή βάσανο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε μωρέ ή το ε όχι πες μου ή το ε πες μου ή το ε πες μου σε παρακαλώ·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. φρ. από δουλειά άλλο τίποτα·
- δουλειά κι αυτή! α. δουλειά ή απασχόληση, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που είναι ανιαρή, βαρετή: «η δουλειά του είναι να συνοδεύει κάθε πρωί απ’ το σπίτι στο σχολείο τα παιδιά του τάδε, κι όταν σχολνούν, να τα συνοδεύει πάλι μέχρι το σπίτι. -Δουλειά κι αυτή!». β. εργασία που παρουσιάζει ιδιαίτερες ή σπάνιες δυσκολίες και που δεν μπορεί ή δεν είναι διατεθειμένος να την κάνει ο καθένας: «η δουλειά του είναι να κατεβαίνει και να καθαρίζει τους βόθρους του δήμου. -Δουλειά κι αυτή!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το μωρέ και πιο σπάνια το ρε·
- δουλειά με το κομμάτι, εργασία που αμείβεται ανάλογα με τον αριθμό παραγωγής του προϊόντος το οποίο παραδίδεται από τον εργαζόμενο στον εργοδότη: «δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο που δίνουν δουλειά με το κομμάτι». Το είδος αυτό της δουλειάς έγινε γνωστό από τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας·
- δουλειά μια φορά! έκφραση θαυμασμού για επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «είδες τι σύγχρονο εργοστάσιο; -Δουλειά μια φορά! || βλέπεις με πόση τέχνη είναι καμωμένο αυτό το δαχτυλίδι; -Δουλειά μια φορά!»· βλ. και φρ. δουλειά κι αυτή(!)·
- δουλειά μπασκλάς ή μπασκλάς δουλειά, δουλειά εμπορική ή τεχνική ανάξια λόγου, τιποτένια, κατωτέρας ποιότητας: «για να μη λέει με τι ασχολείται, σκέψου τι δουλειά μπασκλάς θα έχει || δε ξαναπάω σε κείνον τον μηχανικό, γιατί μου ’κανε πολύ μπασκλάς δουλειά»·
- δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, έκφραση απελπισμένου άνεργου, που δεν ενδιαφέρεται για το είδος ή την ποιότητα της δουλειάς, αρκεί να δουλέψει: «θα μπορείς να κατεβαίνεις και να καθαρίζεις τους βόθρους; -Δουλειά να ’ναι κι ό,τι να ’ναι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά ρουτίνας, α. εργασία ή απασχόληση που επαναλαμβάνεται μονότονα, μηχανικά, δουλειά πληκτική, ανιαρή: «δεν μπορεί ν’ απασχοληθεί με δουλειά ρουτίνας, γιατί τον πιάνουν τα νεύρα». β. δουλειά που από άποψη διεκπεραίωσης ή συναλλαγής δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «σήμερα η μέρα πέρασε ξεκούραστα, γιατί είχαμε δουλειά ρουτίνας»·
- δουλειά σου! βλ. φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- δουλειά σου και δουλειά μου! έκφραση δυσαρέσκειας για την ανάμιξη κάποιου σε θέματα που δεν ανήκουν στην αρμοδιότητά του: «επιτέλους, πάψε να ενδιαφέρεσαι για το τι κάνω. Δουλειά σου και δουλειά μου!»·
- δουλειά στο γόνα, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά στο γόνατο, δουλειά, ιδίως τεχνική, χειροτεχνική ή πνευματική, που έγινε βιαστικά, πρόχειρα, η προχειροδουλειά: «πώς να μη σου βάλει τις φωνές, αφού κάνει μπαμ από μακριά πως είναι δουλειά στο γόνατο». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται πάνω στο γόνατο, υποδηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη· βλ. και φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. δουλειά στο γόνατο·
- δουλειά τέλος, κατηγορηματική έκφραση με την οποία αναγγέλλει κάποιος εργοδότης πως όλες οι κενές θέσεις εργασίας συμπληρώθηκαν, κι επομένως δεν υπάρχει λόγος να περιμένουν άλλο·
- δουλειά τζάμι ή τζάμι δουλειά, τεχνική ιδίως εργασία, που είναι καθαρή, παστρική και που εντυπωσιάζει με την τελειότητά της: «επειδή μου ’φερε δουλειά τζάμι, τον πλήρωσα κι εγώ κάτι παραπάνω»·
- δουλειά της νύχτας ή δουλειές της νύχτας, α. ύποπτη, παράνομη δραστηριότητα: «δεν τον έχουν και σε πολύ εκτίμηση μέσα στη γειτονιά, γιατί ξέρουν πως είναι μπλεγμένος με δουλειές της νύχτας». β. επίσης ως δουλειά της νύχτας αναφέρεται και η απασχόληση σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, μπαρ, παμπ, η απασχόληση κάποιου σε θέση νυχτοφύλακα, γενικά η μόνιμη απασχόληση κάποιου κατά τη διάρκεια της νύχτας. γ. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς υπευθυνότητα, που έγινε βιαστικά, όπως όπως (ενν. πως αυτός που την έκανε, δούλευε μέσα στο σκοτάδι και δεν έβλεπε: «σου το ’πα χίλιες φορές πως, αν μου ξαναφέρεις δουλειά της νύχτας, δε θα τη δεχτώ». Πρβλ.: της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά·
- δουλειά της πλάκας ή της πλάκας δουλειά, α. εργασία που είναι πολύ εύκολη: «μου ανέθεσε μια δουλειά και την τέλειωσα μέσα σε μισή ώρα, γιατί ήταν δουλειά της πλάκας». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση ανάξια λόγου, ασήμαντη, επειδή δεν παρουσιάζει κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, επειδή είναι ανοργάνωτη: «γιατί να ρίξω λεφτά σε μια δουλειά της πλάκας, αφού υπάρχουν άλλες που μπορώ να τα κονομήσω; || έχει μια δουλειά της πλάκας και μας παριστάνει το βιομήχανο». γ. (γενικά) πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη τεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει γρήγορα, μου ’φερε της πλάκας δουλειά»·
- δουλειά το λέμε τώρα! ή δουλειά το λένε τώρα! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας λέει ότι πρέπει να φύγει ή ότι δεν μπορεί να έρθει κάπου, γιατί έχει δουλειά. Το υπονοούμενο της φρ. είναι, ότι η δουλειά που προβάλλει ως δικαιολογία είναι ερωτική. Συνών. καφέ το λέμε τώρα(!)·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, ενέργειες που επιφέρουν διχόνοιες, έριδες, που είναι καταστροφικές: «αφήστε τις γκρίνιες και τα μαλώματα, γιατί αυτά είναι δουλειές του διαβόλου»·
- δουλειά του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, δουλειές που προγραμματίζονται ή που συμφωνούνται πάνω σε στιγμές ευφορίας ή ενθουσιασμού ή χάριν εντυπωσιασμού, που όμως δεν υπάρχει περίπτωση να πραγματοποιηθούν: «πώς να του ’χω εμπιστοσύνη, αφού είναι μόνο για δουλειές του καφενείου». Από την εικόνα των θαμώνων του καφενείου, που μιλούν με τις ώρες για χίλια δυο πράγματα και που τα ξεχνούν, από τη στιγμή που φεύγουν·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, δουλειά ή ενέργεια απερίσκεπτη, επιπόλαιη, βιαστική και χωρίς προγραμματισμό: «δεν προκόβει κανείς στη ζωή του με βιασύνη και με δουλειές του κεφαλιού»·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, α. δουλειά, επιχείρηση, ιδίως εμπορική, που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον και από άποψη σοβαρότητας και από άποψη κέρδους, που είναι εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «δεν μπλέκεται ποτέ με δουλειές του κώλου». β. γενικά πολύ πρόχειρη, πολύ κακόγουστη τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «πάνω στη βιασύνη του να προλάβει τις προθεσμίες, μας έφερε του κώλου δουλειά»·
- δουλειά του ποδαριού ή δουλειές του ποδαριού, δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μόνιμης έδρας ή καταστήματος. Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές: «πέρασε η εποχή που μπορούσε κανείς με δουλειές του ποδαριού να ζήσει οικογένεια»· βλ. και φρ. δουλειά στο πόδι ·
- δουλειές του σπιτιού, α. τα οικιακά: «αυτός έχει ένα εμπορικό και η γυναίκα του ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού». β. (γενικά) κάθε απασχόληση σχετική με το νοικοκυριό: «επειδή δουλεύουν και οι δυο, βοηθάει και ο άντρας στις δουλειές του σπιτιού, όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά του»·
- δουλεύω μια δουλειά, τη σχεδιάζω, βρίσκομαι στο στάδιο της έρευνας ή της επεξεργασίας της: «είναι καιρός τώρα που δουλεύω μια δουλειά, αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σας την ανακοινώσω»·
- δύσκολη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «βγαίνεις το πρωί μια χαρά απ’ το σπίτι σου και, μέχρι να πας στη στάση, έρχεται και σε κόβει ένα αυτοκίνητο. -Δύσκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το νομίζεις ·
- έγινε η δουλειά, επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «τι έγινε με την τάδε, την κατάφερες; -Έγινε η δουλειά»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, α. η υπόθεση ή η εμπορική επιχείρηση παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες από κακό υπολογισμό ή κακή διαχείριση, και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «απ’ τη στιγμή που άρχισαν ν’ ανακατεύονται στο εργοστάσιο όλοι οι συγγενείς, έγινε κώλος η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι κακόγουστη, κακότεχνη: «βιάστηκε ο μηχανικός να μου παραδώσει τα σχέδια κι έγινε κώλος η δουλειά»·
- έγινε λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαϊμού η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαϊμού, την ανέλαβε κάποιος με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, την ανέθεσαν σε κάποιον χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός, χατιρικά, γιατί είχε κάποιον γνωστό ή άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «πάψε να ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, γιατί έγινε μαϊμού η δουλειά απ’ τον τάδε || μην προσπαθήσεις να πάρεις καμιά κρατική ανάθεση, γιατί όλες οι δουλειές γίνονται μαϊμού»·
- έγινε μαμούκαλα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαμούκαλα, βλ. συνηθέστ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μαντάρα η δουλειά ή η δουλειά έγινε μαντάρα, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μουνί η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε μουνί καλλιγραφίας η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καλλιγραφίας, βλ. φρ. έγινε μουνί καπέλο η δουλειά·
- έγινε μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, α. η υπόθεση ή η εργασία παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες, είτε από κακό υπολογισμό είτε από κακή διαχείριση, και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «απ’ τη μέρα που άρχισαν να μπερδεύονται με το εργοστάσιο όλοι οι κληρονόμοι, έγινε μουνί καπέλο η δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη: «βιαζόταν να προλάβει τις προθεσμίες που είχε δώσει κι η δουλειά έγινε μουνί καπέλο»·
- έγινε μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή της αποτυχίας, χρεοκόπησε, απέτυχε οριστικά: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες έγινε μπάχαλο η δουλειά || λίγο έλειψα από τη θέση μου κι η δουλειά έγινε μπάχαλο!»·
- έγινε μπουρδέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπουρδέλο, βλ. φρ. έγινε μπάχαλο η δουλειά·
- έγινε μύλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε μύλος, η δουλειά, η επιχείρηση ή η υπόθεση παρουσιάζει τέτοιο μπέρδεμα, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «δεν υπήρχε κάποιος στην επιχείρηση να πάρει μια σωστή απόφαση κι έγινε μύλος η δουλειά || ο ένας ο  μάρτυρας έλεγε το μακρύ του, ο άλλος κατέθετε το κοντό του και στο τέλος η δουλειά έγινε μύλος»·
- έγινε νιανιά η δουλειά ή η δουλειά έγινε νιανιά, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας και δεν προσελκύει πια το ενδιαφέρον κανενός: «από καθαρά κακή διαχείριση έγινε νιανιά η δουλειά || έχουμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες, που καλύτερα να χωρίσουμε, γιατί η δουλειά έγινε νιανιά κι είναι κρίμα να ταλαιπωρούμαστε». Από την εικόνα της βρεφικής τροφής, που είναι λιωμένη, ή από το φαγητό, που κάποιος το ανακάτωσε τόσο πολύ, που το έκανε σαν πολτό και δεν τρώγεται·
- έγινε πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, απέτυχε, χρεοκόπησε: «απ’ τη μέρα που άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων, έγινε πετρέλαιο η δουλειά, γιατί δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο || δεν ενδιαφέρομαι περισσότερο, γιατί η δουλειά έγινε πετρέλαιο»·
- έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε κακόγουστη, κακότεχνη: «απ’ τη στιγμή που βιαζόσουν, έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά || τώρα που η δουλειά έγινε σαν τα μούτρα σου, παράτα την και ξεκίνα καμιά άλλη»·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. φρ. έγινε σαν τα μούτρα σου η δουλειά·
- έγινε σκατά η δουλειά ή η δουλειά έγινε σκατά, βλ. φρ. έγινε κώλος η δουλειά·
- έγινε σούπα η δουλειά ή η δουλειά έγινε σούπα, α. διαδόθηκε πάρα πολύ, επήλθε κορεσμός και δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί ασχολούνται με αυτή πάρα πολλοί: «τώρα που έγινε σούπα η δουλειά, τώρα του ’ρθε η φαεινή ν’ ανοίξει βιντεοκλάμπ». Από το ότι η σούπα είναι ένα πάρα πολύ διαδομένο φαγητό. β. η δουλειά ή η υπόθεση αποδιοργανώθηκε εντελώς και, κατ’ επέκταση, απέτυχε: «είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έγινε σούπα η δουλειά». Από το ότι η σούπα είναι ρευστή ως φαγητό·
- έγινε τουρλού η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρλού, η δουλειά ή η υπόθεση ανακατεύτηκε, μπερδεύτηκε τόσο πολύ, που παρουσιάζει σοβαρό κίνδυνο αποτυχίας: «χίλιοι δυο μπερδεύτηκαν, ο ένας με το μακρύ του κι ο άλλος με το κοντό του, ώσπου έγινε τουρλού η δουλειά». Από την εικόνα του ομώνυμου φαγητού, που αποτελείται από μικρά κομμάτια διάφορων λαχανικών·
- έγινε τουρσί η δουλειά ή η δουλειά έγινε τουρσί, βλ. φρ. έγινε τουρλού η δουλειά·
- εδώ γίνεται η δουλειά, βλ. φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ είναι δουλειά, επιθετική έκφραση σε άτομο που απασχολεί κάποιον υπάλληλο ή εργάτη στο χώρο της εργασίας του εν ώρα δουλειάς, να τον αφήσει απερίσπαστο στη δουλειά του: «αν έχετε να πείτε κάτι, να περιμένεις να τελειώσει τη βάρδια του και πάτε όπου θέλετε να μιλήσετε, γιατί εδώ είναι δουλειά». Πολλές φορές, ακολουθούν βρισιές όπως το, δεν είναι της μάνας σου το μουνί ή το δεν είναι της αδερφής σου ο κώλος ή το δεν είναι της γιαγιάς σου το καφεκούτι·
- εδώ είναι η δουλειά! ή εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. συνηθέστ. εδώ κολλάει η δουλειά(!)·
- εδώ είναι η δουλειά ή εδώ είναι όλη η δουλειά, σε αυτό ειδικά το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται η ουσία της δουλειάς, σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί από αυτό εξαρτάται και η επιτυχία του όλου εγχειρήματός μας: «πρέπει να βρεθεί η εγγύηση για να πάρουμε το έργο, γιατί εδώ είναι όλη η δουλειά»· βλ. και φρ. εδώ κολλάει η δουλειά·
- εδώ κολλάει η δουλειά! ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά! αυτό που μου λες δεν είναι σοβαρό εμπόδιο, ούτε είναι κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί, ώστε συνεχιστεί η δουλειά ή η υπόθεση: «απ’ τη μέρα που ήρθε ο νέος διευθυντής, καθυστερεί να υπογράψει την έγκριση του δανείου. -Σιγά το πράγμα, εδώ κολλάει η δουλειά!»·
- εδώ κολλάει η δουλειά ή εδώ κολλάει όλη η δουλειά, αυτό το συγκεκριμένο σημείο, αυτό το συγκεκριμένο άτομο, αυτός ο συγκεκριμένος λόγος είναι που εμποδίζει την εξέλιξη της υπόθεσης ή της εργασίας: «πρέπει να πείσουμε τον διευθυντή να εγκρίνει την επιχορήγηση, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά || πρέπει ν’ αλλάξεις μπουζί, γιατί εδώ κολλάει η δουλειά και δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητο»· βλ. και φρ. εδώ είναι η δουλειά·
- είμαι κάργα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά· 
- είμαι πηγμένος στη δουλειά, βλ. φρ. είμαι πνιγμένος στη δουλειά·
- είμαι πνιγμένος στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, έχω πάρα πολλές υποθέσεις να διεκπεραιώσω: «δε θα μπορέσω να ’ρθω μαζί σας στην εκδρομή, γιατί είμαι πνιγμένος στη δουλειά»·
- είμαι τίγκα από δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- είμαι φίσκα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «την περίοδο των γιορτών ήμουν φίσκα από δουλειά»·
- είμαι φορτωμένος από δουλειά ή είμαι φορτωμένος με δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, που πρέπει να την τελειώσω και να την παραδώσω, ή έχω να διεκπεραιώσω πολλή δουλειά, ιδίως γραφική: «χάθηκε απ’ την παρέα μας, γιατί είναι φορτωμένος από δουλειά και πρέπει να την παραδώσει || είμαι φορτωμένος με δουλειά και πρέπει να κάνω υπερωρίες στο γραφείο για να φύγει απ’ τα χέρια μου»·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε τη στιγμή που μας το αναφέρουν, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι πιο σοβαρό ή επείγον: «πρέπει να κάνεις οπωσδήποτε επέκταση του εργοστασίου σου. -Είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; Εδώ ψάχνω λεφτά για να πληρώσω το προσωπικό!»·
- είναι αετός στη δουλειά του, είναι ικανότατος, ιδίως στην τέχνη που ασκεί ως επάγγελμα: «δεν αλλάζω μηχανικό, γιατί σ’ αυτόν που πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου είναι αετός στη δουλειά του»·
- είναι άπιαστος στη δουλειά, είναι ασυναγώνιστος στην εργατικότητα: «όταν αρχίζει να δουλεύει, είναι άπιαστος στη δουλειά»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται στη δουλειά·
- είναι άπιαστος στη δουλειά του, είναι ασυναγώνιστος, ικανότατος σε μια δουλειά ή μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «είναι τόσο καλός μηχανικός, που είναι άπιαστος στη δουλειά του»·
- είναι άσος στη δουλειά του, είναι άριστος σε μια τέχνη που την ασκεί ως επάγγελμα: «βρήκα έναν ηλεκτρολόγο, που είναι άσος στη δουλειά του»· 
- είναι άσχετος από δουλειά, δεν έχει καλή σχέση με την εργασία, είναι τεμπέλης: «βρήκε έτοιμη περιουσία απ’ τον πατέρα του, γι’ αυτό είναι άσχετος από δουλειά»·
- είναι άσχετος με τη δουλειά, α. δεν έχει καμιά πείρα με τη συγκεκριμένη δουλειά που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε τη γνώμη του, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά». β. δεν έχει καμιά ανάμειξη με την υπόθεση, ιδίως παράνομη, που έγινε ή που κουβεντιάζουμε: «δεν υπάρχει λόγος να τον κατηγορούμε άδικα, γιατί είναι άσχετος με τη δουλειά»·
- είναι βλαστήμια η δουλειά ή η δουλειά είναι βλαστήμια, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι πάρα πολύ δύσκολη, πάρα πολύ κουραστική (που, όταν δηλ. την κάνει αυτός που την έχει αναλάβει, βλαστημάει συνέχεια από τις δυσκολίες που παρουσιάζει ή από την κούραση που υφίσταται): «τη θεώρησα εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία της ανακάλυψα πως είναι βλαστήμια η δουλειά»·
- είναι βρόμα η δουλειά ή η δουλειά είναι βρόμα, δεν είναι τίμια, είναι παράνομη, και ως εκ τούτου επιφέρει ποινικές κυρώσεις: «εγώ δεν παίρνω μέρος γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η δουλειά είναι βρόμα»·
- είναι γαμήσι η δουλειά ή η δουλειά είναι γαμήσι, η εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, είναι μπερδεμένη και δύσκολη, με πολλά και συνεχιζόμενα: «όταν την ανέλαβα, είχα την εντύπωση πως ήταν εύκολη, αλλά στην πορεία αποδείχθηκε πως είναι γαμήσι η δουλειά»·
- είναι για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, δεν είναι αποδεκτή, είναι απαράδεκτη: «ήταν μέσα στην προθεσμία που συμφωνήσαμε, αλλά είναι για πέταμα η δουλειά που μου έφερε»·
- είναι για τα σκουπίδια η δουλειά ή η δουλειά είναι για τα σκουπίδια, βλ. φρ. είναι για πέταμα η δουλειά·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά του: «όχι μόνο είναι πολύ εργατικό παιδί, αλλά είναι και διάβολος στη δουλειά του»·
- είναι δική μου δουλειά, α. είναι της αρμοδιότητάς μου, είναι μέσα στα καθήκοντά μου: «ο έλεγχος της κάθε βάρδιας είναι δική μου δουλειά». β. είναι προσωπική μου υπόθεση: «είναι δική μου δουλειά πώς θα ενεργήσω για να βγω απ’ την κρίση». (Τραγούδι: και δουλειά δικιά μου και πολύ μαγκιά μου κι ας με τρώει χρόνια αυτός ο φόβος. Στου σκοινιού τη μέση κι όλοι λεν, θα πέσει μα ποτέ δεν πέφτει αυτός, ο Γιώργος).Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ., ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά·
- είναι δουλειά αυτή! βλ. φρ. δουλειά είναι αυτή(!)·
- είναι δουλειά (του τάδε), α. η πράξη για την οποία γίνεται λόγος, και που είναι κακή, επιβλαβής ή παράνομη, έγινε από τον τάδε: «η πρόκληση της πυρκαγιάς είναι δουλειά των εμπρηστών || η ληστεία είναι σίγουρα δουλειά του τάδε». β. η επιχείρηση για την οποία γίνεται λόγος, ανήκει στον τάδε: «όλο αυτό το συγκρότημα που βλέπεις, είναι δουλειά του τάδε». γ. είναι υποχρέωση ή καθήκον του τάδε: «οι παραγγελίες του εργοστασίου είναι δουλειά του τάδε»·
- είναι εξπέρ στη δουλειά του, είναι πολύ ειδικός, ιδίως στην τέχνη που εξασκεί ή στο επάγγελμά του: «στα υδραυλικά ο τάδε είναι εξπέρ στη δουλειά του || όσον αφορά στα μηχανολογικά, είναι εξπέρ στη δουλειά του»·
- είναι η καλύτερη δουλειά, έκφραση επιδοκιμασίας γι’ αυτό με το οποίο ασχολείται κάποιος και που τον συμφέρει ή του αρέσει: «να εισπράττεις κάθε μήνα τα νοίκια, είναι η καλύτερη δουλειά || να πηγαίνεις το πρωί να πίνεις τον καφέ σου σ’ ένα απ’ τα μπαράκια της παραλίας, είναι η καλύτερη δουλειά». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά)· 
- είναι καζίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι καζίκι, βλ. φρ. είναι μανίκι η δουλειά·
- είναι κάλμα η δουλειά ή είναι κάλμα οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι καλμαρισμένη η δουλειά ή είναι καλμαρισμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι λαμόγια η δουλειά ή η δουλειά είναι λαμόγια, είναι ύποπτη, παράνομη: «πρόσεχε να μην μπλέξεις, γιατί είναι λαμόγια η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι λαμόγια, διέλυσε το συνεταιρισμό»·
- είναι λεοντάρι στη δουλειά, δουλεύει σκληρά και ακούραστα. (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ εργάτης τιμημένος , όπως όλ’ η εργατιά, και τεχνίτης ξακουσμένος, λεοντάρι στη δουλειά
- είναι λούκι η δουλειά ή η δουλειά είναι λούκι, η δουλειά ή η υπόθεση είναι τόσο δύσκολη, που, αν μπλέξει κανείς, δε θα μπορέσει να ξεμπλέξει εύκολα: «μην πάρεις μέρος, γιατί είναι λούκι η δουλειά»·
- είναι μανίκι η δουλειά ή η δουλειά είναι μανίκι, είναι πολύ δύσκολη, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «νόμιζα πως ήταν εύκολη, όταν την ανέλαβα, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι μανίκι»·
- είναι οικογενειακή μας δουλειά, η υπόθεση ή η διένεξη είναι αποκλειστικά θέμα της οικογένειάς μας: «δε θέλω να μπερδεύεσαι, γιατί αυτό που μας απασχολεί είναι οικογενειακή μας δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καθαρά· βλ. και φρ. οικογενειακή δουλειά·
- είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι (παιχνίδι), η δουλειά ή η υπόθεση γίνεται με μεγάλη ευκολία, είναι πανεύκολη: «θα σου την τελειώσω πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σου υποσχέθηκα, γιατί είναι παιχνιδάκι η δουλειά || μόλις κατάλαβε πως η δουλειά είναι παιχνιδάκι, έκανε πώς και πώς για να την αναλάβει»·
- είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, α. αυτό που αναφέρεται ή προτείνεται είναι εντελώς ψέμα: «μην πιστεύεις πως θα σε βοηθήσει, γιατί είναι παραμύθι η δουλειά». β. η ενέργεια που γίνεται, έχει ως κύριο σκοπό την παραπλάνηση ή την εξαπάτηση κάποιου ή κάποιων: «μου ζητούσε να συνεταιριστούμε για να κάνουμε εισαγωγές, αλλά κατάλαβα πως όλη η δουλειά είναι παραμύθι και πως το μόνο που ήθελε ήταν να μου φάει τα λεφτά»·
- είναι πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, παρατηρείται ανυπαρξία εμπορικών συναλλαγών, υπάρχει πλήρης στασιμότητα στην αγορά, δε γίνεται καθόλου αλισβερίσι: «απ’ τη στιγμή που η μια απεργία διαδέχεται την άλλη, πώς να μην είναι πεθαμένες οι δουλειές!»·
- είναι πεθαμός η δουλειά ή η δουλειά είναι πεθαμός, είναι πολύ κουραστική, είναι εξαντλητική: «μόνο όποιος έχει δουλέψει στις οικοδομές, ξέρει πως είναι πεθαμός η δουλειά»·
- είναι πεσμένη η δουλειά ή είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι σπασμένη η δουλειά·
- είναι σατανάς στη δουλειά του, βλ. φρ. είναι διάβολος στη δουλειά του·
- είναι σιγουρεμένη η δουλειά ή η δουλειά είναι σιγουρεμένη, α. η δουλειά ή η υπόθεση έχει εξασφαλισμένη επιτυχία: «είναι σιγουρεμένη η δουλειά, γι’ αυτό θα την αναλάβω || απ’ τη στιγμή που ανέλαβε ο τάδε δικηγόρος, είναι σιγουρεμένη η δουλειά». β. είναι σίγουρο ότι θα μας ανατεθεί: «δεν έχω καμιά ανησυχία, γιατί είναι σιγουρεμένη η δουλειά»·
- είναι σίγουρη δουλειά ή η δουλειά είναι σίγουρη, είναι δουλειά που δεν υπάρχει περίπτωση να αποτύχει και που θα αποδώσει οπωσδήποτε κέρδη: «ρίξε όσα λεφτά θέλεις σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σίγουρη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως είναι σίγουρη η δουλειά, δε δίστασε να βάλει τα λεφτά του»·
- είναι σκοτωμένη η δουλειά ή είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. φρ. είναι πεθαμένη η δουλειά·
- είναι σκυλί στη δουλειά,, δουλεύει ακούραστα: «ό,τι δουλειά και να του δώσεις δε λέει ποτέ όχι, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά || δεν τον είδα ποτέ να κουράζεται, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά»·
- είναι σκυλί στη δουλειά του, προσέχει πάρα πολύ τη δουλειά του, είναι πολύ αυστηρός σε θέματα που έχουν σχέση με η δουλειά του: «όταν έχει δουλειά, δε θέλει να τον ενοχλούν, γιατί είναι σκυλί στη δουλειά του». Από την εικόνα του σκυλιού-φύλακα·
- είναι σπασμένη η δουλειά ή είναι σπασμένες οι δουλειές, δεν παρουσιάζει ικανοποιητική εισπρακτική κίνηση, δε γίνονται πολλές συναλλαγές, αρκετό αλισβερίσι: «κάθε καλοκαίρι είναι σπασμένη η δουλειά || όταν είναι σπασμένες οι δουλειές, βρίσκει την ευκαιρία να κάνει κανένα ταξιδάκι»·
- είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του, είναι πολύ εξειδικευμένος στη δουλειά που κάνει, και για το λόγο αυτό φέρνει πάντα το σωστό αποτέλεσμα: «το αυτοκίνητό μου το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του || αν θέλεις να βγάλεις το διαζύγιό σου με τις μικρότερες απώλειες, να προτιμήσεις τον τάδε δικηγόρο, γιατί είναι σπεσιαλίστας στη δουλειά του»·
- είναι στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, η δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, είναι σίγουρη, σταθερή: «μια θέση στο δημόσιο είναι στάνταρ δουλειά»·
- είναι στάνταρ η δουλειά ή η δουλειά είναι στάνταρ, είναι δουλειά που δεν έχει φόβο αποτυχίας, που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «πρέπει να πάρεις κι εσύ μέρος στο συνεταιρισμό που σου πρότειναν, γιατί είναι στάνταρ η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι στάνταρ, δεν την αφήνει με τίποτα να του ξεφύγει»· βλ. και φρ. είναι στάνταρ δουλειά·
- είναι στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία: «θα ρίξουμε λίγα λεφτουδάκια και θα πάρουμε πόντους, γιατί είναι στημένη δουλειά || μόνο αν είναι δουλειά στημένη, ενδιαφέρεται να πάρει κάποια μετοχή»· βλ. και φρ. είναι στημένη η δουλειά·
- είναι στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, είναι προσχεδιασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εκτεθεί, να αποτύχει ή να πάθει κακό κάποιος: «μην πάρεις μετοχές της τάδε εταιρείας, γιατί είναι στημένη η δουλειά και θα χάσεις τα λεφτά σου || μόλις κατάλαβε πως ήταν η δουλειά στημένη, τα μάζεψε και την κοπάνησε»· βλ. και φρ. είναι στημένη δουλειά·
- είναι στρωμένη δουλειά ή είναι δουλειά στρωμένη, η δουλειά, ιδίως εμπορική ή τεχνική, είναι εν λειτουργία και εξελίσσεται ομαλά και από άποψη λειτουργίας και από άποψη κέρδους: «θα πάρω μερικές μετοχές, γιατί είναι στρωμένη δουλειά και δεν έχω να φοβάμαι τίποτα || απ’ τη στιγμή που είναι δουλειά στρωμένη, σου συνιστώ ανεπιφύλακτα να πάρεις κι εσύ μερικές μετοχές»·    
- είναι τζόγος η δουλειά ή η δουλειά είναι τζόγος, δουλειά ή υπόθεση που η επιτυχία της εξαρτάται από την τύχη: «εγώ δε θα πάρω μέρος σ’ αυτό το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως είναι τζόγος η δουλειά || όταν καταλάβει πως η δουλειά είναι τζόγος, τα μαζεύει και φεύγει»·
- είναι της δουλειάς, α. συμμετέχει στη δουλειά που πραγματοποιείται ή συζητείται, συνήθως ύποπτη ή παράνομη ή ανήκει στον ίδιο παράνομο κύκλο: «μίλα ελεύθερα μπροστά του, γιατί ο τύπος είναι της δουλειάς». β. είναι γνώστης ή κατέχει τη δουλειά ή την τέχνη που συζητείται: «αν θέλεις, να ρωτήσουμε και τον τάδε που είναι της δουλειάς»·
- είναι της δουλειάς μου, ανήκει στη δούλεψή μου, στην επιχείρησή μου, στο εργατικό ή υπαλληλικό μου προσωπικό: «όποιος είναι της δουλειάς μου, μπορεί να περάσει χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις»·
- είναι τρέλα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «είναι τρέλα δουλειά αυτή που μου ’κανε ο μηχανικός που μου σύστησες»· βλ. και φρ. είναι τρέλα η δουλειά·
- είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, α. εγχείρημα παράτολμο, επικίνδυνο: «μην επιχειρήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, γιατί είναι τρέλα η δουλειά». β. επικρατεί μεγάλη φασαρία, ιδίως από αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο σούπερ μάρκετ που δουλεύω η δουλειά είναι τρέλα»· βλ. και φρ. είναι τρέλα δουλειά·
- είναι τσακάλι στη δουλειά, δουλεύει ακούραστα: «αυτός ο άνθρωπος δε θα πεινάσει ποτέ, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά»·
- είναι τσακάλι στη δουλειά του, είναι ικανότατος στη δουλειά που κάνει: «σε μηχανολογικά θέματα δεν μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί είναι τσακάλι στη δουλειά του»·  
- είναι τσιβί η δουλειά ή η δουλειά είναι τσιβί, βλ. φρ. είναι καζίκι η δουλειά·
- είναι τυφλοσούρτης η δουλειά ή η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, εργασία, ιδίως τεχνική, που γίνεται μηχανικά και χωρίς κόπο: «τελείωσα στο άψε σβήσε αυτό που μου ανέθεσε να κάνω, γιατί η δουλειά ήταν τυφλοσούρτης || όταν η δουλειά είναι τυφλοσούρτης, τελειώνει στο τάκα τάκα»·
- είναι ψώνιο δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολλή τέχνη και πολύ μεράκι και που ικανοποιεί απόλυτα: «στην τάδε γκαλερί παρουσιάζει τα τελευταία του έργα, που είναι ψώνιο δουλειά»·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- είναι ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έκανα κώλο τη δουλειά, α. η δουλειά από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει: «ακολούθησα τις συμβουλές του τάδε κι έκανα κώλο τη δουλειά». β. έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα  κώλο τη δουλειά»·
- έκανα λάσπη τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαϊμού τη δουλειά, την ανέλαβα με μυστικές ή μη διαφανείς διαδικασίες, μου την ανέθεσαν, χωρίς να προηγηθεί δημόσιος διαγωνισμός ή χατιρικά, γιατί είχα κάποιον γνωστό ή κάποια άλλη πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων: «είχα ένα γνωστό βουλευτή κι έκανα μαϊμού τη δουλειά»·
- έκανα μαμούκαλα τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μαντάρα τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καλλιγραφίας τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά·
- έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά, α. από κακό υπολογισμό ή από κακή διαχείρισή μου, παρουσιάζει πολύ σοβαρές δυσκολίες και υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει εντελώς: «κάποια στιγμή το ’ριξα στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά». β. έκανα πολύ κακότεχνη, πολύ κακόγουστη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιαζόμουν να τελειώσω τα σχέδια της οικοδομής κι έκανα μουνί καπέλο τη δουλειά»·
- έκανα μουνί τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα μπάχαλο τη δουλειά, αποδιοργάνωσα τελείως μια δουλειά ή μια υπόθεση, την μπέρδεψα τόσο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να αποτύχει, ή τη χρεοκόπησα: «είχα το μυαλό μου όλο στα γλέντια κι έκανα μπάχαλο τη δουλειά»·
- έκανα μπουρδέλο τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα μπάχαλο τη δουλειά·
- έκανα μύλο τη δουλειά, αναστάτωσα, μπέρδεψα μια δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί πια κανείς να βρει άκρη: «τον τελευταίο καιρό είχα συνέχεια το νου μου στα γλέντια και τις διασκεδάσεις κι έκανα μύλο τη δουλειά || θέλησα να μεσολαβήσω για να συμβιβαστούν, αλλά από κακό χειρισμό έκανα μύλο τη δουλειά και τώρα βρίσκονται στα δικαστήρια»·
- έκανα νιανιά τη δουλειά, την έφερα σε τέτοια κατάσταση, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον, που να είναι πια άχρηστη, αποτυχημένη: «θέλησα να χρησιμοποιήσω νέες μεθόδους κι έκανα νιανιά τη δουλειά»·
- έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά, έκανα κακόγουστη, κακότεχνη δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική: «βιάστηκα να παραδώσω τα σχέδια στον πελάτη μου κι έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά»·
- έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. έκανα σαν τα μούτρα μου τη δουλειά·
- έκανα σκατά τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα κώλο τη δουλειά·
- έκανα σούπα τη δουλειά, την αποδιοργάνωσα τόσο, που δεν παρουσιάζει πια κανένα ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, τη χάλασα, την κατέστρεψα: «θέλησα να εφαρμόσω νέες μέθοδες στην επιχείρηση κι έκανα σούπα τη δουλειά·
- έκανα τουρλού τη δουλειά, μπέρδεψα τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση, που κινδυνεύει ν’ αποτύχει: «δεν ξαναπιάστηκα με παρόμοια κατασκευή κι έκανα τουρλού τη δουλειά || δεν ήμουν γνώστης της υπόθεσης κι έκανα τουρλού τη δουλειά»·
- έκανα τουρσί τη δουλειά, βλ. φρ. έκανα τουρλού τη δουλειά·
- έκατσε η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. φρ. κάθισε η δουλειά·
- έκλεισαν οι δουλειές ή έκλεισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η εμπορική κίνηση, για κάποιο λόγο παρουσιάζει κάμψη ή πλήρη στασιμότητα: «τον τελευταίο καιρό, με τις αλλεπάλληλες απεργίες που γίνονται, έκλεισαν οι δουλειές»·
- έκλεισε η δουλειά, α. συμφωνήθηκε: «μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις έκλεισε η δουλειά». β. χρεοκόπησε ή για διάφορους λόγους έπαψε να υπάρχει: «πράγματι, υπήρχε στη γωνιά ένα εμπορικό, αλλά είναι μήνες τώρα που έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή || όντως, υπήρχε ένα ψιλικατζίδικο απέναντι απ’ το περίπτερο, αλλά έκλεισε η δουλειά, γιατί αυτός που την είχε, βγήκε στη σύνταξη»·
- έκοψαν οι δουλειές ή έκοψε η δουλειά, βλ. φρ. έσπασαν οι δουλειές·
- έμεινε πίσω η δουλειά ή η δουλειά έμεινε πίσω, α. η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, για διάφορους λόγους καθυστέρησε να προχωρήσει με ικανοποιητικό ρυθμό: «έκαναν απεργία οι εργάτες του κι έμεινε πίσω η δουλειά || καθυστέρησαν να του στείλουν τα υλικά που παράγγειλε κι έμεινε πίσω η δουλειά». β. για διάφορους λόγους η υπόθεση καθυστέρησε να διεκπεραιωθεί: «έλειπε ο διευθυντής, που ήταν να υπογράψει την έγκριση του δανείου μου, κι έμεινε πίσω η δουλειά»·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ μπορούμε να επιδιορθώσουμε ή να επισκευάσουμε κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και να ξεγνοιάσουμε μια και καλή από αυτό, εντούτοις, το αφήνουμε και μας ταλαιπωρεί, χωρίς να επεμβαίνουμε: «είχα μήνες το καζανάκι στο μπάνιο με διαρροή και μας εκνεύριζε με το θόρυβο που έκανε, ώσπου φώναξα έναν υδραυλικό και μέσα σε δυο τρία λεπτά το επιδιόρθωσε κι ησύχασα. -Ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά»· 
- εξωτερικές δουλειές ή εξωτερική δουλειά, απασχόληση εκτός του χώρου της επιχείρησης, ιδίως εκτός του χώρου κάποιου γραφείου: «έχω προσλάβει στο γραφείο κι έναν νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές»·
- έπαθα μια δουλειά που ήταν όλη δική μου, μου συνέβη κάτι πολύ επιζήμιο·
- έπεσαν οι δουλειές ή έπεσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έσπασαν οι δουλειές·
- έπεσε δουλειά, παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «το καλοκαίρι με τους τουρίστες έπεσε δουλειά»·
- έπεσε δουλειά με το τσουβάλι, παρατηρείται πολύ έντονη και συνεχής εμπορική κίνηση ή άλλη εμπορική συναλλαγή, γίνεται πολύ ικανοποιητικό αλισβερίσι: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έπεσε δουλειά με το τσουβάλι»·
- έπεσε έξω η δουλειά ή η δουλειά έπεσε έξω, χρεοκόπησε είτε από έλλειψη συναλλαγών είτε από κακή οργάνωση είτε από κακό χειρισμό: «έπεσε έξω η δουλειά, γιατί, μόλις την ξεκίνησε, άρχισαν οι απεργίες και οι καταλήψεις των δρόμων || η δουλειά έπεσε έξω, γιατί ο καθένας απ’ τους συνεταίρους, έκανε του κεφαλιού του!»·
- έσπασαν οι δουλειές ή έσπασε η δουλειά, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «τον τελευταίο καιρό, με όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει, έσπασε η δουλειά»·
- έτσι την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. φρ. έτσι την έκοψα τη δουλειά·
- έτσι την έκοψα τη δουλειά ή έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, έτσι υπολογίζω, υποθέτω πως πρέπει να είναι η υπόθεση ή η κατάσταση για την οποία γίνεται λόγος: «πολλά μαλώματα, πολλές γκρίνιες, να δεις πως θα πάνε για χωρισμό, γιατί έτσι την έχω κόψει τη δουλειά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ ή το εγώ πάντως·
- ευκαιριακή δουλειά, απασχόληση ή δουλειά που δεν είναι μόνιμη, συστηματική, αλλά που γίνεται, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία: «του ’τυχε μια ευκαιριακή δουλειά και τρέχει να την τελειώσει»·
- εύκολη δουλειά είναι! λέγεται με ειρωνική διάθεση και δηλώνει ότι η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, δεν είναι καθόλου εύκολη: «για να συνεχιστεί η δουλειά, χρειάζονται επειγόντως δέκα εκατομμύρια. -Εύκολη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ και άλλοτε η φρ. κλείνει με το νομίζεις, ενώ υπάρχουν και φορές που της φρ. προτάσσεται το εμ και κλείνει ταυτόχρονα με το νομίζεις·
- έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δε βρίσκεται πια υπό τον έλεγχό μου, δε βρίσκεται πια στη δικαιοδοσία μου: «πρέπει ν’ αποταθείτε στο τάδε γραφείο, γιατί έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά»·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, α. εξακολουθεί να μη διαθέτει ελεύθερο χρόνο, εξακολουθεί να είναι απασχολημένος: «δε θα ’ρθει μαζί μας, γιατί έχει ακόμα δουλειά». β. (ιδίως για τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο) βλ. φρ. θέλει ακόμα δουλειά·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. συνηθέστ. έχει δουλειές με φούντες·
- έχει δουλειές με φούντες, α. έχει συνεχή, ασταμάτητη δουλειά: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στην καρδιά της αγοράς κι έχει δουλειές με φούντες». β. (ειρωνικά) δημιούργησε διάφορες ενοχλητικές υποθέσεις ή καταστάσεις με κακές συνέπειες σε βάρος του: «τον έμπλεξε ένας απατεώνας σε μια βρομοδουλειά κι έχει τώρα δουλειές με φούντες, γιατί κάθε τόσο τον καλούν στην αστυνομία». γ. έχει διάφορες πιεστικές υποθέσεις, που πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν: «παντρεύει σε δυο μήνες την κόρη του κι έχει δουλειές με φούντες για να προλάβει να στήσει το σπιτικό της»·
- έχει καλή δουλειά, έχει δουλειά που αποδίδει, που αφήνει κέρδος: «ζει άνετα με την οικογένειά του, γιατί έχει καλή δουλειά»·
- έχει κόζι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας, έχει προϋποθέσεις που, αν τις εκμεταλλευτούμε σωστά, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας: «εγώ θα πάρω μέρος, γιατί βλέπω πως έχει κόζι η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, μπορεί για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα να αποφέρει κέρδη: «χαζός είμαι να την κλείσω, αφού έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά»·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, πρέπει να περάσει ακόμα καιρός για να περατωθεί ή για να δώσει καρπούς: «μη σκέφτεσαι από τώρα κέρδη, γιατί έχει μέλλον ακόμα η δουλειά»·
- έχει μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, μπορεί να μην αποδίδει αρκετά τώρα, που βρίσκεται ακόμη στο αρχικό της στάδιο, αλλά μελλοντικά προβλέπεται να είναι πολύ κερδοφόρα: «θα στείλω το γιο μου να μάθει κομπιούτερ, γιατί έχει μέλλον η δουλειά || μόλις καταλάβει πως η δουλειά έχει μέλλον, δε διστάζει να ρίξει ένα ποσό, γιατί έχει την υπομονή να περιμένει»·
- έχει ρίσκο η δουλειά ή η δουλειά έχει ρίσκο, δεν είναι βέβαιη η επιτυχία της, μπορεί να πετύχει, αλλά μπορεί και να αποτύχει: «σε προειδοποιώ πως έχει ρίσκο η δουλειά που σκέφτεσαι να κάνεις και να μη λες ύστερα πως δε σε προειδοποίησα || παρόλο που η συγκεκριμένη δουλειά έχει ρίσκο, αποφάσισε να την κάνει»·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά ή έχει δουλειά σιγουρεμένη, έχει σταθερή θέση εργασίας ή σταθερή πελατεία: «κατάφερε ο πατέρας του και τον έβαλε στο δημόσιο κι έτσι έχει σιγουρεμένη δουλειά || βρήκε έτοιμο μαγαζί απ’ τον πατέρα του κι έχει δουλειά σιγουρεμένη»·
- έχει σίγουρη δουλειά ή έχει δουλειά σίγουρη, έχει μόνιμη θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο, έχει σίγουρη δουλειά»·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά ή η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει μια σταθερή κίνηση, γιατί άλλοτε παρατηρείται πολλή δουλειά, άλλοτε λίγη και άλλοτε καθόλου: «δεν ξέρει πόσο προσωπικό να κρατήσει, γιατί έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά». β. η δουλειά, ιδίως εμπορική, έχει επιτυχίες και αποτυχίες, παρουσιάζει κέρδη και ζημίες: «όταν η δουλειά έχει σκαμπανεβάσματα, πρέπει να ’χεις πάντα ένα χρηματικό απόθεμα για κάποια δύσκολη στιγμή»· βλ. και φρ. σκαμπανεβάζει η δουλειά·
- έχει σταθερή δουλειά ή έχει δουλειά σταθερή, έχει μόνιμη θέση εργασίας και δεν υπάρχει φόβος να απολυθεί ή έχει συνεχή δουλειά, συνεχή πελατεία, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να τη χάσει: «ο κάθε δημόσιος υπάλληλος έχει σταθερή δουλειά και δε φοβάται τι θα ξημερώσει αύριο || έστησε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι έχει δουλειά σταθερή»·
- έχει στάνταρ δουλειά ή έχει δουλειά στάνταρ, α. έχει σίγουρη, σταθερή θέση εργασίας: «απ’ τη στιγμή που είναι στο δημόσιο έχει στάνταρ δουλειά». β. έχει σταθερή δουλειά από άποψη πελατείας: «κάθε μήνα κόβει καλά λεφτά, γιατί έχει δουλειά στάνταρ»·
- έχει στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που βρίσκεται από καιρό εν ενεργεία: «είναι χαρούμενος, γιατί η κόρη του βρήκε ένα καλό παιδί, που έχει και στημένη δουλειά || απ’ τη στιγμή που έχει δουλειά στημένη, μπορεί ν’ αρχίσει να σκέφτεται και το γάμο»·
- έχει στρωμένη δουλειά ή έχει δουλειά στρωμένη, έχει κάποια εμπορική ή τεχνική επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, χωρίς δυσκολίες ή δυσλειτουργίες: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί έχει στρωμένη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά || είναι ο πιο ήρεμος της παρέας μας, γιατί έχει δουλειά στρωμένη κι όλα πηγαίνουν μια χαρά»·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του τρέλα, βλ. συνηθέστ. έχει ψώνιο με τη δουλειά του·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. συνηθέστ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. φρ. έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψωμί η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι πολύ κερδοφόρα: «θέλω να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτόν το συνεταιρισμό, γιατί βλέπω πως έχει ψωμί η δουλειά·
- έχει ψώνιο δουλειά, α. έχει υπερβολική δουλειά: «έχει ένα μπαράκι σ’ ένα νησί και κάθε καλοκαίρι έχει ψώνιο δουλειά». β. ασκεί επάγγελμα που θεωρείται προνομιούχο, που λόγω του ενδιαφέροντός του, ιδίως του οικονομικού, επιθυμεί ο καθένας: «ο τάδε έχει ψώνιο δουλειά κι όχι σαν κι εσένα, που σέρνεσαι όλη μέρα μέσ’ στο δρόμο για ένα ξεροκόμματο!»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά ψώνιο, είναι πολύ εργατικός, είναι λάτρης της εργασίας: «είναι το πέμπτο καλοκαίρι που δεν παίρνει άδεια, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά και δε θέλει να κάθεται || βρήκα έναν υπάλληλο, που έχει με τη δουλειά ψώνιο και δουλεύει για δέκα»·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του ή έχει με τη δουλειά του ψώνιο, είναι πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, αγαπάει πολύ τη δουλειά με την οποία ασχολείται: «κάθεται μέχρι αργά στο μαγαζί του κι όλο κάτι κάνει, γιατί έχει ψώνιο με τη δουλειά του || ανοίγει το μαγαζί του πρωί πρωί και το κλείνει αργά το βράδυ, γιατί έχει με τη δουλειά του ψώνιο»·
- έχω δουλειά, δεν έχω λεύτερο χρόνο, δεν έχω διαθέσιμο καιρό, είμαι απασχολημένος: «δεν μπορώ να ’ρθω να σε βοηθήσω, γιατί έχω δουλειά»·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, έχω συνεχή, υπερβολική δουλειά: «την περίοδο των γιορτών είχα δουλειά με το τσουβάλι»·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, έχω εξαντλητική, εξοντωτική δουλειά: «όλα τα μαγαζιά κάθονταν κι εγώ είχα δουλειά του σκοτωμού»·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. φρ. είμαι κάργα από δουλειά·
- έχω νορμάλ δουλειά, α. έχω δουλειά κανονική, φυσιολογική, χωρίς εξάρσεις ή σκαμπανεβάσματα: «δεν ξέρω αν οι άλλοι δουλεύουν πολύ ή λίγο, εγώ πάντως έχω νορμάλ δουλειά». β. ασχολούμαι με κάποια δουλειά που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: «είμαι στο λογιστήριο μιας επιχείρησης κι έχω νορμάλ δουλειά»·
- έχω σερί δουλειά, έχω συνεχή δουλειά, χωρίς διακοπές: «μετά τη διαφήμιση που έκανα στην τηλεόραση, έχω σερί δουλειά»·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω μια δουλειά: «έχω στα σκαριά μια δουλειά και θα σου την αποκαλύψω μόλις την ετοιμάσω»·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι τίγκα από δουλειά·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, έχω πάρα πολύ δουλειά: «νοίκιασα ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι έχω τρελή δουλειά»·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. φρ. είμαι φίσκα από δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- ζάβωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έπαψε να εξελίσσεται ομαλά, έχει προβλήματα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, ζάβωσε η δουλειά || άλλα συμβούλεψαν το μάρτυρα να πει στη δίκη, άλλα είπε αυτός κι έτσι ζάβωσε η δουλειά»·
- ζορίζομαι απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη φέρω σε πέρας: «πήρε κι άλλους υπαλλήλους, γιατί ζορίζεται απ’ τη δουλειά»·
- ζορίζομαι στη δουλειά (μου), αντιμετωπίζω οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «δεν  μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό ζορίζομαι στη δουλειά μου»·
- ζόρικη δουλειά, α. δουλειά που παρουσιάζει δυσκολίες κατά την εξέλιξη ή τη διεκπεραίωσή της: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά που παρουσιάζει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που θεωρείται προνομιούχα ή που μας ταιριάζει πολύ: «μπλέχτηκα σε μια ζόρικη δουλειά και νομίζω πως θα τα κονομήσω καλά || αυτές είναι ζόρικες δουλειές, κι όχι σαν τη δική σου, που τραβιέσαι απ’ τ’ άγρια χαράματα μέσα στους δρόμους»·
- ζουμερή δουλειά, δουλειά ή υπόθεση με σημαντικό κέρδος ή όφελος: «είχε καιρό ν’ ασχοληθεί με παρόμοια ζουμερή δουλειά κι έπεσε με τα μούτρα να την τελειώσει»·
- ζυγιάζω τη δουλειά, μελετώ προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, πριν την αναλάβω: «δεν κάνει ποτέ καμιά ενέργεια, αν δε ζυγιάσει πρώτα καλά τη δουλειά»·
- η δουλειά γίνεται για να..., η συγκεκριμένη ενέργεια έχει ως κύριο στόχο, στοχεύει σε...: «όλη η δουλειά γίνεται για να ευαισθητοποιήσουμε τις πλατιές μάζες»·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, όταν γνωρίζουμε την τεχνική με την οποία μπορούμε να φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε δεν κοπιάζουμε πολύ και κερδίζουμε περισσότερα: «πάψε να ταλαιπωρείσαι και βρες το κουμπί της δουλειάς για να την τελειώσεις γρήγορα, γιατί η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο»·
- η δουλειά δεν είναι ντροπή ή η δουλειά ντροπή δεν έχει, καμιά τίμια δουλειά δε θίγει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου: «δεν ντρέπομαι να κάνω καμιά τίμια δουλειά, γιατί η δουλειά ντροπή δεν έχει»·
- η δουλειά έγινε αβαβά ή έγινε αβαβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση ξέφυγε από τη σοβαρότητα που παρουσίαζε και εξελίχθηκε σε ατέλειωτο κουβεντολόι, είναι μόνο για να γίνεται κουβέντα και όχι πράξη: «απ’ τη στιγμή που μπερδεύτηκαν ένα σωρό άνθρωποι, ο καθένας με το μακρύ του και το κοντό του, η δουλειά έγινε αβαβά || απ’ τη στιγμή που έγινε αβαβά η δουλειά, εγώ καλύτερα να φεύγω, γιατί έχω κι άλλες ασχολίες»·
- η δουλειά είναι αβαβά ή είναι αβαβά η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά έγινε αβαβά·
- η δουλειά είναι για τα πανηγύρια ή είναι για τα πανηγύρια η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, είναι πολύ κακόγουστη, πολύ κακότεχνη:  «η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, γι’ αυτό αρνούμαι να την παραλάβω || δεν ξαναπάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί είναι για τα πανηγύρια η δουλειά που μου παρέδωσε»· βλ. και φρ. πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά·
- η δουλειά είναι γκαγκάν ή είναι γκαγκάν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, είναι εξαιρετική: «είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σου, γιατί η δουλειά που μου ’φερες, είναι γκαγκάν || απ’ τη στιγμή που είναι γκαγκάν η δουλειά που μου παρέδωσες, θα σε πληρώσω και κάτι παραπάνω απ’ αυτά που συμφωνήσαμε»· βλ. και λ. γκαγκάν·
- η δουλειά είναι να..., ο κύριος στόχος μιας ενέργειάς μας αποβλέπει σε…: «η δουλειά είναι να τα κονομήσουμε, γι’ αυτό άσε τις μεγάλες ιδέες || η δουλειά είναι να βάλουμε και τον τάδε στο κόλπο, γιατί ξέρει όλα τα κατατόπια»·
- η δουλειά είναι οκέι ή είναι οκέι η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση, εξελίχθηκε με επιτυχία, έφτασε σε αίσιο τέλος: «δε θέλω να στενοχωριέσαι άλλο, γιατί η δουλειά είναι οκέι || είναι οκέι η δουλειά ή θα ’χουμε πάλι φασαρίες!». β. η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, έγινε πάνω στις σωστές προδιαγραφές: «όταν η δουλειά που μου φέρνουν είναι οκέι, τότε κι εγώ πληρώνω κάτι παραπάνω || για έλεγξε, είναι οκέι η δουλειά ή μήπως θα ’χουμε τίποτα παρατράγουδα;». γ. η δουλειά ή η υπόθεση δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα από άποψη νομιμότητας: «μπορείς να συνεταιριστείς μαζί του, γιατί η δουλεία είναι όκει || μόνο αν είναι οκέι η δουλειά, θα μπω συνεταίρος, γιατί δε θέλω μπλεξίματα με τις αστυνομίες»·
- η δουλειά είναι παλούκι ή είναι παλούκι η δουλειά, η δουλειά, ιδίως κατασκευαστική ή τεχνική, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες: «στην αρχή μου φάνηκε εύκολη, αλλά στην πορεία κατάλαβα πως η δουλειά είναι παλούκι || όταν είναι παλούκι η δουλειά, βάζει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει κάθε δυσκολία»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, απαιτεί αφοσίωση στο έργο και εργατικότητα: «έχεις αναλάβει μεγάλη ευθύνη, γιατί αυτή η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο»·
- η δουλειά κάνει νερά ή κάνει νερά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, η εξέλιξή της δεν είναι πια ομαλή, εμφανίζονται απειλητικά εμπόδια ή προβλήματα και υπάρχει φόβος να αποτύχει: «πολύ φοβάμαι τον τελευταίο καιρό, γιατί μ’ όλες αυτές τις απεργίες η δουλειά κάνει νερά || όταν κάνει νερά η δουλειά, συγκεντρώνεται απάνω της για να βρει τρόπο να τη διορθώσει». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν έχει ρωγμές, βάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει·
- η δουλειά μου ’ρχεται δεξιά ή οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά, γενικά οι επαγγελματικές μου υποθέσεις μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό, χτύπα ξύλο, οι δουλειές μου ’ρχονται δεξιά»·
- η δουλειά να σου ’ρθει δεξιά ή οι δουλειές να σου ’ρθουν δεξιά, ευχή για την ευόδωση των εργασιών ή των υποθέσεων κάποιου·
- η δουλειά πάει άσφαλτο ή πάει άσφαλτο η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται εύκολα, γρήγορα και με επιτυχία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύθυνση του εργοστασίου ο τάδε διευθυντής, η δουλειά πάει άσφαλτο || όταν έχεις τέτοιον διευθυντή στο τιμόνι του εργοστασίου, πάει άσφαλτο η δουλειά». Από την εικόνα του αυτοκινήτου, που κινείται με σιγουριά και άνεση σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο από ό,τι σε χωματόδρομο·
- η δουλειά πάει για φούντο ή πάει για φούντο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται πολύ άσχημα, προδιαγράφεται ο καταποντισμός της, η χρεοκοπία της: «αν εξακολουθήσει να δουλεύει με τον ίδιο τρόπο, με μαθηματική ακρίβεια η δουλειά πάει για φούντο || με τέτοια μεγάλη ζωή που κάνει, πάει για φούντο η δουλειά»·
- η δουλειά πάει γόνα ή πάει γόνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει γόνατο·
- η δουλειά πάει γόνατο ή πάει γόνατο η δουλειά, η δουλειά είναι ασταμάτητη και προοδεύει, εξελίσσεται συνεχώς: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το μαγαζί του, η δουλειά πάει γόνατο || είναι μέσα στη χαρά του, γιατί τον τελευταίο καιρό πάει γόνατο η δουλειά». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς εξυπηρετεί συνεχώς πολλούς πελάτες, το είδος που εμπορεύεται τελειώνει αμέσως και, καθώς μεταφέρει αδιάκοπα νέο εμπόρευμα από την αποθήκη του, βαρυφορτώνεται τόσο, που κατά τη μεταφορά χρησιμοποιεί και τα γόνατά του για να μην του πέσει· βλ. και φρ. δουλειά στο γόνατο·
- η δουλειά πάει κατά διαβόλου ή πάει κατά διαβόλου η δουλειά, η δουλειά βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας ή χρεοκόπησε ήδη: «είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί μ’ αυτή την πετρελαϊκή κρίση η δουλειά πάει κατά διαβόλου || έπρεπε να προσέξεις, πριν συμβεί το κακό, αλλά από τη στιγμή που πάει κατά διαβόλου η δουλειά, κοίτα να βρεις ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο»·
- η δουλειά πάει κορδέλα ή πάει κορδέλα η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται χωρίς εμπόδια και με ασταμάτητο ρυθμό: «στην αρχή είχα μερικά προβλήματα, αλλά τώρα η δουλειά πάει κορδέλα || κάθε φορά που πάει κορδέλα η δουλειά, γελάνε και τα μουστάκια του». Από την εικόνα της βιομηχανικής κορδέλας που δουλεύει ασταμάτητα·
- η δουλειά πάει κορδόνι ή πάει κορδόνι η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει κορδέλα·
- η δουλειά πάει κουπί ή πάει κουπί η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση έχει ομαλή και απρόσκοπτη εξέλιξη: «απ’ την ημέρα που ανέλαβε ο γιος του τη διεύθυνση του εργοστασίου, η δουλειά πάει κουπί || μην τυχόν, τώρα που πάει κουπί η δουλειά, μου αρχίσεις κι εσύ τη μεγάλη ζωή, γιατί όσο δύσκολο είναι να χτίσεις, τόσο εύκολο είναι να γκρεμίσεις». Από την εικόνα των κωπηλατών αθλητικής λέμβου, που κωπηλατούν ρυθμικά·
- η δουλειά πάει με τα τέσσερα ή πάει με τα τέσσερα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά, παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις: «μου ’τυχαν χίλιες δυο απρόβλεπτες δυσκολίες, γι’ αυτό η δουλειά πάει με τα τέσσερα || κάθε φορά που πάει με τα τέσσερα η δουλειά, δε μιλιέται». Από την εικόνα του νηπίου που, καθώς μπουσουλάει, προχωράει αργά και προβληματικά·
- η δουλειά πάει μια χαρά ή πάει μια χαρά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ικανοποιητικά και ομαλά: «δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό η δουλειά πάει μια χαρά || έχει βρει έναν σπουδαίο μηχανικό και πάει μια χαρά η δουλειά»·
- η δουλειά πάει μπροστά ή πάει μπροστά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, η δουλειά πάει μπροστά || αν πάει μπροστά η δουλειά, θα έχετε όλοι σας και το ανάλογο πριμ»·
- η δουλειά πάει νορμάλ ή πάει νορμάλ η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά, φυσιολογικά: «δεν έχω κανένα πρόβλημα, γιατί η δουλειά πάει νορμάλ || μια και πάει νορμάλ η δουλειά, εγώ θα μπορέσω να κάνω ένα ταξιδάκι»·
- η δουλειά πάει πρίμα ή πάει πρίμα η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται γρήγορα και ευνοϊκά: «στην αρχή είχα κάτι δυσκολίες, αλλά τώρα η δουλειά πάει πρίμα || σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν, έχω την εντύπωση πως στο εφετείο πάει πρίμα η δουλειά». Από την εικόνα του ιστιοφόρου, που έχει πρίμα τον άνεμο και κινείται γρήγορα·
- η δουλειά πάει ραβάνι ή πάει ραβάνι η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται σύμφωνα με την επιθυμία μου: «δεν έχω κανένα παράπονο, γιατί η δουλειά πάει ραβάνι || γιατί να μην είναι χαρούμενος, απ’ τη στιγμή που πάει ραβάνι η δουλειά!»·
- η δουλειά πάει ρολόι ή πάει ρολόι η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ικανοποιητικά, χωρίς εμπόδια: «όταν υπάρχει κοινωνική ησυχία, η δουλειά πάει ρολόι || πώς να πάει ρολόι η δουλειά, ρε παιδάκι μου, μ’ όλη αυτή την κοινωνική αναταραχή που υπάρχει;»·
- η δουλειά πάει σαν τη χελώνα ή πάει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί υπερβολικά ή εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «είχες πει πως θα τελείωνες την άλλη εβδομάδα, αλλά εγώ βλέπω πως η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα και θα τον φάμε κι αυτόν το μήνα || είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά και δε θα προλάβει να την παραδώσει στην ημερομηνία που υποσχέθηκε». Από την εικόνα του κάβουρα, που είναι πολύ αργοκίνητος·
- η δουλειά πάει σε μάκρος ή πάει σε μάκρος η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση παρατείνεται, χρονοτριβεί υπερβολικά ή αποκαλύπτεται πιο δύσκολη ή πιο περίπλοκη από ό,τι στην αρχή φανταζόμασταν: «πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, γιατί η δουλειά πάει σε μάκρος και θα πληρώσουμε ποινική ρήτρα || απ’ ότι βλέπω, πάει σε μάκρος η δουλειά και δεν προβλέπεται να ξεμπερδέψουμε εύκολα»·
- η δουλειά πάει σερί ή πάει σερί η δουλειά, η εργασία, τεχνική ή παραγωγική, συνεχίζεται, εξελίσσεται ομαλά και χωρίς διαλείμματα: «όταν η δουλειά πάει σερί, είναι μέσ’ στη χαρά του || έχω βρει μια πατέντα και πάει σερί η δουλειά»·
- η δουλειά πάει σημειωτόν ή πάει σημειωτόν η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση παρουσιάζει στασιμότητα ή, αν εξελίσσεται, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν νέα κονδύλια, η δουλειά πάει σημειωτόν || δεν ήρθαν ακόμη να καταθέσουν τρεις μάρτυρες και πάει σημειωτόν η δουλειά»·
- η δουλειά πάει στρωτά ή πάει στρωτά η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή κατασκευαστική, εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «δεν είχαμε προβλήματα, γιατί η δουλειά πάει στρωτά || απ’ τη στιγμή που πάει στρωτά η δουλειά, μη φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά πήγε αμόντε ή πήγε αμόντε η δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) η επιχείρηση απέτυχε, χάλασε, δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια που καταβλήθηκε: «σκοτώθηκε να στήσει αυτή την επιχείρηση, αλλά από έναν κακό χειρισμό η δουλειά πήγε αμόντε || τον πούλησε ο χρηματοδότης του και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε πίσω ή πήγε πίσω η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστερεί για κάποιο λόγο και δεν εξελίσσεται, παρουσιάζει στασιμότητα: «πέσαμε πάνω στις απεργίες κι η δουλειά πήγε πίσω || για ένα διάστημα δεν είχα μόνιμους εργάτες, γι’ αυτό πήγε πίσω η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στραβά ή πήγε στραβά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίχθηκε ομαλά, όπως αναμενόταν: «από ένα κακό χειρισμό η δουλειά πήγε στραβά και τώρα τραβάει τα μαλλιά του || δεν μπορώ να καταλάβω τι έφταιξε και πήγε στραβά η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε στράφι ή πήγε στράφι η δουλειά, απότυχε εντελώς, καταστράφηκε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του συνέχεια στα γλέντια και τα ξενύχτια, η δουλειά πήγε στράφι || τη μέρα που τελείωνα άρχισαν οι πλημμύρες και πήγε στράφι η δουλειά»·
- η δουλειά πήγε τζάμπα (και βερεσέ) ή πήγε τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, α. η εργασία δεν απέδωσε κανένα κέρδος, κανένα όφελος, έγινε μάταια: «η δουλειά πήγε τζάμπα και βερεσέ, γιατί ο τύπος που μου την είχε αναθέσει την κοπάνησε στο εξωτερικό || τόση προσπάθεια να τελειώσω στην ώρα μου και πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά». β. (γενικά) η προσπάθεια δεν απέδωσε: «όλοι θελήσαμε να τον συμβουλέψουμε, αλλά πήγε τζάμπα και βερεσέ η δουλειά, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του»·
- η δουλειά πήρε το δρόμο της ή πήρε το δρόμο της η δουλειά, μετά τις αρχικές δυσκολίες ή προσπάθειες η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «στην αρχή δυσκολεύτηκα μέχρι να τη στρώσω, αλλά τώρα η δουλειά πήρε το δρόμο της || απ’ τη στιγμή που πήρε το δρόμο της η δουλειά, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα»·
- η δουλειά προχωράει σαν τη χελώνα ή προχωράει σαν τη χελώνα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σαν τον κάβουρα·
- η δουλειά σηκώνει νερό ή σηκώνει νερό η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση μπορεί να αποβεί περισσότερο κερδοφόρα από ό,τι περιμέναμε: «η προσωπική μου γνώμη είναι να μην τα παρατήσουμε τώρα, γιατί, όπως βλέπω, η δουλειά σηκώνει νερό || μόλις αντιλήφθηκε πως σηκώνει νερό η δουλειά, έκανε σαν τρελός να πάρει κι αυτός μέρος». Από την εικόνα του οινοπαραγωγού, που βάζει νερό στο κρασί ή σε άλλο ποτό για να αυξήσει την ποσότητά του και να κερδίσει περισσότερα χρήματα. β. η δουλειά  ή η υπόθεση χρειάζεται περισσότερη σκέψη, περισσότερη συζήτηση για τη λήψη μιας απόφασης: «νομίζω πως πρέπει να ξανακουβεντιάσουμε όλα τα δεδομένα, γιατί η δουλειά σηκώνει νερό || πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις περιπτώσεις, γιατί, απ’ ό,τι βλέπω, σηκώνει νερό η δουλειά». γ. η υπόθεση έφτασε σε επικίνδυνο στάδιο, σε επικίνδυνο σημείο, η υπόθεση πρέπει να ξεκαθαρίσει με δυναμικό τρόπο: «απ’ τη στιγμή που σου ’βρισε τη μάνα, σηκώνει νερό η δουλειά». Από την εικόνα του πελάτη που κατάλαβε πως πίνει νερωμένο κρασί και αντιδρά δυναμικά·
- η δουλειά τέλος, η εργασία περατώθηκε: «αφεντικό, ώρα να με πληρώσεις, γιατί η δουλειά τέλος»· βλ. και φρ. δουλειά τέλος·
- η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του ή τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει υπερβολική, ασταμάτητη δουλειά: «χάθηκε απ’ την πιάτσα, γιατί τον τελευταίο καιρό η δουλειά τρέχει απ’ τα μπατζάκια του». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας το εντελώς αντίθετο: «ο τάδε έχει πολύ δουλειά. -Δε βλέπεις, τρέχει απ’ τα μπατζάκια του η δουλειά, γι’ αυτό είναι όλη μέρα στο καφενείο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μμμ! ή το ναι μωρέ·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, συνήθως ως έκφραση δικαιολογίας κάποιου, που καθυστερεί να τελειώσει την εργασία που του έχουμε αναθέσει: «μην παραπονιέσαι που καθυστερώ, γιατί η καλή δουλειά αργεί να γίνει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, παρατήρηση που απευθύνεται σε άτομο που δουλεύει εξοντωτικά, και έχει την έννοια πως αυτό, μπορεί να αποβεί σε βάρος της υγείας του: «έτσι όπως δουλεύεις δεν κάνεις καλά, γιατί η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη»·
- η πρώτη μου δουλειά είναι να…, η πρώτη μου επιδίωξη, η πρώτη μου φροντίδα, η προτεραιότητα που δίνω είναι να…: «μόλις παίρνω το μισθό μου, η πρώτη μου δουλειά είναι να πληρώσω τα χρέη μου || όταν πάω σε μια μεγάλη πόλη, η πρώτη μου δουλειά είναι να επισκεφθώ το μουσείο της»·
- θα πάει μακριά η δουλειά; θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη αυτή η αφόρητη κατάσταση; αυτή η ενοχλητική υπόθεση(;): «θα πάει μακριά η δουλειά μ’ αυτή την γκρίνια σου;». Συνών. θα πάει μακριά η βαλίτσα; / θα πάει πολύ μακριά(;) ·
- θα τη βρούμε τη δουλειά, θα βρούμε τρόπο να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε στο θέμα που μας απασχολεί: «αν υπάρχει καλή πρόθεση, θα τη βρούμε τη δουλειά, αλλιώς, όσο και να κουβεντιάζουμε, δε θα βγάλουμε άκρη». (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά θα τη βρούμε, τη δουλειά θα τη βρούμε και ξανά δε θα πούμε πώς πετούν τα πουλιά
- θανατερή δουλειά, βλ. φρ. θανατηφόρα δουλειά·
- θανατηφόρα δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που είναι εξαιρετική: «μου παρέδωσε μια τόσο θανατηφόρα δουλειά, που φιλοτιμήθηκα και του ’δωσα παραπάνω απ’ όσα συμφωνήσαμε»·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, η εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, χρειάζεται επιπλέον επεξεργασία: «δεν μπορώ να σου παραδώσω τη μακέτα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά || δεν μπορώ να παρουσιάσω τον πίνακα, γιατί θέλει ακόμα δουλειά». Πρβλ.: για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ (από το Άξιον εστί του Οδ. Ελύτη)·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, η δουλειά για να έχει επιτυχία, αίσιο τέλος, πρέπει να γίνεται με ρυθμό, με σύστημα: «για να γίνει καλή η δουλειά, θέλει τέμπο»·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει τσακαλίκι, για να πετύχει μια δουλειά, απαιτείται επίμονο κυνηγητό και συνεχής εγρήγορση: «δεν πρέπει να επαναπαύεσαι στιγμή, γιατί μέχρι το τέλος θέλει τσακαλίκι η δουλειά για να πετύχει»·
- καβάφικη δουλειά ή καβάφικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική που είναι κακότεχνη, κακοφτιαγμένη: «πήγα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, αλλά δε θα το ξαναπάω, γιατί μου ’κανε καβάφικη δουλειά || για να γίνει καλή η δουλειά θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί εγώ δε θέλω να ’χω σχέση με καβάφικες δουλειές»·
- καζάντισε απ’ τη δουλειά, αποκόμισε σοβαρά κέρδη από τη δουλειά του, από την εργασία του, πλούτισε, έκανε μεγάλη περιουσία: «τόσα χρόνια στα ξένα, καζάντισε απ’ τη δουλειά»·
- καθαρή δουλειά ή καθαρές δουλειές, βλ. συνηθέστ. παστρική δουλειά·
- καθαρίζω απ’ τη δουλειά (μου), α. κερδίζω από τη δουλειά μου, από την εργασία μου: «εγώ καθαρίζω απ’ τη δουλειά μου μέχρι και πεντακόσιες χιλιάδες το μήνα». β. τελειώνω, σχολνώ από τη δουλειά μου: «δεν μπορώ να σε συναντήσω πιο νωρίς απ’ τις τρεις, γιατί εκείνη την ώρα καθαρίζω απ’ τη δουλειά»·
- καθαρίζω τη δουλειά, α. τη φέρω σε πέρας, την ολοκληρώνω: «μπορώ να καθαρίσω τη δουλειά μέσα σε δυο μήνες». β. αναλαμβάνω ως ειδικός ή ως μεσάζοντας να τη φέρω σε πέρας, να τη διεκπεραιώσω: «μόνο ο τάδε μπορεί να σου καθαρίσει τη δουλειά»·
- καθάρισε η δουλειά, α. η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες καθάρισε η δουλειά». β. η υπόθεση που εκκρεμούσε τακτοποιήθηκε: «τώρα που καθάρισε η δουλειά και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, μπορούμε να ξαναγίνουμε φίλοι»·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, κάθε δουλειά ή υπόθεση έχει τον ιδιαίτερο τρόπο για να γίνει εύκολα, γρήγορα και σωστά: «πώς τα κατάφερες, ρε θηρίο, και τέλειωσες μια τόση περίπλοκη δουλειά; -Κάθε δουλειά θέλει το κολάι της»·
- κάθισε η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης: «μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάθισαν οι δουλειές»·
- καθιστική δουλειά, που ο εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να τη διεκπεραιώνει καθιστός και ως τέτοια αναφέρεται συνήθως η δουλειά που διεκπεραιώνεται σε γραφείο: «επειδή κάνει καθιστική δουλειά, αποφάσισε να περπατάει κάθε απόγευμα δυο χιλιόμετρα για άσκηση»·
- και γαμώ τη δουλειά! α. έκφραση θαυμασμού για τη σοβαρότητα ή την οικονομική ευρωστία που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια επιχείρηση: «βρήκε μια θέση στο τάδε εργοστάσιο, που είναι και γαμώ τη δουλειά!». β. έκφραση θαυμασμού για την αρτιότητα ή την πληρότητα που παρουσιάζει μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία: «μου παρέδωσε τα σχέδια της οικοδομής, που ήταν και γαμώ τη δουλειά!»·
- καϊμάκι δουλειά, βλ. συνηθέστ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- καϊμακλίδικη δουλειά ή καϊμακλίδικες δουλειές, α. εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με πολύ τέχνη και μεράκι: «βέβαια, καθυστέρησε λίγο, αλλά στο τέλος μου ’φερε καϊμακλίδικη δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που αποφέρει σπουδαίο κέρδος: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μια καϊμακλίδικη δουλειά και δεν έχει κανένα πρόβλημα στη ζωή του»·
- καλαμπουρτζίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. αστεία δουλειά·
- καλή δουλειά! ή καλές δουλειές! ευχή για πετυχημένη και κερδοφόρα εξέλιξη των εργασιών νεοσύστατης επιχείρησης ή εμπορικού καταστήματος·
- καλή δουλειά βρήκαμε! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλή δουλειά κι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- καλλιτεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με μεράκι και ευαισθησία: «ο εργολάβος μου παρέδωσε καλλιτεχνική δουλειά». β. κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την πολύ λεπτή και καλαίσθητη εργασία της: «της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα, που είχε πολύ καλλιτεχνική δουλειά επάνω της». γ. δουλειά, εργασία, που είναι σχετική με τις καλές τέχνες (γραφιστική || διακοσμητική || χορευτική || εικαστική || θεατρική || κινηματογραφική || λογοτεχνική || μουσική || τυπογραφική δουλειά)·
- κάνε δουλειά σου! α. (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «πάμε να δούμε, ρε παιδιά, γιατί μαζεύτηκε εκεί τόσος κόσμος; -Κάνε δουλειά σου! || ποιοι μαλώνουν, ρε φίλε, εκεί κάτω; -Κάνε δουλειά σου!». Συνών. πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου(!). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας πάτησε ή μας έσπρωξε βίαια, χωρίς βέβαια να το θέλει, και μας ζητά συγνώμη Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε τη δουλειά σου(!)·
- κάνε καμιά δουλειά, (ειρωνικά ή προκλητικά) φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου, μη με ενοχλείς. Η δουλειά που υπονοείται να κάνει αυτός στον οποίο απευθυνόμαστε είναι να υποστεί τη σεξουαλική πράξη. Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε και πιο σπάνια το μωρέ·
- κάνε τη δουλειά σου! προτρεπτική έκφραση σε άτομο που το πετυχαίνουμε να ασχολείται με κάτι, ιδίως  επιλήψιμο, να μη διακόψει να κάνει αυτό με το οποίο ασχολείται και να συνεχίσει ανεπηρέαστο. (Λαϊκό τραγούδι: οι μπάτσοι μας μπλοκάρανε, ρε Μάνθο, μας τη σκάσανε. Κάντε μάγκες τη δουλειά σας μη χαλάτε την καρδιά σας).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο  σπάνια κλείνει τη φρ. το ρε ή το βρε ή το μωρέ· βλ. και φρ. κάνε δουλειά σου(!)·
- κάνει δουλειά, α. είναι ικανός με αυτό που ασχολείται: «πηγαίνω τ’ αυτοκίνητό μου πάντα στον ίδιο μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά». β. παράγει ικανοποιητική εργασία, ικανοποιητικό έργο: «είναι απ’ τους λίγους εργάτες του εργοστασίου σ’ αυτόν τον τομέα, που κάνει δουλειά χωρίς να τον ζορίζει κανείς». γ. (για πράγματα, εργαλεία ή μηχανήματα) βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του και κάνω δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, δεν είναι καθόλου καλός στη δουλειά που κάνει, κάνει δουλειά κατώτερης ποιότητας: «δεν εμπιστεύεται κανένας αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει δουλειά μπασκλάς || μην του εμπιστευτείς το παραμικρό, γιατί κάνει μπασκλάς δουλειά»·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, απασχολείται σε εργασία μονότονη, μηχανική, πληκτική, που δεν παρουσιάζει εξάρσεις, αλλά ακολουθεί την καθημερινή πορεία της: «θέλει ν’ αλλάξει δουλειά, γιατί εκεί όπου εργάζεται κάνει δουλειά ρουτίνας κι έχουν σπάσει τα νεύρα του»·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, δεν είναι καλός τεχνίτης ή καλλιτέχνης και κάνει δουλειά βιαστική και πρόχειρη, προχειροδουλειά: «δεν τον εμπιστεύεται κανένας, γιατί κάνει δουλειά στο γόνατο || αν εξακολουθήσεις να κάνεις δουλειά στο γόνατο, στο τέλος δε θα σε υπολήπτεται κανείς ως συγγραφέα». Από το ότι, οτιδήποτε παράγεται ή γράφεται στο γόνατο, δηλώνει προχειρότητα ή βιασύνη·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. φρ. κάνει δουλειά στο γόνατο·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, κάνει δουλειά πρόχειρη και κακότεχνη: «δεν πιστεύω να σπούδασε πουθενά την ηλεκτρολογία, γιατί κάνει δουλειά της πλάκας || απ’ τη στιγμή που κάνει της πλάκας δουλειά, δεν είναι καθόλου περίεργο που έμεινε άνεργος»·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, α. ασχολείται με δουλειά που δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον από άποψη σοβαρότητας ή κέρδους, ασχολείται με δουλειά εντελώς ανάξια λόγου: «δεν έχει πει ποτέ σε κανέναν το αντικείμενο της εργασίας του κι όλοι υποθέτουμε πως κάνει δουλειά του κώλου». β. είναι κακός τεχνίτης, κακός καλλιτέχνης: «δεν ξαναπαίρνω τον τάδε υδραυλικό, γιατί κάνει δουλειά του κώλου || θέλησε να πρωτοτυπήσει πάνω στην πίστα κι έκανε του κώλου δουλειά»·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, ασχολείται με δουλειά που δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης έδρας ή καταστήματος: «μπορεί να μην έμαθε κάποια τέχνη, αλλά κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού και τα κονομάει μια χαρά». Τέτοια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί η δουλειά του μεσάζοντα, του πλανόδιου μικροπωλητή, του πλανόδιου λαχειοπώλη, καθώς και διάφορες άλλες ευκαιριακές δουλειές· βλ. και φρ. κάνει δουλειά στο πόδι·
- κάνει μισές δουλειές, αφήνει συνήθως στη μέση τις δουλειές με τις οποίες καταπιάνεται ή κάνει μια δουλειά με βιασύνη, και για το λόγο αυτό δεν την κάνει καλά, δεν την κάνει όπως πρέπει να γίνει: «δε σου συνιστώ αυτόν το μηχανικό, γιατί κάνει μισές δουλειές κι ύστερα θα ’χεις τρεξίματα»·
- κάνει τη δουλειά του (της), α. (για πράγματα εργαλεία ή μηχανήματα) εξυπηρετεί αυτόν που το χειρίζεται: «έχω ένα παλιό αυτοκίνητο, αλλά κάνει τη δουλειά του, γιατί με πηγαίνει όπου θέλω || έχω μια ξυριστική μηχανή που δεν είναι γνωστής φίρμας, αλλά κάνει τη δουλειά της, γιατί ξυρίζομαι μια χαρά || δεν είναι κανένα σπουδαίο πολύφωτο, αλλά κάνει τη δουλειά του». β. εξυπηρετεί αυτόν που το χρειάζεται για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και ας μην είναι το ιδανικό μέσο: «βολεύεσαι μ’ αυτή την τανάλια να καρφώσεις το καρφί στον τοίχο; -Κάνει τη δουλειά της»· βλ. και φρ. κάνω τη δουλειά μου·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. συνηθέστ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, (για πρόσωπα, εργαλεία ή μηχανήματα) είναι κατάλληλος για το λόγο που τον θέλω: «δεν είναι πολύ έξυπνος υπάλληλος, αλλά κάνει τη δουλειά μου || σε βολεύει αυτό το κατσαβίδι για να ξεβιδώσεις τη βίδα; -Κάνει τη δουλειά μου»· 
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν αμάν για δουλειά ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, α. συναλλάσσομαι: «κάθε μέρα κάνω δουλειά μ’ ένα σωρό κόσμο». β. συνεργάζομαι: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο κάνω δουλειές εδώ και δυο χρόνια». γ. έχω αρκετά έσοδα, κέρδη από τη δουλειά που κάνω: «δεν ξέρω τι κάνετε εσείς, πάντως εγώ κάνω δουλειά όλο το χρόνο κι έτσι ζω άνετα»· βλ. και φρ. κάνει δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, ενεργώ χωρίς να συμβουλεύομαι κανέναν, ενεργώ απερίσκεπτα, επιπόλαια, βιαστικά και χωρίς προγραμματισμό: «ρώτα πρώτα και κανέναν που ξέρει, ρε παιδάκι μου, και μην κάνεις δουλειές του κεφαλιού σου!»·
- κάνω κρα για δουλειά, ποθώ, λαχταρώ, επιδιώκω μετά μανίας να βρω εργασία: «δυο μήνες τώρα κάνω κρα για δουλειά, αλλά, όποια πόρτα κι αν χτύπησα, έμεινε κλειστή»·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, α. ενεργώ με μυστικότητα: «δεν ξέρει κανείς με τι ασχολείται, γιατί κάνει κρυφά τις δουλειές του». β. δε γνωρίζει κανένας τις ερωτικές μου δραστηριότητες: «όταν πρόκειται για γυναικοδουλειά, κάνω κρυφά τη δουλειά μου, γιατί είμαι και παντρεμένος άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μπάρμπα Θωμά, μπάρμπα Θωμά, που κάνεις τις δουλειές κρυφά
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, α. δουλεύω με ευχαρίστηση, με προθυμία τη δουλειά που κάνω: «βρίσκομαι σε ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον κι έτσι κάνω μια χαρά τη δουλειά μου». β. (για εργαλεία ή μηχανήματα) με εξυπηρετεί απόλυτα: «μ’ αυτόν τον κόφτη κάνω μια χαρά τη δουλειά μου»·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. συνηθέστ. κάνω κρυφά τη δουλειά μου·
- κάνω να για δουλειά, βλ. συνηθέστ. κάνω κρα για δουλειά·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας για λογαριασμό κάποιου κάποια παράνομη δουλειά ή υπόθεση, ιδίως να σκοτώσω κάποιον: «έχει έναν αδίστακτο παλιάνθρωπο για να κάνει τις βρόμικες δουλειές του»·
- κάνω τη δουλειά μου, α. βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να προωθήσω ή να διεκπεραιώσω μια υπόθεσή μου, βρίσκω τον τρόπο ή το μέσο να εξυπηρετηθώ: «όταν χρειάζεται, πάντα βρίσκω  τρόπο να κάνω τη δουλειά μου». β. δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα εκτός από τη δουλειά μου: «ο κόσμος να χαλάει, εγώ κάνω τη δουλειά μου». γ. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της υποσχόταν χίλια δυο και μόλις έκανε τη δουλειά του την παράτησε τη φουκαριάρα». δ. αφοδεύω, χέζω: «πάω λίγο μέχρι την τουαλέτα να κάνω τη δουλειά μου»· βλ. και φρ. κάνει τη δουλειά του·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, α. είμαι γραφειοκράτης στην υπηρεσία μου: «ό,τι και να μου υποσχεθείτε, θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω». β. δεν αποδέχομαι εύκολα αλλαγές, νεωτερισμούς στον τρόπο εργασίας μου, ακολουθώ το δικό μου, συνήθως παραδοσιακό, τρόπο, δεν ανέχομαι παρεμβάσεις στο αντικείμενο της εργασίας μου: «θα κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, κι αν δε σ’ αρέσει, όταν τελειώσω, να πας σε άλλο μάστορα». Πολλές φορές, μετά το όπως ακούγεται το εγώ·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. φρ. έχω τρελή δουλειά·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, αποκομίζω πολλά κέρδη από κάποια δουλειά ή δραστηριότητά μου: «έχει ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς και κάνει χρυσές δουλειές || είναι μεσάζων σε διάφορες αγοραπωλησίες και κάνει χρυσές δουλειές»·
- καπακλίδικη δουλειά ή καπακλίδικες δουλειές, βλ. φρ. καϊμακλίδικη δουλειά·
- κατεβαίνω στη δουλειά (μου), πηγαίνω να εργαστώ στο χώρο εργασίας μου (κατάστημα, γραφείο) κάποια καθορισμένη ώρα: «κάθε μέρα κατεβαίνω στη δουλειά μου στις οχτώ». Το ρ. κατεβαίνω, επειδή τα πιο πολλά γραφεία και καταστήματα βρίσκονται συνήθως στο κέντρο της πόλης και οι κατοικίες περιμετρικά του·
- κερατένια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες ή που διεκπεραιώνεται με μεγάλη δυσκολία: «μπλέχτηκα με μια κερατένια δουλειά και τόσον καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω»·
- κλείνω δουλειές, είμαι μεσάζοντας, ιδίως σε θέματα αγοραπωλησίας: «είναι μάνα να κλείνει δουλειές»·
- κλείνω (μια, τη) δουλειά, διαπραγματεύομαι, προσπαθώ να συμφωνήσω μια δουλειά, μια εργασία, προσπαθώ να πετύχω μια συμφωνία: «απ’ το πρωί είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κλείνει μια δουλειά με κάποιον»·
- κλείνω τη δουλειά μου, α. θεωρώ ασύμφορη την επιχείρησή μου και αναστέλλω τη λειτουργία της: «αφού δεν υπήρχε προοπτική εξέλιξης, έκλεισα κι εγώ τη δουλειά μου». β. χρεοκοπώ την επιχείρησή μου: «με τόσα έξοδα που έκανε, πώς να μην κλείσει τη δουλειά του!». γ. διακόπτω στο κατάστημα μου την ημερήσια συναλλαγή με το καταναλωτικό κοινό, ιδίως σύμφωνα με το καθιερωμένο ωράριο της αγοράς: «κάθε μέρα κλείνω τη δουλειά μου στις πέντε τ’ απόγευμα»·
- κόβομαι στη δουλειά, εργάζομαι πολύ σκληρά, έχω πάρα πολλή δουλειά και κουράζομαι υπερβολικά: «δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, εγώ πάντως όλο το χρόνο κόβομαι στη δουλειά, γι’ αυτό κι έχω μεγάλη ανάγκη από διακοπές»·
- κοίτα δουλειά σου! ή κοίτα τη δουλειά σου! βλ. συνηθέστ. κάνε δουλειά σου! (Λαϊκό τραγούδι: τη δουλειά σας να κοιτάτε και για τ’ άλλα μη ρωτάτε
- κοιτάζω τη δουλειά μου, α. δεν ενδιαφέρομαι, δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, γιατί εγώ κοιτάζω τη δουλειά μου». β. είμαι προσηλωμένος σε αυτό που κάνω: «ο κόσμος να χαλάει, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του». γ. είμαι γραφειοκρατικός στην εργασία μου, ενεργώ σύμφωνα με τους κανονισμούς: «δεν του αλλάζεις μυαλά, αυτός κοιτάζει τη δουλειά του, ό,τι και να του τάξεις»·
- κόλλησε η δουλειά, η υπόθεση ή η εργασία αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό εμπόδιο ή δυσκολία, που δεν επιτρέπει την εξέλιξή της: «κόλλησε η δουλειά, γιατί λείπει ο διευθυντής για να υπογράψει τις προσλήψεις || απ’ τη στιγμή που έκαναν κατάληψη το εργοστάσιο, κόλλησε η δουλειά»·
- κόλλησε η δουλειά ή κόλλησαν οι δουλειές, παρατηρείται εμπορική απραξία στην αγορά: «απ’ τη στιγμή που δεν κυκλοφορεί χρήμα, κόλλησαν οι δουλειές»·
- κολομπαρεμένη δουλειά ή κολομπαρεμένες δουλειές, δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτή: «μη μπλέκεσαι με τα μπαράκια, γιατί είναι κολομπαρεμένη δουλειά»·
- κολομπαρίστικη δουλειά ή κολομπαρίστικες δουλειές, επιχείρηση χωρίς καμιά σοβαρότητα ή κύρος, ασήμαντη, τιποτένια: «έχει μια κολομπαρίστικη δουλειά και περνιέται για βιομήχανος»·
- κομπιναδόρικη δουλειά ή κομπιναδόρικες δουλειές, δουλειά ή επιχείρηση παράνομη και με μικρή χρονική διάρκεια: «είναι τίμιος άνθρωπος και δεν ασχολείται με κομπιναδόρικες δουλειές || όσοι μπλέχτηκαν με κομπιναδόρικες δουλειές, αργά ή γρήγορα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας»·
- κονομημένη δουλειά, εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που βρίσκεται σε άριστη οικονομική κατάσταση: «δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί ο πατέρας του, πριν πεθάνει, του άφησε μια κονομημένη δουλειά»·
- κοντρολαρισμένη δουλειά, που ελέγχεται απόλυτα και, κατά συνέπεια, που εξελίσσεται ικανοποιητικά: «αν σου προτείνει συνεταιρισμό καν’ τον με  κλειστά τα μάτια, γιατί έχει κοντρολαρισμένη δουλειά»·
- κόπηκε η δουλειά ή κόπηκαν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης ή άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις πέρασαν οι γιορτές, κόπηκαν οι δουλειές»·
- κουκούτσι δουλειά, πλήρης εμπορική απραξία: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες κουκούτσι δουλειά την τελευταία βδομάδα»·
- κουραστική δουλειά, α. εργασία που δημιουργεί σωματική ή πνευματική κούραση: «είναι κουραστική δουλειά να ’σαι οικοδόμος || είναι κουραστική δουλειά η συγγραφή ενός βιβλίου». β. ενοχλητική πράξη που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «σα να ’γινε κουραστική δουλειά, κάθε λίγο και λιγάκι να ’ρχεσαι και να μου ζητάς δανεικά. Δε νομίζεις; || κατάντησε κουραστική δουλειά, κάθε μεσημέρι να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών και να μη μ’ αφήνεις να κοιμηθώ»·
- κουτσαίνει η δουλειά, παρουσιάζει προβλήματα, η εξέλιξή της δεν είναι ομαλή: «μόλις τέλειωσαν τα χρήματα, άρχισε να κουτσαίνει η δουλειά»·
- κυλάει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά: «όταν όλα δουλεύουν ρολόι, πώς να μην κυλάει η δουλειά;»·
- λάσκαρε η δουλειά ή λάσκαραν οι δουλειές, παρατηρείται κάμψη της εμπορικής κίνησης η άλλης εμπορικής συναλλαγής: «μόλις έφυγαν οι τουρίστες απ’ το νησί, λάσκαρε η δουλειά»·
- λασκάρω απ’ τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- λάσπη η δουλειά, βλ. συνηθέστ. λάσπωσε η δουλειά·
- λάσπωσε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα και κινδυνεύει να αποτύχει, να χρεοκοπήσει: «με τόσες απεργίες που γίνονται κάθε μέρα, λάσπωσε η δουλειά». Από την εικόνα της λάσπης που λόγω της σύνθεσής της βρίσκεται σε πλήρη ακινησία·
- λαστιχάρει η δουλειά, παίρνει διάρκεια για κάποιο λόγο: «κάθε φορά που λείπω απ’ το εργοτάξιο, λαστιχάρει η δουλειά || είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, γι’ αυτό εδώ και μερικές μέρες λαστιχάρει η δουλειά»·
- λοβιτουρατζίδικη δουλειά ή λοβιτουρατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν είναι τίμια, που δεν είναι έντιμη, που γίνεται με αθέμιτα μέσα, ή ενέργεια που γίνεται παρασκηνιακά με σκοπό το κέρδος: «μόλις ανέλαβε τις προμήθειες του εργοστασίου, άρχισε τις λοβιτουρατζίδικες δουλειές || ό,τι θα γίνεται ή θα λέγεται, θα ’ναι φανερά, γιατί δε μ’ αρέσουν οι λοβιτουρατζίδικες δουλειές»·
- μάγκικη δουλειά ή μάγκικες δουλειές, βλ. φρ. μαγκιόρικη δουλειά·
- μαγκιόρικη δουλειά ή μαγκιόρικες δουλειές, α. επιχείρηση πάνω σε σωστές προδιαγραφές και σε ευχάριστο περιβάλλον: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί βρήκε θέση σε μια μαγκιόρικη δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι: «ο μηχανικός μου ’κανε πολύ μαγκιόρικη δουλειά»·
- μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς, με τη συνεχή ενασχόληση και την πάροδο του χρόνου αποκτώ τις ιδιαίτερες γνώσεις που χρειάζονται για τη σωστή και επωφελή άσκηση της δουλειάς μου, της τέχνης μου, του επαγγέλματός μου: «αν δε μάθω πρώτα καλά τα μυστικά της δουλειάς, δεν έχω σκοπό ν’ αναλάβω το παραμικρό»·
- μαλακισμένη δουλειά ή μαλακισμένες δουλειές, α. δουλειά εμπορική ή βιομηχανική χωρίς την παραμικρή σοβαρότητα, χωρίς το παραμικρό οικονομικό ενδιαφέρον: «έχει μια μαλακισμένη δουλειά και νομίζει πως είναι ο Ωνάσης || δεν έχω διάθεση να χάνω τον καιρό μου σε μαλακισμένες δουλειές». β. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, απαράδεκτη: «έχεις την εντύπωση πως θα παραλάβω μια τόσο μαλακισμένη δουλειά;». γ. υπόθεση που προκαλεί έντονη θλίψη ή αγανάκτηση: «σαν δεν ντρέπεστε λίγο, δυο αδέρφια και να μαλώνετε σαν τα προγόνια! Για αφήστε αυτές τις μαλακισμένες δουλειές και δώστε τα χέρια να μονοιάσετε!»·
- μαμούκαλα δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκατά δουλειά(!)·
- μανουρατζίδικη δουλειά ή μανουρατζίδικες δουλειές, α. τεχνική ιδίως εργασία που προκαλεί θόρυβο, φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα συνεργείο αυτοκινήτων και δε σου λέω τίποτα, πολύ μανουρατζίδικη δουλειά!». β. εμπορική δουλειά που έχει σχέση με πολύ κόσμο: «κάθε βράδυ έχω ένα κεφάλι καζάνι, γιατί δουλεύω σ’ ένα σούπερ μάρκετ και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μανουρατζίδικη δουλειά είναι!». γ. χειροτεχνική ιδίως εργασία που είναι πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί: «η δουλειά του ρολογά είναι πολύ μανουρατζίδικη δουλειά»·
- μανούριασε η δουλειά, α. στη δουλειά ή στην υπόθεση παρατηρείται έντονη διχόνοια ή γκρίνια: «σκέφτομαι να πάρω το ποσοστό μου και να φύγω, γιατί μανούριασε η δουλειά || δεν πατάω το πόδι μου στην παρέα, γιατί τον τελευταίο καιρό μανούριασε η δουλειά κι ο ένας βρίζει τον άλλον». β. στη δουλειά παρατηρούνται μεγάλα εμπόδια, μεγάλες δυσκολίες: «ενώ μέχρι τώρα πήγαινε μια χαρά, δεν ξέρω γιατί, ξαφνικά, μανούριασε η δουλειά»·
- μάπα δουλειά, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία πολύ πρόχειρη, πολύ κακότεχνη, που είναι για πέταμα: «τον είχα προειδοποιήσει πως, αν μου ξανάφερνε μάπα δουλειά, δε θα την παραλάμβανα»·
- ματζίριασε η δουλειά ή ματζίριασαν οι δουλειές, παρατηρείται πολύ φτωχική εμπορική κίνηση: «με τόσες απεργίες που γίνονται τον τελευταίο καιρό, ματζίριασε η δουλειά || μετά τις γιορτές ματζίριασαν οι δουλειές»·
- ματζίρικη δουλειά ή ματζίρικες δουλειές, α. τεχνική εργασία χωρίς διόλου φαντασία και με έντονη φτωχική κατασκευή: «του ’δωσα όλα τα στοιχεία κι όλες τις δυνατότητες για μια σωστή εργασία κι αυτός είτε από άγνοια είτε από τσιγκουνιά, μου ’κανε την πιο ματζίρικη δουλειά». β. επιχείρηση που από άποψη υποδομής ή οικονομικής προοπτικής δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον, που φυτοζωεί: «αν είναι να στήσουμε μια μοντέρνα επιχείρηση, τότε ευχαρίστως να συνεταιριστούμε, αλλιώς, δεν έχω διάθεση να μπερδευτώ με ματζίρικες δουλειές»·
- μαφιόζικη δουλειά ή μαφιόζικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με ύποπτο, παράνομο τρόπο, παράνομη δουλειά: «δεν μπλέκομαι σε μαφιόζικες δουλειές κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- με καβάλησε η δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «δεν μπορώ να πάρω άλλες παραγγελίες, γιατί ήδη με καβάλησε η δουλειά και δουλεύω και τα βράδια»·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, α. έχω τόσο πολλή δουλειά, που δεν προλαβαίνω να τη διεκπεραιώσω: «έχω τόσες πολλές παραγγελίες, που με πήρε από κάτω η δουλειά». β. πελάγωσα, τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω: «μόλις την πλησίασα και ήταν να της μιλήσω, με πήρε από κάτω η δουλειά και δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου»·
- με πλάκωσε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. με καβάλησε η δουλειά·
- με πορδές δε γίνονται δουλειές ή με πορδές δουλειές δε γίνονται ή με πορδές δε γίνονται οι δουλειές ή με πορδές οι δουλειές δε γίνονται, α. όταν λείπουν τα οικονομικά μέσα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία κάποιο έργο: «θέλησε να στήσει ολόκληρη εξαγωγική εταιρεία χωρίς δραχμή και βέβαια απέτυχε, σαν να μην ήξερε ο χαζός πως με πορδές δε γίνονται δουλειές». β. για να φτάσει κανείς στην επιτυχία, απαιτείται συνεχής προσπάθεια και κόπος: «δεν άνοιξε βιβλίο και κόπηκε πάλι στις εξετάσεις, γιατί με πορδές δουλειές δε γίνονται». Συνών. με πορδές δε βάφονται αβγά·
- με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά, με απέλυσαν: «επειδή είχε πρόβλημα η επιχείρηση, με σταμάτησαν απ’ τη δουλειά»·
- μεγάλη δουλειά είναι! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο να συμβεί αυτό που λες: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, βγαίνεις για να πας στη δουλειά σου και με το πρώτο βήμα που κάνεις σκάει μια μπόμπα δίπλα σου και σε κάνει κομμάτια. -Μεγάλη δουλειά είναι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, ενώ είναι και φορές που άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί της φρ. το νομίζεις ·
- μεγάλη δουλειά! α. αμφισβήτηση με ειρωνική διάθεση για τη δυσκολία ή την ιδιαιτερότητα που ισχυρίζεται κάποιος πως παρουσιάζει μια εργασία ή μια υπόθεση: «ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να μεταφέρεις αυτό το μπαούλο στον έκτο όροφο! -Μεγάλη δουλειά! || ξέρεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι να διοργανώσεις μια εκδρομή! -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ. β.πολύ δύσκολη υπόθεση, πολύ δύσκολη περίπτωση: «μέσα σε μια βδομάδα έχασε όλη του την περιουσία που τη μάζευε ολόκληρη ζωή. -Μεγάλη δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πω πω·
- μεγάλη δουλειά, α. περιστασιακή, πρόσκαιρη επιχείρηση, ιδίως παράνομη, με μεγάλα κέρδη: «ετοιμάζει από καιρό μια μεγάλη δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο». Συνών. μεγάλο κόλπο. β.εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση με ευρύ κύκλο εμπορικών ή άλλων συναλλαγών: «είναι τόσο μεγάλη δουλειά, που επηρεάζει σημαντικά όλη την αγορά»·
- μεγαλώνω τη δουλειά μου, την επεκτείνω: «ψάχνει να βρει συνεταίρο για να μεγαλώσει τη δουλειά του»·
- μεγάλωσε η δουλειά του! ή μεγάλωσαν οι δουλειές του! λέγεται ειρωνικά για κάποιον που μετά από κάποια πρόσκαιρη επιτυχία του συμπεριφέρεται σαν να είναι σπουδαίος, που μεγαλοπιάνεται: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, μεγάλωσε η δουλειά του και δε μας χαιρετάει! || απ’ τη μέρα που τον έδειξαν στην τηλεόραση, μεγάλωσαν οι δουλειές του και δε μας μιλάει!»·
- μερακλίδικη δουλειά ή μερακλίδικες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία με γούστο και μεράκι: «πήγα τ’ αυτοκίνητο στο τάδε συνεργείο και μου ’καναν πολύ μερακλίδικη δουλειά || πολύ χαίρομαι όταν παραλαμβάνω μερακλίδικες δουλειές»·
- μεσοβέζικη δουλειά ή μεσοβέζικες δουλειές, υπόθεση που παρουσιάζεται μια με τον έναν τρόπο και μια με άλλον διαφορετικό, υπόθεση που δεν παρουσιάζεται με ειλικρίνεια: «ξεκαθάρισε επιτέλους τη θέση σου και άσε αυτές τις μεσοβέζικες δουλειές»·
- μετράω τη δουλειά, τη μελετώ, την υπολογίζω με προσοχή: «αν δε μετρήσει πρώτα καλά τη δουλειά, δεν αποφασίζει να την αναλάβει»·
- μην την ψάχνεις τη δουλειά, α. μην τη σκέφτεσαι, μην την εξετάζεις, γιατί η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, είναι αυτονόητη: «απ’ τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις απ’ την τράπεζα, έλα να υπογράψουμε και μην την ψάχνεις τη δουλειά», δηλ. είναι σίγουρο πως θα πετύχει η δουλειά. β. μην ασχολείσαι, μην εξετάζεις κάτι για το οποίο δε θα μπορέσεις να βγάλεις νόημα ή άκρη: «όλοι προεκλογικά υπόσχονται τα μύρια όσα κι όταν έρχονται στην εξουσία, κάνουν εντελώς τ’ αντίθετα, γι’ αυτό σου λέω, μην την ψάχνεις τη δουλειά»·
- μην την ψειρίζεις τη δουλειά, (για τεχνικές, καλλιτεχνικές ή κατασκευαστικές εργασίες) μην την καθυστερείς λεπτολογώντας την: «παράδωσέ μου, επιτέλους, αυτό το βιβλίο και μην την ψειρίζεις τη δουλειά || έλα, ρε παιδάκι μου, τελείωνε μ’ αυτή την κατασκευή και μην την ψειρίζεις τη δουλειά». Συνήθως, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το άλλο ή το περισσότερο· βλ. και φρ. μην την ψάχνεις τη δουλειά·    
- μίζερη δουλειά ή μίζερες δουλειές, α. φτωχή εμπορική δουλειά χωρίς προοπτική εξέλιξης: «έχει μια μίζερη δουλειά, που όπου να ’ναι, θα κλείσει». β. κατασκευή που έγινε με πολύ ευτελή υλικά: «από καθαρή τσιγκουνιά έκανε μίζερη δουλειά»·
- μιζέριασε η δουλειά, έχασε το εμπορικό της ενδιαφέρον, γιατί δεν υπάρχει αγοραστική κίνηση: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες των τραπεζών μιζέριασε η δουλειά, γιατί ο κόσμος δεν έχει μετρητά»·
- μονταρισμένη δουλειά, επιχείρηση που δουλεύει απρόσκοπτα, γιατί είναι στημένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, πάνω σε γερές βάσεις: «έχει τόσο μονταρισμένη δουλειά, που, και να λείψει ένα διάστημα, όλα δουλεύουν ρολόι»·
- μοντάρω μια δουλειά, α. οργανώνω μια δουλειά, μια επιχείρηση: «ξέρω ότι εδώ και καιρό μοντάρει μια δουλειά, αλλά τι ακριβώς, θα σε γελάσω». β. οργανώνω ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «μοντάρει καιρό μια καινούρια δουλειά, που, αν πετύχει, θα τρελαθεί στο τάλιρο»· βλ. και φρ. μοντάρω τη δουλειά ·
- μοντάρω τη δουλειά, συναρμολογώ κάποιο μηχάνημα που το είχα διαλύσει στα επιμέρους του τμήματα: «αφού πρώτα διέλυσα τη μηχανή και διόρθωσα τη βλάβη, θ’ αρχίσω αύριο να μοντάρω πάλι τη δουλειά»· βλ κ. φρ. μοντάρω μια δουλειά·
- μου άνοιξε δουλειά ή μου άνοιξε δουλειές, μου δημιούργησε δύσκολο πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση: «του ξέφυγε το μυστικό που του εμπιστεύτηκα για τον τάδε και μου άνοιξε δουλειές ο ηλίθιος»·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- μου την έκανε τη δουλειά, α. μου προξένησε ζημιά, ιδίως χωρίς να το περιμένω, με  ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά μου την έκανε τη δουλειά και μ’ άδειασε το ταμείο». β. (και για τα δυο φύλα) με απάτησε, με κεράτωσε: «εγώ της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη κι αυτή μου την έκανε τη δουλειά μ’ ένα φίλο μου»·
- μου την έφτιαξε τη δουλειά, βλ. φρ. μου την έκανε τη δουλειά·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, τα έχουν προσχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα πάρω μέρος στο μειοδοτικό διαγωνισμό, γιατί ξέρω πως μου την έχουν στημένη τη δουλειά || απ’ τη στιγμή που κατάλαβες πως σου την έχουν τη δουλειά στημένη, είναι καλύτερα να μην πας στο μειοδοτικό διαγωνισμό»·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενήργησε με τέτοιο τρόπο, ιδίως αθέμιτο, που ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα εγώ τη δουλειά, την ανέλαβε αυτός: «τα ’κανε πλακάκια με τον διευθυντή και μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια»·
- μου χάλασε τη δουλειά, έγινε αίτιος αποτυχίας σε κάποια επαγγελματική μου διαπραγμάτευση, σε κάποια ερωτική μου επιδίωξη ή σχέση: «πήγε και μαρτύρησε στον υποψήφιο συνεταίρο μου πως έχω λερωμένο ποινικό μητρώο και μου χάλασε τη δουλειά || πήγε και κάρφωσε στην γκόμενά μου πως είμαι παντρεμένος και μου χάλασε τη δουλειά, γιατί μετά απ’ αυτό με διαβολόστειλε η γυναίκα»·
- μου(ν)τζούρικη δουλειά, εργασία μηχανουργείου ή συνεργείου αυτοκινήτων, επειδή, όσοι εργάζονται εκεί, λόγω της μουτζούρας λερώνουν τα ρούχα και τα χέρια τους: «αν δε μάθεις γράμματα, θα σε στείλω να μάθεις καμιά μουτζούρικη δουλειά»·
- μουλωχτή δουλειά ή μουλωχτές δουλειές, δουλειά που γίνεται αθόρυβα ή στα κρυφά,  ιδίως σε στενό κύκλο ανθρώπων: «είναι υπάλληλος σ’ ένα κατάστημα, αλλά ασχολείται και μ’ άλλες μουλωχτές δουλειές»· βλ. και φρ. κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ·
- μούχλιασε η δουλειά, α. εμπορική επιχείρηση που βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «δεν τον νοιάζει κι αν μούχλιασε η δουλειά, γιατί έχει ένα σωρό ακίνητα». β. η υπόθεση έχασε πια εντελώς το ενδιαφέρον της: «τώρα που ξύπνησες, μούχλιασε η δουλειά, γιατί αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με κάτι άλλο»·
- μπάζει η δουλειά, η δουλειά παρουσιάζει έντονα προβλήματα: «πρέπει να βρούμε κάποιον να μας χρηματοδοτήσει, γιατί μπάζει η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που μπάζει νερά και κινδυνεύει να βουλιάξει ή από την εικόνα του παραθύρου που μπάζει αέρα και δημιουργεί προβλήματα·
- μπαίνω στα μυστικά της δουλειάς, βλ. φρ. μαθαίνω τα μυστικά της δουλειάς·
- μπαμπάτσικη δουλειά ή μπαμπάτσικες δουλειές, επιχείρηση πολύ κερδοφόρα, επιχείρηση με ευρύ κύκλο εργασιών: «η χαρά του είναι που θ’ αφήσει στα παιδιά του μια μπαμπάτσικη δουλειά»·
- μπαμπέσικη δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, ενέργεια ύπουλη, χτύπημα πισώπλατο: «έπρεπε να το φανταστώ ποιος ενέργησε μ’ αυτόν τον ύπουλο τρόπο, γιατί αυτός είναι μαθημένος στις μπαμπέσικες δουλειές»·
- μπάνικη δουλειά ή μπάνικες δουλειές, α. επιχείρηση εντυπωσιακή σε υποδομή και κέρδη: «βρήκε απ’ τον πατέρα του μπάνικη δουλειά και δεν έχει ανάγκη από κανέναν || ασχολείται μόνο με μπάνικες δουλειές». β. τεχνική, κατασκευαστική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με τέχνη: «ο μηχανικός έκανε μπάνικη δουλειά || ο ζωγράφος έκανε μπάνικη δουλειά»·
- μπασταρδεμένη δουλειά ή μπασταρδεμένες δουλειές, α. μπερδεμένη υπόθεση, νόθα κατάσταση: «ήταν τόσο μπασταρδεμένη δουλειά, που έπεσαν δέκα δικηγόροι να την ξεδιαλύνουν». β. δουλειά που έχασε το οικονομικό ενδιαφέρον που είχε προηγουμένως, γιατί, ενώ γινόταν σε περιορισμένη κλίμακα, με τον καιρό άρχισαν να ασχολούνται όλο και περισσότεροι με αυτήν: «ξέχνα το μπαράκι, είναι μπασταρδεμένη δουλειά, δε βλέπεις που σε κάθε γειτονιά υπάρχουν από κάνα δυο τρία;»·
- μπαστάρδεψε η δουλειά ή μπαστάρδεψαν οι δουλειές, δεν παρουσιάζει πια κανένα οικονομικό ενδιαφέρον, ψεύτισε, στην αγορά παρατηρείται εμπορική απραξία: «τώρα που μπαστάρδεψε η δουλειά, τώρα ενδιαφέρθηκε κι αυτός ν’ ασχοληθεί με τα βιντεοκλάμπ || τον τελευταίο καιρό μπαστάρδεψαν οι δουλειές, γιατί, με την ακρίβεια που παρατηρείται, δεν υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον»·
- μπαστάρδικη δουλειά ή μπαστάρδικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπασταρδεμένη δουλειά·
- μπατάκικη δουλειά ή μπατάκικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. μπαταξίδικη δουλειά·
- μπατάλικη δουλειά ή μπατάλικες δουλειές, εργασία, ιδίως τεχνική, που είναι χοντροκομμένη, χωρίς γούστο και χάρη: «του ’δωσα την ευκαιρία να προβληθεί με τη δουλειά που του ανέθεσα κι αυτός έκανε μπατάλικη δουλειά»·
- μπαταξίδικη δουλειά ή μπαταξίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση χωρίς καμιά φερεγγυότητα: «δεν τον πιστώνει κανείς μέσα στην αγορά, γιατί έχει μπαταξίδικη δουλειά και κάθε τόσο μας δημιουργεί προβλήματα»·
- μπατάρισε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε εντελώς, χρεοκόπησε: «μετά από τόση γκρίνια που έπεσε στους συνεταίρους, μπατάρισε η δουλειά». Από την εικόνα της βάρκας που, όταν βάζει νερό ή είναι φορτωμένη, γέρνει, μπατάρει·
- μπατιρημένη δουλειά, που δεν αποδίδει το παραμικρό οικονομικό κέρδος: «πήγε και μπήκε συνέταιρος ο βλάκας σε μια μπατιρημένη δουλειά κι έχασε τα λεφτά του». Πρβλ.: μπατιρημένο κουρείο Σάββατο βράδυ χωρίς δουλειά (Ντ. Χριστιανόπουλος)·
- μπατίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «έκανε στάση πληρωμών, γιατί μπατίρισε η δουλειά που είχε»·
- μπελαλίδικη δουλειά ή μπελαλίδικες δουλειές, δουλειά που παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, μεγάλους μπελάδες, ως προς την πραγματοποίηση ή τη διεκπεραίωσή της και, για το λόγο αυτό, δυσάρεστη: «επειδή δε μιλάω, όλες τις μπελαλίδικες δουλειές τις φορτώνουν επάνω μου»·
- μπερδεμένη δουλειά ή μπερδεμένες δουλειές, α. δουλειά ή η υπόθεση που είναι περιπλεγμένη, που παρουσιάζει δυσκολίες λόγω κακών χειρισμών, ή είναι γενικά πολυσύνθετη: «είναι τόσο μπερδεμένη δουλειά, που πρέπει να προσλάβει τρεις λογιστές για να βγάλουν άκρη». β. δουλειά ή επιχείρηση ύποπτη, που δεν παρουσιάζει διαφάνεια στους χειρισμούς της: «δεν παίρνω μέρος σε μπερδεμένες δουλειές, γι’ αυτό έχω το κούτελό μου καθαρό στην αγορά»·
- μπερδεύω τη δουλειά, δημιουργώ λανθασμένη εντύπωση για κάποιον ή για κάτι: «πώς μπέρδεψες τη δουλειά, ρε παιδάκι μου, και δεν κατάλαβες ότι έδιωχνες τον καλύτερό σου υπάλληλο;»· βλ. και φρ. μπουρδουκλώνω τη δουλειά·
- μπερεκετλίδικη δουλειά ή μπερεκετλίδικες δουλειές, επιχείρηση που αποφέρει ικανοποιητικό κέρδος: «έχει μια μπερεκετλίδικη δουλειά κι έχει βάλει το καπέλο του στραβά»·
- μπερμπάντικη δουλειά ή μπερμπάντικες δουλειές, η ενασχόληση με τα ερωτικά, το μπλέξιμο σε γυναικοδουλειές, η μπερμπαντοδουλειά: «αν και είναι παντρεμένος, μπερδεύεται κάθε τόσο σε μπερμπάντικες δουλειές»·
- μπιτ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- μπλόκαρε η δουλειά ή μπλοκάρισε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ή διεκπεραιωνόταν ομαλά, ξαφνικά, για απρόβλεπτους λόγους ή αιτίες, περιήλθε σε πλήρη στασιμότητα: «μπλόκαρε η δουλειά, γιατί έχουμε διακοπή ρεύματος || μπλοκάρισε η δουλειά, γιατί οι απεργοί έκαναν κατάληψη στο εργοστάσιο»·
- μπορεί να γίνει έτσι δουλειά! βλ. συνηθέστ. γίνεται (έτσι) δουλειά(!)·
- μπουρδουκλώνω τη δουλειά, α. δημιουργώ επίτηδες σύγχυση σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση για προσωπικό μου όφελος: «από εδώ είχε, από εκεί είχε, την μπουρδούκλωσε τη δουλειά και βγήκε λάδι». β. καλύπτω κρυφά μια αταξία ή παρατυπία: «αν θέλεις εσύ, μπορείς να μπουρδουκλώσεις τη δουλειά για να μη μάθει τίποτα ο διευθυντής»·
- μπουρδούκλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά η δουλειά, συνάντησε ξαφνικά εμπόδια και έπαψε να εξελίσσεται: «του ’φυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και μπουρδούκλωσε η δουλειά, γιατί του έλειπαν χέρια για να τη συνεχίσει»·
- μυγιάζομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυρίζομαι τη δουλειά, βλ. φρ. ψυλλιάζομαι τη δουλειά·
- μυστήρια δουλειά! α. έκφραση απορίας για τις επιπλοκές που παρουσιάζει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τις οποίες παρά τις έντονες προσπάθειές μας, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε: «εδώ και δυο βδομάδες έφαγα τα λυσσιακά μου να βρω πού υπάρχει το πρόβλημα και δεν μπορώ να βρω τίποτα. -Μυστήρια δουλειά!». β. έκφραση απορίας για το είδος εργασιών κάποιας επιχείρησης ή για τη φύση μιας υπόθεσης που παραμένουν άγνωστες: «έχει πέντε γραφεία μ’ ένα σωρό υπαλλήλους, αλλά κανείς δεν ξέρει με τι ακριβώς ασχολείται. -Μυστήρια δουλειά!»·
- μυστήρια δουλειά ή μυστήριες δουλειές, α. δουλειά ύποπτη, σκοτεινή, παράνομη: «έχει μια μυστήρια δουλειά και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με τι ασχολείται || δεν μπλέκεται με μυστήριες δουλειές, γιατί λατρεύει τη διαφάνεια». β. δουλειά εντελώς ασυνήθιστη, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τη χαρακτηρίσει ή να την κατατάξει σε ένα κύκλο: «κάνει μια μυστήρια δουλειά, που δεν μπορώ να στην εξηγήσω, ξέρω όμως ότι κερδίζει πολλά»·
- να δουλειά! κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που, ενώ του είχαμε υποσχεθεί κάποια θέση εργασίας ή την ανάθεση κάποιας δουλειάς, στο τέλος για κάποιο λόγο αθετήσαμε την υπόσχεσή μας: «αφού με κατηγόρησες, να δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία επιδεικνύουμε τον αντίχειρά μας ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας ή από χειρονομία κατά την οποία η χούφτα πιάνει τα αρχίδια μας και τα προβάλλει προς το μέρος του συνομιλητή μας·
- να κοιτάς τη δουλειά σου! προτρεπτική ή απειλητική έκφραση σε κάποιον που αναμειγνύεται απρόσκλητος σε μια υπόθεση: «να μη σ’ ενδιαφέρει τι θα κάνουμε και να κοιτάς τη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εσύ και είναι φορές που κλείνει με το ορίστε μας(!)·
- νααα, δουλειά! έκφραση θαυμασμού για την ύπαρξη έντονης εμπορικής κίνησης ή συναλλαγής: «εσείς δεν ξέρω τι κάνετε, αλλά αυτός, νααα δουλειά!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία τα δάχτυλα του χεριού ενώνονται επανειλημμένα στις άκρες τους προς το πρόσωπο του συνομιλητή μας·
 - νάκα δουλειά ή νάκατα δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) δεν έχει, δεν υπάρχει δουλειά: «αφού άργησες να ’ρθεις, νάκα δουλειά, γιατί πρόλαβαν και την πήραν άλλοι»·
- ναυάγησε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε τελείως, ματαιώθηκε: «ήταν να συνεργαστούμε, αλλά την τελευταία στιγμή ναυάγησε η δουλειά, γιατί δεν τα βρήκαμε στα ποσοστά»·
- ναυαγώ τη δουλειά, γίνομαι αίτιος της αποτυχίας ή της καταστροφής μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «όσες φορές του έχουν αναθέσει κάτι, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ναυαγεί τη δουλειά»·
- νέκρωσε η δουλειά ή νέκρωσαν οι δουλειές, υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών: «υπάρχει τέτοια ακρίβεια στην αγορά, που νέκρωσαν οι δουλειές»·
- νεταρισμένη δουλειά, που είναι τελειωμένη, διεκπεραιωμένη: «η δουλειά είναι νεταρισμένη και μπορείς να την παραλάβεις ό,τι ώρα θέλεις»·
- νετάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω, σχολνώ: «τι ώρα νετάρεις απ’ τη δουλειά για να περάσω να σε πάρω;»·
- νετάρω μια δουλειά ή νετάρω τη δουλειά, α. διεκπεραιώνω μια υπόθεση ως μεσάζων: «μόλις νετάρω τη δουλειά ενός φίλου μου, θ’ ασχοληθώ και με τη δική σου υπόθεση». β. φέρω σε πέρας μια εργασία: «σε μια βδομάδα νετάρω μια δουλειά που την είχα αρχίσει πριν από πολύ καιρό»·
- νοικοκυρεμένη δουλειά ή νοικοκυρεμένες δουλειές, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που διακρίνεται από τάξη και συνέπεια: «έχει μια νοικοκυρεμένη δουλειά, που τη ζηλεύουν πολλοί». β. ενέργεια που τη διακρίνει τιμιότητα, σύνεση, διαφάνεια: «θα κουβεντιάσουμε όλες τις λεπτομέρειες πριν αποφασίσουμε, γιατί μ’ αρέσουν νοικοκυρεμένες δουλειές»·
- νοικοκυρίστικη δουλειά ή νοικοκυρίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- νταραβερτζίδικη δουλειά ή νταραβερτζίδικες δουλειές, δουλειά ή υπόθεση που παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, που βάζει σε μπελάδες, σε τρεξίματα αυτόν ή αυτούς που ασχολούνται με αυτή: «έχω μπλέξει σε μια νταραβερτζίδικη δουλειά και γυρνάω κάθε βράδυ στο σπίτι μου μ’ ένα κεφάλι καζάνι || αποφεύγει τις νταραβερτζίδικες δουλειές, όπως ο διάβολος το λιβάνι»·
- ντιπ δουλειά, βλ. συνηθέστ. κουκούτσι δουλειά·
- ξαμολιέμαι για δουλειά (ενν. να βρω), αρχίζω συστηματικά να ψάχνω να βρω εργασία: «απ’ τη μέρα που έκλεισε το εργοστάσιο όπου δούλευε, ξαμολήθηκε για δουλειά»·
- ξεζούμισε η δουλειά, εξάντλησε κάθε οικονομικό ενδιαφέρον που είχε: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε η δουλειά που έκανε, προσανατολίζεται ν’ ασχοληθεί με κάτι άλλο»·
- ξεζούμισε τη δουλειά, την εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, ώσπου έφτασε στο σημείο να μην αποδίδει άλλο: «απ’ τη στιγμή που ξεζούμισε τη δουλειά που είχε, βρήκε ένα κορόιδο και του την πάσαρε»·
- ξεζουμίζομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξελιγώνομαι στη δουλειά·
- ξεθεώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεκαθαρίζω μια δουλειά ή ξεκαθαρίζω τη δουλειά, εξιχνιάζω μια σκοτεινή ή παράνομη υπόθεση: «η αστυνομία δεν ξεκαθάρισε ακόμα τη δουλειά σχετικά με τη ληστεία της τράπεζας»·
- ξεκούρντιστη δουλειά, εμπορική ιδίως επιχείρηση που αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα λόγω κακού συντονισμού: «λογικό να γίνεται αλαλούμ σε μια τόσο ξεκούρντιστη δουλειά!»·
- ξεκωλώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι, εξαντλούμαι από υπερβολική ή πολύ κοπιαστική εργασία: «όλη τη μέρα σήμερα ξεκωλώθηκα στη δουλειά»·
- ξελασκάρω απ’ τη δουλειά, χαλαρώνω, παύω να έχω εντατική δουλειά και, κατ’ επέκταση, ελευθερώνομαι, τελειώνω από τη δουλειά μου: «μόλις ξελασκάρω απ’ τη δουλειά που έχω, θα πιάσω τη δική σου παραγγελία || λογαριάζω να ξελασκάρω απ’ τη δουλειά κατά τις πέντε το απόγευμα και θα περάσω τότε να τα πούμε»·
- ξελιγώνομαι στη δουλειά, εξαντλούμαι τελείως από τη δουλειά με την οποία ασχολούμαι: «έχω βάλει σκοπό να μαζέψω κάτι λεφτά και ξελιγώνομαι στη δουλειά»·
- ξεμπερδεύω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλέκω απ’ τη δουλειά, βλ. φρ. ξελασκάρω απ’ τη δουλειά·
- ξεμπλόκαρε η δουλειά ή ξεμπλοκάρισε η δουλειά, μετά από προσωρινή στασιμότητα, που προήλθε από απρόβλεπτους ιδίως λόγους ή παράγοντες, άρχισε πάλι να εξελίσσεται ομαλά: «αφού λύθηκε η κατάληψη του εργοστασίου, ξεμπλοκάρισε η δουλειά κι άρχισε κανονικά η αποστολή των εμπορευμάτων»·
- ξεπατώνομαι στη δουλειά, βλ. φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκεπάζω τη δουλειά, αποκαλύπτω κάποια δουλειά ή υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μετά από έρευνες που έκανε, ξεσκέπασε τη δουλειά με τα πλαστά τιμολόγια»·
- ξεσκίζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «όταν έρχονται οι γιορτές των Χριστουγέννων, ξεσκίζομαι στη δουλειά»· βλ. και φρ. ξεκωλώνομαι στη δουλειά·
- ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. φρ. ξεσκίζομαι στη δουλειά·
- ξεφορτώνομαι τη δουλειά, α. εγκαταλείπω ανειλημμένη εργασία ή υποχρέωση για διάφορους λόγους: «πρέπει να ξεφορτωθώ αυτή τη δουλειά, γιατί βλέπω πως δεν μπορώ πια να τη φέρω σε πέρας». β. αρχίζω σταδιακά να τη διεκπεραιώνω: «απ’ τη στιγμή που έβαλε το κεφάλι του κάτω, άρχισε σιγά σιγά να ξεφορτώνεται τη δουλειά»·
- ξεφουρνίζω τη δουλειά, αποκαλύπτω εργασία που γινόταν κρυφά, προδίδω κάτι που ήταν μυστικό: «για να μάθουν τόσο γρήγορα με τι ασχολούμαστε, σίγουρα κάποιος από μας τους ξεφούρνισε τη δουλειά || είχα μια γκόμενα κι αυτός ο ηλίθιος πήγε και ξεφούρνισε τη δουλειά στη γυναίκα μου»·
- ξεφούσκωσε η δουλειά, α. μετά από περίοδο έντονης εμπορικής κίνησης επήλθε φυσιολογική κάμψη: «αμέσως μετά από τις γιορτές των Χριστουγέννων ξεφούσκωσε η δουλειά». β. υπόθεση που είχε συζητηθεί ή διαφημιστεί έντονα, αποδείχτηκε χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: «μετά από τόσο ντόρο που έγινε απ’ την κυβέρνηση για την αύξηση των μισθών και των συντάξεων, στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή ξεφούσκωσε η δουλειά, γιατί οι αυξήσεις που δόθηκαν μόλις που πλησιάζουν το ένα τοις εκατό»·
- ξέφτισε η δουλειά, βλ. συνηθέστ. ξεφούσκωσε η δουλειά·
- ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή ξέφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, για κάποιο λόγο δεν μπορώ να την ελέγξω: «ενώ δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ξαφνικά ξέφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου, χωρίς να το καταλάβω!»·
- ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, λέγεται στην περίπτωση που άλλος κουράζεται για την επίτευξη ενός έργου και άλλος επωφελείται·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή ο  Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του κιτάπια ή όταν ο Εβραίος δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει αναδουλειές, επανέρχεται σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν ακόμα τακτοποιηθεί ή που μπορεί και να έχουν ξεχαστεί. Συνών. ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει / ο μουφλούζης αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει·
- ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του, ο καθένας πρέπει να ασχολείται με αυτό που ξέρει να κάνει: «από μικρός ασχολούμαι μόνο με πράγματα που ξέρω, γιατί ο καθένας στη δουλειά του και ο βλάχος στα τυριά του». Από το ότι ο βλάχος ως κτηνοτρόφος είναι δεινός στην παρασκευή τυριού·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, πετυχαίνει στη δουλειά του αυτός που έχει μάθει να την κάνει μόνος του: «δεν επιδίωξε ποτέ συνεταιρισμό με κανέναν, γιατί ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του»·
- οι δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, οι δουλειές μου ή οι υποθέσεις μου εξελίσσονται αρνητικά: «είμαι πολύ στενοχωρημένος, γιατί οι δουλειές μου πάνε άσχημα κι οι υποχρεώσεις τρέχουν || τον τελευταίο καιρό γενικά πάνε άσχημα οι δουλειές μου»·
- οικογενειακή δουλειά, επιχείρηση που είναι κατανεμημένη στα μέλη κάποιας οικογένειας, δουλειά που διεκπεραιώνεται από τα μέλη κάποιας οικογένειας: «δε θέλουν κανέναν συνέταιρο, γιατί θέλουν να την κρατήσουν οικογενειακή δουλειά»· βλ. και φρ. είναι οικογενειακή μας δουλειά·
- όμορφη δουλειά, εργασία κατασκευαστική, ιδίως χειροποίητη που έγινε με τέχνη και μεράκι: «για δες πόση όμορφη δουλειά έχει αυτή το δαχτυλίδι!»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, είναι επικίνδυνο να αφήνει κάποιος στη μέση τη δουλειά με την οποία καταπιάνεται και να ψάχνει για νέες δουλειές: «τέλειωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις αρχίσει κι ύστερα ψάξε γι’ άλλη, γιατί όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει». Από το ότι, τα φασόλια, επειδή είναι βαρύ φαγητό, δημιουργεί σε πολλούς ανθρώπους προβλήματα·
- όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του, η οικογένεια του εργατικού ανθρώπου ζει χωρίς άγχος και στερήσεις: «απ’ τη στιγμή που απόκτησες οικογένεια, να ’χεις το νου σου συνέχεια στη δουλειά, γιατί, όποιος κοιτάζει τη δουλειά του, καλοζεί τη φαμελιά του»·
- πάγαινε στη δουλειά σου! (ειρωνικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, ξεκουμπίσου, απομακρύνσου: «τι έγινε δω, ρε φίλε, κι είναι τόσος κόσμος μαζεμένος; -Πάγαινε στη δουλειά σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ρε άι·
- πάει η δουλειά, α. η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται κανονικά: «αφού δεν έχω συναντήσει μέχρι τώρα κανένα πρόβλημα, πώς να μην πάει η δουλειά;». β. απέτυχε, καταστράφηκε, χρεοκόπησε: «από ένα κακό χειρισμό πάει η δουλειά»·
- πάει μακριά η δουλειά, λέγεται με δυσφορία για δουλειά ή υπόθεση, που συνεχίζεται αδικαιολόγητα για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πάει μακριά η δουλειά, ρε παιδιά, μ’ αυτόν το θόρυβο και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε». Συνών. πάει μακριά η βαλίτσα / πάει πολύ μακριά·
- παζαρτζίδικη δουλειά ή παζαρτζίδικες δουλειές, α. δουλειά ασήμαντη, χωρίς σοβαρότητα, ανάξια λόγου: «ξεκίνησε από μια παζαρτζίδικη δουλειά και τώρα έγινε μεγάλος και τρανός». Αναφορά στο μικροπωλητή που γυρίζει στα παζάρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του. β. (γενικά) ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την αγοραπωλησία, για την επίτευξη κάποιας συμφωνίας: «θα διαβάσουμε το συμφωνητικό και θα το υπογράψουμε την ίδια ώρα, γιατί δε μ’ αρέσουν οι παζαρτζίδικες δουλειές»·
- παιδί για όλες τις δουλειές, μικρός ή ανεξαρτήτου ηλικίας άτομο που σε ένα εργασιακό χώρο ή σε μια παρέα χρησιμοποιείται από τους άλλους για διάφορα θελήματα: «αν σου τέλειωσαν τα τσιγάρα, έχουμε στο γραφείο ένα παιδί για όλες τις δουλειές και μπορεί να πάει να σου πάρει»·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, α. αναλαμβάνω να την επιβλέπω, να τη συνεχίσω ή να τη φέρω σε πέρας: «όσο καιρό θα λείπεις, θα πάρω απάνω μου τη δουλειά». β. επωμίζομαι τις ευθύνες ή τις κυρώσεις μιας υπόθεσης: «πες του να μη φοβάται, γιατί παίρνω τη δουλειά απάνω μου»·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, α. λόγω φόρτου εργασίας ή πίεσης χρόνου τμήμα της δουλειάς μου, ιδίως γραφικής, τη μεταφέρω και τη διεκπεραιώνω στο σπίτι: «έχει πέσει πολλή δουλειά στο γραφείο και για να προλάβω, παίρνω πολλές φορές δουλειά στο σπίτι». β. (ειρωνικά) λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος μεταφέρει στο σπίτι του τα προβλήματα της δουλειάς του και με τη στάση του τα μεταδίδει και στην οικογένειά του: «μα τι έχεις και μου μιλάς απότομα; -Έχω διάφορα προβλήματα με τη δουλειά μου. -Μα εσύ, μέχρι τώρα, δεν έπαιρνες δουλειά στο σπίτι!»·
- παίρνω κάβο τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- παίρνω πρέφα τη δουλειά, (στη γλώσσα της αργκό) αντιλαμβάνομαι, εννοώ, κατανοώ κάποια υπόθεση, ιδίως πριν αυτή αποβεί σε βάρος μου: «ήθελαν να μου φάνε τα λεφτά με διάφορες υποσχέσεις, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή πήρα πρέφα τη δουλειά και τους διαβολόστειλα»·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, α. την ξεκινώ πάνω σε λανθασμένες βάσεις ή προδιαγραφές: «θα πρέπει να πήρα στραβά τη δουλειά για να σκαλώσει έτσι απότομα». β. παρεξηγώ τις καλές προθέσεις ή ενέργειες κάποιου: «ό,τι κι αν είπα κι ό,τι κι αν έκανα, ήταν μόνο και μόνο για το καλό σου, εσύ όμως πήρες στραβά τη δουλειά»·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, αναλαμβάνω να διευθύνω ή να διεκπεραιώσω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «απ’ τη μέρα που πήρε τη δουλειά στα χέρια του ο τάδε, όλα μέσα στο εργοστάσιο δουλεύουν ρολόι || μόλις πήρα τη δουλειά στα χέρια μου, τακτοποίησα κάθε εκκρεμότητα»·   
- παλεύεται η δουλειά, υπάρχει ακόμη προοπτική για ένα καλό αποτέλεσμα σε μια δουλειά ή υπόθεση, δε χάθηκε οριστικά: «μην απογοητεύεσαι από τη ζημιά που έγινε, γιατί παλεύεται η δουλειά»·
- παλεύω τη δουλειά, αγωνίζομαι, προσπαθώ να τη φέρω σε πέρας: «έχω διάφορα προβλήματα, αλλά παλεύω τη δουλειά και θα σου την παραδώσω τη μέρα που σου υποσχέθηκα»·
- πάνε δουλειά σου! ή πάνε στη δουλειά σου! (συμβουλευτικά, προτρεπτικά ή απειλητικά) μην ενδιαφέρεσαι, φύγε, απομακρύνσου, ξεκουμπίσου: «άσε με στην ησυχία μου και πάνε στη δουλειά σου!»(Λαϊκό τραγούδι: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει). Συνών. κάνε δουλειά σου! (α)·
- πανηγυρ(ι)τζίδικη δουλειά ή πανηγυρ(ι)τζίδικες δουλειές, δουλειά ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια, ιδίως δουλειά πρόχειρη και ευκαιριακή: «ένας άνθρωπος του δικού του οικονομικού επιπέδου δεν μπερδεύεται ποτέ σε πανηγυρτζίδικες δουλειές». Από την εικόνα του μικροπωλητή, που γυρίζει σε διάφορα πανηγύρια για να πουλήσει το εμπόρευμά του· βλ. και φρ. η δουλειά είναι για τα πανηγύρια·
- πάνω στο φόρτε της δουλειάς, κατά τη στιγμή ή κατά την περίοδο που μια δουλειά ή μια υπόθεση βρίσκεται στο κρίσιμο για την ολοκλήρωσή της σημείο ή στο πιο αποδοτικό σημείο της, τότε που υπάρχει μεγάλη ένταση, κίνηση, πάρε δώσε: «πέρασε κατά τις δώδεκα απ’ το μαγαζί, αλλά ήμουν πάνω στο φόρτε της δουλειάς και του ’πα να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να τα πούμε σαν άνθρωποι»·
- παπατζίδικη δουλειά ή παπατζίδικες δουλειές, δουλειά ύποπτη, παράνομη: «ένας έντιμος άνθρωπος δεν μπλέκεται ποτέ με παπατζίδικες δουλειές»· βλ. και λ. παπατζής·
- παράγινε η δουλειά! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του: «παράγινε η δουλειά να καλύπτω τις κοπάνες σου! || παράγινε η δουλειά να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με τις παρδαλές στα μπουζούκια!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ·
- παραμιλώ απ’ τη δουλειά, έχω τόσο πολλή δουλειά, που τα έχω χάσει, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «σ’ όλη την περίοδο των γιορτών παραμιλούσα απ’ τη δουλειά»·
- πασαλίδικη δουλειά ή πασαλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται ή διεκπεραιώνεται πολύ ξεκούραστα και μέσα σε ευχάριστο περιβάλλον: «τον βλέπεις πάντα ευδιάθετο και ξεκούραστο, γιατί δουλεύει σε μια πασαλίδικη δουλειά». Αναφορά στην άνετη ζωή του πασά·
- πασάρω τη δουλειά, α. μεταβιβάζω μια δουλειά ή μια υπόθεση, την παραχωρώ για διάφορους λόγους σε κάποιον άλλον: «όταν τα βρίσκει μπαστούνια, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον || όταν είναι πολύ απασχολημένος, πασάρει τη δουλειά σ’ άλλον». β. αναθέτω εργασία σε κάποιον με όχι διαφανείς διαδικασίες, αναθέτω εργασία χατιρικά σε κάποιον: «είχε κάποιο φίλο βουλευτή που του πάσαρε τη δουλειά»·
- παστρική δουλειά ή παστρικές δουλειές, α. δουλειά ή υπόθεση που συζητιέται ή συμφωνείται με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα και δεν παρουσιάζει δυσάρεστες εκπλήξεις ή υπαναχωρήσεις κατά την εξέλιξή της, καθαρή δουλειά: «αυτό που μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο, είναι που θέλει να κάνει πάντα παστρικές δουλειές». (Λαϊκό τραγούδι: παστρικές δουλειές δεν φτιάνεις, άλλα μου λες κι άλλα μου κάνεις, μου τη σκας κι αλλού γυρίζεις κι αποδώ δε χαμπαρίζεις). β. επιχείρηση  που παρουσιάζεται καθαρή και νοικοκυρεμένη: «δουλεύει σε μια παστρική δουλειά». γ. δουλειά που είναι τίμια: «δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, γιατί είναι παστρική δουλειά». δ. δουλειά που διεκπεραιώνεται σε άνετο, υγιεινό και ευπρεπισμένο περιβάλλον: «οι τραπεζικοί έχουν απ’ τις πιο παστρικές δουλειές». ε. τεχνική εργασία που προτείνεται ή παραδίδεται σε κάποιον με μεθοδικότητα και με όλες τις σωστές προδιαγραφές: «χρόνια είχαν να μου παρουσιάσουν τόσο παστρική δουλειά»·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, εργάζομαι πολύ εντατικά, πολύ σκληρά: «όλη τη μέρα πατάει σκληρή δουλειά, γιατί έχει να θρέψει πέντε στόματα»·
- πάτωσε η δουλειά, η δουλειά, εμπορική ή τεχνική, δεν παρουσιάζει καμιά εξέλιξη, βρίσκεται σε στασιμότητα: «απ’ τη μια οι απεργίες, απ’ την άλλη οι καταλήψεις, ήρθε και πάτωσε η δουλειά»·
- πεθαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πεθαμενατζίδικη δουλειά ή πεθαμενατζίδικες δουλειές, α. δουλειά που είναι επιφορτισμένη με την ταφή των νεκρών, το γραφείο κηδειών ή το γραφείο τελετών, όπως καθιερώθηκε να λέγεται από τη δεκαετία του 1960: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά, κι εδώ ταιριάζει απόλυτα αυτό που λένε, ο θάνατός σου η ζωή μου». β. επιχείρηση χωρίς διόλου προοπτική κέρδους ή εξέλιξης, που βρίσκεται σε πλήρη απραξία, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας: «έχει μια πεθαμενατζίδικη δουλειά κι έχει ταράξει τον κόσμο στα δανεικά». γ. βαρετή δουλειά, που δεν απαιτεί ενεργητικότητα, ευελιξία: «τι περιμένεις από άνθρωπο που έκανε τόσα χρόνια πεθαμενατζίδικη δουλειά, μπορεί να προκόψει στην αγορά;»·
- περπατά η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «όταν υπάρχει εργασιακή και κοινωνική ηρεμία περπατά η δουλειά»·
- πεταμένη δουλειά, α. εργασία που έγινε άσκοπα ή που έγινε πολύ κακότεχνη: «τόση κούραση για πεταμένη δουλειά || τι πεταμένη δουλειά είναι αυτή που μου ’κανες;». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση εντελώς ασήμαντη, εντελώς ανάξια λόγου: «έχει μια πεταμένη δουλειά και μας κάνει το βιομήχανο»·
- πέφτει σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πέφτει σκυλίσια δουλειά·
- πέφτει σκυλίσια δουλειά, συνήθως η εργασία είναι πολύ σκληρή, γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «δε μένει κανείς για πολύ καιρό σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί πέφτει σκυλίσια δουλειά»·
- πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω εντατικά, αφοσιώνομαι στη δουλειά: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεκουράσει τον πατέρα του»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πέφτω μονός διπλός στη δουλειά, επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις για να τελειώσω μια δουλειά: «είχε μια ποινική ρήτρα κι έπεσε μονός διπλός στη δουλειά για να την παραδώσει στην ημερομηνία που έπρεπε»·
- πήγε αμόντε η δουλειά, έγινε άδικα, ανώφελα: «τόσος κόπος για να την τελειώσω και πήγε αμόντε η δουλειά»·
- πηδιέμαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- πήζω απ’ τη δουλειά ή πήζω στη δουλειά, δουλεύω τόσο πολύ, έχω τόσο πολλή δουλειά, που μου προκαλεί ψυχική δυσφορία: «έχω τέτοια δουλειά, που το μισό χρόνο κάθομαι, αλλά τον άλλο μισό πήζω στη δουλειά»·
- πιάνω δουλειά, α. βρίσκω θέση εργασίας, αρχίζω να εργάζομαι: «είχε ένα γνωστό στο υπουργείο κι έπιασε δουλειά ως δασοφύλακας». β. ξεκινάω την ημερήσια εργασία μου: «κάθε μέρα πιάνω δουλειά στις εφτά το πρωί»·
- πιασάδικη δουλειά ή πιασάδικες δουλειές, βλ. φρ. πιασάρικη δουλειά·
- πιασάρικη δουλειά ή πιασάρικες δουλειές, α. δουλειά που σίγουρα θα αποφέρει κέρδος: «ασχολείται μόνο με πιασάρικες δουλειές». β. δουλειά, ιδίως θέση εργασίας στο δημόσιο, όπου αυτός που την κατέχει είναι εκτεθειμένος στη δωροδοκία: «είναι σε μια πιασάρικη δουλειά στο υπουργείο συγκοινωνιών και μέσα σε δυο χρόνια έχει χτίσει ολόκληρη βίλα»·
- πλακώνομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- πλακώνω τη δουλειά, ασχολούμαι μαζί της εντατικά: «μόλις πλάκωσα τη δουλειά, μέσα σε λίγες ώρες την είχα τελειώσει»·
- πλάκωσε δουλειά, α. παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη εμπορική κίνηση: «σε μια περίοδο που κανονικά θα ’πρεπε να χτυπάμε μύγες, πλάκωσε δουλειά». β. παρατηρείται αιφνίδια αυξημένη προσέλευση πελατών σ’ ένα εμπορικό κατάστημα; «όλο το πρωί δεν είχε πατήσει άνθρωπος στο μαγαζί, προς το μεσημέρι όμως πλάκωσε δουλειά»·
- πληκτική δουλειά, βλ. φρ. ανιαρή δουλειά·
- πνίγεται στη δουλειά! ή πνίγηκε στη δουλειά! βλ. συνηθέστ. σκοτώνεται στη δουλειά(!)·
- πνίγομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «κάθε καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, πνίγομαι στη δουλειά»·
- ποδαράτη δουλειά ή ποδαράτες δουλειές, βλ. φρ. δουλειά στο πόδι·
- πού γίνεται η δουλειά! ποιο είναι το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο παρουσιάζεται η δυσκολία, το εμπόδιο στη δουλειά ή στην υπόθεση που μου αναφέρεις: «μου μιλάς τόση ώρα για δυσκολίες και προβλήματα και δε μου ’πες ακόμα πού συγκεκριμένα γίνεται η δουλειά!»·
- πού θα πάει αυτή η δουλειά; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «πού θα πάει αυτή η δουλειά, να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τριγυρνάς με τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτή η δουλειά, κάθε μεσημέρι, την ώρα που θέλω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει αυτή η κατάσταση; / πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·        
- πού την πας τη δουλειά! ποιος είναι ο σκοπός σου, τι επιδιώκεις, μέχρι πού είσαι διατεθειμένος να φτάσεις: «πού την πας τη δουλειά και συμπεριφέρεσαι ξαφνικά με τόσο απαράδεκτο τρόπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε ακολουθεί το μπορείς να μου πεις·
- πούστικη δουλειά ή πούστικες δουλειές, α. εργασία ή υπόθεση που παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και για το λόγο αυτό, δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «μπλέχτηκα χωρίς να το καταλάβω με μια πούστικη δουλειά και τόσο καιρό δεν μπορώ να ξεμπλέξω». β. δουλειά ή υπόθεση που δε διακρίνεται για τη διαφάνειά της: «αν θέλεις να κάνουμε συνεταιρισμό, θα τα βάλουμε όλα επί τάπητος, γιατί δε μ’ αρέσουν οι πούστικες δουλειές». γ. υπόθεση ή κατάσταση που ενδέχεται να είναι επικίνδυνη, να εκθέσει δημοσίως αυτόν που συμμετέχει: «δεν μπλέκομαι σε πούστικες δουλειές, γιατί θέλω να ’χω το κεφάλι μου ήσυχο || δεν μπερδεύομαι με πούστικες δουλειές, γιατί έχω κακιά πείρα». δ. ύπουλη συμπεριφορά: «είμαστε χρόνια φίλοι και δεν περίμενα από σένα τέτοια πούστικη δουλειά»·
- πουτανιάρικη δουλειά ή πουτανιάρικες δουλειές, δουλειά που είναι στημένη με έξυπνο, με εντυπωσιακό τρόπο, που προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, άσχετα αν αξίζει ή όχι: «είναι μάνα στο να στήνει πουτανιάρικες δουλειές»·
- πουτανίστικη δουλειά ή πουτανίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- πρόκοψε η δουλειά, εξελίχθηκε με επιτυχία, πέτυχε απόλυτα και αποδίδει οικονομικά: «έβαλε όλα τα δυνατά του κι όλες τις γνώσεις του, ώσπου στο τέλος πρόκοψε η δουλειά»· βλ. και φρ. την πρόκοψε τη δουλειά(!)·
- πρόκοψε στη δουλειά, πέτυχε οικονομικά ή επαγγελματικά: «απ’ τη στιγμή που άφησε τις κακές παρέες, πρόκοψε στη δουλειά»·
- πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά, πρόλαβα λίγο πριν πραγματοποιηθεί κάτι τελεσίδικα, ιδίως κάτι κακό: «του την είχαν στημένη να υπογράψει ένα συμβόλαιο που δεν τον συνέφερε καθόλου, αλλά ευτυχώς πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά και γλίτωσε ο άνθρωπος»·
- πρόλαβα στο τσαφ τη δουλειά, βλ. φρ. πρόλαβα στο τσακ τη δουλειά·
- προσεγμένη δουλειά ή προσεγμένες δουλειές, τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε με φροντίδα, προσοχή και υπευθυνότητα: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα στ’ αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό γιατί κάνει προσεγμένη δουλειά»·
- πρόσεχε μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε μην την πάθεις τη δουλειά, προτροπή σε κάποιον να είναι προσεκτικός σε κάποια ενέργειά του, για να μην πάθει κάποια σοβαρή ζημιά: «τον τελευταίο καιρό βλέπω πως κάνεις παρέα με κάτι αλήτες, γι’ αυτό, πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά». Το υπονοούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι να προσέχει να ην υποστεί τη σεξουαλική πράξη·
- προσωπική δουλειά, επιχείρηση ή υπόθεση που ανήκει σε ένα μόνο άτομο ή αναφέρεται στην ιδιωτική του ζωή: «όλο αυτό το συγκρότημα είναι προσωπική δουλειά του τάδε || έχει μάθει να μη μπλέκεται στις προσωπικές δουλειές των άλλων»·
- προσωπική σου δουλειά, βλ. λ. δική σου δουλειά·
- πρόχειρη δουλειά ή πρόχειρες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που γίνεται βιαστικά και χωρίς σκέψη, η προχειροδουλειά: «διέκοψα κάθε συνεργασία μαζί του, γιατί μου παρέδιδε συνέχεια πρόχειρες δουλειές». β. δουλειά εμπορική ή τεχνική, που δεν αποσκοπεί στο κέρδος, αλλά στην προσωπική απασχόληση: «απ’ τον καιρό που βγήκε στη σύνταξη έστησε μια πρόχειρη δουλειά για να περνάει την ώρα του»·
- προχωράει η δουλειά, εξελίσσεται ομαλά, εξελίσσεται κανονικά, οδεύει προς το τέρμα της: «παρά τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, προχωράει η δουλειά || παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω με τους εργάτες, προχωράει η δουλειά»·
- προχωρώ τη δουλειά, τη διεκπεραιώνω ομαλά, κανονικά: «παρά τη χρηματική στενότητα που αντιμετωπίζω, προχωρώ τη δουλειά, μη στενοχωριέσαι»·
- πώς πάει η δουλειά; ή πώς πάν’ οι δουλειές; ερώτηση ενδιαφέροντος από κάποιον για την πορεία της δουλειάς μας, των εργασιών μας. (Λαϊκό τραγούδι: γεια σας φίλοι, τι χαμπάρια, δε μου λέτε πώς περνάτε, πώς πηγαίνουν οι δουλειές σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;
- πώς τη βλέπεις τη δουλειά; λέγεται με επιθετική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά: «πώς τη βλέπεις τη δουλειά; Αν θέλεις να πλακωθούμε στο ξύλο, πολύ ευχαρίστως»·
- πώς την είδες τη δουλειά; α. τι νομίζεις, τι φαντάζεσαι, ποια είναι η γνώμη σου για τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή για τη συγκεκριμένη υπόθεση(;): «για πες μου εσύ που τον ξέρεις, απ’ αυτά που είπε πώς την είδες τη δουλειά, θα με βοηθήσει; || εσύ που τους ξέρεις καλά, πώς την είδες τη δουλειά; Θα ξαναγαπήσουν ή το πηγαίνουν για χωρισμό;». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται επιθετικά: «πώς την είδες τη δουλειά, νομίζεις πως σε φοβάμαι;»·
- πώς την ψάχνεις τη δουλειά; βλ. φρ. πώς τη βλέπεις τη δουλειά(;)·  
- ράβε ξύλωνε, δουλειά να μη σου λείπει, λέγεται γι’ αυτούς που επανέρχονται μάταια στην ίδια ασχολία·
- ραχατλίδικη δουλειά ή ραχατλίδικες δουλειές, δουλειά που γίνεται με απεριόριστη άνεση, που διεκπεραιώνεται χωρίς καθόλου βιασύνη ή χωρίς καθόλου πίεση: «κάθε βράδυ μας έρχεται ξεκούραστος, γιατί δουλεύει σε μια ραχατλίδικη δουλειά»·
- ρέβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- ρεγουλαρισμένη δουλειά, επιχείρηση που λειτουργεί ομαλά, χωρίς προβλήματα, που λειτουργεί απρόσκοπτα, ή εργασία σχεδιασμένη πάνω σε σωστές βάσεις και γι’ αυτό αποτελεσματική, αποδοτική, σταθερή: «όποτε θέλει, ταξιδεύει στο εξωτερικό, γιατί έχει μια ρεγουλαρισμένη δουλειά και δε φοβάται μήπως του δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα»·
- ρισκάρω τη δουλειά, τη διακινδυνεύω με κάποιο παράτολμο εγχείρημά μου: «οι  καιροί είναι δύσκολοι, γι’ αυτό δε ρισκάρω τη δουλειά με νέα ανοίγματα στην αγορά»·
- ρίχνει σκυλίσια δουλειά, δουλεύει πολύ σκληρά, δουλεύει μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όλη τη μέρα ρίχνει σκυλίσια δουλειά στα λατομεία για να θρέψει την οικογένειά του»·
- ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά·
- ρίχνω δουλειά ή ρίχνω σκληρή δουλειά, βλ. φρ. πατώ δουλειά·
- ρίχνω έξω τη δουλειά ή ρίχνω τη δουλειά έξω, τη χρεοκοπώ: «είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και στις διασκεδάσεις κι έριξε έξω τη δουλειά»·
- ρίχνω λεφτά στη δουλειά, επενδύω χρήματα σε μια εργασία ή επιχείρηση: «αν δεν έριχνε λεφτά στη δουλειά ο φίλος του, θα χρεοκοπούσε»·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά, ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά στη δουλειά: «πρέπει να μαζέψω ορισμένα χρήματα για το γάμο της κόρης μου, γι’ αυτό έριξα όλο το βάρος μου στη δουλειά»·
- ρίχνω πίσω τη δουλειά, την αναβάλλω, την καθυστερώ: «επειδή δεν του πλήρωσαν την προκαταβολή που συμφώνησαν, έριξε πίσω τη δουλειά»·
- ρολάρει η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση εξελίσσεται αργά, αλλά ομαλά: «στην αρχή είχε πολλά προβλήματα, αλλά τώρα άρχισε να ρολάρει η δουλειά»·
- ρουτινιάρικη δουλειά ή ρουτινιάρικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. δουλειά ρουτίνας·
- ρουφιάνα δουλειά, βλ. συνηθέστ. πούστικη δουλειά·
- σακατεύομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σακουλεύομαι τη δουλειά, βλ. συνηθέστ. παίρνω πρέφα τη δουλειά·
- σαματατζίδικη δουλειά ή σαματατζίδικες δουλειές, α. δουλειά ή εργασία που κατά την εκτέλεσή της προκαλεί μεγάλο θόρυβο ή φασαρία: «έχω δίπλα στο σπίτι μου ένα μηχανουργείο και δεν μπορείς να φανταστείς τι τραβάω, γιατί δεν υπάρχει πιο σαματατζίδικη δουλειά!». β. δουλειά, ιδίως εμπορική, που έχει να κάνει με πολύ κόσμο: «αν δουλέψεις κι εσύ σε σούπερ μάρκετ, θα καταλάβεις πόσο σαματατζίδικη δουλειά είναι, ιδίως το Σάββατο»·
- σε δουλειά να βρισκόμαστε, α. ανώφελη απασχόληση, που δεν είναι αναγκαία, αλλά που γίνεται μόνο και μόνο να σκοτώνει κανείς την ώρα του: «άρχισα να βάφω πάλι τα κάγκελα της αυλής μου, σε δουλειά να βρισκόμαστε». β. λόγια, κουβεντολόι χωρίς ουσία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, που γίνεται μόνο και μόνο για να περνάει η ώρα: «απορείς κι εσύ τι λέμε τόση ώρα, σε δουλειά να βρισκόμαστε». γ. λέγεται με δυσφορία στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώνεται να κάνει κάτι που του είναι ανεπιθύμητο ή που το κρίνει ανώφελο: «μ’ έβαλε να ελέγξω για τρίτη φορά τα τιμολόγια, σε δουλειά να βρισκόμαστε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ή το έτσι ή το μόνο και μόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! βλ. φρ. σπουδαία δουλειά(!)·
- σιγουρεύω τη δουλειά, εξασφαλίζω μια δουλειά ή μια υπόθεση από τυχόν κινδύνους: «πριν υπογράψω το συμβόλαιο, το δίνω πρώτα στο δικηγόρο μου να το ελέγξει για να σιγουρέψω τη δουλειά»·
- σκάλωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο ή κάποια δυσκολία κι έπαψε να εξελίσσεται προσωρινά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες μου λείπουν πολλοί εργάτες, γι’ αυτό σκάλωσε η δουλειά»·
- σκαμπανεβάζει η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, δεν έχει σταθερή εμπορική κίνηση, άλλοτε παρατηρείται αυξημένη εμπορική κίνηση και άλλοτε όχι: «δεν μπορώ να υπολογίσω σωστά τις παραγγελίες που πρέπει να κάνω, γιατί τον τελευταίο καιρό σκαμπανεβάζει η δουλειά»·
- σκάρτη δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική που έγινε με προχειρότητα και για το λόγο αυτό είναι ελαττωματική: «αν έβλεπες τα σχέδια, ακόμη κι εσύ που είσαι άσχετος θα καταλάβαινες πόσο σκάρτη δουλειά είχε κάνει»·
- σκαρφίζομαι μια δουλειά, επινοώ, εφευρίσκω μια δουλειά: «κάθε τόσο σκαρφίζεται  και μια δουλειά για να τα κονομήσει»·
- σκαρώνω μια δουλειά, οργανώνω μια ευκαιριακή επιχείρηση, ιδίως παράνομη: «έμαθα πως ο τάδε σκαρώνει μια δουλειά, που έχει καλή κονόμα».(Λαϊκό τραγούδι: δυο κουτσαβάκια πιάσανε στο καπηλειό του Ντάλα, γιατί σκαρώσανε δουλειές αχ, και πράματα μεγάλα)· βλ. και φρ. του σκαρώνω μια δουλειά ·
- σκατά δουλειά! ήταν ψέμα πως υπάρχει δουλειά, πως υπάρχει εργασία, ήταν ψεύτικη η υπόσχεση ή η διάδοση πως θα δοθούν θέσεις εργασίας: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε νέες θέσεις εργασίας, αλλά μέχρι τώρα σκατά  δουλειά! || ήθελε να τα φτιάξει με την αδερφή μου και μου υποσχόταν μια θέση στο εργοστάσιό του, αλλά, όταν έφαγε απ’ αυτή τη χυλόπιτα, εγώ σκατά δουλειά!»·
- σκατατζίδικη δουλειά, δουλειά σχετική με τις εκκενώσεις βόθρων: «αφού γέμισε ο βόθρος του σπιτιού σου, θα βρεις κάποιον που έχει σκατατζίδικη δουλειά για να στον αδειάσει»·
- σκατένια δουλειά, α. εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά και, κατ’ επέκταση, πρόχειρα: «αν μου ξαναφέρεις τέτοια σκατένια δουλειά, θα στη φέρω στη μάπα». β. δουλειά, ιδίως τεχνική, που μας δημιουργεί πολλά δυσάρεστα προβλήματα: «έχει μπλέξει με μια σκατένια δουλειά και τραβάει τα μαλλιά του»·
- σκατιάρικη δουλειά, επιχείρηση ασήμαντη, ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει κι αυτός μια σκατιάρικη δουλειά και φαντάζεται πως είναι βιομήχανος»·
- σκάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε στασιμότητα και κατ’ επέκταση, απέτυχε: «δεν είχε το νου του στην επιχείρηση, γι’ αυτό σκάτωσε η δουλειά»·
- σκεπάζω τη δουλειά, αποσιωπώ, συγκαλύπτω ένοχη, επιλήψιμη ή παράνομη πράξη: «είναι τελευταία φορά που σκεπάζω τη δουλειά, γιατί στο εξής θα αναφέρω στη διεύθυνση κάθε παράβασή σου»·
- σκίζομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «έχω ένα μπαράκι στο τάδε νησί και κάθε καλοκαίρι σκίζομαι στη δουλειά»·
- σκιτζίδικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε χωρίς τέχνη, που έγινε με προχειρότητα, με αδεξιότητα: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί μου κάνει συνέχεια σκιτζίδικη δουλειά»·
- σκληρή δουλειά, εργασία κοπιαστική, επίπονη: «είναι πολύ σκληρή δουλειά να δουλεύεις στα νταμάρια»·
- σκόνταψε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, συνάντησε κάποιο εμπόδιο, κάποια δυσκολία κι έπαψε προσωρινά  να εξελίσσεται: «θα ξεκινούσα αύριο με τα συνεργεία, αλλά σκόνταψε η δουλειά στην πολεοδομία»·
- σκόρπισε η δουλειά, η δουλειά, ιδίως εμπορική, απέτυχε εντελώς, διαλύθηκε, χρεοκόπησε: «απ’ τη στιγμή που είχε το μυαλό του όλο στα γλέντια, σκόρπισε η δουλειά»·
- σκοτεινή δουλειά ή σκοτεινές δουλειές, εργασία ή υπόθεση ύποπτη, παράνομη: «κάνει σκοτεινές δουλειές και κανένας δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι || απ’ τη στιγμή που έχει επέμβει ο εισαγγελέας, θα πρέπει να είναι πολύ σκοτεινή δουλειά»·
- σκοτώνεται στη δουλειά! ή σκοτώθηκε στη δουλειά! ειρωνική έκφραση αμφισβήτησης σε άτομο που υποστηρίζει πως, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει πολύ δουλειά ή εργάζεται πάρα πολύ σκληρά: «ο τάδε δουλεύει απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. -Σκοτώνεται στη δουλειά! Εγώ, πάντως, τον βλέπω συνέχεια αραχτό στο μπαράκι». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το ναι ρε ή το σιγά ρε·
- σκοτωμένη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που ανέλαβε να τη φέρει κάποιος σε πέρας έναντι μηδαμινής αμοιβής, έναντι ελάχιστου κέρδους: «πήρα μια σκοτωμένη δουλειά, μόνο και μόνο για να μην κάθεται το προσωπικό μου»·
- σκοτώνομαι στη δουλειά, κουράζομαι υπερβολικά στην τεχνική ή εμπορική δουλειά που κάνω, καταβάλλομαι, καταπονούμαι, είτε γιατί είναι πολύ κοπιαστική είτε γιατί υπάρχει τόση κίνηση, που εργάζομαι συνεχώς, γενικά εργάζομαι εξαντλητικά: «δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ κι όλη τη βδομάδα σκοτώνεται στη δουλειά || απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά, γιατί θέλει να ξεχρεώσει ένα διαμερισματάκι που αγόρασε»·
- σκυλίσια δουλειά, πολύ σκληρή δουλειά, που γίνεται μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε δούλεψε λιμενεργάτης, δεν μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει σκυλίσια δουλειά»·
- σουτάρισε η δουλειά, απέτυχε, χρεοκόπησε: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται, σουτάρισε η δουλειά»·
- σπάτσα η δουλειά, τέλειωσε η δουλειά, διεκπεραιώθηκε η υπόθεση: «τι έγινε με κείνο που σου ’χα αναθέσει; -Σπάτσα η δουλειά». Το σπάτσα, συγκοπή του ρ. σπατσάρω·
- σπατσάρω απ’ τη δουλειά, τελειώνω από τη δουλειά όπου εργάζομαι, σχολνώ: «θα ’ρθω να σε βρω κατά τις τέσσερις που σπατσάρω απ’ τη δουλειά»·
- σπατσάρω τη δουλειά, τελειώνω, περατώνω, διεκπεραιώνω μια εργασία ή μια υπόθεση: «σε δυο βδομάδες υπολογίζω να σπατσάρω τη δουλειά»·
- σπάω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- σπέσιαλ δουλειά, α. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση οργανωμένη πάνω σε σωστές προδιαγραφές, η οποία αμείβει ικανοποιητικά όλους όσοι απασχολούνται σε αυτή: «είμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω σε μια σπέσιαλ δουλειά». β. εργασία, ιδίως τεχνική, που εντυπωσιάζει με την πληρότητα ή την αρτιότητά της, που είναι γενικά αποδεκτή: «μου παρέδωσε μια πολύ σπέσιαλ δουλειά»·
- σπιτικές δουλειές, βλ. φρ. δουλειές του σπιτιού·
- σπουδαία δουλειά! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή κάποια υπόθεση: «αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που είναι να κουμαντάρεις ολόκληρο περίπτερο; -Σπουδαία δουλειά! || ξέρεις τι δύσκολη δουλειά που ήταν να τους τα συμβιβάσω; -Σπουδαία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι, μωρέ ή το σιγά, μωρέ κι άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ ή με το ρε. Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία τα λάχανα / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα(!)·
- σπουδαία δουλειά, βλ. συνηθέστ. σπέσιαλ δουλειά·
- σταμάτησε η δουλειά, έπαψε να προοδεύει, να εξελίσσεται, βρίσκεται σε στασιμότητα για διάφορους λόγους: «απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν λεφτά σταμάτησε η δουλειά || μετά την κατάληψη του εργοστασίου απ’ τους εργάτες, σταμάτησε η δουλειά»·
- σταματώ απ’ τη δουλειά, διακόπτω την εργασία μου μετά από τη συμπλήρωση του εργασιακού ωραρίου: «κάθε μέρα σταματώ απ’ τη δουλειά μου στις τέσσερις τ’ απόγευμα»·
- σταματώ τη δουλειά, για διάφορους λόγους διακόπτω προσωρινά την εργασία που έχω αναλάβει: «επειδή δε μου ’δινε λεφτά ν’ αγοράσω τα υλικά, σταμάτησα τη δουλειά και θα τη συνεχίσω αργότερα»·
- σταντάρω τη δουλειά, α. επιβεβαιώνω τους όρους συμφωνίας της, τη σιγουρεύω: «αν δε σταντάρω πρώτα τη δουλειά, δεν αρχίζω καμιά εργασία». β. υπολογίζω προσεχτικά τις δυσκολίες ή τις ιδιαιτερότητες που τυχόν έχει: «έχει μαζέψει τους συμβούλους του και σταντάρει τη δουλειά που του έχουν προτείνει»·
- στενάχωρη δουλειά, δουλειά ή εργασία που προκαλεί στενοχώρια: «οπωσδήποτε η δουλειά σ’ ένα γραφείο κηδειών είναι στενάχωρη δουλειά»·
- στήνω μια δουλειά, βλ. φρ. μοντάρω μια δουλειά· βλ. και φρ. του στήνω μια δουλειά·
- στραβώνομαι απ’ τη δουλειά ή στραβώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι με εργασία, ιδίως χειροτεχνική, που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, ή ασχολούμαι με εργασία κάτω από όχι ικανοποιητικό φωτισμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρή κούραση στα μάτια μου: «είναι μοδίστρα και όλη μέρα στραβώνεται στη δουλειά || στραβώθηκα απ’ τη δουλειά που κάνω, γιατί στο τούνελ που δουλεύω χρησιμοποιούμε για φωτισμό γκαζόλαμπες»·
- στράβωσε η δουλειά, ενώ εξελισσόταν ομαλά, συνάντησε κάποιο εμπόδιο και άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα: «πώς να μη στραβώσει η δουλειά μ’ όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται κάθε μέρα!»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά, αναγκάζομαι να δουλέψω εντατικά ή δουλεύω εντατικά: «επειδή είχε πολλές παραγγελίες, στριμώχτηκε στη δουλειά για να προλάβει να τις παραδώσει όλες || δουλεύει σ’ ένα σούπερ μάρκετ και ειδικά κάθε Σάββατο στριμώχνεται στη δουλειά»·
- στριμώχνομαι στη δουλειά μου, αντιμετωπίζω προβλήματα, ιδίως οικονομικά: «μην του ζητήσεις δανεικά, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τον τελευταίο καιρό στριμώχνεται στη δουλειά του»·
- στρωμένη δουλειά, βλ. φρ. βρήκε στρωμένη δουλειά·
- στρώνομαι στη δουλειά, αρχίζω να δουλεύω ή να ασχολούμαι με κάτι συστηματικά και μεθοδικά: «στρώθηκε στη δουλειά για να ξεχρεώσει τ’ αυτοκίνητο που πήρε || μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, στρώθηκε στη δουλειά για ν’ αγοράσει αυτοκίνητο»·
- στρώνω τη δουλειά, κάνω τις ενδεδειγμένες ενέργειες για να φέρω μια δουλειά ή μια επιχείρηση σε ομαλή εξέλιξη ή λειτουργία: «επειδή είναι ειδικός στην οργάνωση επιχειρήσεων, του ανέθεσαν να στρώσει τη δουλειά»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. φρ. στρώνομαι στη δουλειά·
- στρωτή δουλειά, εμπορική κυρίως επιχείρηση που εξελίσσεται ομαλά, κανονικά: «αλίμονο από μας, γιατί αυτός έχει στρωτή δουλειά και δεν έχει σκοτούρες στο κεφάλι του»·
- συγκεντρώνομαι στη δουλειά, αφοσιώνομαι απερίσπαστος στη δουλειά που κάνω: «όταν συγκεντρώνεται στη δουλειά, δε σηκώνει κεφάλι, ο κόσμος να χαλάσει!»·
- συμμαζεμένη δουλειά, βλ. φρ. νοικοκυρεμένη δουλειά·
- σωστή δουλειά ή σωστές δουλειές, α. επιχείρηση ή εργασία, ιδίως τεχνική, που έγινε με τις σωστές προδιαγραφές: «μπορεί να μην είναι μεγάλη επιχείρηση, αλλά είναι σωστή δουλειά || τώρα μάλιστα, μου ’κανες σωστή δουλειά, κι όχι όπως την άλλη φορά, που ήταν για πέταμα ». β. δουλειά ή υπόθεση που συζητήθηκε ή συμφωνήθηκε με ειλικρίνεια και με διαφανείς διαδικασίες: «αν θέλεις να συνεργαστούμε, θα κάνουμε σωστές δουλειές για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο»·
- τα καταφέρνω στη δουλειά, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς με την οποία ασχολούμαι: «παρόλο που είναι καινούριος, τα καταφέρνει στη δουλειά». Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση μετά το ρ. ακολουθεί το μια χαρά και πιο σπάνια η φρ. κλείνει με το μια χαρά ·
- τα μυστικά της δουλειάς, η γνώση γύρω από μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα, που δεν πρέπει να γίνεται γνωστή, ιδίως στους ανταγωνιστές: «δε θα σου πω πώς ακριβώς το κάνω, γιατί είναι τα μυστικά της δουλειάς»·
- τα ρούχα της δουλειάς, τα ρούχα που φορούν οι εργάτες, οι μηχανικοί αυτοκινήτων και άλλοι που ασχολούνται σε χειρονακτικές εργασίες: «τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάσπες || τα ρούχα της δουλειάς του ήταν γεμάτα λάδια». (Λαϊκό τραγούδι: δε θαμπώνομαι, χρυσάφια κι αν φοράς, κι ας με βλέπεις με τα ρούχα της δουλειάς, ας είν’ καλά τα μπράτσα μου, η λεβεντιά, τα νιάτα μου
- τα στάνταρ της δουλειάς, τα σταθερά, τα σίγουρα, τα συνηθισμένα που χρειάζονται σε μια δουλειά ή εργασία: «δεν μπορώ να σου βγάλω κοστολόγιο, αν δεν έχω τα στάνταρ της δουλειάς»·
- τα τυχερά της δουλειάς, διάφορα επιπλέον ωφελήματα κάποιου από τη δουλειά του, το επάγγελμά του, ιδίως αυτά που έχουν σχέση με τη γυναίκα ή τα ερωτικά: «δουλεύει σ’ ένα ξενοδοχείο και κάθε τόσο βγάζει καινούρια γκόμενα. Τα τυχερά της δουλειάς, βλέπεις». Συνών. τα τυχερά του επαγγέλματος·
- τέλεια δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη, όρεξη και μεράκι: «αυτός ο μηχανικός σου παραδίδει πάντοτε τέλεια δουλειά»·
- τελειωμένη δουλειά, υπόθεση που συμφωνήθηκε, που διεκπεραιώθηκε ή που είναι σίγουρο πως θα ολοκληρωθεί: «αφού είναι τελειωμένη δουλειά, ας δώσουμε τα χέρια || απ’ αυτή τη στιγμή δε θέλω να στενοχωριέσαι και πες πως είναι τελειωμένη δουλειά αυτό που σ’ ενδιαφέρει»·
- τελμάτωσε η δουλειά, περιήλθε σε αδιέξοδο, σε στασιμότητα: «μ’ όλες αυτές τις απεργίες τελμάτωσε η δουλειά»·
- τεμπέλικη δουλειά, δουλειά ξεκούραστη και χωρίς ευθύνες: «ένα κομματόσκυλο του κερατά ήταν και το κόμμα τον έβαλε σ’ αυτή την τεμπέλικη δουλειά, για να εξαργυρώσει τις αφίσες που είχε κολλήσει μέχρι τώρα»·
- τεχνητή δουλειά, υπόθεση που διαμορφώθηκε επιτήδεια, έξυπνα, με σκοπό να εξαπατήσει κάποιον: «όλος αυτός ο θόρυβος για την υποτίμηση δήθεν της δραχμής είναι τεχνητή δουλειά των κερδοσκόπων»·
- τεχνική δουλειά, α. εργασία, ιδίως κατασκευαστική ή επιδιορθωτική, που έγινε με μεράκι και τέχνη: «ο μηχανικός έκανε τεχνική δουλειά στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο». β. δουλειά που διεκπεραιώνεται από τεχνικό γραφείο: «ανέθεσε την τεχνική δουλειά σ’ ένα αρχιτεκτονικό γραφείο κι αυτός ανέλαβε όλες τις άλλες»·
- τζάμπα δουλειά, που έγινε χωρίς να αποφέρει κάποιο κέρδος ή όφελος, που έγινε μάταια ή που έγινε δωρεάν: «εγώ δεν κάνω ποτέ τζάμπα δουλειά»·
- τζαμπατζίδικη δουλειά ή τζαμπατζίδικες δουλειές, βλ. φρ. τζάμπα δουλειά·
- τζαναμπέτικη δουλειά ή τζαναμπέτικες δουλειές, εργασία, τεχνική ή κατασκευαστική, ή υπόθεση που έχει ή δημιουργεί πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: «έμπλεξα με μια τζαναμπέτικη δουλειά και δεν ξέρω πώς και πότε θα την τελειώσω»·
- τζίφος η δουλειά, (γενικά) η υπόθεση ή η δουλειά απέτυχε: «μας είχε υποσχεθεί πως θα έβαζε την υπογραφή του για να πάρουμε το δάνειο, αλλά την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και τζίφος η δουλειά»·
- τη βρήκαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη μάθαμε τη δουλειά! βλ. συνηθέστ. δεν είναι δουλειά αυτή(!)·
- τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε απ’ τη δουλειά, έφυγε χωρίς άδεια από τη δουλειά του: «έχει προβλήματα με τ’ αφεντικό του, γιατί χτες τη σκαπούλαρε απ’ τη δουλειά και τον πήρε χαμπάρι»·
- τη σκαπούλαρε τη δουλειά ή τη σκαπουλάρισε τη δουλειά, α. γλίτωσε από κάποιο κίνδυνο: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα χαντάκι, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά με μερικές γρατζουνιές». β. γλίτωσε από κάποια ανεπιθύμητη εργασία που ήθελε να του αναθέσει κάποιος: «ήθελε ο διευθυντής να του δώσει να ενημερώσει το βιβλίο ταμείου, αλλά τη σκαπούλαρε τη δουλειά, γιατί αναβλήθηκε ο έλεγχος»·
- τη σκάτωσα τη δουλειά, την οδήγησα σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «επιχείρησα να εφαρμόσω νέες μεθόδους και τη σκάτωσα τη δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια απ’ τη δουλειά, δεν πήγα, την έκανα κοπάνα: «την Κυριακή το βράδυ έγινα τύφλα στο μεθύσι, γι’ αυτό τη Δευτέρα την έκανα λαμόγια απ’ τη  δουλειά»·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, ανέλαβα μια εργασία με όχι διαφανείς διαδικασίες: «είχα ένα φίλο βουλευτή και την έκανα λαμόγια τη δουλειά»·
- (την) έκλεισα τη δουλειά, α. τη συμφώνησα: «μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις την έκλεισα τη δουλειά». β. τη χρεοκόπησα: «είχα πολύ κακή διαχείριση, γι’ αυτό την έκλεισα τη δουλειά». γ. έθεσα εκτός λειτουργίας μια επιχείρηση, ανέστειλα οριστικά τη λειτουργία μιας επιχείρησης: «απ’ τη στιγμή που δεν παρουσίαζε το παραμικρό κέρδος, την έκλεισα τη δουλειά»·
- την έπαθε τη δουλειά, α. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «δεν άκουγε τις συμβουλές μου να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα και την έπαθε τη δουλειά». β. (για γυναίκες) υπέστη τη σεξουαλική πράξη: «πίστεψε πως την αγαπούσε κι ένα βράδυ την έπαθε τη δουλειά»·
- την έψησα τη δουλειά, πέτυχα να την αναλάβω: «έκανα σκληρές διαπραγματεύσεις αλλά στο τέλος την έψησα τη δουλειά»·
- την έψησαν τη δουλειά, συμφώνησαν μια δουλειά ή μια υπόθεση στα κρυφά, χωρίς διαφανείς διαδικασίες: «μην ενδιαφέρεσαι άλλο για κείνη την εργολαβία, γιατί την έψησαν τη δουλειά οι κομματικοί παρατρεχάμενοι»·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι ξέρω, την κάνει τη δουλειά από μικρό παιδί»·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. φρ. κάνει τη δουλειά του (της)·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, κάνει μια δουλειά παρά τη θέλησή του, χωρίς όρεξη, σαν να κάνει αγγαρεία: «όταν του βάζουν να κάνει κάτι με το ζόρι, την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι»·
- την πήδηξα τη δουλειά, γλίτωσα από κάποιον κίνδυνο που είχε διαγραφεί: «το φορτηγό ερχόταν ίσια επάνω μου, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή έκανα ένα ζιγκ ζαγκ και την πήδηξα τη δουλειά»·
- την πρόκοψε τη δουλειά! (ειρωνικά) την οδήγησε σε αποτυχία, σε χρεοκοπία: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε τη διεύθυνση του εργοστασίου, την πρόκοψε τη δουλειά! || μια φορά είπα κι εγώ να του αναθέσω μια υπόθεση και την πρόκοψε τη δουλειά!»·
- την τρέχω τη δουλειά, δουλεύω εντατικά για να τελειώσω: «επειδή πλησιάζει η προθεσμία παράδοσης, την τρέχω τη δουλειά»·
- την τσίτωσε τη δουλειά, πέθανε, σκοτώθηκε: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητο του πάνω σ’ ένα τοίχο και την τσίτωσε τη δουλειά»·
- την τσόλιασε τη δουλειά, κουκούλωσε, σκέπασε μια δουλειά ή μια υπόθεση που ήταν παράνομη: «τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κλέβει, αλλά την τσόλιασε τη δουλειά ο θείος του ο βουλευτής και τη γλίτωσε»·
- της τη σκάρωσα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- της την έκανα τη δουλειά, (για γυναίκες) την ξεγέλασα και κατάφερα να της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «από δω την είχα, από κει την είχα, στο τέλος της την έκανα τη δουλειά»·
- της την έφτιαξα τη δουλειά, (για γυναίκες) βλ. συνηθέστ. της την έκανα τη δουλειά·
- τι δουλειά είν’ αυτή! ή τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά είν’ αυτή(!)·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! δεν υπάρχει απολύτως καμιά σχέση: «τι δουλειά έχει να κάνει αυτό που λέω ’γω μ’ αυτό που λες εσύ!»·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; λέγεται στην περίπτωση που πάμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους δυο εντελώς ανόμοια πράγματα·
- τι δουλειά έχεις εδώ; ποιος είναι ο λόγος της παρουσίας σου σε αυτό το χώρο που βρισκόμαστε; Όταν λέγεται υπό τύπον ελέγχου, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για πες μου·
- τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν; τι είδους δοσοληψίες έχεις μαζί του, ποιος είναι ο λόγος που τον συναναστρέφεσαι; Λέγεται συνήθως με επιθετική ή επιτιμητική διάθεση: «τι δουλειά έχεις μ’ αυτόν που δεν έχει ούτε κοινωνική ούτε επαγγελματική σχέση μαζί σου;»·
- τι δουλειά έχεις να..., βλ. φρ. δεν είναι δουλειά σου να(...)·
- τι δουλειά έχω εγώ, βλ. συνηθέστ. δεν έχω καμιά δουλειά εγώ·
- τι δουλειά κάνεις; ποιες είναι οι επαγγελματικές σου δραστηριότητες, ποιο είναι το επάγγελμα που ασκείς(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι δουλειά κάνεις;»·
- τι δουλειά κι αυτή! βλ. συνηθέστ. δουλειά κι αυτή(!)·
- τινάζω τη δουλειά στον αέρα, α. χρεοκοπώ μια επιχείρηση: «με τα ανοίγματα που έκανε, τίναξε τη δουλειά στον αέρα». β. φέρνω σε αδιέξοδο μια υπόθεση, γίνομαι αιτία να διαλυθεί μια συμφωνία: «είχε παράλογες απαιτήσεις και τίναξε τη δουλειά στον αέρα»·
- το ρίχνω στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με τη δουλειά, με την εργασία: «αποφάσισε ν’ αγοράσει αυτοκίνητο και το ’ριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. τον ρίχνω στη δουλειά ·
- το στρώνω στη δουλειά, βλ. φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον αλαλιάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον βάζω σε μια δουλειά, μεσολαβώ για να βρει εργασία ή τον διορίζω σε κάποια θέση εργασίας: «μόλις απολυθεί ο γιος σου απ’ το στρατό, έχω τον τρόπο να τον βάλω σε μια δουλειά»·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον ζουρλαίνω στη δουλειά,, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ζώνω στη δουλειά, τον εξαναγκάζω, τον υποχρεώνω να εργαστεί: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον έζωσε στη δουλειά»·
- τον κόβω απ’ τη δουλειά, τον απολύω: «επειδή όλη μέρα έκανε κοπάνα, τον έκοψα κι εγώ απ’ τη δουλειά»· βλ. και φρ. του κόβω τη δουλειά·
- τον κόβω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ματώνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεθεώνω στη δουλειά,, βλ. φρ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεκάνω στη δουλειά,  βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον ξεσκίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·    
- τον ξετινάζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·   
- τον πεθαίνω στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, εξοντωτικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον πέθανε στη δουλειά»·
- τον πήδηξα στη δουλειά, του ανέθεσα τόσο δύσκολη ή τόσο κοπιαστική εργασία, που τον εξάντλησα: «σε σένα μπορεί να μην είχε όρεξη να δουλέψει, αλλά μόλις ήρθε στο πόστο μου, τον πήδηξα στη δουλειά»·
- τον πλακώνω στη δουλειά, βλ. φρ. τον πνίγω στη δουλειά·
- τον πνίγω στη δουλειά, του δίνω πάρα πολλή δουλειά είτε ως φίλος ή πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή παραπονιόταν πως είχε κεσάτια, τον έπνιξα στη δουλειά || τον έπνιξε στη δουλειά τ’ αφεντικό και δεν μπορούσε να φύγει, αν δε την τελείωνε»·
- τον ρίχνω στη δουλειά, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ, ιδίως σε κάποια συμφωνία: «πήγε μεθυσμένος να υπογράψει τα συμβόλαια κι ο άλλος τον έριξε στη δουλειά»· βλ. και φρ. το ρίχνω στη δουλειά·
- τον σακατεύω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σαπίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σκοτώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον σταματώ απ’ τη δουλειά μου, τον παύω, τον απολύω: «έκανε συνέχεια κοπάνα, γι’ αυτό τον σταμάτησα απ’ τη δουλειά»·
- τον στέλνω στη δουλειά του, (ειρωνικά) τον διώχνω, τον απομακρύνω, αφού προηγουμένως τον έχω ξεγελάσει, τον εξαπάτησα: «του ’φαγαν όλα τα λεφτά στα ζάρια κι ύστερα τον έστειλαν στη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, του καημένου του Σωτήρη άιντε, του τη σκάσαν στο γεφύρι, και του πήραν τα λεφτά του και τον στείλαν στη δουλειά του
- τον στριμώχνω στη δουλειά, τον αναγκάζω, τον υποχρεώνω να δουλέψει: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, ο πατέρας του τον στρίμωξε στη δουλειά»·
- τον στρώνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον στριμώχνω στη δουλειά·
- τον ταράζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τεζάρω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρελαίνω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον τρόμαξε  η δουλειά, είναι εξαιρετικά εργατικός, είναι πολύ δουλευταράς: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισε να δουλέψει, τον τρόμαξε η δουλειά»·
- τον τσακίζω στη δουλειά, βλ. συνηθέστ.  τον πεθαίνω στη δουλειά·
- τον φοβήθηκε η δουλειά, βλ. φρ. τον τρόμαξε  η δουλειά·
- τον φορτώνω με δουλειά ή του φορτώνω δουλειά, δίνω σε κάποιον να διεκπεραιώσει πολλή εργασία, ιδίως τεχνική είτε ως πελάτης είτε ως εργοδότης: «επειδή κλαιγόταν πως δεν είχε δουλειά, τον φόρτωσα με δουλειά για δυο μήνες»· βλ. και φρ. του φορτώνω τη δουλειά·
- του αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα πρέκια στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα ράμματα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, τον υποχρεώνω να εργάζεται πολύ σκληρά, τον εξουθενώνω στη δουλειά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα βοηθό μου, του άλλαξα τα φώτα στη δουλειά»·
- του αλλάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του αλλάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του βγάζω το Χριστό στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ την πίστη στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον Ανανία στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του γαμώ τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά·
- του ’κανα τη δουλειά ή του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού πήγαινε να μου κάνει τον πονηρό, του την έκανα κι εγώ τη δουλειά και θα με θυμάται χρόνια»· βλ. και φρ. της την έκανα τη δουλειά·
- του καταφέρνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του κόβω τη δουλειά, α. του αφαιρώ, του παίρνω μέρος από τη δουλειά του, ιδίως ως ανταγωνιστής: «απ’ τη μέρα που έριξε κι ο άλλος παρόμοιο είδος στην αγορά, του ’κοψε τη δουλειά». β. εμποδίζω την ομαλή εξέλιξη της εργασίας κάποιου: «κάθε φορά που βάζει το καροτσάκι του μπροστά στη βιτρίνα του τάδε, οι πελάτες δεν μπορούν να δουν το εμπόρευμα και του κόβει τη δουλειά»·
- του παίζω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του πάω πίσω τη δουλειά, βλ. φρ. του ρίχνω πίσω τη δουλειά·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. φρ. του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά·
- του ρίχνω πίσω τη δουλειά, καθυστερώ τη δουλειά που μου είχε παραγγείλει κάποιος: «επειδή δε μου πλήρωσε τη δεύτερη δόση, του ’ριξα πίσω τη δουλειά»·
- του σκαρώνω μια δουλειά, δημιουργώ φάρσα ή δυσάρεστη κατάσταση σε βάρος του: «του σκάρωσαν μια δουλειά, που γέλασε μαζί του και το παρδαλό κατσίκι»·
- του σκάρωσα τη δουλειά ή του τη σκάρωσα τη δουλειά, τον κορόιδεψα, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «αφού ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, του τη σκάρωσα τη δουλειά με τον τρόπο μου και τώρα το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- του στήνω μια δουλειά, βλ. συνηθέστ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- του τελειώνω τη δουλειά, μεσολαβώ για να διεκπεραιωθεί κάποια υπόθεσή του: «μόλις του τελειώσω τη δουλειά που του υποσχέθηκα, θ’ ασχοληθώ και με το δικό σου πρόβλημα»·
- του την έκανα τη δουλειά, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα, του δημιούργησα πρόβλημα: «ήθελε να περνιέται πιο μάγκας από μένα, μέχρι που του την έκανα τη δουλειά και τώρα, όταν με βλέπει, αλλάζει δρόμο || αφού πάντα με κατηγορεί, του την έκανα τη δουλειά και τον κάρφωσα στο διευθυντή για τις κοπάνες που κάνει»·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, ενώ ήταν εντελώς σίγουρος πως θα την αναλάβει την, ανέλαβα εγώ: «την τελευταία στιγμή κι ενώ δεν το περίμενε, μειοδότησα και του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά»·
- του ’φαγα τη δουλειά, ενώ ήταν να την αναλάβει, την ανέλαβα εγώ: «ήμουν πιο συγκροτημένος απ’ τον ανταγωνιστή μου, γι’ αυτό και του ’φαγα τη δουλειά»·
- του ’φτιαξα τη δουλειά ή του την έφτιαξα τη δουλειά, βλ. φρ. του ’κανα τη δουλειά·
- του φορτώνω τη δουλειά, α. τον ενοχοποιώ για παράνομη πράξη, χωρίς να είναι ο ίδιος υπεύθυνος: «έπρεπε να καλύψουν στα γρήγορα τη ζημιά, γι’ αυτό βρήκαν τον κακομοίρη τον υπάλληλο και του φόρτωσαν τη δουλειά, κι έτσι βγήκαν αυτοί λάδι». β. αναθέτω σε κάποιον να διεκπεραιώσει τη δουλειά που έχω: «το ’χει βρει ο δικός σου το κόλπο, φορτώνει τη δουλειά στη γυναίκα του κι αυτός γυρνάει και το παίζει γκόμενος»·
- του φτιάχνω μια δουλειά, βλ. φρ. του σκαρώνω μια δουλειά·
- τράβα δουλειά σου! ή τράβα στη δουλειά σου! (απειλητικά) φύγε από δω, ξεκουμπίσου.(Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου, και αν είσαι παλικάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη
- τραβάει σε μάκρος η δουλειά, βλ. φρ. η δουλειά πάει σε μάκρος·
- τραβάει σκυλίσια δουλειά, βλ. φρ. ρίχνει σκυλίσια δουλειά·
- τραβιέμαι απ’ τη δουλειά, α. παύω να συμμετέχω, αποχωρώ: «εμένα μη με υπολογίζετε, γιατί τραβιέμαι απ’ τη δουλειά». β. (γενικά) βγαίνω στη σύνταξη: «είναι δυο χρόνια τώρα που τραβήχτηκε απ’ τη δουλειά»·
- τραβιέμαι με μια δουλειά, αγωνίζομαι να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση, που μου παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα ή δυσκολίες: «εδώ και τρεις μήνες τραβιέμαι με μια δουλειά και δεν μπορώ ακόμα να την τελειώσω»·
- τραβώ για τη δουλειά μου ή τραβώ στη δουλειά μου, πηγαίνω στη δουλειά μου: «σηκώθηκε πολύ πρωί και τράβηξε για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: παιχνιδιάρα μου, τρελαίνομαι, ζαλίζομαι, με τα νάζια σου, ξανθιά, πώς ξεμυαλίζομαι σαν τραβώ για τη δουλειά μου κάνουν στράκες τα μυαλά μου
- τρελαίνομαι με τη δουλειά, είμαι πολύ εργατικός, δε λέω ποτέ όχι, όταν πρόκειται για δουλειά: «ότι δουλειά και να κάνω, δεν κουράζομαι καθόλου, γιατί τρελαίνομαι με τη δουλειά»·
- τρελαίνομαι στη δουλειά, έχω ασταμάτητη δουλειά, τόσο, που δεν ξέρω τι μου γίνεται: «κάθε καλοκαίρι στο νησί, με τους τουρίστες που έρχονται, τρελαίνομαι στη δουλειά»·
- τρέναρε η δουλειά ή τρενάρισε η δουλειά, η δουλειά, τεχνική ή κατασκευαστική, ή η υπόθεση καθυστέρησε για κάποιο λόγο ανεξάρτητο από τη θέλησή μας: «είχα δυο τρεις απανωτές απεργίες, γι’ αυτό τρενάρισε η δουλειά»·
- τρενάρω τη δουλειά, την καθυστερώ σκόπιμα: «αφού δε με πληρώνει τις δόσεις που συμφωνήσαμε, τρενάρω κι εγώ τη δουλειά»·
- τρέχει η δουλειά, α. εξελίσσεται γρήγορα χωρίς προβλήματα ή εμπόδια: «παρά την κοινωνική αναταραχή που υπήρξε τους τελευταίους μήνες, έτρεξε η δουλειά και την τελείωσα στην ώρα της». β. υπάρχει ικανοποιητική δουλειά, γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι: «μετά από μια προσωρινή κάμψη άρχισε πάλι να τρέχει η δουλειά»·
- τρίφτηκε στη δουλειά, γνωρίζει τα μυστικά μιας εργασίας, γιατί ασχολείται με αυτή πολύ καιρό: «του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη και του αναθέτω συνέχεια τα δύσκολα, γιατί τρίφτηκε στη δουλειά από μικρός»·
- τρομερή δουλειά, βλ. φρ. φοβερή δουλειά·
- τρυπώνω σε μια δουλειά, βρίσκω τον τρόπο να βρω θέση εργασίας, βολεύομαι σε μια δουλειά: «μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε και τρύπωσε σε μια δουλειά»·
- τσακίζομαι στη δουλειά, βλ. συνηθέστ. σκοτώνομαι στη δουλειά·
- τσάκισε η δουλειά, ενώ μια δουλειά ή μια υπόθεση εξελισσόταν ομαλά, αντιμετωπίζει στη συνέχεια τόσο σοβαρές δυσκολίες, που κινδυνεύει να αποτύχει: «ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, κάποιος του σφύριξε για τις παγίδες που έκρυβε, κι έτσι τσάκισε η δουλειά, γιατί θέλησε να το ξανασκεφτεί»·
- τσακίσου στη δουλειά! (προτρεπτικά ή απειλητικά) πήγαινε να δουλέψεις, γύρνα στη θέση εργασίας σου. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπρος κι άλλες φορές μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το γρήγορα·
- τσαπατσούλικη δουλειά ή τσαπατσούλικες δουλειές, α. τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία που έγινε πολύ βιαστικά, με μεγάλη προχειρότητα: «πάνω στη βιασύνη του να τελειώσει, μου ’κανε πολύ τσαπατσούλικη δουλειά». β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από βιασύνη και προχειρότητα: «πάνω στον ενθουσιασμό του κάνει τσαπατσούλικες δουλειές»·
- τσιρικιτζίδικη δουλειά ή τσιρικιτζίδικες δουλειές, ψιλοδουλειές, μικροδουλειές νόμιμες ή παράνομες: «είναι σοβαρός επιχειρηματίας και δεν καταπιάνεται με τσιρικιτζίδικες δουλειές»·
- τσίφτικη δουλειά ή τσίφτικες δουλειές, εργασία, ιδίως κατασκευαστική, που έγινε με τέχνη και μεράκι, ή εμπορική επιχείρηση που αποδίδει ικανοποιητικά: «έχω γνωρίσει ένα μηχανικό που κάνει πολύ τσίφτικη δουλειά»·
- τσορμπατζίδικη δουλειά ή τσορμπατζίδικες δουλειές, εμπορική επιχείρηση ή εμπορική συναλλαγή που αποφέρει μεγάλο κέρδος: «ασχολείται μόνο με τσορμπατζίδικες δουλειές»·
- τσουλάει η δουλειά, η δουλειά, εμπορική, τεχνική ή κατασκευαστική εξελίσσεται, αργά αλλά ομαλά: «πιο καλά να τσουλάει η δουλειά παρά να μην ξέρεις τι σου γίνεται»·
- φάβα η δουλειά, εργασία που δε μας δόθηκε, ενώ μας την είχε υποσχεθεί κάποιος: «είχα έτοιμο συνεργείο για ν’ αρχίσει να δουλεύει, όμως την τελευταία στιγμή αποδείχθηκε φάβα η δουλειά»·
- φαλίρισε η δουλειά, χρεοκόπησε: «με τις απανωτές απεργίες τον τελευταίο καιρό, φαλίρισε η δουλειά»·
- φαλίρω τη δουλειά, τη χρεοκοπώ: «είχε το μυαλό του συνέχεια στις διασκεδάσεις και φαλίρισε τη δουλειά»·
- φασαριόζικη δουλειά ή φασαριόζικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. φασαρτζίδικη δουλειά·
- φασαρτζίδικη δουλειά ή φασαρτζίδικες δουλειές, που κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής της δημιουργεί φασαρία ή θόρυβο ή που εξαιτίας της δημιουργείται θόρυβος ή παρατηρείται αναστάτωση: «δουλεύει σ’ ένα μηχανουργείο και κάθε μέρα είναι με πονοκέφαλο, γιατί είναι πολύ φασαρτζίδικη δουλειά»·
- φιάσκο η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση απέτυχε παταγωδώς, χρεοκόπησε: «ξεκίνησα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά στην πορεία συνάντησα τόσο απρόσμενες δυσκολίες, που στο τέλος φιάσκο η δουλειά»·
- φλομώνω στη δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, ζαλίζομαι από την πολλή δουλειά: «στην περίοδο των γιορτών, φλόμωσα στη δουλειά»·
- φλούδα η δουλειά, η προσπάθεια ή η υπόθεση δεν είχε αίσιο τέλος: «θέλησα να μεσολαβήσω για να τους μονοιάσω, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί κι οι δυο τους είναι αγύριστα κεφάλια || είπα να μαζέψω όλους τους παλιόφιλους να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά φλούδα η δουλειά, γιατί ο καθένας είχε τα προβλήματά του»·
- φοβερή δουλειά, εργασία τεχνική ή κατασκευαστική, δουλειά εμπορική ή άλλη επιχείρηση που είναι μεγάλη και ισχυρή τόσο από άποψη υποδομής όσο και από άποψη κέρδους: «του άφησε ο πατέρας του μια φοβερή δουλειά, που, ό,τι και να γίνει, δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει»·
- φόρτσα δουλειά, δουλειά εντατική και κουραστική: «όλη τη βδομάδα είχαμε φόρτσα δουλειά»·
- φορτσάρω τη δουλειά, αρχίζω να την προχωρώ εντατικά: «αναγκάστηκε να φορτσάρει τη δουλειά τελευταία στιγμή, γιατί το ’χε ρίξει πολύ έξω και θα καθυστερούσε»·
- φορτώνομαι δουλειά ή φορτώνομαι με δουλειά, αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας πολλές διαφορετικές εργασίες, ιδίως τεχνικές: «δε φορτώνομαι άλλη δουλειά, γιατί θέλω να τελειώσω πρώτα αυτές που έχω αναλάβει»·
- φορτώνομαι τη δουλειά, α. αναλαμβάνω να τη φέρω σε πέρας: «κάθε φορά που σταυρώνει τα χέρια, φορτώνομαι τη δουλειά για να μην εκτεθεί». β. ενοχοποιούμαι ή δέχομαι να ενοχοποιηθώ: «για να μην τον διώξουν απ’ το εργοστάσιο για το λάθος που έκανε, φορτώθηκα τη δουλειά, μια κι είχα τη συμπάθεια του διευθυντή μας»·
- φορτώνω τη δουλειά στον κόκορα, δεν ασχολούμαι με τη δουλειά που έχω αναλάβει να φέρω σε πέρας, τεμπελιάζω: «δεν ξέρω τι να υποθέσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τη μια φορτώνει τη δουλειά στον κόκορα και την άλλη πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά»·
- φουλάρω από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά: «το καλοκαίρι που έρχονται οι τουρίστες στο νησί, φουλάρω από δουλειά»·
- φουντάρω τη δουλειά, ρίχνω έξω μια επιχείρηση, τη χρεοκοπώ: «φουντάρισε τη δουλειά, γιατί είχε συνέχεια το μυαλό του στα γλέντια και τις διασκεδάσεις»·
- φουριόζικη δουλειά ή φουριόζικες δουλειές, οτιδήποτε γίνεται με φούρια, με πίεση, με βιασύνη: «όλες οι φουριόζικες δουλειές παρουσιάζουν προβλήματα»·
- φράκαρα από δουλειά ή φρακάρισα από δουλειά, έχω πάρα πολλή δουλειά, που δυσκολεύομαι να τη διεκπεραιώσω: «τις γιορτές είχε τέτοια κίνηση, που φράκαρα από δουλειά»·
- φράκαρε η δουλειά ή φρακάρισε η δουλειά, σταμάτησε να εξελίσσεται λόγω κάποιου εμποδίου: «μου έφυγαν απροειδοποίητα πέντε εργάτες και φράκαρε η δουλειά μέχρι να βρω αντικαταστάτες»·
- φρέναρε η δουλειά ή φρενάρισε η δουλειά, σταμάτησε να υπάρχει δουλειά ή να εξελίσσεται, ή άρχισε να επιβραδύνει: «μετά τις γιορτές φρενάρισε η δουλειά || οι εργάτες έκαναν επίσχεση εργασίας και φρενάρισε η δουλειά»·
- φτουράει η δουλειά, εξελίσσεται γοργά, έχει επιτυχία: «έχω οικογενειακά προβλήματα, αλλά ευτυχώς που φτουράει η δουλειά και ξεχνιέμαι»·
- χαβαλέ δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλεδίστικη δουλειά ή χαβαλεδίστικες δουλειές, βλ. συνηθέστ. χαβαλετζίδικη δουλειά·
- χαβαλετζίδικη δουλειά ή χαβαλετζίδικες δουλειές, α. εργασία που δεν ευχαριστεί αυτόν που την κάνει, γιατί δεν αποφέρει σπουδαίο κέρδος, και για το λόγο αυτό την κάνει χωρίς όρεξη, ή τη διακόπτει με την πρώτη ευκαιρία: «είμαι μπλεγμένος με μια χαβαλετζίδικη δουλειά, που μετάνιωσα την ώρα και τη στιγμή που την ανέλαβα». β. εργασία που γίνεται από κάποιον μόνο και μόνο για να περνάει την ώρα του: «όταν δεν έχω κάτι σπουδαίο να κάνω, έχω μια χαβαλετζίδικη δουλειά για να περνάω την ώρα μου»·
- χαζοβιόλικη δουλειά ή χαζοβιόλικες δουλειές, δουλειά ή εργασία ανάξια λόγου, ιδίως  τεχνική, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που έγινε όπως όπως: «έχει μια χαζοβιόλικη δουλειά και παριστάνει το βιομήχανο || μου ’κανε μια χαζοβιόλικη δουλειά, που του την έφερα στο κεφάλι»·
- χαιρέτα μας τη δουλειά ή χαιρέτα την τη δουλειά, τώρα που ενδιαφέρθηκες να ασχοληθείς με αυτή την εργασία ή με αυτή την υπόθεση, είναι πλέον αργά, γιατί ή την έχουν αναθέσει σε άλλον ή έχει χάσει πια το ενδιαφέρον που είχε πρώτα: «τώρα που ξύπνησες, χαιρέτα μας τη δουλειά, γιατί την πήρε άλλος»·
- χαϊρλίδικη δουλειά ή χαϊρλίδικες δουλειές, α. επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα για κέρδος: «άμα τη δουλέψεις σωστά, θα βγάλεις καλά λεφτά, γιατί είναι χαϊρλίδικη δουλειά». β. λέγεται και σαν ευχή για την ευόδωση των εργασιών κάποιας νεοσύστατης επιχείρησης. Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. το άντε ή το άιντε·
- χάλασε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να φτάσει σε αίσιο τέλος: «την τελευταία στιγμή αναίρεσε όλες τις υποσχέσεις του και χάλασε η δουλειά»·
- χαλώ τη δουλειά μου, την αποδιοργανώνω, τη χρεοκοπώ: «το ’ριξε στα γλέντια και τις διασκεδάσεις και χάλασε τη δουλειά του»·
- χαμαλίδικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμάλικη δουλειά, βλ. συνηθέστ. χαμαλίστικη δουλειά·
- χαμαλίστικη δουλειά, α. εργασία, ιδίως χειρονακτική, που λόγω της φύσεώς της δεν είναι επιθυμητή από κανέναν: «επειδή δε μιλάω, μου αναθέτουν όλες τις χαμαλίστικες δουλειές». β. υπόθεση που, για να διεκπεραιωθεί, απαιτείται συνεχής απασχόληση, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βαρετή και κοπιαστική δουλειά: «μου ανέθεσε μια χαμαλίστικη δουλειά κι έχω τρελαθεί στο τρέξιμο για να του την τελειώσω»·
- χάνομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά, δεν ξέρω με ποια εργασία από αυτές που έχω αναλάβει πρέπει να πρωτοασχοληθώ: «τον τελευταίο καιρό έκοψε απ’ την παρέα, γιατί χάνεται στη δουλειά»·
- χαντούμικη δουλειά ή χαντούμικες δουλειές, που δεν αποφέρει το παραμικρό κέρδος, επιχείρηση εντελώς ανάξια λόγου, τιποτένια: «έχει μια χαντούμικη δουλειά κι είναι αποφασισμένος να την κλείσει || δεν μπλέκεται με χαντούμικες δουλειές, γιατί δε θέλει να χάνει τον καιρό του»·
- χάνω μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά ή χάνω τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου, α. ενώ ήταν σίγουρο πως θα αναλάμβανα μια εργασία, για κάποιο λόγο την ανέθεσαν σε άλλον: «καθυστέρησα δέκα λεπτά να συναντήσω τον διευθυντή κι έχασα μέσ’ απ’ τα χέρια μου τη δουλειά». β. ενώ ήμουν ο κύριος μέτοχος σε κάποια επιχείρηση, για διάφορους λόγους έχασα το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών ή και ολόκληρη την επιχείρηση: «έπαιρνε συνέχεια δανεικά, κι όταν έφτασε καιρός να τα γυρίσει πίσω, έχασε μέσ’ απ’ τα χέρια του τη δουλειά για να τους ξοφλήσει»·
- χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι: «επέβαλαν πολιτική λιτότητας στο εργοστάσιο που δούλευα κι έχασα τη δουλειά μου με τις απολύσεις που έκαναν»·
- χαράμι δουλειά ή χαράμικη δουλειά, εργασία που δεν απέδωσε οικονομικό όφελος, που έγινε μάταια, που πήγε στο βρόντο: «κάθε φορά που κάνει χαράμικη δουλειά, τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο»·
- χαραμτζίδικη δουλειά ή χαραμτζίδικες δουλειές, υπόθεση που δε συζητείται με ειλικρίνεια, που κρύβει δολιότητα, που περιέχει κίνδυνο απάτης: «θα τα μιλήσουμε, θα τα συμφωνήσουμε και θα τα υπογράψουμε, γιατί δε μ’ αρέσουν χαραμτζίδικες δουλειές»·
- χάρμα δουλειά, εργασία, α. δουλειά τεχνική ή καλλιτεχνική που έγινε με φαντασία και μεράκι, που γενικά γίνεται αποδεκτή με θαυμασμό: «τον προτιμάει πολύς κόσμος, γιατί κάνει χάρμα δουλειά». β. εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που χαρακτηρίζεται για την εύρυθμη λειτουργία της, την τιμιότητα και τη συνέπειά της: «είναι πολύ τυχερός, γιατί ο πατέρας του του άφησε μια χάρμα δουλειά || ήταν καιρό άνεργος, αλλά τελικά, ο τυχερός, βρήκε θέση σε μια χάρμα δουλειά»·
- χασομέρι δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική, που λόγω της ιδιορρυθμίας της δεν εξελίσσεται με γοργό ρυθμό: «αμάν, Θεούλη μου, τι χασομέρι δουλειά είναι αυτή με την οποία μπλέχτηκα!»·
- χέζομαι στη δουλειά, έχω υπερβολική δουλειά: «δεν προλαβαίνει να ’ρθει  στην παρέα μας, γιατί τον τελευταίο καιρό χέζεται στη δουλειά»·
- χέστηκε η δουλειά, η δουλειά ή η υπόθεση, που βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις, απέτυχε να συμφωνηθεί: «τη στιγμή που ήταν να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έθεσε καινούριους όρους και χέστηκε η δουλειά || τη μέρα που πήγε να περάσουν βέρες, ζήτησε προίκα ακόμα ένα διαμέρισμα και χέστηκε η δουλειά»·
- χοντρή δουλειά, δουλειά νόμιμη ή παράνομη που αποφέρει πολλά κέρδη: «έμπλεξε με μια χοντρή δουλειά και χέστηκε στο τάλιρο || ετοιμάζει μια χοντρή δουλειά»·
- χτυπημένη δουλειά, δουλειά ή επάγγελμα που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από άλλους ή γιατί υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: «μην ανοίγεις βιντεοκλάπ, γιατί είναι χτυπημένη δουλειά»·
- χωλαίνει η δουλειά, α. η εργασία, ιδίως τεχνική, δεν προχωράει, δεν εξελίσσεται κανονικά: «με τόσες απανωτές απεργίες άρχισε να χωλαίνει η δουλειά». β. εμπορική επιχείρηση που δε λειτουργεί κανονικά, που υπολειτουργεί: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε την επιχείρηση, χωλαίνει η δουλειά». Από την εικόνα του χωλού ανθρώπου, που κουτσαίνει·
- ψεύτικη δουλειά, εργασία, ιδίως τεχνική ή καλλιτεχνική, που έγινε με ευτελή υλικά ή που έγινε με μεγάλη προχειρότητα και δεν παρουσιάζει καμιά στερεότητα: «μου ’κανε ψεύτικη δουλειά ο υδραυλικός και μέσα σ’ ένα χρόνο έβαλα πάλι μαστόρους»·
- ψεύτισε η δουλειά, δεν παρουσιάζει οικονομικό ενδιαφέρον: «κάποτε είχε βιντεοκλάμπ και κέρδιζε καλά λεφτά, αλλά τον τελευταίο καιρό ψεύτισε η δουλειά»·
- ψήνω τη δουλειά ή ψήνω μια δουλειά ή την ψήνω τη δουλειά, α. προσπαθώ να πείσω κάποιον για κάτι με σκοπό να τον εξαπατήσω: «να δεις πως την ψήνει τη δουλειά και πως στο τέλος θα τον βάλει στο χέρι». β. προετοιμάζω κάποια δουλειά: «ψήνει μια δουλειά, αλλά κανείς δεν ξέρει τι». γ. (και για τα δυο φύλα) με διάφορες ενέργειες προσπαθώ να δημιουργήσω ερωτικό δεσμό: «ξέρει να ψήνει τη δουλειά και να δεις πως στο τέλος θα τα φτιάξει μαζί της»·
- ψιλή δουλειά, κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που διακρίνεται για την υπομονετική και καλαίσθητη εργασία της και που πολλές φορές παρουσιάζει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον ή και καλλιτεχνική αξία: «αγόρασα ακριβά το δαχτυλίδι, αλλά έχει επάνω του πολύ ψιλή δουλειά»·
- ψιλικατζίδικη δουλειά ή ψιλικατζίδικες δουλειές, δουλειά που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον από άποψη κέρδους, δουλειά ανάξια λόγου, ασήμαντη: «ένας μεγαλοεργολάβος δεν μπερδεύεται με ψιλικατζίδικες δουλειές». Από το επάγγελμα του ψιλικατζή που εμπορεύεται πράγματα ασήμαντης αξίας, τα ψιλικά·
- ψοφάει στη δουλειά, έχει πάρα πολύ δουλειά και για το λόγο αυτό κουράζεται πάρα πολύ: «τις τελευταίες μέρες ξέκοψε απ’ την παρέα, γιατί ψοφάει στη δουλειά»·
- ψυλλιάζομαι τη δουλειά, α. προαισθάνομαι, προβλέπω, υποπτεύομαι ιδίως κάτι που υπάρχει κίνδυνος να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι απατεώνας και δε συνεταιρίστηκα μαζί του || ευτυχώς ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως θα γίνει φασαρία και την κοπανήσαμε». β. ανακαλύπτω, καταλαβαίνω: «καλά που ψυλλιάστηκα τη δουλειά πως είναι καρφί κι έτσι, κάθε φορά που έρχεται στην παρέα μας, αλλάζουμε κουβέντα»·
- ψώνιο δουλειά! έκφραση θαυμασμού για τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, που έγινε με μεγάλη τέχνη, ευαισθησία και μεράκι, και είναι γενικά αποδεκτή από όλους: «μπορεί ν’ άργησε να τελειώσει, αλλά έκανε ψώνιο δουλειά!»·
- ωραία δουλειά! έκφραση με την οποία αμφισβητούμε το θαυμασμό που δείχνει κάποιος για μια δουλειά ή μια υπόθεση: «δεν υπάρχει πιο ωραίο απ’ το να κάθεσαι και να ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο. -Ωραία δουλειά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σιγά μωρέ ή το σιγά ρε και άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το μωρέ ή το ρε.

δύσκολος

δύσκολος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. δύσκολος <δύσ- + κόλον (= το κάτω μέρος από το παχύ έντερο)], ο δύσκολος. 1. που είναι δύστροπος, κακότροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί είναι δύσκολος άνθρωπος». 2. που δεν πείθεται εύκολα: «για να πιστέψει κάποιον, θέλει χειροπιαστές αποδείξεις γιατί, όσο άπιστος ήταν ο Θωμάς, τόσο δύσκολος είναι κι αυτός». 3. (και για τα δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα) που δεν υποκύπτει εύκολα, ιδίως σε ερωτικές προτάσεις: «έλεγαν πως ήταν δύσκολη, αλλά με τα πρώτα γλυκόλογα έπεσε». 4. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα δύσκολα, (γενικά) οι δυσκολίες της ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: το θέμα είναι να τη βρω κι από τα δύσκολα να βγω). Επίρρ. δύσκολα. (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- από δω και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα, βλ. φρ. τώρα αρχίζουν τα δύσκολα·
- από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις, βλ. λ. σπανός·
- βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, βλ. λ. θέση·
- δύσκολο πράγμα είναι! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είμαι σε δύσκολη θέση, βλ. λ. θέση·
- είμαι στα δύσκολα, βλ. φρ. πέφτω στα δύσκολα·
- είναι δύσκολη η θέση μου, βλ. λ. θέση·
- είναι δύσκολος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι δύσκολος ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- είχε δύσκολη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- ήρθε σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- κάθε αρχή και δύσκολη, βλ. λ. αρχή·
- κάνει τη δύσκολη, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, προσποιείται ότι ενδίδει δύσκολα σε έναν άντρα: «στην αρχή πάντα κάνει τη δύσκολη, όταν την κολλάει κάποιος, ύστερα όμως δεν ξεκολλάει από κοντά του»·
- κάνω το δύσκολο, προσποιούμαι πως δε θέλω: «όταν του δίνει κανείς κάτι, στην αρχή κάνει το δύσκολο, αλλά μετά το παίρνει». Ισχύει ότι και για τη γυναίκα·
- με βρήκε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- με φέρνει σε δύσκολη θέση, βλ. λ. θέση·
- ο δύσκολος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- οι δύσκολες μέρες (του μήνα), (για γυναίκες) βλ. λ. μέρα·
- περνώ δύσκολο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- πέφτω στα δύσκολα, α. αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες, ιδίως στη δουλειά μου, στην εργασία μου: «κάθε φορά που πέφτει στα δύσκολα, εξαφανίζεται απ’ την παρέα μας». β. (γενικά) αντιμετωπίζω δυσκολίες, προβλήματα: «δεν τα πάω καλά με τη γυναίκα μου, γιατί τον τελευταίο καιρό πέσαμε στα δύσκολα»·
- τον βρήκα σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σε δύσκολη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον πέτυχα σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- του ’κανα τη ζωή δύσκολη, βλ. λ. ζωή·
- τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, λέγεται στην περίπτωση που, κατά την εξέλιξη μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης, αρχίζουν να παρουσιάζονται οι πρώτες σοβαρές δυσκολίες: «μέχρι δω, που ήταν εύκολα τα πράγματα, τα πήγαμε μια χαρά όμως, τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, γιατί μπαίνουμε στην κυρίως δουλειά»·
- φέρνω σε δύσκολη θέση (κάποιον), βλ. λ. θέση.

είπα

είπα, ρ. [αόρ. του ρ. λέγω], είπα. 1. σκέφτηκα, αποφάσισα. (Λαϊκό τραγούδι: ν’ αναστενάξω ήθελα φοβούμαι μην ποθάνω, γιατί άλλη μια αναστέναξα κι είπα το νου μου χάνω // κάτω στον Πειραιά, στο μουράγιο, είπα να σκοτωθώμα τον άγιο). 2. στην προστακτ. πες, υπόθεσε. (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα πες πως πέρασε, χάδια και φιλιά σε κέρασε). 3. ως επιφών. είπα! τραγουδιστικό επιφών. της Μαρίκας Νίνου· βλ. και λ. λέω. (Ακολουθούν 251 φρ.)·
- άκου να σου πω! ή άκουσε να σου πω! βλ. λ. ακούω·
- άλλο να σου πω κι άλλο να ακούσεις, βλ. λ. άλλος·
- απ’ το πες πες, βλ. φρ. απ’ το λέγε λέγε, λ. λέω·
- απόψε θα τα πούμε όλα, βλ. φρ. εδώ θα τα πούμε όλα·
- αρκεί που το ’πες, βλ. λ. αρκεί·
- ας πει ό,τι θέλει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας πει·
- ας πούμε, α. ας υποθέσουμε: «ας πούμε πως έρχεται αυτή τη στιγμή και σου ζητάει εξηγήσεις ο αδερφός της γκόμενάς σου. Τι θα κάνεις;». β. λέγεται στην περίπτωση που προτείνουμε κάτι σε κάποιον: «πού να τρέχουμε βραδιάτικα; -Ας πούμε στα μπουζούκια». γ. παραδείγματος χάρη: «παίρνουμε τρία ποτά και τα αναμειγνύουμε, ας πούμε, ούζο, ουίσκι και βότκα. Ξέρετε τι θα προκύψει; Χειροβομβίδα!». δ. επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά από κάποιον σε μια διήγησή του: «όπως ερχόμουν, ήρθα ας πούμε φάτσα κάρτα με τον ανταγωνιστή μου και ας πούμε συμφωνήσαμε να πουλάμε στην ίδια τιμή τα εμπορεύματά μας, γιατί ας πούμε συμφέρει και στους δυο μας»·
- ας πούμε πως… ή ας πούμε ότι…, βλ. φρ. πες πως(…)·
- άσε να σε χέσουνε κι αν σε πλύνουν, πες μου το, βλ. λ. πλένω·
- αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, βλ. λ. καράς·
- αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, έκφραση που λέγεται με ειρωνική διάθεση σε άτομο που προσπαθεί να δικαιολογηθεί για κάποιο ατόπημά του ή για να μας πείσει για κάτι, που θα αποβεί προς όφελός του: «εμένα μη μου λες πως άργησες, επειδή είχε πολλή κίνηση στο δρόμο, γιατί αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, όταν αργούσαν στη δουλειά τους || είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω όλα όσα μ’ αραδιάζεις για επιτυχίες και κέρδη, γιατί αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, που ήθελαν μα με βάλουν στο χέρι»· βλ. και φρ. μας τα ’παν άλλοι·
- αυτό θα πει ατυχία! βλ. λ. ατυχία·
- αυτό θα πει τύχη! βλ. λ. τύχη·
- αυτό να μου πεις! βλ. λ. αυτός·
- γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, βλ. λ. γέννα·
- για να πούμε και του στραβού το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- για να πω τη μαύρη αλήθεια ή για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την αλήθεια ή για να πούμε την αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την αμαρτία μου, βλ. λ. αμαρτία·
- για να πω την καθαρή αλήθεια ή για να πούμε την καθαρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την πάσα αλήθεια ή για να πούμε την πάσα αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να πω την πικρή αλήθεια ή για να πούμε την πικρή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- για να σου πω! απειλητική έκφραση σε ενοχλητικό άτομο: «για να σου πω, δε σταματάς, επιτέλους, αυτή την γκρίνια!». Το για τονισμένο. Συνών. για να δεις(!)·
- δε θα πει τίποτα! βλ. φρ. δε λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
- δε θα πεις λέξη, βλ. λ. λέξη· 
- δε μας τα ’πες αυτά! έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσφορίας στην πρόταση κάποιου η οποία κλείνει μια συζήτηση που, ανάλογα, τη θεωρούμε συμφέρουσα, εποικοδομητική ή απαράδεκτη: «μόλις τελειώσει η δουλειά, ο καθένας απ’ τους εργάτες θα πάρει πριμ κι από ένα σεβαστό ποσό. -Δε μας τα ’πες αυτά! || μόλις τελειώσει η δουλειά, όλοι οι εργάτες θ’ απολυθούν. -Δε μας τα ’πες αυτά!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α·
- δε σ’ είπαμε και καμπούρη! βλ. λ. καμπούρης·
- δε χρειάζεται να πω πως… ή δε χρειάζεται να πω ότι…, βλ. λ. χρειάζομαι·
- δε χρωστάει να πει καλή κουβέντα σε κανέναν, βλ. λ. κουβέντα·
- δε χρωστάει να πει καλό λόγο σε κανέναν, βλ. λ. λόγος·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δεν είπα γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε αχ ή δεν πρόλαβε να πει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν είπε γρυ ή δεν πρόλαβε να πει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν είπε κιχ ή δεν πρόλαβε να πει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν είπε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπε λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), βλ. λ. γράμμα·
- δεν είπες να…, δε θέλησες, δεν αποφάσισες: «δεν είπες να περάσεις μια φορά απ’ το γραφείο μου, να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας». (Λαϊκό τραγούδι: άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη, μας αδίκησες, ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ, μας κυνήγησες
- δεν μπορώ να πω, βλ. λ. δε λέω·
- δεν ξέρει τι θα πει… ή δεν ξέρει τι πάει να πει…, α. έχει άγνοια για κάτι, δεν έχει εμπειρία αναφορικά με κάτι, στερείται τη σημασία του: «είναι τόσο αγράμματος, που δεν ξέρει τι θα πει βιβλίο || ζει απομονωμένος σ’ ένα καλύβι και δεν ξέρει τι θα πει ηλεκτρισμός || όποιος δεν πόνεσε όσο πόνεσα εγώ, δεν ξέρει τι πάει να πει πόνος». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά λοιπόν τα νέα της Αλεξάντρας που έλεγε δεν ξέρω τι θα πει άντρας). β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που δε γνώριζε την πραγματική αξία που είχε κάποιος ή κάτι: «ήρθε να με δείρει ο τάδε, αλλά δεν ήξερε τι θα πει άντρας με καρδιά || ήθελε να κάνουμε μια κόντρα με τ’ αυτοκίνητά μας, αλλά δεν ήξερε τι πάει να πει Πόρσε». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ήξερες, Μπενίτο μου, το τι θα πει Ελλάδα, σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες την κρυάδα 
- δεν ξέρει τι θα πει ναι ή δεν ξέρει τι πάει να πει ναι, βλ. λ. ναι·
- δεν ξέρει τι θα πει όχι ή δεν ξέρει τι πάει να πει όχι, βλ. λ. όχι·
- δεν ξέρει τι θα πει σπίτι ή δεν ξέρει τι πάει να πει σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν ξέρω τι να πω! αδυνατώ να εκφέρω γνώμη, αδυνατώ να πω το παραμικρό για κάτι που μου αναφέρουν, και που με εκπλήσσει αρνητικά: «έπιασαν το γιο του τάδε με ναρκωτικά. -Δεν ξέρω τι να πω, γιατί είχα την εντύπωση πως αυτό το παιδί ήταν απ’ τα καλύτερα παιδιά || ο τάδε με την τάδε χώρισαν. -Δεν ξέρω τι να πω, γιατί αυτοί ήταν τόσο ερωτευμένοι!»· 
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! βλ. λ. κάνω·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- εδώ θα τα πούμε όλα, επιθετική ή προκλητική έκφραση σε κάποιον για ξεκαθάρισμα της στάσης ή της θέσης μας πάνω σε κάποιο θέμα με τη διεξοδική συζήτηση που θα ακολουθήσει: «δε θέλω υπεκφυγές και μασημένα λόγια, γιατί, μια και βρεθήκαμε, εδώ θα τα πούμε όλα»·
- είπα και ελάλησα, μίλησα κατηγορηματικά: «είπα και ελάλησα και δε θέλω αντιρρήσεις». (Λαϊκό τραγούδι: και το δικό μου το κρασί σταλιά νερό δεν παίρνει· το είπα και το λάλησα: ό,τι απαιτώ θα γένει!
- είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, βλ. λ. αμαρτία·
- είπα κι εγώ! α. έκφραση που επιβεβαιώνει θετικά ή αρνητικά την υποψία μας για την απόφαση κάποιου να έρθει να μας συναντήσει: «ήρθα να σου δώσω τα δανεικά που σου πήρα. -Είπα κι εγώ! (αν ήταν δηλ. δυνατό να μη μου τα έφερνες) || ήρθα να σου πω, πως δεν έχω να σου δώσω τα δανεικά που σου πήρα. -Είπα κι εγώ! (αν ήταν δηλ. δυνατό να μου τα επιστρέψεις)». β. έκφραση που επικροτεί την απόφαση του συνομιλητή μας να πράξει σύμφωνα με την κοινή λογική: «μπορεί να μ’ έριξε στη δουλειά, αλλά, επειδή είναι αδερφός μου, δε θα του κάνω μήνυση. -Είπα κι εγώ!». γ. έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως ποτέ δεν ήταν δυνατό να συμβεί αυτό που μας αναφέρεται, γιατί είναι ανάρμοστο, αταίριαστο, απαράδεκτο: «κάποια στιγμή σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει τον πατέρα του, αλλά την τελευταία στιγμή συνήλθε και το κατέβασε ντροπιασμένος. -Είπα κι εγώ!», δηλ. αν ήταν ποτέ δυνατό να χτυπήσει τον πατέρα του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι·
- είπα, ξείπα, αναιρώ όσα είπα ή όσα υποσχέθηκα: «μου είχες υποσχεθεί πως θα μου ’δινες εκείνα τα δανεικά που σου ζήτησα. -Είπα, ξείπα»·
- είπα ξείπα, χέζω πάνω στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου, βλ. λ. αλήθεια·
- είπα την προσευχή μου, βλ. λ. προσευχή·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε βαριά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε βαριές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λέξεις παραπάνω, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε πικρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε σκληρά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε σκληρές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεκωλώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή ξεπατώθηκε ή είπαμε της γριάς να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν καλά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είπαν στον τρελό να χέσει κι αυτός ξεκωλώθηκε, βλ. λ. χέζω·
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα, βλ. λ. γάιδαρος·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
- είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- είπε τη μαγική λέξη, βλ. λ. λέξη·
- είπες τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
- έλα να σου πω δυο λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα·
- ένα λόγο είπα, βλ. λ. λόγος·
- έννοια σου και θα τα πούμε! βλ. λ. έννοια1·
- έτσι σου είπαν να λες; βλ. λ. έτσι·
- έχω να πω (κάτι), α. (για πνευματικούς δημιουργούς) λέγεται στην περίπτωση που έχω σημαντικά πράγματα να εκφράσω: «δε θα τον δεις να βγαίνει κάθε τόσο στα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά, όταν έχει να πει κάτι, γράφει ένα βιβλίο || όταν έχει να πει κάτι αυτός ο ζωγράφος, κάνει μια έκθεση ζωγραφικής». β. λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε ή να εκφέρουμε τη γνώμη μας για κάτι: «δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι για το άτομό του, αν όμως ρωτήσεις εμένα, έχω να πω ότι είναι καλός άνθρωπος»·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- θα πει, σημαίνει, δηλώνει: «αυτό που σου λέω θα πει πως δε θα κάνουμε μαζί τη δουλειά, κατάλαβες;». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκας θα πει κιμπάρης, μάγκας θα πει σωστός μποέμης και ντερβίσης και πάντα κοσμικός, μποέμης και ντερβίσης και Θεσσαλονικιός)· βλ. και φρ. τι θα πει·
- θα πεις κι ένα τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα πούμε τη δραχμή δραχμούλα, βλ. λ. δραχμή·
- θα πούμε το νερό νεράκι, βλ. λ. νερό·
- θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, βλ. λ. ψωμί·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, βλ. λ. δεσπότης·
- θα σου πω δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- θα σου πω δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- θα σου πω δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- θα σου πω καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- θα τα πούμε, α. (απειλητικά) θα έρθει ο καιρός που θα δώσουμε τις απαραίτητες εξηγήσεις, που θα εξηγηθούμε, που θα λογαριαστούμε: «τώρα που με βρήκες στις δυσκολίες μου, μου κάνεις το μάγκα, αλλά θα τα πούμε». β. θα μαλώσουμε, θα έρθουμε στα χέρια: «όποτε θέλεις, είμαι στη διάθεσή σου και τότε θα τα πούμε». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν ποτέ συναντηθούμε, τότε θα τα ξαναπούμε, τότε θα λογαριαστούμε, τότε οι δυο μας θα τα πούμε). Πολλές φορές, ακολουθεί το ένα χεράκι·
- θα το πει το τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- θα τον κάνω να πει ήμαρτον! βλ. λ. ήμαρτον(!)·
- θα του το πούμε κι άμα θέλει ή θα του το πω κι άμα θέλει, (ειρωνικά) αναφορά σε υποτιθέμενο πρόσωπο, από το οποίο υποτίθεται πως πρέπει να πάρουμε την άδεια, όταν μας ζητάει κάποιος οικονομική ή άλλη εξυπηρέτηση και δε θέλουμε ή δεν έχουμε σκοπό να τον εξυπηρετήσουμε: «δάνεισέ μου σε παρακαλώ εκατό χιλιάρικα. -Θα του το πούμε κι άμα θέλει». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- θα του το πω (απ’) έξω (απ’) έξω, βλ. λ. έξω·
- θα του το πω απέξω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- θέλω να πω, βλ. λ. θέλω·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- και πες πες ή κι απ’ το πες πες, βλ. φρ. και λέγε λέγε, λ. λέω·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, βλ. λ. παιδί·
- κάτι μας είπες τώρα! βλ. λ. κάτι·
- κάτι πάει να πει, βλ. λ. κάτι·
- κι όπως σου είπα ή κι όπως είπαμε, έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε στο συνομιλητή μας αυτό που του είπαμε ή του υποσχεθήκαμε προηγουμένως, με σκοπό να τον ενθαρρύνουμε: «εσύ ξεκίνα τη δουλειά, κι όπως σου είπα. Εδώ είμ’ εγώ || πήγαινε να τη ζητήσεις απ’ τον πατέρα της, κι όπως είπαμε. Θα πω τα καλύτερα λόγια για σένα»·
- μας τα ’παν άλλοι (ενν. τα κάλαντα), α. δηλώνει την άρνηση κάποιου, όταν τα παιδιά του ζητούν την άδεια να του ψάλλουν τα κάλαντα, με το στερεότυπο να τα πούμε; Η άρνηση αυτή έγκειται στο ότι άλλα παιδιά προηγουμένως του έψαλαν τα κάλαντα. β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει κάτι που δεν είμαστε διαθετειμένος να του το δώσουμε. γ. ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας αναγγέλλει κάτι που μας είναι ήδη γνωστό από άλλη πηγή· βλ. και φρ. μας τα ’παν κι άλλοι·
- μας τα ’παν κι άλλοι, ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που μας απειλεί φραστικά, με την έννοια πως και άλλοι μας απείλησαν, αλλά βρέθηκαν εκτεθειμένοι: «αν πεις ξανά κακό για μένα, θα σε σπάσω στο ξύλο. -Μας τα ’παν κι άλλοι»· βλ. και φρ. μας τα ’παν άλλοι·  
- με το πες πες, βλ. φρ. με το λέγε λέγε, λ. λέω·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μέχρι να πεις αμήν, βλ. λ. αμήν·
- μέχρι να πεις ένα, βλ. λ. ένας·
- μέχρι να πεις καλημέρα, λες καληνύχτα, βλ. λ. καλημέρα·
- μέχρι να πεις κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- μέχρι να πεις κύμινο, βλ. λ. κύμινο·
- μέχρι να πεις τρία, βλ. λ. τρία·
- μη μου (το) πεις! έκφραση με την οποία αρνούμαστε προσωρινά σε κάποιον να μας πει κάτι που υποπτευόμαστε πως είναι κακό ή δυσάρεστο. (Τραγούδι: μη μου το πεις, οι παλιοί μας φίλοι μην το πεις για πάντα φύγαν). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το όχι· βλ. και φρ. μη μου (το) λες! λ. λέω·
- μην πεις για να μη σου πούνε, βλ. φρ. μη λες για να μη σου λένε, λ. λέω·
- μην πεις δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μην πεις δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- μην πεις κουβέντα! ή να μην πεις κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- μην πεις λέξη! ή να μην πεις λέξη! βλ. λ. λέξη·  
- μην πεις μιλιά! ή να μην πεις μιλιά! βλ. λ. μιλιά·
- μην το πεις ούτε γι’ αστείο, βλ. λ. αστείος·
- μην το πεις ούτε στο δεσπότη ή μην το πεις ούτε του δεσπότη, βλ. λ. δεσπότης·
- μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. λ. πάπας·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην το πεις ούτε του παπά, βλ. λ. παπάς·
- μην το πεις πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- μην το πεις σε κανέναν, βλ. λ. κανένας·
- μια κουβέντα είπα, βλ. λ. κουβέντα·
- μόλις είπα να..., μόλις αποφάσισα, τη στιγμή που αποφάσισα να…: «μόλις είπα να σου τηλεφωνήσω, μου τηλεφώνησες εσύ»·
- μου ’πες σου ’πα, βλ. φρ. τα μου ’πες σου ’πα·
- μου το ’πε αποσπόντα, βλ. λ. αποσπόντα·
- μου το ’πε ένα πουλάκι ή μου το ’πε το πουλάκι, βλ. λ.πουλάκι·
- μπορώ να πω, βλ. λ. μπορώ·
- να πούμε ή να ’ούμ’ ή να ’ούμε, έκφραση που αναφέρεται συχνά πυκνά στην κουβέντα κάποιου χωρίς λόγο, αλλά μόνο και μόνο από κακιά συνήθεια: «ήταν, να πούμε, αυτή με την αδερφή της και τη στιγμή, να πούμε, που μ’ είδε, έκανε να ’ούμ’ σαν τρελή απ’ τη χαρά της»·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο ριζάφτι, βλ. λ. παπάς·
- να τα πούμε; (ενν. τα κάλαντα), στερεότυπη έκφραση των παιδιών, όταν ζητούν την άδεια από κάποιον νοικοκύρη, νοικοκυρά ή καταστηματάρχη να του ψάλλουν τα κάλαντα·
- να του το πούμε κι άμα θέλει ή να του το πω κι άμα θέλει , βλ. φρ. θα του το πούμε κι άμα θέλει·
- ξέρω τι θα πει ή ξέρω τι πάει να πει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δηλώσουμε την εμπειρία μας για κάτι δυσάρεστο, κακό ή επίπονο, ξέρω τι σημαίνει: «εμένα μη μου μιλάς για φτώχεια, γιατί ξέρω τι πάει να πει φτώχεια || εμένα μη μου μιλάς για κούραση, γιατί στις οικοδομές που δουλεύω ξέρω τι θα πει κούραση»·
- ο γιατρός είπε, σ’ ό,τι λέει, να λέμε ναι, βλ. λ. γιατρός· 
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. μάτι·
- όπως σου είπα, βλ. λ. όπως·
- όσο να πεις, βλ. λ. όσος·
- ό,τι θέλει ας πει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να πεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να σου πω είναι ψέμα ή ό,τι και να σου πω θα είναι ψέμα, βλ. λ.ψέμα·
- ό,τι και να του πεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πεις εσύ, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πεις εσύ αφεντικό! βλ. λ. αφεντικό·
- ούτε αχ δε θα πω, βλ. λ. ούτε·
- ούτε ο γκραν πάπας να το πει, βλ. λ. πάπας·
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. λ. παπάς·
- παρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πες αλεύρι! βλ. λ. αλεύρι·
- πες για τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- πες καμιά καλή κουβέντα! ή πες μια καλή κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες κανέναν (κάναν) καλό λόγο! ή πες έναν καλό λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες μας κι άλλα γούμενε, βλ. λ. γούμενος·
- πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, βλ. συνηθέστ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- πες ο ένας, πες ο άλλος, (ιδίως με αρνητική διάθεση) κατά τη διάρκεια της κουβέντας, με σταδιακή ανταλλαγή λόγων: «πες ο ένας, πες ο άλλος σε λίγο ήρθε η στιγμή που πιάστηκαν στα χέρια». Πρβλ.: κάτι μου ’πε, κάτι είπα το αγόρι μου κι εγώ, κάναμε καβγά μεγάλο, φτάσαμε στο χωρισμό! (Λαϊκό τραγούδι)·
- πες ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- πες πως… ή πες ότι…, υπόθεσε ή πάρ’ το ως δεδομένο: «πες πως έρχεται τώρα αυτός που σε κυνηγάει, τι θα κάνεις; || πες ότι σου πέφτει το λαχείο, τι θα κάνεις;»·
- πες πως το ’χω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- πες τα (ενν. τα κάλαντα), θετική απάντηση σε παιδί που με τη φρ. να τα πούμε; μας ζητάει την άδεια να μας πει τα κάλαντα· 
- πες τα ν’ αγιάσει το στόμα σου! (το στοματάκι σου!), βλ. λ. στόμα·
- πες τα χρυσόστομε! βλ. λ. χρυσόστομος·
- πες το! προτροπή σε κάποιον που βλέπουμε πως διστάζει να μας πει αυτό που θέλει·
- πες το καθαρά, βλ. λ. καθαρός·
- πες το κι έγινε, έκφραση που δηλώνει πως είμαστε έτοιμοι να πραγματοποιήσουμε αμέσως  την επιθυμία κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: πες το κι έγινε, πες το κι έγινε μωρό μου
- πες το με δικά σου λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πες το ν’ αγιάσει το στόμα σου! (το στοματάκι σου!), βλ. λ. στόμα·
- πες το χρυσόστομε! βλ. λ. χρυσόστομος·
- πες το ψέμα! ή πες το ψέματα! βλ. λ. ψέμα·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του δυο λέξεις! βλ. λ. λέξη·
- πες του δυο λόγια! βλ. λ. λόγος·
- πες του καμιά κουβέντα! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του καμιά λέξη! βλ. λ. λέξη·
- πες του κανένα λόγο! βλ. λ. λόγος·
- πες του χαιρετίσματα, βλ. λ. χαιρετίσματα·
- ποιος το ’πε; δηλώνει έντονη ή ειρωνική άρνηση να συμμορφωθούμε προς τις υποδείξεις κάποιου: «απαγορεύεται να μπεις μέσα. -Ποιος το ’πε;»·
- πόσες φορές σου το ’πα! βλ. λ. φορά·
- πώς είπατε; ή πώς είπες; βλ. λ. πώς·
- σ’ είπαμε γριά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- σ’ είπαμε, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- σαν πολλά μας τα ’πες! ή σαν πολλά μου τα ’πες! βλ. λ. πολύς·
- σημείωσε αυτό που θα σου πω, βλ. λ. σημειώνω·
- στάσου να σου πω, βλ. λ. στέκομαι·
- στο ’πα, σε προειδοποίησα. (Δημοτικό τραγούδι: στο ’πα και στο ξαναλέω στο γιαλό μην κατεβείς
- συ είπας, ειρωνική έκφραση, με την οποία επιβεβαιώνουμε τα λόγια του συνομιλητή μας, μόνο και μόνο για να τον μειώσουμε: «πιστεύεις πως εγώ έκλεψα τον αναπτήρα σου; -Συ είπας». Απάντηση που έδωσε ο Χριστός στον Ιούδα, κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, όταν τον ρώτησε αν ήταν αυτός που θα τον παρέδιδε στους διώκτες του, καθώς και στον Καϊάφα, όταν τον ρώτησε αν ήταν ο Υιός του Θεού. Πρβλ: ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμι, ραββί; λέγει αὐτῷ· σύ εἶπας (Ματθ. κς΄ 25) || σύ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· σὺ εἶπας (Ματθ. κς΄ 64)·
- τα είπαμε, κουβεντιάσαμε το επίμαχο θέμα: «αφού τα είπαμε, γιατί επανέρχεσαι στα ίδια;». (Λαϊκό τραγούδι: χτύπα με φίλε, χτύπα με, πάρε μαχαίρι, τρύπα με, είμαι τρελή, τα είπαμε, χτύπα και ξαναχτύπα με
- τα είπαμε απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- τα μου ’πες σου ’πα, οι συνεχείς υπεκφυγές, οι δικαιολογίες, οι συνεχείς υπαναχωρήσεις: «θέλω ν’ αφήσεις τα μου ’πες σου ’πα και να μου μιλήσεις καθαρά και ξάστερα || άσε τα μου ’πες σου ’πα και πες μου πότε θα μου φέρεις τα λεφτά που μου χρωστάς». (Λαϊκό τραγούδι: σε βαρέθηκα και σπάσε και τα μου ’πες σου ’πα άσε, όλο θα και θα και θα, σπάσε βρε παραμυθά
- τα ’παμε ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- τα ’πε νεράκι, βλ. λ. νεράκι·
- τα ’πε νερό, βλ. λ. νερό·
- τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, βλ. λ. χαρτί·
- τα σου ’πα μου ’πες, α. οι δικαιολογίες, οι υπεκφυγές: «άσε τα σου ’πα μου ’πες και πες μας πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα». β. οι συνεννοήσεις ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «νομίζω πως δε συμφώνησαν, γιατί είναι ακόμα στα σου ’πα μου ’πες»·
- την είπε! (ενν. την ανοησία του, την κοτσάνα του), βλ. φρ. την πέταξε! λ. πετώ·
- τι είπαμε! έκφραση με την οποία υπενθυμίζουμε σε κάποιον, τη στιγμή που ετοιμάζεται να ενεργήσει αντίθετα με την υπόδειξη ή τη συμβουλή μας που προηγήθηκε, πως υποσχέθηκε ότι θα την τηρήσει· βλ. και φρ. τι λέγαμε! λ. λέω·
- τι είπε; δηλώνει έκπληξη ή δυσφορία για αυτά που είπε κάποιος αναφορικά με μας: «είπε πως του χρωστάς ένα εκατομμύριο. -Τι είπε; || είπε πως άμα σε συναντήσει θα σε σπάσει στο ξύλο. -Τι είπε;»·
- τι είπε τώρα! δηλώνει κατάπληξη στα λεγόμενα κάποιου: «αν θες να μάθεις, ο τάδε χώρισε. -Τι είπε τώρα! Αυτός μόλις προχτές παντρεύτηκε!». Ο ομιλών στρέφει το βλέμμα του σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που βρίσκεται ο συνομιλητής του, σαν να απευθύνεται σε κάποιο τρίτο πρόσωπο·  
- τι ήθελα και το ’πα; βλ. λ. θέλω·
- τι θα πει, α. τι σημαίνει, ποια είναι η ερμηνεία του: «τι θα πει λιμοκοντόρος;». β. δηλώνει αντίρρηση ή αποδοκιμασία: «τι θα πει έφυγες επειδή έφυγαν κι οι άλλοι!». γ. δεν έχει την παραμικρή σημασία, δε σημαίνει τίποτε: «τι θα πει πως είναι φτωχός! Έχει κι αυτός δικαιώματα στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: τι θα πει που είμαι πενηντάρης, λίγα θα δώσεις πολλά θα πάρεις)· βλ. και φρ. θα πει·
- τι θες να πεις, βλ. λ. θέλω·
- τι να πει! έκφραση ειρωνείας σε άτομο που, παρ’ όλες τις κατηγορίες που εκτοξεύουμε εναντίον του, δεν μπορεί να βρει καμιά δικαιολογία για να υπερασπίσει τον εαυτό του: «είναι ξενύχτης, μέθυσος, χαρτοπαίχτης, παραμελεί το σπίτι του, αλλά και άλλα τόσα να του καταμαρτυρήσω, τι να πει!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε·
- τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τι να πεις! έκφραση αδιαφορίας για κάτι δυσάρεστο, που επαναλαμβάνεται συχνά: «δυο αδέρφια είναι κι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μαλώνουν σαν τα κοπρόσκυλα. -Τι να πεις!»·
- τι να πούμε τι! βλ. συνηθέστ. τι να λέμε τώρα! λ. λέω. (Λαϊκό τραγούδι: τι να πούμε τι, τι να τραγουδήσουμε
- τι να πω; α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δεν έχουμε καμιά δικαιολογία για κάποια άδικη, παράλογη ή παράνομη πράξη μας: «γιατί χτύπησες μικρό παιδί, ρε; -Τι να πω; || γιατί έβρισες γέρο άνθρωπο; -Τι να πω; || γιατί έφυγες χωρίς άδεια απ’ τη δουλειά σου; -Τι να πω;». (Λαϊκό τραγούδι: στο πατρικό το σπίτι μου θέλω για να γυρίσω· με τι κουράγιο όμως να μπω και στους δικούς μου τι να πω, πώς να τους αντικρίσω;). β. λέγεται και στην περίπτωση που δεν μπορούμε να εκφράσουμε με σιγουριά, με βεβαιότητα μια γνώμη για κάποιον ή για κάτι: «ποια είναι η γνώμη σου για τον τάδε; -Τι να πω; || μπορείς να με διαφωτίσεις σχετικά με τις προδιαγραφές του τάδε αυτοκινήτου; -Τι να πω;»· 
- τι να πω και τι ν’ αφήσω! δηλώνει έντονη πίκρα και απογοήτευση για τις πολλές και δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει κάποιος στη ζωή του και που δεν ξέρει ποια να αναφέρει για να παραπονεθεί: «πέρασες πολλές δυσκολίες στη ζωή σου; -Τι να πω και τι ν’ αφήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: τι να πω και τι ν’ αφήσω,ποια φωτιά να πρωτοσβήσω
- τι να σου πω τώρα! α. έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας για την παράλογη συμπεριφορά, ιδίως απαίτηση κάποιου. β. έκφραση αγανάκτησης ή αποδοκιμασίας σε άτομο που ενήργησε λανθασμένα, που ενήργησε διαφορετικά από ό,τι του υποδείξαμε, ή που επιμένει σε κάτι που είναι λανθασμένο·
- τι πάει να πει, βλ. φρ. τι παναπεί, λ. παναπεί·
- το είπε έτσι, βλ. λ. έτσι·
- το ’πε και το ’κανε, πραγματοποίησε την επιθυμία που είχε εκφράσει ή την απειλή, που είχε εκτοξεύσει εναντίον κάποιου: «ήθελε ν’ αγοράσει το πιο καλό αυτοκίνητο μέσ’ στην πόλη· ε, το ’πε και το ’κανε || είχε υποσχεθεί πως, όπου τον δει θα τον δείρει και το ’πε και το ’κανε γιατί, μόλις τον συνάντησε, τον έσπασε στο ξύλο»·
- το ’πε νεράκι (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νεράκι·
- το ’πε νερό (ενν. το μάθημα), βλ. λ. νερό·
- το ’πε το ποίημα, βλ. λ. ποίημα· 
- τον (την) είπαν (ακολουθεί κάποιο όνομα), τον (την) βάφτισαν, τον (την) ονόμασαν: «την προηγούμενη Κυριακή βάφτισε το γιο του και τον είπαν Αλέξανδρο». Συνών. τον (την) έβγαλαν·
- του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεκωλώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός ξεπατώθηκε ή του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- του ’πα τα χρόνια (του) πολλά, βλ. λ. χρόνος·
- του τα ’πα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, βλ. λ. καλός·
- του τα ’πα ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- του τα ’πα έξω απ’ τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- του τα ’πα μια και καλή, βλ. λ. καλός·
- του τα ’πα κατάμουτρα, βλ. λ. κατάμουτρα·
- του τα ’πα μαζεμένα, βλ. λ. μαζεμένος·
- του τα ’πα φάτσα μούρη, βλ. λ. φάτσα·
- του τα ’πα φάτσα φόρα, βλ. λ. φάτσα·
- του τα ’πα φόρα παρτίδα, βλ. λ. φόρα2·
- του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι, βλ. λ. χαρτί·
- του τα ’πα χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- τώρα θα τα πούμε όλα, βλ. φρ. εδώ θα τα πούμε όλα·
- ώσπου να πεις αμήν, βλ. λ. αμήν·
- ώσπου να πεις ένα, βλ. λ. ένα·
- ώσπου να πεις κρεμμύδι, βλ. λ. κρεμμύδι·
- ώσπου να πεις κύμινο, βλ. λ. κύμινο·
- ώσπου να πεις τρία, βλ. λ. τρία.

εξής

εξής, επίρρ. και με άρθρο το, τα, ως ουσ. [<αρχ. ἑξῆς], εξής· 
- από δω κι εξής ή από δω και στο εξής, βλ. φρ. από δω και πέρα, λ. εδώ·
- από τώρα και στο εξής, βλ. φρ. στο εξής·
- εις το εξής, βλ. φρ. στο εξής·
- και ούτω καθ’ εξής, βλ. συνηθέστ. και ούτω καθεξής, λ. καθεξής·
- με την εξής διαφορά, βλ. λ. διαφορά·
- οι εξής, οι κάτωθι, οι παρακάτω: «στη μηνιαία συνεδρίαση του συλλόγου μας πήραν μέρος οι εξής: …»·
- στο εξής στο μέλλον, μελλοντικά, από δω και πέρα, στη συνέχεια: «μέχρι τώρα συμπεριφερόσουν όπως εσύ ήθελες, όμως στο εξής θα συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με τις υποδείξεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ να ξέρεις στο εξής πια δε θα κλάψω, έστω ακόμα κι αν μου πουν πως δυστυχείς, όπως με πέταξες κι εγώ θα σε πετάξω, εδώ θα είμαστε και θα το θυμηθείς
- τα (το) εξής, τα ακόλουθα, το ακόλουθο: «θα πας στον τάδε και θα του πεις τα εξής: το αφεντικό μου θέλει οπωσδήποτε να κάνετε εκκαθάριση του μέχρι σήμερα λογαριασμού || θέλω να μου πεις το εξής: την αγαπάς;»·
- το πράγμα έχει ως εξής, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- ως εξής, (για ενέργειες) με τον τρόπο που υποδεικνύεται: «για ν’ αρχίσεις το χτίσιμο, πρέπει να ενεργήσεις ως εξής: πρώτα πρέπει να υπογράψεις με τον οικοπεδούχο κι ύστερα να πάρεις έγκριση απ’ το πολεοδομικό».

καιρός

καιρός, ο, ουσ. [<αρχ. καιρός], ο καιρός. 1. προσδιορισμός ιστορικής χρονολογίας, χρονικής στιγμής, εποχής του χρόνου, χρονικής διάρκειας: «τον καιρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου || τον καιρό του πολέμου ||  εκείνο τον καιρό ήμουν σε άσχημη κατάσταση || τι καιρό είχαμε γνωριστεί; || πόσο καιρό θέλεις για να τελειώσεις τη δουλειά;». 2. οι ατμοσφαιρικές συνθήκες: «χάλασε ο καιρός || τι καιρό κάνει; || ο καιρός είναι άστατος». 3. η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, η στιγμή που αρμόζει: «θα το μάθεις, όταν θα έρθει ο καιρός». 4. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος της ακμή, ο χρόνος της ωριμότητας: «είναι στον καιρό του ο γιος μου και ψάχνει για νύφη». 5. ο διαθέσιμος χρόνος: «δεν έχω καιρό αυτή τη στιγμή, ίσως αύριο να μπορέσω να σ’ εξυπηρετήσω». 6. μεγάλο χρονικό διάστημα: «έχω να τον δω καιρό». 7. στον πλ. οι καιροί, οι κοινωνικές συνθήκες, γενικά η κατάσταση που επικρατεί, οι περιστάσεις, η εποχή: «οι καιροί δε μας επιτρέπουν παραπανίσια έξοδα». (Ακολουθούν 175 φρ.)·
- αγρίεψε ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες άλλαξαν απότομα προς το χειρότερο: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα ξαφνικά αγρίεψε ο καιρός»·
- άλλαξαν οι καιροί ή οι καιροί άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική κατάσταση είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, άλλαξαν οι περιστάσεις: «τώρα που έπεσε η χούντα, άλλαξαν οι καιροί κι έχουμε δημοκρατία || κάποτε η φιλία ήταν ιερό πράγμα, τώρα όμως άλλαξαν οι καιροί κι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για την πάρτη του». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί,είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια)· βλ. και φρ. άλλαξαν τα πράγματα, λ. πράγμα·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. φρ. άλλες εποχές τότε! λ. εποχή·
- ανάποδοι καιροί, χρονική περίοδος με δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «μα τι ανάποδοι καιροί είναι αυτοί που περνούμε! Κάθε τόσο και κάτι κακό συμβαίνει»· βλ. και φρ. ανώμαλοι καιροί·
- ανάποδος καιρός, που δεν υπάρχουν σταθερές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «πολύ ανάποδος καιρός ο σημερινός· απ’ το πρωί μέχρι τ’ απόγευμα άλλαξε τρεις φορές. Πότε βροχή, πότε ήλιο και τώρα μας τρέλανε με τον αέρα!»·
- άνοιξε ο καιρός, καθάρισε ο ουρανός από τα σύννεφα, βγήκε ήλιος: «μόλις άνοιξε ο καιρός, η παραλία γέμισε από κόσμο»·
- ανώμαλοι καιροί, χρονική περίοδος αστάθειας και ταραχών: «εύχομαι να ζείτε πάντα με ασφάλεια και ειρήνη και να μη γνωρίσετε κι εσείς ανώμαλους καιρούς, όπως γνώρισε η γενιά μου»·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι βεντούζες, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που ο Παρθενώνας ήταν γιαπί, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της πυραμίδας του Χέοπος, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αβραάμ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αδάμ, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Εικοσιένα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Νώε, α. προσδιορισμός γεγονότος που συνέβη πάρα πολύ παλιά: «η γνωριμία των οικογενειών μας έγινε απ’ των καιρό του Νώε». β. (για μηχανήματα ή κατασκευές) που κατασκευάστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν και, κατ’ επέκταση, που είναι πολύ παλιό ή σχεδόν άχρηστο: «έχει ένα αυτοκίνητο απ’ τον καιρό του Νώε και κάθε λίγο και λιγάκι το πηγαίνει στο συνεργείο || έχει ένα ψυγείο απ’ τον καιρό του Νώε και χρησιμοποιεί ακόμη πάγο». γ. (για πράγματα) που είναι πάρα πολύ παλιό και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να έχει και συλλεκτική αξία: «έχει ένα κηροπήγιο απ’ τον καιρό του Νώε και το φυλάει σαν τα μάτια του». δ. (για ιδέες) που είναι απαρχαιωμένες: «σήμερα ο κόσμος έχει διαφορετική γνώμη για τα πράγματα, κι αυτά που λες εσύ τα έλεγαν απ’ τον καιρό του Νώε». Συνών. οι εννιά πιο πάνω και οι τρεις επόμενες φρ. συν από αμνημονεύτων χρόνων / από αρχαιοτάτων χρόνων / από καταβολής κόσμου / από κτίσεως κόσμου·
- απ’ τον καιρό του Όθωνα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Φαραώ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό των πυραμίδων, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- από καιρό, πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «από καιρό ξέρω τη σχέση του με την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά, μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη, γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ κρυφά της τα ’χε από καιρό με την Αγγέλα του Αράπη
- από καιρό ήθελα να..., πέρασε πολύς καιρός από τότε που ήθελα να..., εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα ήθελα να…: «από καιρό ήθελα να σε δω να σου μιλήσω || από καιρό ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι»·
- από καιρό σε καιρό, μερικές φορές, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «περνάει από καιρό σε καιρό απ’ το μαγαζί και τα λέμε, αλλά τώρα έχει να εμφανιστεί ένα μήνα || από καιρό σε καιρό φιλοτιμείται να διαβάσει και κανένα βιβλίο!». Συνών. κάπου κάπου / πότε πότε / που και που·
- από καιρού εις καιρόν, βλ. συνηθέστ. από καιρό σε καιρό·
- άστατος καιρός, (στη γλώσσα της αργκό) προειδοποίηση σε κάποιον ή κάποιους πως η αστυνομία κάνει έρευνες για μια συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία ίσως να ενέχονται και αυτοί, ή, γενικά, ότι υπάρχει επικείμενος κίνδυνος: «μην πάτε στα μπαράκια της παραλίας, γιατί επικρατεί άστατος καιρός»· βλ. και φρ. ανάποδος καιρός·
- άσχημος καιρός, βλ. φρ. ανάποδος καιρός·
- βλάκας παντός καιρού, βλ. λ. βλάκας·
- βρίσκω καιρό ή βρίσκω τον καιρό, α. βρίσκω την κατάλληλη περίσταση, τη στιγμή που αρμόζει, την ευκαιρία: «καθώς ήμουν αφηρημένος, βρήκε τον καιρό και μου ’κλεψε την τσάντα». β. βρίσκω διαθέσιμο χρόνο: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να βρεις καιρό να με βοηθήσεις || δεν μπορώ να βρω τον καιρό να σε βοηθήσω»·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, βλ. λ. γαμώ·
- για να περνώ τον καιρό μου, έκφραση που δηλώνει πως, αυτό το συγκεκριμένο με το οποίο ασχολούμαι κάποιο χρονικό διάστημα, είναι για μένα μια πάρεργη ασχολία που με ευχαριστεί: «μετά τη δουλειά μου, ασχολούμαι με τη συλλογή γραμματοσήμων για να περνώ τον καιρό μου»·
- γλυκός καιρός, που είναι μαλακός, ήπιος: «κάθε φορά που είναι γλυκός ο καιρός, είναι πολλοί αυτοί που κάνουν βόλτα στην παραλία»· 
- γύρισε ο καιρός, άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τ’ απόγευμα γύρισε ο καιρός και βγήκε ήλιος || όλο το πρωί είχαμε ηλιοφάνεια, αλλά προς το μεσημέρι γύρισε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- δε βρίσκω καιρό (για κάτι), βλ. φρ. δεν έχω καιρό (για κάτι)·
- δε με παίρνει ο καιρός, βλ. συνηθέστ. δε με παίρνει ο χρόνος, λ. χρόνος·
- δε χάνω (τον) καιρό, βιάζομαι, ενεργώ ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως πήγαν το φίλο του στο νοσοκομείο, δεν έχασε καιρό κι έτρεξε να τον δει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψ’ έλα κοντά μου, τσιγγάνα, στον οντά μου, έλα να με γιάνεις και τον καιρό μη χάνεις
- δε χάνω τον καιρό μου, ασχολούμαι με πράγματα ουσιαστικά και ωφέλιμα, δεν αφήνω τον καιρό μου να περνάει ανεκμετάλλευτος: «δε χάνω τον καιρό μου με ανόητα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- δεν είναι καιρός για… ή δεν είναι καιρός να…, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή: «δεν είναι καιρός να κάνουμε έξοδα, γιατί δυσκόλεψαν τα πράγματα || δεν είναι καιρός για διασκεδάσεις, γιατί έχουμε δουλειά»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, πρέπει να σοβαρευτώ, να σοβαρευτούμε, πρέπει να ενεργοποιηθώ, να ενεργοποιηθούμε: «δεν είναι καιρός για παιχνίδια, γιατί αρχίζουν σε λίγο οι εξετάσεις»· βλ. και φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια·
- δεν είναι στον καιρό τους, (για καρπούς ή φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ωρίμανσης: «τα σταφύλια δεν είναι ακόμα στον καιρό τους, γι’ αυτό και είναι ξινά || τα σύκα και τα σταφύλια είναι στον καιρό τους το μήνα Αύγουστο»· 
- δεν έχασε καιρό και…, βλ. συνηθέστ. χωρίς να χάνει καιρό·
- δεν έχει καιρό, επικρατούν ομαλές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «μια και δεν έχει καιρό, αποφασίσαμε να πάμε για ψάρεμα»·
- δεν έχω καιρό (για κάτι), δεν έχω διαθέσιμο χρόνο, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω καιρό ν’ ασχοληθώ μαζί σου || δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σπάσουμε τις αλυσίδες, δεν έχουμε καιρό γι’ άλλες ελπίδες
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι πολύ βιαστικός, δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, επείγομαι για κάτι: «πες μου στα γρήγορα τι ακριβώς θέλεις, γιατί δεν έχω καιρό για κουβέντες»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, επείγομαι να τελειώσω κάτι: «δεν έχω καιρό για παιχνίδια, γιατί πρέπει να παραδώσω κάποια δουλειά»· βλ. και φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδια·
- δεν έχω καιρό για χάσιμο, α. δηλώνει άμεση ενέργεια λόγω ελλείψεως χρόνου: «πρέπει να φύγω να προλάβω τ’ αεροπλάνο, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο». β. δηλώνει άμεση και ουσιαστική εκμετάλλευση του χρόνου που κυλάει: «αν θέλω να πετύχω στο πανεπιστήμιο, χρειάζεται πολύ διάβασμα, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο»·
- δίνω καιρό ή δίνω τον καιρό (σε κάποιον), δίνω χρονικό περιθώριο σε κάποιον να κάνει κάτι: «δώσε μου λίγο καιρό και θα σου επιστρέψω τα λεφτά που σου χρωστάω || δώσε μου τον καιρό να ετοιμαστώ». (Τραγούδι: δε σου ’χω πει ακόμα τίποτα, δώσ’ μου τον καιρό, όλα τα λόγια μου τ’ ανείπωτα μέσα σου να βρω
- εδώ και καιρό ή εδώ και τόσο καιρό, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, τόσον καιρό: «εδώ και τόσο καιρό σε συμβουλεύω ν’ αλλάξεις τακτική κι εσύ με γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια»·
- είναι άσχημος καιρός ή είναι άσχημος ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες δεν είναι καλές: «ματαιώσαμε την εκδρομή μας, γιατί είναι άσχημος ο καιρός»·
- είναι καιρός για…, οι καιρικές συνθήκες είναι κατάλληλες για…: «το χειμώνα είναι καιρός για σκι, ενώ το καλοκαίρι είναι καιρός για μπάνια»·
- είναι καιρός να… ή είναι καιρός τώρα να…, είναι η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου: «είναι καιρός να φύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || αφού βρήκες δουλειά, είναι καιρός τώρα να παντρευτείς»·
- είναι καιρός που… ή είναι καιρός τώρα που…, λέγεται για κάτι που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι αυτή τη στιγμή: «είναι καιρός που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε || είναι καιρός τώρα που σε ψάχνει ο τάδε»·
- είναι καιρός που δεν…, βλ. φρ. πάει καιρός που δεν(…)·
- είναι καιρός που μας άφησε, βλ. φρ. πάει καιρός που μας άφησε·
- είναι κακός καιρός ή είναι κακός ο καιρός, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός·
- είναι καλός καιρός ή είναι καλός ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες είναι καλές: «κάθε φορά που είναι καλός ο καιρός, βγαίνουμε με τη βάρκα για ψάρεμα»·
- είναι κόντρα ο καιρός, ο αέρας έρχεται αντίθετα, ενάντια προς τη φορά του πλοίου, το πλοίο δέχεται τον αέρα στη πρύμνη του, και, κατ’ επέκταση, ο καιρός δεν είναι καλός: «δε θα ρίξω σήμερα το σκάφος στη θάλασσα, γιατί είναι κόντρα ο καιρός». (Λαϊκό τραγούδι: κόντρα ο καιρός Φλωριά και τα ψάρια δεν τσιμπάνε. -Δε βαριέστε, βρε παιδιά, όσα έρθουν κι όσα πάνε
- είναι μπροστά απ’ τον καιρό του, βλ. συνηθέστ. είναι μπροστά απ’ την εποχή του, λ. εποχή·
- είναι στον καιρό της, (για έγκυες γυναίκες), βλ. συνηθέστ. είναι στις μέρες της, λ. μέρα·
- είναι στον καιρό του, (για αρσενικά ζώα) βρίσκεται σε περίοδο για να ζευγαρώσει με το θηλυκό: «ψάχνω να βρω μια σκυλίτσα ράτσας, γιατί το σκυλί μου είναι στον καιρό του»·
- είναι στον καιρό του (της), βρίσκεται στην κατάλληλη ηλικία για να κάνει κάτι, ιδίως να παντρευτεί: «έχει ένα παλικάρι, που είναι στον καιρό του, αλλά εδώ που τα λέμε κι η κόρη μου είναι στον καιρό της». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου,προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- είναι φρούτο του καιρού, βλ. λ. φρούτο·
- έκλεισε ο καιρός, συννέφιασε: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έκλεισε ο καιρός»·
- εν καιρώ, αργότερα, κάποτε στο μέλλον: «εν καιρώ θ’ ασχοληθώ και με το πρόβλημά σου»·
- έναν καιρό, κάποτε στο παρελθόν, άλλοτε, παλιά: «έναν καιρό μέναμε με τον τάδε στην ίδια γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: έναν καιρό που με έστελνε η μάνα μου σχολείο κι ο δάσκαλος με έβαζε στο πρώτο το θρανίο
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έπεσε ο καιρός, σταμάτησε να φυσάει ή φυσάει με λιγότερη ένταση: «μόλις έπεσε ο καιρός, τα παιδιά βγήκαν στην πλατεία να παίξουν || αν δεν πέσει ο καιρός, δεν μπορεί ν’ αποπλεύσει το καράβι»· βλ. και φρ. μαλάκωσε ο καιρός·
- έσφιξε ο καιρός, επιδεινώθηκε: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έσφιξε ο καιρός»·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό, που πρέπει κανείς να τον περάσει στο σπίτι του: «ξέχνα την εκδρομή που είχαμε προγραμματίσει, γιατί έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε»·
- έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, έκφραση που δηλώνει τη μοιρολατρική αποδοχή των περιστάσεων, την παραδοχή μας πως δεν μπορούμε να επέμβουμε και να αλλάξουμε την πορεία των γεγονότων ή να αντισταθούμε στις κοινωνικές συνθήκες, ή που φανερώνει την προσπάθειά μας να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημα ή κάποια επιλήψιμη πράξη μας, υποστηρίζοντας πως υπαγορεύεται ή απαιτείται από την παρούσα κοινωνική κατάσταση. (Λαϊκό τραγούδι: είμαι γυναίκα του γλεντιού και δεν υπολογίζω, έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω)·  
- έχει καιρό, επικρατούν άστατες ατμοσφαιρικές συνθήκες: «αφού έχει καιρό δε θα μπορέσουμε να πάμε για ψάρεμα»·
- έχει ο καιρός γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται μέσα στο χρόνο: «μην ανησυχείς, θα ξαναπάρει γρήγορα τ’ απάνω του, γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως, μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα: «τώρα που έχεις το πάνω χέρι, κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θυμάσαι πως έχει ο καιρός γυρίσματα». Σε αρκετές περιπτώσεις, η φρ. κλείνει με το κι ο χρόνος εβδομάδες. Συνών. έχει η ζωή γυρίσματα. Από το ότι ο καιρός είναι ευμετάβλητος· βλ. και φρ. γύρισε ο καιρός·
- έχω καιρό ή έχουμε καιρό, έχω, διαθέτω χρόνο, προλαβαίνω να κάνω κάτι, δε βιάζομαι: «έχω καιρό για να πάω στο αεροδρόμιο || έχουμε καιρό για να τελειώσω τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πες της για να πάει να φέρει το γιατρό κι ώσπου να τον φέρει έχουμε καιρό).Συνήθως η φρ. κλείνει με το ακόμα ή με το μπροστά μου ή μπροστά μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έχω καιρό για χάσιμο; βλ. φρ. δεν έχω καιρό για χάσιμο·
- έχω καιρό να…, λέγεται για κάτι που έγινε ή που κάναμε πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «έχω καιρό να σε δω || έχω καιρό να πάω στα μπουζούκια». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακούγεται το αρκετό ή το πολύ· βλ. και φρ. καιρό έχω να(…)·
- έχω καιρό μπροστά μου, βλ. φρ. έχω χρόνο μπροστά μου, λ. χρόνος·
- έχω τον καιρό πρίμα, α. ταξιδεύω, ιδίως με ιστιοφόρο, έχοντας ευνοϊκό άνεμο: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας είχαμε τον καιρό πρίμα και πλέαμε με φουσκωμένα τα πανιά». β. η ζωή μου, η δουλειά μου, εξελίσσεται ευνοϊκά: «τώρα που έχω τον καιρό πρίμα, πρέπει να τακτοποιήσω όλες τις υποθέσεις μου»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
- ήρθαν άλλοι καιροί, άλλαξε η κατάσταση στη ζωή ενός ατόμου ή ενός τόπου, μιας χώρας: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, ήρθαν άλλοι καιροί || κάποτε περνούσαμε τη ζωή μας ήσυχα κι ευτυχισμένα, όμως με τη γερμανική κατοχή ήρθαν άλλοι καιροί». (Λαϊκό τραγούδι: μα περάσαν τα χρόνια κι ήρθαν άλλοι καιροί,τώρα εγώ θα γελάω μα θα κλάψεις εσύ)·  
- ήρθε ο καιρός, έφτασε η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου:  «ήρθε ο καιρός να κάνεις κι εσύ οικογένεια». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε είδα όνειρο που ’χε πολλά ελάφια και είπα ήρθε ο καιρός ν’ απολυθώ -ν’ απολυθώ- πιλάφια
- θα (το) δείξει ο καιρός, βλ. φρ. ο καιρός θα (το) δείξει·
- θέλει καιρό για να…, απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθεί κάτι: «θέλει καιρό για να ωριμάσουν τα ροδάκινα || θέλει καιρό για να τελειώσει η δουλειά». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα  ·
- θέλω καιρό για να…, α. απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρώσω κάτι: «θέλω καιρό για να πάρω το πτυχίο μου». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα. β. χρειάζομαι διαθέσιμο χρόνο: «θέλω καιρό για ν’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου, γιατί είναι πολύ μπερδεμένη»·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, βλ. λ. Θεός·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- καιρό έχω να…, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα: «ερχόταν αυτός που ζητάς σ’ αυτό το μπαράκι, αλλά καιρό έχω να τον δω»· βλ. και φρ. έχω καιρό να(…)·
- καιρός για σπίτι, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό: «πού θα πάτε εκδρομή, δε βλέπετε που είναι καιρός για σπίτι;»·
-καιρός είναι να…, έκφραση με την οποία θέλουμε να προλάβουμε κάποια απαίτηση ή κάποια ενέργεια ατόμου, που δε μας είναι επιθυμητή ή ευχάριστη: «καιρός είναι να μου ζητάς πάλι δανεικά, απ’ τη στιγμή που δε μου ’φερες ούτε τα προηγούμενα! || καιρός είναι να μας πεις πως σ’ αδικήσαμε κι από πάνω!»·
- καιρός ήταν! έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ευχαρίστηση ή την ικανοποίησή μας για ενέργεια ατόμου ή για κάτι που περιμέναμε προ πολλού να εκδηλωθεί: «ήρθα να σου επιστρέψω τα δανεικά που σου είχα πάρει. -Καιρός ήταν! || ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη. -Καιρός ήταν! || άρχισε να βρέχει. -Καιρός ήταν!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το επιτέλους·
- καιρός να…, έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να γίνει ή να ενεργήσουμε σύμφωνα με αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «καιρός να φεύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || καιρός ν’ αρχίσουμε να δουλεύουμε γιατί αρκετά καθίσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου, καιρός ν’ αλλάξει νου, γιατί και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- καιρός να του δίνω! ή καιρός να του δίνουμε! βλ. φρ. ώρα να του δίνω! λ. ώρα·
- καιρός πανί, καιρός κουπί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: «αν θέλεις να πετύχει η δουλειά σου, πρέπει να κάνεις το άνοιγμα τώρα που είναι ευνοϊκά τα πράγματα, γιατί καιρός πανί, καιρός κουπί». Από την εικόνα του ναυτικού που, όταν έχει άνεμο χρησιμοποιεί τα πανιά και όταν πέσει ο άνεμος χρησιμοποιεί τα κουπιά της βάρκας του·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του, στην εποχή του, στην κατάλληλη ηλικία: «δεν είναι σωστό τώρα που γεράσαμε να τρέχουμε πίσω απ’ τα κοριτσόπουλα, γιατί καιρός πανί, καιρός παιδί». Από το ότι, όταν η γυναίκα αποκτήσει παιδί, δεν έχει καιρό να ασχολείται πολύ με το σπίτι της ή με το με το εργόχειρό της, γιατί αφοσιώνεται στη φροντίδα του·
- καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «δεν έχω ούτε την όρεξη ούτε τη δύναμη να μπλεχτώ στην ηλικία που βρίσκομαι με επιχειρήσεις, γιατί καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- καιρούς και ζαμάνια, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- κακός καιρός, κακοκαιρία: «όταν έχει κακό καιρό, δε βγαίνω απ’ το σπίτι»·
- καλός καιρός, καλοκαιρία: «όταν έχει καλό καιρό, πάω βόλτα στην παραλία»·
- κατά καιρούς, σε αραιά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους, πότε πότε: «γενικά δεν του αρέσουν τα βιβλία, αλλά κατά καιρούς πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κατά τον καιρό και το χορό, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια ενέργεια εξυπηρετεί ή ταιριάζει σε κάποια περίσταση: «με την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές, γιατί κατά τον καιρό και το χορό». Συνών. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα / κατά τον άγιο και το κερί του·
- κερδίζω καιρό, βλ. συνηθέστ. κερδίζω χρόνο, λ. χρόνος·
- κλειστός καιρός, συννεφιασμένη, βαριά ατμόσφαιρα, που συχνά εξελίσσεται σε καταιγίδα: «είναι μανιώδης ψαράς αλλά, κάθε φορά που βλέπει κλειστό καιρό, δεν πάει για ψάρεμα»·
- κοιμάται του καλού καιρού, α. είναι βυθισμένος στον ύπνο: «ξάπλωσε από νωρίς, γιατί ήταν κουρασμένος, και τώρα κοιμάται του καλού καιρού». β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα κακά συμβαίνουν γύρω του ή σε βάρος του: «η γυναίκα του τον κερατώνει κι αυτός κοιμάται του καλού καιρού»·
- κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά για τους αργόσχολους, τους τεμπέληδες: «μόλις ξυπνούν, μαζεύονται στο μπαράκι της γειτονιάς κι όλη μέρα είναι κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό»·
- μαλάκωσε ο καιρός, σταμάτησε να κάνει κρύο ή κάνει λιγότερο κρύο: «χτες είχε κρύο τσουχτερό, αλλά σήμερα μαλάκωσε ο καιρός»· βλ. και φρ. έπεσε ο καιρός· 
- μας άφησε καιρό, βλ. συνηθέστ. πάει καιρός που μας άφησε·
- μας τα χάλασε ο καιρός, η κακοκαιρία ματαίωσε το πρόγραμμά μας, γιατί μας δημιούργησε δυσκολίες: «θέλαμε να πάμε απ’ το πρωί για ψάρεμα, αλλά μας τα χάλασε ο καιρός, γιατί έβγαλε τρελό αέρα»·
- με τον έρωτα περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρως, βλ. λ. έρωτας·
- με τον καιρό, με την πάροδο, με το πέρασμα του χρόνου: «με τον καιρό θα ξεχαστούν όλα». (Λαϊκό τραγούδι: θα κλάψω πικρά, μα θα ξεχάσω, μα θα ξεχάσω, με τον καιρό,καινούρια ζωή θα χαράξω να μην πονάω που σ’ αγαπώ
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- με τον καιρό του, τη σωστή χρονική στιγμή, όταν θα είναι κάποιος ή κάτι έτοιμο(ς) κατάλληλο(ς) ευνοϊκό(ς), με το χρονικό διάστημα που χρειάζεται: «μη βιάζεσαι να παντρευτείς, κάθε πράγμα με τον καιρό του || όλα θα τακτοποιηθούν με τον καιρό τους»·
- μη χάνεις καιρό, α. τρέξε γρήγορα, βιάσου, σπεύσε: «σε θέλει ο πατέρας κι είναι νευριασμένος, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό». β. ενεργοποιήσου αμέσως: «αν αναλάβεις αυτή τη δουλειά θα βγάλεις καλά λεφτά, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό»·  
- μη χάνεις τον καιρό σου, μη ματαιοπονείς: «εφόσον δε θέλει να κάνει δεσμό η κοπέλα μαζί σου, μη χάνεις τον καιρό σου». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου
- μηνύματα των καιρών, βλ. λ. μήνυμα·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- νέοι καιροί, νέα ήθη, λέγεται για να δηλώσουμε πως οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν, ιδίως προς το χειρότερο: «κάποτε οι νέοι σέβονταν τους γεροντότερους, αλλά σήμερα νέοι καιροί, νέα ήθη»·
- ξοδεύω τον καιρό μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μην ξοδεύεις τον καιρό σου, γιατί είναι πολύτιμος»· βλ. και φρ. περνώ τον καιρό μου·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, υπήρξε επιδείνωση του καιρού, ιδίως με δριμύ ψύχος, με παγωνιά: «απ’ την αρχή του χειμώνα ο καιρός δεν ήταν και πολύ κρύος, αλλά, μόλις μπήκε ο Φλεβάρης, ο καιρός έδειξε τα δόντια του»·
- ο καιρός είναι στο… (στη…), οι ατμοσφαιρικές συνθήκες έχουν τάση, δείχνουν προς κάποιο καιρικό φαινόμενο: «ο καιρός είναι στη βροχή || ο καιρός είναι στο χιονιά». (Λαϊκό τραγούδι: είπα, ο καιρός είναι στη βροχή πώς να με νοιαστεί μια ξένη πόλη; Κι έτσι ξαφνικά, ένιωσα φτωχή. Όπως νιώθουμ’ όλοι  
- ο καιρός θα (το) δείξει, με την πάροδο του χρόνου θα αποδειχτεί κάτι: «ο καιρός θα δείξει τι σόι άνθρωπος είναι || ο καιρός θα δείξει, αν θα έχουμε φέτος βαρύ χειμώνα»·
- ο καιρός (το) πάει για…, έχει την τάση, δείχνει πως θα…, εξελίσσεται σε…: «απ’ το πρωί ο καιρός το πάει για βροχή || έχω την εντύπωση πως ο καιρός το πάει για χιόνι»·
- ο καιρός τρέχει, βλ. φρ. τρέχει ο καιρός·
- ο καιρός φυσάει πρίμα, φυσάει ευνοϊκός άνεμος. (Λαϊκό τραγούδι: ελαφρό ήταν το κύμα και ο καιρός φυσούσε πρίμα και μας φέρνει μάνι μάνι στου Περαία το λιμάνι
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. φρ. οι παλιές καλές μέρες, λ. μέρα·
- όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει, δεν πρέπει να αφήνουμε τον καιρό μας να φεύγει ανεκμετάλλευτος, γιατί δε θα μπορέσουμε να τον ξαναβρούμε: «τώρα που είσαι νέος, μην αφήνεις τον καιρό σου να φεύγει άδικα, γιατί, όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει»·
- όπως τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. φρ. έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, όπως τότε που όλα ήταν ωραία και οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι: «πολλές φορές ονειρεύτηκα πως ζούσα στην αγαπημένη μου γειτονιά όπως τον παλιό καλό καιρό, αλλά το πρωί σαν ξυπνούσα, ερχόμουν πάλι αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα»·
- όσο είναι καιρός, όσο υπάρχουν ακόμη περιθώρια χρόνου:  «πρέπει να παντρευτείς όσο είναι καιρός, γιατί μετά τα σαράντα δυσκολεύουν τα πράγματα»·
- πάει καιρός που… ή πάει καιρός τώρα που…, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύ παλιά: «πάει καιρός που έχω κόψει το κάπνισμα || πάει καιρός τώρα που έφυγε και δε θα ξανάρθει». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας)· βλ. και φρ. είναι καιρός που(…)·
- πάει καιρός που δεν…, πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν κάνω κάτι: «πάει καιρός που δεν καπνίζω, γιατί μου δημιούργησε πρόβλημα στα πνευμόνια || πάει καιρός που δεν τρώω λιπαρά, γιατί έχω ανεβασμένη χοληστερίνη»·
- πάει καιρός που μας άφησε, πέθανε πριν από πολύ καιρό: «δε μένει πια αυτός που ζητάς σ’ αυτό το σπίτι, γιατί πάει καιρός που μας άφησε»·
- πάλι με χρόνια με καιρούς, στο απώτερο μέλλον, κάποτε στο μέλλον: «μπορεί να χώρισαν, αλλά επειδή ξέρω ότι αγαπιούνται, πάλι με χρόνια με καιρούς θα ξανασμίξουν». (Λαϊκό τραγούδι: με χρόνια πάλι με καιρούς κοντά μου θα γυρίσεις, θα σφάλμα σου θα αισθανθείς, συγγνώμη θα ζητήσεις)· 
- πάω κόντρα με τον καιρό ή  πάω κόντρα στον καιρό, εναντιώνομαι στις κρατούσες κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες: «συνήθως δεν πάω κόντρα με τον καιρό κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο || όλα τα επαναστατικά και προοδευτικά πνεύματα πάνε κόντρα στον καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: όμως θέλω τη ζωή μου να την χαρώ, γι’ αυτό δεν τα πάω κόντρα με τον καιρό)·
- πέρασε ο καιρός του, (για πρόσωπα) έχασε την παλιά κοινωνική επιρροή ή αίγλη που είχε: «μόλις κατάλαβε πως πέρασε ο καιρός του, αποχώρησε απ’ το κόμμα κι έζησε ήσυχα στο εξοχικό του»·
- πέρασε ο καιρός τους, (για καρπούς, φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που ολοκληρώθηκε προ πολλού η διαδικασία της ωρίμανσης και δεν είναι κατάλληλα ή ευχάριστα όταν τα τρώμε: «μην ξαναγοράσεις κεράσια, γιατί πέρασε ο καιρός τους και δεν τρώγονται»·
- περνώ τον καιρό μου, α. τον διαθέτω με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω, περνώ τον καιρό μου διαβάζοντας || τις Κυριακές περνώ τον καιρό μου σκαλίζοντας τον κήπο του σπιτιού μου». β. ασχολούμαι με κάτι επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω: «όταν δεν έχω δουλειά, κάθομαι σ’ ένα μπαράκι της παραλίας και περνώ τον καιρό μου βλέποντας τον κόσμο που βολτάρει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα περάσω δυο λόγια να σου πω· πως έχω στην καρδιά μου για σε καλό σκοπό. Να παίξω, μη θαρρείς, γυρεύω και τον καιρό μου να περνώ· δυο χρόνια σένανε λατρεύω, τσαχπίνικο μελαχρινό
- πέφτει ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες επανέρχονται σταδιακά σε ομαλή κατάσταση: «μόλις πέσει εντελώς ο καιρός, θα βγούμε βόλτα με τη βάρκα»·
- πονηροί καιροί, χρονική περίοδος με ρευστή πολιτική ή οικονομική κατάσταση, που εγκυμονεί απρόβλεπτους κινδύνους: «πρόσεχε τι λες και τι κάνεις, γιατί περνάμε πονηρούς καιρούς και δεν ξέρεις από πού θα ξεσπάσει το κακό»·
- πού καιρός για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «έχω πάρα πολύ διάβασμα, πού καιρός για διασκεδάσεις!»·
- προ καιρού, πριν από αρκετό καιρό: «τον είδα προ καιρού τυχαία στο δρόμο»·
- πώς αλλάζουν οι καιροί! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς σε παλιότερες χρονικές περιόδους, όταν  οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες ή το αντίθετο: «πώς αλλάζουν οι καιροί! Κάποτε επικρατούσε ησυχία και τάξη και σήμερα έχει γίνει Σικάγο η πόλη μας || πώς αλλάζουν οι καιροί! Σήμερα μια τετραμελής οικογένεια χρειάζεται χίλια με χίλια πεντακόσια ευρώ το μήνα για να ζει ανθρωπινά, ενώ κάποτε με εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές περνούσε όμορφα κι ωραία». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε. (Λαϊκό τραγούδι: βρε πώς αλλάζουν οι καιροί, άλλος εδώ κι άλλος εκεί
- σαν τον παλιό καλό καιρό, έκφραση που, επ’ αφορμή κάποιας καλής στιγμής, αναπολούμε παλιές καλές στιγμές του παρελθόντος: «συγκεντρωθήκαμε όλοι οι φίλοι και διασκεδάσαμε στα μπουζούκια σαν τον παλιό καλό καιρό»·
- σημάδια των καιρών, βλ. λ. σημάδι·
- σημεία των καιρών, βλ. λ. σημείο·
- σκοτώνω τον καιρό μου, α. ξοδεύω άσκοπα το χρόνο μου, τεμπελιάζω: «όλη τη μέρα κάθεται στο καφενείο και σκοτώνει τον καιρό του». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος στον ελεύθερο χρόνο μου με δευτερεύουσες δραστηριότητες: «έχω μια συλλογή με γραμματόσημα για να σκοτώνω τον καιρό μου»·
- στης ακρίβειας τον καιρό, βλ. λ. ακρίβεια·
- στον καιρό! (στη γλώσσα του στρατού, ιδίως του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας) στρατιωτικό παράγγελμα, που επαναφέρει τους στρατιώτες σε κατάσταση χαλάρωσης, πριν από την εκτέλεση του επίσημου παραγγέλματος, που θα πρέπει να εκτελεστεί με ακρίβεια. Στο στρατό ξηράς χρησιμοποιείται το άκυρο(ν)! (βλ. λ.)·
- στον καιρό μου ή στον καιρό μας, στα δικά μου τα χρόνια, στη δική μου την εποχή, όταν ήμουν νέος: «στον καιρό μου δε δεχόμουν μύγα στο σπαθί μου || στον καιρό μας η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στον καιρό της βασιλείας του ή τον καιρό της βασιλείας του, τότε που είχε σπουδαίο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή καλλιτεχνικό ρόλο και που δεν έχει πια είτε λόγω φθοράς είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω αποχώρησης από την ενεργό δράση είτε λόγω θανάτου του: «στον καιρό της βασιλείας του έφτιαξε σπουδαία πράγματα || τον καιρό της βασιλείας του όλα μέσα στο εργοστάσιο δούλευαν ρολόι»·
- στον παλιό καλό καιρό! πρόποση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες που συνδέονται με παλιά φιλία και με ωραίες αναμνήσεις·
- τι καιρό έχει; βλ. φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τι καιρό κάνει; α. πώς είναι η ατμοσφαιρική κατάσταση(;): «για δες μια στιγμή απ’ το παράθυρο τι καιρό κάνει;». β. λέγεται και με την έννοια τι κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση επικρατεί κάπου: «εδώ τα πράγματα είναι μια χαρά, στην πατρίδα σας τι καιρό κάνει;». Την εποχή του ψυχρού πολέμου και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μεταξύ αρκετών Δυτικών διπλωματών επικρατούσε το παρακάτω σκεπτικό: αν θέλεις να μάθεις τι καιρό κάνει στη Μόσχα, μάθε τι καιρό κάνει στη Σόφια, κι αυτό γιατί η κομμουνιστική Βουλγαρία ήταν τότε η πιο πιστή, η πιο φανατική σύμμαχος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης· βλ. και φρ. τι καιρός φυσάει(;)·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; ειρωνικό πείραγμα σε πολύ ψηλό άτομο: «Φασούλα, τι καιρό κάνει εκεί πάνω;»·
- τι καιρός φυσάει; ποια είναι η κατάσταση των πραγμάτων, πώς εξελίσσονται οι διάφορες καταστάσεις, ποιο είναι το κοινωνικό ή πολιτικό κλίμα που επικρατεί(;): «εδώ τα πράγματα σκουραίνουν μετά τις τελευταίες απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικάτων, εκεί κάτω τι καιρός φυσάει;»· βλ. και φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τον καιρό εκείνο, πριν από πολύ καιρό, πάρα πολύ παλιά: «τον καιρό εκείνο ήμασταν φίλοι, αλλά μετά χαθήκαμε». (Τραγούδι: τον καιρό εκείνο τον παλιό, και οι δυο γραμμένοι στο σχολειό)· βλ. και φρ. τω καιρώ εκείνω·
- τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, βλ. λ. σκυλί·
- τον κακό μου τον καιρό, έκφραση έντονης δυσαρέσκειας μετά από αποτυχημένη μου ενέργεια ή έκφραση ως ένδειξη μετάνοιας ή αυτοκριτικής: «τον κακό μου τον καιρό, που θέλησα κι εγώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό το πράγμα». Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερο έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό μου το χρόνο·
- τον κακό σου τον καιρό! α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα ή στην ενέργεια κάποιου: «τον κακό σου τον καιρό, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τον κακό σου τον καιρό, που θα μπορέσεις να το επιδιορθώσεις μ’ αυτό τον τρόπο!». β. λέγεται και ως κατάρα. Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερη έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό σου το χρόνο·
- τον παλιό καλό καιρό, τότε που όλα ήταν ωραία και που οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι. Λέγεται με νοσταλγική διάθεση: «η κοινωνία μας έγινε σκληρή και άδικη, ενώ τον παλιό καλό καιρό όλα ήταν πιο ανθρώπινα». (Λαϊκό τραγούδι: στων τραγουδιών μου τα συντρίμμια θα βρεις μαλάματα κι ασήμια απ’ τον παλιό καλό καιρό. Τότε που ήσουν η ζωή μου το επιούσιο κορμί μου που πάντοτε θα λαχταρώ   
- τον τελευταίο καιρό, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «απ’ ό,τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό έχει προβλήματα με τη δουλειά του || τον τελευταίο καιρό, είναι ερωτευμένος με την κόρη του τάδε». Συνών. τις τελευταίες μέρες·
- τόσον καιρό ή τόσον καιρό τώρα, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, εδώ και καιρό: «τόσον καιρό του λέω να κόψει το κάπνισμα, αλλά αυτός εξακολουθεί να καπνίζει σαν φουγάρο».(Λαϊκό τραγούδι: δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα πώς πέρασα τρελή στην ξενιτιά, αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι κακούργα μακριά
- του καλού καιρού, α. σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα και όλα εξελίσσονται μια χαρά, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: «έξω γινόταν χαλασμός Κυρίου από τις φωνές των διαδηλωτών, κι αυτοί μέσα είχαν πιάσει κουβεντούλα του καλού καιρού για το πού θα πάνε διακοπές». β. ανεμπόδιστα, με μεγάλη ευκολία: «χωρίς να κοπιάσει υπερβολικά, έβγαλε λεφτά του καλού καιρού». γ. δηλώνει υπερβολή: «κοιμάται του καλού καιρού || πίνει του καλού καιρού || τρώει του καλού καιρού». Από το ότι, όταν είναι καλός ο καιρός, όλα γίνονται εύκολα και ευχάριστα·
- του παλιού καιρού, α. (υποτιμητικά για πρόσωπα ή πράγματα) που δεν είναι σύγχρονος, μοντέρνος, που είναι παλιομοδίτικος και πολλές φορές, για το λόγο αυτό, είναι πιο σωστός, πιο γνήσιος, πιο αγνός: «έχει αντιλήψεις του παλιού καιρού, γι’ αυτό δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τους νέους || κάποτε ήταν αριστοκράτισσα κι εξακολουθεί να ντύνεται με ρούχα του παλιού καιρού || τα φρούτα του παλιού καιρού τα ’τρωγες και τα φχαριστιόσουν, ενώ τα σημερινά είναι σαν τρως πλαστικό!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καθώς πρέπει άντρας και του παλιού καιρού κι όχι απ’ τους λιμοκοντόρους και του γλυκού νερού). β. που συνέβη ή διαδραματίστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν: «τώρα έχουμε δημοκρατία και δε θα γυρίσουμε σε μεθόδους του παλιού καιρού». (Τραγούδι: στη Μακεδονία του παλιού καιρού γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου
- του τα ’χω από καιρό μαζεμένα, οφείλει να μου δώσει εξηγήσεις για γεγονότα που έχουν συμβεί ή που εξακολουθούν να συμβαίνουν εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, έχω συσσωρευμένα παράπονα σε βάρος κάποιου εδώ και πολύ χρονικό διάστημα: «πρέπει να ξεκαθαρίσει, επιτέλους, τη θέση του απέναντί μου, γιατί του τα ’χω από καιρό μαζεμένα»·
- του τα ’χω από καιρό φυλαγμένα, βλ. φρ. του τα ’χω από καιρό μαζεμένα·
- τρέχει ο καιρός, ο χρόνος κυλάει με μεγάλη ταχύτητα: «πρέπει να ενεργοποιηθούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί τρέχει ο καιρός και θα χάσουμε την προθεσμία χωρίς να το καταλάβουμε»·
- τρώω τον καιρό μου, βλ. φρ. χάνω τον καιρό μου·
- τω καιρώ εκείνω, (ειρωνικά) λέγεται για κάτι που γινόταν ή συνηθιζόταν σε παλιότερες εποχές: «αυτά που μου λες γινόταν τω καιρώ εκείνω, από τότε όμως οι άνθρωποι άλλαξαν και νοοτροπία και γούστα». Από την εισαγωγική ευαγγελική φράση: τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ Ἰησοῦς(…)·
- τώρα είναι (ο) καιρός, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι, τώρα ωρίμασε ο καιρός να γίνει κάτι: «τώρα είναι καιρός να φέρουμε αυτό το είδος, γιατί έχει μεγάλη ζήτηση στην αγορά || τώρα είναι ο καιρός να παντρευτείς, μην το πολυσκέφτεσαι»·
- χάλασε ο καιρός, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα χάλασε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- χάνω καιρό, καθυστερώ: «κάθε φορά που έρχομαι να σε δω, χάνω καιρό με την κουβέντα κι αργώ να πάω στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: για να μη χάνουμε καιρό,σε παίρνω απ’ το κινητό, γδύσου κι έρχομαι
- χάνω τον καιρό (μου), α. ματαιοπονώ: «χάνεις τον καιρό σου που προσπαθείς να του βάλεις μυαλό, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα χάνω τον καιρό για να σε συμβουλεύω, για μια γυναίκα του μπελά, ρε τ’ είν’ αυτά, το νου μου να παιδεύω). β. αφήνω το χρόνο μου να περνάει ανεκμετάλλευτος, τον σπαταλώ άδικα: «όταν ήμουν νέος, έχανα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα, και τώρα χτυπάω το κεφάλι μου». γ. καθυστερώ: «καθώς ερχόμουν έπεσα σ’ ένα μποτιλιάρισμα κι έχασα τον καιρό μου»·
- χειμώνα καιρό, βλ. λ. χειμώνας·
- χρόνια και καιρούς, βλ. λ. χρόνος·
- χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο φίλος του χτύπησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, χωρίς να χάσει καιρό πήγε να τον δει». Συνών. χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ωραίοι καιροί τότε! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς με νοσταλγία σε παλιότερες χρονικές περιόδους. όταν οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες: «ωραίοι καιροί τότε! Γλέντια, ξενύχτια, διασκεδάσεις χωρίς άγχος κι αγωνία για το αύριο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε ρε·
- ωραίος καιρός! στερεότυπη έκφραση προσέγγισης κάποιου σε μοναχική γυναίκα με σκοπό τη σύναψη ερωτικών σχέσεων. Είναι και φορές που δηλώνει αμηχανία, όταν ο επίδοξος εραστής εξαντλήσει το λεκτικό του οπλοστάσιο ή αποτελεί και απλό πείραγμα σε γυναίκα στο δρόμο·
- ωρίμασε ο καιρός, ήρθε η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι: «όλοι υποστηρίζουν πως ωρίμασε ο καιρός για την ίδρυση ενός νέου πολιτικού κόμματος».

κάνω

κάνω κ. κάμω, ρ. [<αρχ. κάμνω], κάνω. 1. κατασκευάζω, παρασκευάζω: «έχει ένα εργοστάσιο και κάνει είδη υγιεινής || το αγόρασε ερείπιο και μέσα σ’ ένα χρόνο το ’κανε με τα χέρια του σπίτι!». (Λαϊκό τραγούδι: να σε δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε, και να κάνω μια καινούρια κοινωνία άλληνε). 2. μαγειρεύω: «ουμ! Μοσχομυρίζει το σπίτι. Τι φαγητό κάνεις;». 3. εκτελώ, ενεργώ: «θα μου κάνεις έναν καφέ; || κάνε ό,τι σου λένε». 4. αποκτώ, δημιουργώ: «έκανε περιουσία». (Λαϊκό τραγούδι: μποέμικα θα ζήσω τη ζωή μου, θα πίνω, θα γλεντώ και θα γελώ, γιατί δεν παίρνω τίποτα μαζί μου ό,τι κι αν έκανα θα μείνουν όλα εδώ). 5. απαντώ: «δε θα ’ρθω μαζί σου, έκανε ο Γιώργος και κάθισε στη θέση του». 6. καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ: «αύριο θα κάνουμε το υπόγειο, γιατί είναι άνω κάτω || βοηθάω τη μητέρα μου να κάνει το σπίτι». 7. κοστίζω: «πόσο κάνει ο καφές;». 8. τεκνοποιώ: «παντρεύτηκαν πριν από δέκα χρόνια κι έχουν κάνει τρία παιδιά». 9. συμπεριφέρομαι, ενεργώ με κάποιον τρόπο: «μην κάνεις σαν να ’σαι χαζός || είναι σωστό αυτό που κάνεις;». (Λαϊκό τραγούδι: στο γράμμα σου δεν έπρεπε έτσι να με πικράνεις, είναι για μένα θάνατος, μικρό μου, αυτό που κάνεις). 10. διατελώ, χρηματίζω: «έκανε δυο χρόνια πρόεδρος του σωματείου μας». 11. ασκώ περιστασιακά κάποιο επάγγελμα: «κάποτε έκανα τον ταξιτζή». 12. επιχειρώ: «δεν κάνει τίποτα, αν δεν πάρει πρώτα τη συμβουλή του πατέρα του». 13. ασχολούμαι επαγγελματικά με κάτι: «κάνω μεταφορές || κάνω το μεσίτη». 14. υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω: «μας κάνει τον σπουδαίο || μην κάνεις τον τρελό για να τη γλιτώσεις!». (Δημοτικό τραγούδι: έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου). 15. ζω: «πώς μπορείς και κάνεις με τόση φτώχεια!». 16. διαμένω περιστασιακά σε κάποιον τόπο: «αν το απαιτήσουν οι ανάγκες της εταιρείας, θα κάνεις για ένα διάστημα και στην επαρχία». 17. διανύω: «την απόσταση Θεσσαλονίκη-Αθήνα την κάνω με το καινούριο μου αυτοκίνητο μέσα σε τέσσερις ώρες». 18. (για ηθοποιούς) υποδύομαι: «παίζω στο τάδε έργο και κάνω έναν αστυνομικό». (Ακολουθούν 2222)·
- ακόμη τα κάνει απάνω του ή τα κάνει ακόμη απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- ακόμη τα κάνει στα βρακιά του ή τα κάνει ακόμη στα βρακιά του, βλ. λ. βρακί·
- άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, βλ. λ. λέω·
- άλλο δεν κάνει απ’ το να… , βλ. φρ. δεν κάνει άλλο απ’ το να(…)·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλοι κάνουν φίλους κι άλλοι κάνουν φίδια, βλ. λ. φίλος·
- άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- αν δε σου κάνει κόπο ή αν δε σας κάνει κόπο, βλ. λ. κόπος·
- αν ήταν η βλακεία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- αν ήταν η μαλακία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- αν θες (θέλεις), κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, βλ. λ. μέλι·
- αν κάνει και… ή αν κάνει να… ή αν κάνει πως…, αν προσπαθήσει, αν επιχειρήσει να κάνει κάτι: «αν κάνει πως πάει να μπει μέσα, κάλεσε την αστυνομία || αν κάνει πως έρχεται, διώξ’ τον αμέσως». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το και ή το κι. (Λαϊκό τραγούδι: απόψε στην ταβέρνα πω, πω, πω τι έχει να γίνει κι αν κάνει να χορέψεις ποτήρι δε θα μείνει
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- άνθρωποι είμαστε, σφάλματα κάνουμε, βλ. λ. σφάλμα·
- από γλώσσα τι κάνεις; βλ. λ. γλώσσα·
- ας κάνει καλά μόνος του, βλ. λ. καλός·
- ας κάνει ό,τι θέλει ή ας κάνει ό,τι θέλει να κάνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει·
- ας κάνουμε ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- απ’ το θα μέχρι το κάνω, χιλιόμετρα πολλά, βλ. λ. χιλιόμετρο·
- αυτό το κάνει κι η γάτα μου, βλ.λ. γάτα·
- βλέποντας και κάνοντας, βλ. λ. βλέπω·
- βρίσκει και τα κάνει, βλ. λ. βρίσκω·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- για να κάνω το άχτι μου, βλ. λ. άχτι·
- δε βλάφτει να κάνεις κι από κανέναν σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- δε μου κάνει, α. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) δεν εφαρμόζει σωστά επάνω μου, δεν είναι στα μέτρα μου: «δε μου κάνει αυτό το σακάκι, γιατί μου είναι στενό στους ώμους || δε μου κάνουν τα παπούτσια, γιατί με χτυπούν στις φτέρνες». β. (για πρόσωπα) δεν είναι του γούστου μου, της αρεσκείας μου, της τάξης μου: «δε μου κάνει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι πολυλογάς || δε μου κάνει αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι αντιπαθητικός». (Λαϊκό τραγούδι: αν δε σ’ αρέσω, μίλα μου, αν δε σου κάνω,σφύρα, θα ’χω μεγάλη πέραση, αν μείνω ζωντοχήρα).γ. δεν είναι κατάλληλος ή επαρκής για τη θέση που θέλω να τον χρησιμοποιήσω: «φιλότιμο παιδί, δε λέω, αλλά δε μου κάνει, γιατί στη ρεσεψιόν που θέλω να τον τοποθετήσω πρέπει να ξέρει τουλάχιστον δυο γλώσσες, κι αυτός δεν ξέρει καμιά». δ. (για πράγματα) δεν είναι κατάλληλο για το λόγο που το θέλω: «δε μου κάνει αυτό το πολύφωτο, γιατί είναι μεγάλο, κι εγώ χρειάζομαι ένα για το δωμάτιο του παιδιού»·
- δε μου κάνει αίσθηση, βλ. λ. αίσθηση·
- δε μου κάνει καρδιά να…, βλ. λ. καρδιά·
- δε μου κάνει κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δε μου κάνει όρεξη να…, βλ. λ. όρεξη·
- δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστα, βλ. λ. κρύος·
- δε μου κάνει ψυχή να…, βλ. λ. ψυχή·
- δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έκανε αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν έκανε γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν έκανε κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν έκανε τσικ, βλ. λ. τσικ·
- δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- δεν έχει να κάνει, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει να κάνει με…, βλ. λ. έχω·
- δεν έχει να κάνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν έχεις να κάνεις με κανένα παιδάκι! βλ. λ. παιδάκι·
- δεν έχω να κάνω εγώ με…, α. δεν αναμείχθηκα, δε συμμετείχα, δεν πήρα μέρος στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος: «δεν έχω να κάνω εγώ με τον καβγά που έγινε, γιατί έλειπα». β. δεν είναι της αρμοδιότητάς μου κάτι: «δεν έχω να κάνω εγώ με τις προμήθειες του εργοστασίου, γιατί άλλος είναι υπεύθυνος»·
- δεν έχω τι να κάνω, πλήττω, επειδή δεν έχω να ασχοληθώ με κάτι: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, νιώθω πολύ άσχημα, γιατί δεν έχω τι να κάνω»·
- δεν κάνει, α. δεν επιτρέπεται, δεν είναι επιτρεπτό, απαγορεύεται: «δεν κάνει να μπει ούτε ένας μέσα». β. δεν είναι σωστό, δεν αρμόζει: «δεν κάνει να συμπεριφέρεσαι σε ηλικιωμένο άνθρωπο με τέτοιο τρόπο». γ. (για τροφές, φαγώσιμα) δεν πρέπει να καταναλωθεί, να φαγωθεί, είναι ακατάλληλο: «δεν κάνει να φάτε απ’ αυτό το φαγητό, γιατί είναι χαλασμένο || δεν κάνει να το φας, γιατί ξεπέρασε την ημερομηνία λήξης του». δ. (για πράγματα) δεν προσαρμόζει κάπου: «φέρε μου άλλη βίδα, γιατί αυτή που μου ’φερες δεν κάνει». ε. δεν είναι κατάλληλο για μια ορισμένη χρήση: «δεν κάνει το σφυρί που μου ’δωσες, γιατί εγώ θέλω πριόνι για να κόψω αυτό το ξύλο» στ. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) βλ. φρ. δε μου κάνει·
- δεν κάνει άλλο απ’ το να…, ασχολείται επίμονα με ανώφελα ή επιζήμια γι’ αυτόν πράγματα: «όλη τη μέρα δεν κάνει άλλο απ’ το να τριγυρίζει στους δρόμους || όλη τη μέρα δεν κάνει άλλο απ’ το να μπεκροπίνει στα διάφορα μπαράκια»· 
- δεν κάνει για…, (για πρόσωπα) δεν είναι κατάλληλος για κάποιο συγκεκριμένο έργο, για κάποια συγκεκριμένη δουλειά, είτε γιατί δεν έχει τις απαιτούμενες ικανότητες είτε γιατί του λείπουν οι κατάλληλες γνώσεις: «δεν κάνει για μπασκετμπολίστας, γιατί είναι κοντός || δεν κάνει για τη θέση του ξεναγού, γιατί δεν ξέρει ούτε μια ξένη γλώσσα»·
- δεν κάνει για σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν κάνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν κάνει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν κάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν κάνει δυάρα, βλ. λ. δυάρα·
- δεν κάνει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν κάνει καλό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- δεν κάνει μία, βλ. λ. μία·
- δεν κάνει να…, απαγορεύεται, δεν επιτρέπεται: «δεν κάνει να μπεις μέσα || ο γιατρός μου είπε πως δεν κάνει να καπνίζω»·
- δεν κάνει ούτε για ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- δεν κάνει πάσο, βλ. λ. πάσο·
- δεν κάνει σκόντο, βλ. λ. σκόντο·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κάνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κάνει τσεντσέσιμο, βλ. λ. τσεντσέσιμο·
- δεν κάνει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν κάνει χωρίς…, βλ. λ. χωρίς·
- δεν κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις! ή δεν πα(ς) να κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις! βλ. λ. μπάνιο·
- δεν κάνουμε τσανάκια, βλ. λ. τσανάκι·
- δεν κάνουμε χωριό ή δεν μπορούμε να κάνουμε χωριό, βλ. λ. χωριό·
- δεν κάνω, α. είμαι ακατάλληλος για μια θέση εργασίας, δεν έχω τα κατάλληλα προσόντα: «δεν κάνω γι’ αυτή τη θέση, γιατί δεν ξέρω ούτε μια ξένη γλώσσα». β. δεν μπορώ, δεν αντέχω: «δεν κάνω χωρίς ποτό || δεν κάνω χωρίς τσιγάρο». (Λαϊκό τραγούδι: μακριά σου στιγμή δεν κάνω, αν μ’ αφήσεις μονάχο, τι θα κάνω
- δεν κάνω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δεν κάνω βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν κάνω βήμα πίσω, βλ. λ. βήμα·
- δεν κάνω παιχνίδια, βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν κάνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- δεν κάνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- δεν κάνω ρούπι (πίσω), βλ. λ. ρούπι·
- δεν κάνω συμβόλαιο (για κάτι), βλ. λ. συμβόλαιο·
- δεν κάνω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν ξέρει τι κάνει, ενεργεί απερίσκεπτα, παράλογα: «όταν μεθύσει, δεν ξέρει τι κάνει»·
- δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει, βλ. λ. λέω·
- δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει! προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον που αμφισβητεί τις δυνατότητες, τις ικανότητες του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, με την έννοια πως μπορεί να κάνει τα πιο απίθανα, παράτολμα, εκπληκτικά πράγματα: «δεν τον έχω ικανό για σπουδαία πράγματα. -Μην το λες αυτό, μια και δε γνωρίζεις τον άνθρωπο, γιατί είναι τόσο ικανός, που δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α και άλλοτε μετά το ξέρεις ή μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το αυτός·  βλ. και φρ. δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνω·   
- δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω, α. απειλητική έκφραση εκνευρισμένου ατόμου εναντίον κάποιου που με έναν οποιονδήποτε τρόπο τον ταλαιπωρεί, κι έχει την έννοια πως μπορεί να του συμπεριφερθεί με τον πιο άσχημο τρόπο, πως μπορεί να κάνει τα πάντα εναντίον του, να φτάσει και μέχρι τα άκρα: «μ’ έχεις φέρει μέχρι εδώ, γι’ αυτό πάψε ν’ ασχολείσαι μαζί μου, γιατί δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κι εγώ. β.έκφραση απελπισμένου ή πιεσμένου ατόμου: «είμαι τόσο χάλια, που δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω». Συνών. δεν ξέρεις μέχρι πού μπορώ να φτάσω·  
- δεν ξέρω τι κάνω, α. ενεργώ χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα, είμαι αποδιοργανωμένος: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που δεν ξέρω τι κάνω». β. συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα, παράλογα, βίαια, είμαι εκτός εαυτού: «πίνω με ρέγουλα, γιατί, όταν μεθώ, δεν ξέρω τι κάνω»·
- δεν ξέρω τι να κάνω! βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «έχουν πέσει όλες οι υποχρεώσεις μαζεμένες αυτό το μήνα και δεν ξέρω τι να κάνω για να τα φέρω βόλτα»·
- δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω! έκφραση απεγνωσμένου ατόμου που βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο: «μου ’ρχονται όλα τόσο στραβά τον τελευταίο καιρό που, δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω!»·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, βλ. λ. ώρα·
- δεν πα(ς) να κάνεις μπλούμ! βλ. λ. μπλουμ·
- δεν πρόλαβε να κάνει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν πρόλαβε να κάνει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν πρόλαβε να κάνει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν το κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- δεν το κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δεν το κάνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν το κάνω χαλάλι, (για πράγματα), βλ. λ. χαλάλι·
- δεν τον αφήνω να κάνει βήμα, βλ. λ. βήμα·
- δεν τον κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- δεν τον κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- δεν τον (την) κάνω χαλάλι, βλ. λ. χαλάλι·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δυο και δυο κάνουν τέσσερα, βλ. λ. δυο·
- εγώ τι ώρες κάνω! βλ. λ. ώρα·
- εγώ τι ώρες κάνω; βλ. λ. ώρα·
- έι, τι κάνεις! έκφραση έκπληξης, απορίας ή δυσφορίας σχετική με κάποιο πρόσωπο: «έι, τι κάνεις, ρε Κώστα, έχω καιρό να σε δω! || έι, τι κάνεις, θα σκοτωθείς! || έι, τι κάνεις, θα φύγουμε επιτέλους! || έι, τι κάνεις, πρόσεχε πού πατάς, με ξενύχιασες!»· βλ. και φρ. τι κάνεις; ή τι κάνουμε(;)·
- είναι (για) να κάνεις εμετό! ή είναι (για) να κάνει κανείς εμετό! βλ. λ. εμετός·
- είναι (για) να κάνεις το σταυρό σου! ή είναι (για) να κάνει κανείς το σταυρό του! βλ. λ. σταυρός·
- είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- έκανα κοιλιά ή έκανα κοιλιές, βλ. λ. κοιλιά·
- έκανα κώλο (λάσπη, μαϊμού, μαμούκαλα, μαντάρα, μουνί, μουνί καλλιγραφίας, μουνί καπέλο, μπάχαλο, μπουρδέλο, μύλο, νιανιά, σαν τα μούτρα μου, σαν τον κώλο μου, σκατά, σούπα, τουρλού, τουρσί) τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανα ό,τι το καλύτερο, βλ. λ. καλύτερος·
- έκανα την προσευχή μου, βλ. λ. προσευχή·
- έκανα το καλύτερο δυνατό, βλ. λ. δυνατός·
- έκαναν βουτιά, βλ. λ. βουτιά·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έκανε αλλαγή ρουλεμάν, βλ. λ. ρουλεμάν·
- έκανε ανώμαλη προσγείωση, βλ. λ. προσγείωση·
- έκανε βουτιά, βλ. λ. βουτιά·
- έκανε γόνατα, (για παντελόνια), βλ. λ. γόνατο·
- έκανε ένα μεγάλο μηδενικό, βλ. λ. μηδενικός·
- έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- έκανε (κι) η μύγα αλώνι και γυρίζει και μαλώνει, βλ. λ. μύγα·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο, κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε μαγαζάκι του (κάτι), βλ. λ. μαγαζάκι·
- έκανε ο Θεός και…, βλ. λ. Θεός·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, βλ. λ. κώλος·
- έκανε πάλι το θαύμα του, βλ. λ. θαύμα·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- έκανε την καλή του, βλ. λ. καλός·
- έκανε τιλτ, βλ. λ. τιλτ·
- έκανε το δικό του, βλ. λ. δικός·
- έκανε τον κύκλο του, βλ. λ. κύκλος·
- έκανε φτερά, (για αντικείμενα), βλ. λ. φτερό·
- έκανε φωλιά (κάτι κάπου), βλ. λ. φωλιά·
- έκανε χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
- έκανες την τύχη σου! βλ. λ. τύχη·
- εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δε μπορούμε, βλ. λ. μαζί·
- εμείς τι κάνουμε, αβγά κουρεύουμε; ή εμείς τι κάνουμε, γκαζόζες πατλαντίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, καρούμπαλα ισιώνουμε; ή εμείς τι κάνουμε, κοιλιές ξύνουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις κούκλες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, μπρίκια κολλάμε; ή εμείς τι κάνουμε, πεντόβολα παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, περμανάντ σε σκαντζόχοιρους; ή εμείς τι κάνουμε, σπιτάκια παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, (τα) κότσια παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τζιτζίκια πεταλώνουμε; ή εμείς τι κάνουμε, την τυφλόμυγα παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, (τις) αμάδες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις καβάλες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις κούκλες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις πούτσες παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, τις ψωλές παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το α μπε μπαμπλόν παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το κουπεπέ παίζουμε; ή εμείς τι κάνουμε, το τσινκοκολέτα παίζουμε; βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; βλ. λ. μάνα·
- ένα έτσι να κάνω… λέγεται για κάτι που θεωρούμε πως μας είναι πολύ εύκολο να το κάνουμε, να το πραγματοποιήσουμε: «κανείς σας δεν μπορεί να στήσει τέτοια δουλειά σαν τη δική μου. -Σπουδαία τα λάχανα, γιατί ένα έτσι να κάνω, την έχω κιόλας στήσει». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εγώ, και παρατηρείται ελαφρό χτύπημα του αντίχειρα με το μεσαίο δάχτυλο· 
- ένα κι ένα κάνουν δύο, βλ. λ. ένα·
- ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου, βλ. λ. κοιλιά·
- έξω κάνει φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι, βλ. λ. πορδή·
- εσύ μας τα κάνεις όλα ή εσύ τα κάνεις όλα, βλ. λ. όλος·
- έτσι και κάνεις ότι… ή έτσι και κάνεις πως…, βλ. λ. έτσι·
- έτσι και κάνω ότι… ή έτσι και κάνω πως…, βλ. λ. έτσι·
- έτσι κάνετε (εσείς) στο χωριό σας; βλ. λ. χωριό·
- έτσι να κάνει η σούφρα σου, βλ. λ. σούφρα·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, βλ. λ. κώλος·
- έτσι να κάνω το δαχτυλάκι μου, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- έτσι να κάνω το δάχτυλό μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- έχει κάνει καν και καν, βλ. λ. καν·
- έχει να κάνει, βλ. λ. έχω·
- έχει να κάνει με…, βλ. λ. έχω·
- έχει να κάνει τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- έχω να κάνω ή έχω να το κάνω, βλ. λ. έχω·
- έχω να κάνω με…, βλ. λ. έχω·
- η ανάγκη κάνει το παλικάρι, βλ. λ. ανάγκη·
- η βάρκα κάνει νερά, βλ. λ. βάρκα·
- η καρδιά μου κάνει τικ τακ ή η καρδιά μου κάνει τίκι τακ, βλ. λ. καρδιά·
- η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα; βλ. λ. κότα·
- η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα, βλ. λ. κότα·
- η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει, βλ. λ. σκύλα·
- θα δεις τι θα σου κάνω! βλ. λ. είδα·
- θα κάνω καλά εγώ, βλ. λ. καλός·
- θα κάνω καμιά τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- θα κάνω μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- θα κάνω τη μούρη μου άσφαλτο, βλ. λ. μούρη·
- θα κάνω φόνο, βλ. λ. φόνος·
- θα μας κάνει το χρυσό αβγό ή θα μας κάνει το χρυσό τ’ αβγό, βλ. λ. αβγό·
- θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, βλ. λ. μούτρο·
- θα μου κάνεις τα τρία δύο, βλ. λ. τρία·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή να…, βλ. λ.τιμή·
- θα μου τα κάνεις αέρα (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. αέρας·
- θα σε κάνω άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
- θα σε κάνω εικόνα, βλ. λ. εικόνα·
- θα σε κάνω εικόνισμα, βλ. λ. εικόνισμα·
- θα σε κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- θα σε κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σε κάνω κάδρο, βλ. λ. κάδρο·
- θα σε κάνω καλά, βλ. λ. καλός·
- θα σε κάνω κορνίζα, βλ. λ. κορνίζα·
- θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω μπαλόνι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω μπαούλο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, βλ. λ. όνομα·
- θα σε κάνω ν’ αναστενάξεις, βλ. λ. αναστενάζω·
- θα σε κάνω να πεις το δεσπότη Παναγιώτη, βλ. λ. δεσπότης·
- θα σε κάνω να στενάξεις, βλ. λ. στενάζω·
- θα σε κάνω να υπογράψεις τη διαθήκη σου, βλ. λ. διαθήκη·
- θα σε κάνω να υπογράψεις την καταδίκη σου, βλ. λ. καταδίκη·
- θα σε κάνω να φωνάξεις μπιρ Αλλάχ, βλ. λ. Αλλάχ·
- θα σε κάνω να χέσεις αίμα, βλ. λ. αίμα·
- θα σε κάνω να χεστείς, βλ. λ. χέζομαι·
- θα σε κάνω ντα ή θα σε κάνω ντα ντα, βλ. λ. ντα·
- θα σε κάνω πίτα στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σε κάνω τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- θα σου κάνω τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- θα σου κάνω τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- θα σου κάνω (μεγάλη) ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- θα σου κάνω το βίο αβίωτο, βλ. λ. βίος·
- θα στο κάνω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- θα τα κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- θα τα κάνω (όλα) Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- θα τα κάνω σκορποχώρι, βλ. λ. σκορποχώρι·
- θα τον (τους) κάνεις παρέα στη φυλακή, βλ. λ. παρέα·
- θα τον κάνω καλά εγώ, βλ. λ. καλός·
- θα τον κάνω να κάνει τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κάνω να πει ήμαρτον! βλ. λ. ήμαρτον(!)·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα γόνατα ή θα τον κάνω να ’ρθει στα γόνατα, βλ. λ. γόνατο·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- θα τον κάνω να ’ρθει μπουσουλώντας, βλ. λ. μπουσουλώ·
- θα τον κάνω να χορέψει, βλ. λ. χορεύω·
- θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό, βλ. λ. καλαματιανός·
- θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά, βλ. λ. καρσιλαμάς·
- θα τον κάνω να χορέψει σάμπα, βλ. λ. σάμπα·
- θα τον κάνω να χορέψει στο ταψί, βλ. λ. ταψί·
- θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο, βλ. λ. τσάμικος·
- θα τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον, βλ. λ. τσάρλεστον·
- θα τον κάνω να χοροπηδήσει, βλ. λ. χοροπηδώ·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- Θεέ μου (Θεούλη μου) κάνε να…, Θεός·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, βλ. λ. Θεός·
- και σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- και τι δεν κάνω για να…, κάνω οτιδήποτε, κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: και τι δεν κάνω για να βρεθώ στην αγκαλιά σου, τι δεν κάνω, κι εσύ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω για πληρωμή
- καλά θα κάνεις να…, βλ. λ. καλός·
- καλά κάνω, βλ. λ. καλός·
- καλά του ’κανες! βλ. λ. καλός·
- καλαμπούρι μου κάνεις; βλ. λ. καλαμπούρι·
- κάν’ τα και φάτα, έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω·
- κάν’ τα λιανά ή κάν’ το λιανά, βλ. λ. λιανός·
- καν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βαλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. μασούρι·
- καν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βαλ’ τα στον κώλο σου, βλ. λ. μασούρι·
- κάν’ τα ψιλά ή κάν’ το ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- κάν’ τε παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάν’ τε παιχνίδι ρεεε! βλ. λ. παιχνίδι·
- κάν’ τη ή κάν’ την ή κάν’ τηνε, φύγε, απομακρύνσου: «κάν’ την τώρα που είναι νωρίς, γιατί αργότερα οι δρόμοι θα ’ναι πήχτρα απ’ τ’ αυτοκίνητα || κάν’ τηνε τώρα που δε σε βλέπουν». Όταν η φρ. κλείνει με το ντε, λέγεται απειλητικά σε κάποιον για να φύγει, να απομακρυνθεί από κοντά μας: «κάν’ την ντε μη σε πλακώσω στο ξύλο!»·
- κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- κάν’ την με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- κάν’ το κλύσμα! βλ. λ. κλύσμα·
- κάν’ το κορνίζα, βλ. λ. κορνίζα·
- κάν’ τον ή κάν’ τονα, απομάκρυνέ τον, διώξ’ τον: «αφού κάθε τόσο σου δημιουργεί προβλήματα, κάν’ τονα τον αλήτη να ησυχάσεις!»·
- κάν’ του κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- κάν’ του κόλλυβα, βλ. λ. κόλλυβα·
- κάναμε γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάναμε συμφωνία, βλ. λ. συμφωνία·
- κάναμε συνεννόηση μπουζούκι, βλ. λ. μπουζούκι·
- κάναμε χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- κάνανε μπέσα, βλ. λ. μπέσα·
- κάνε αλέστα, βλ. λ. αλέστα·
- κάνε γούστο! βλ. λ. γούστο·
- κάνε γούστο να...! βλ. λ. γούστο·
- κάνε δουλειά σου! βλ. λ. δουλειά·
- κάνε ένα όπα, βλ. λ. όπα·
- κάνε ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- κάνε ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- κάνε καλά, βλ. λ. καλός·
- κάνε καμιά δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνε κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάνε κάτι, βλ. λ. κάτι·
- κάνε (ένα, δυο, τρία) κλικ (αριστερά, δεξιά, μπροστά, πίσω), βλ. λ. κλικ·
- κάνε κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- κάνε μας αέρα ή κάν’ τα μας αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μας) βλ. λ. αέρας·
- κάνε μας ένα τάλιρο κουνήματα, βλ. λ. τάλιρο·
- κάνε μας μια πίπα! βλ. λ. πίπα·
- κάνε μας τέτοια! ή κάνε μου τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- κάνε με μάντη να σε κάνω πλούσιο, βλ. λ. μάντης·
- κάνε με προφήτη να σε κάνω πλούσιο, βλ. λ. προφήτης·
- κάνε μια ευχή, βλ. λ. ευχή·
- κάνε μου τη χάρη, βλ. λ. χάρη·
- κάνε μου το χατίρι, βλ. λ. χατίρι·
- κάνε μπάνιο! βλ. λ. μπάνιο·
- κάνε μπεγλέρι, βλ. λ. μπεγλέρι·
- κάνε μπιντέ! βλ. λ. μπιντές·
- κάνε νανάκια, βλ. λ. νανάκια·
- κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, βλ. λ. καταλαβαίνω·
- κάνε ό,τι νομίζεις, βλ. λ. νομίζω·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- κάνε παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. λ. παιδί·
- κάνε παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνε ρόκα σου! βλ. λ. ρόκα1·
- κάνε σκόντο, βλ. λ. σκόντο·
- κάνε στάση, βλ. λ. στάση·
- κάνε στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κάνε στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- κάνε σώμα, βλ. λ. σώμα·
- κάνε τη βόλτα σου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνε την παλικαριά, βλ. λ. παλικαριά·
- κάνε το θαύμα σου! βλ. λ. θαύμα·
- κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό, βλ. λ. γιαλός·
- κάνε το σταυρό σου και προχώρησε, βλ. λ. σταυρός·
- κάνε χάζι να..., βλ. λ. χάζι·
- κάνει άγριο μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει άγριο χτύπημα, (για ποτά) βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει απιστίες, βλ. λ. απιστία·
- κάνει αρκούδες, βλ. λ. αρκούδα·
- κάνει αρλούμπες, βλ. λ. αρλούμπα·
- κάνει αστειάκια, βλ. λ. αστειάκι·
- κάνει άσχημο χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει βαρβάτο γαμήσι, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. γαμήσι·
- κάνει γαργάρα με ξυλόπροκες, βλ. λ. γαργάρα2·
- κάνει για δέκα, βλ. λ. δέκα·
- κάνει για δικηγόρος, βλ. λ. δικηγόρος·
- κάνει γλυκό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει δεν κάνει, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι αμφίβολο αν είναι κατάλληλος, χρήσιμος, αν ταιριάζει: «φέρε μου κάποιον άλλον, γιατί αυτός κάνει δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά || κάνει δεν κάνει αυτό το μαδέρι για τη δουλειά που το θέλω»·
- κάνει; δεν κάνει; (ερώτηση και απάντηση από το ίδιο πρόσωπο) δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, δεν είναι σωστό, δεν επιτρέπεται: «κοτζάμ επιστήμονας να συναναστρέφεσαι μ’ αυτούς τους αλήτες, κάνει; δεν κάνει;»·
- κάνει δεύτερη φωνή, βλ. λ. φωνή·
- κάνει δήθεν ότι… ή κάνει δήθεν πως…, βλ. λ. δήθεν·
- κάνει διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά μπασκλάς ή κάνει μπασκλάς δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά ρουτίνας, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά στο γόνατο, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά της πλάκας ή κάνει της πλάκας δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει δουλειά του ποδαριού ή κάνει δουλειές του ποδαριού, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει εξυπνάδες, βλ. λ. εξυπνάδα·
- κάνει ζήλιες, βλ. λ. ζήλια·
- κάνει ζουρλαμάρες, βλ. λ. ζουρλαμάρα·
- κάνει ζούρλες, βλ. λ. ζούρλα·
- κάνει η πούτσα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. λ. πούτσα·
- κάνει θαύματα, βλ. λ. θαύμα·
- κάνει και χωρίς…, μπορεί να συνεχίσει να ζει και χωρίς την παρουσία κάποιου ατόμου ή μπορεί να δραστηριοποιείται και χωρίς να έχει στην κατοχή του κάτι: «μπορεί να χώρισε, αλλά κάνει και χωρίς τη γυναίκα του || και τι έγινε που πούλησε τ’ αυτοκίνητό του! Κάνει και χωρίς αυτοκίνητο ο άνθρωπος»·
- κάνει κακή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνει κακό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει κακό χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει καλή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνει καπρίτσια, βλ. λ. καπρίτσ(ι)ο·
- κάνει κλειστή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνει κοιλιά, βλ. λ. κοιλιά·
- κάνει κόνξες, βλ. λ. κόνξα·
- κάνει κρα για μεγαλεία, βλ. λ. μεγαλείο·
- κάνει κρα η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. λ. κώλος·
- κάνει μαμ, κακά και νάνι, βλ. λ. μαμ·
- κάνει με το μυαλό του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει με το νου του μπαϊράμι, βλ. λ. μπαϊράμι·
- κάνει μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει, βλ. λ. κλάνω·
- κάνει μια ώρα να… ή κάνει μια ώρα μέχρι να… ή κάνει μια ώρα ώσπου να…, βλ. λ. ώρα·
- κάνει μισές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει μπρος πίσω, βλ. λ. μπρος·
- κάνει μύτη, βλ. λ. μύτη·
- κάνει να…; είναι σωστό, επιτρέπεται να…(;): «κάνει ν’ αντιμιλάς σε ηλικιωμένο άνθρωπο; || κάνει να παρκάρω εδώ τ’ αυτοκίνητό μου;»·
- κάνει νερά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του, βλ. λ. γκλάβα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του, βλ. λ. κεφάλα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του, βλ. λ. κούτρα·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του, βλ. λ. ξερό·
- κάνει ό,τι περνάει απ’ το μυαλό του ή κάνει ό,τι περάσει απ’ το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- κάνει πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
- κάνει παπάδες, βλ. λ. παπάς·
- κάνει πεζοδρόμιο, (για γυναίκες), βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- κάνει πολλούς παράδες, βλ. λ. παράς·
- κάνει πράματα και θάματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάνει πρώτη φωνή, βλ. λ. φωνή·
- κάνει πώς και πώς ή κάνει πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- κάνει ράλι, βλ. λ. ράλι·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τη μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τον πατέρα του, βλ. λ. πατέρας·
- κάνει σαν…, συμπεριφέρεται σαν…: «όταν πιει παραπάνω, κάνει σαν τρελός || όταν καταλάβει πως τον κοροϊδεύει κάποιος, κάνει σαν μανιακός || έρχεται ο γιος του απ’ το εξωτερικό και κάνει σαν τρελός απ’ τη χαρά του»·
- κάνει σαν γάτα στο σακί, βλ. λ. γάτα·
- κάνει σαν γυναικούλα, βλ. λ. γυναικούλα·
- κάνει σαν κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- κάνει σαν λεχώνα ή κάνει σαν τη λεχώνα, βλ. λ. λεχώνα·
- κάνει σαν παγώνι ή κάνει σαν το παγώνι, βλ. λ. παγώνι·
- κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι, βλ. λ. χήρα·
- κάνει σκυλίσια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει σκυλίσια ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνει σόου, βλ. λ. σόου·
- κάνει στράτα, (για νήπια) βλ. λ. στράτα·
- κάνει σώμα, βλ. λ. σώμα·
- κάνει τα γνωστά του, βλ. λ. γνωστός·
- κάνει τα δικά του, βλ. λ. δικός·
- κάνει τα πιάτα να τρίζουν, (για απορρυπαντικά), βλ. λ. πιάτο·
- κάνει τα πρώτα του βήματα, (για νήπια), βλ. λ. βήμα·
- κάνει τα τζάμια να τρίζουν, βλ. λ. τζάμι·
- κάνει τέρατα ή κάνει τα τέρατα, βλ. λ. τέρας·
- κάνει τζιζ! βλ. λ. τζιζ·
- κάνει τη βεντέτα, βλ. λ. βεντέτα2·
- κάνει τη διαφορά (κάτι), βλ. λ. διαφορά·
- κάνει τη δουλειά μου ή μου κάνει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει τη δουλειά του (της), βλ. λ. δουλειά·
- κάνει τη δύσκολη, βλ. λ. δύσκολος·
- κάνει τη μαϊμού, βλ. λ. μαϊμού·
- κάνει τη μέρα νύχτα, βλ. λ. μέρα·
- κάνει τη μέρα νύχτα και τη νύχτα μέρα, βλ. λ. μέρα·
- κάνει τη μύγα ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύστα·
- κάνει την επανάστασή του, (για έφηβους), επανάσταση·
- κάνει την κυρία, βλ. λ. κυρία·
- κάνει την μπεμπέκα, βλ. λ. μπεμπέκα·
- κάνει την ντίβα, βλ. λ. ντίβα·
- κάνει την τρίχα τριχιά, βλ. λ. τρίχα·
- κάνει την τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- κάνει το άσπρο μαύρο ή κάνει το μαύρο άσπρο, βλ. λ. άσπρος·
- κάνει το δάσκαλο, βλ. λ. δάσκαλος·
- κάνει το δέντρο, βλ. λ. δέντρο·
- κάνει το μεγάλο, βλ. λ. μεγάλος·
- κάνει το πουλί, βλ. λ. πουλί·
- κάνει το σκατό του παξιμάδι, βλ. λ. σκατό·
- κάνει το στητό καδρόνι, βλ. λ. καδρόνι·
- κάνει το τόσο τόσο, βλ. λ. τόσος·
- κάνει το τοσοδουλάκι τόσο, βλ. λ. τοσοδουλάκι·
- κάνει τον άνεμο κουβάρι, βλ. λ. άνεμος·
- κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι ή κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ τι είναι, συμπεριφέρεται σαν να είναι πολύ σπουδαίος: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι»·
- κάνει τον έξυπνο, βλ. λ. έξυπνος·
- κάνει τον καμπόσο, βλ. λ. καμπόσος·
- κάνει τον κάποιο, βλ. λ. κάποιος·
- κάνει τον κυριλέ, βλ. λ. κυριλές·
- κάνει τον μεγάλο, βλ. λ. μεγάλος·
- κάνει τον μεγάλο και τρανό, βλ. λ. μεγάλος·
- κάνει τον προφέσορα, βλ. λ. προφέσορας·
- κάνει τον σπουδαίο, βλ. λ. σπουδαίος·
- κάνει τον τρανό, βλ. λ. τρανός·
- κάνει τον ψύλλο καμήλα, βλ. λ. καμήλα·
- κάνει τον ωραίο, βλ. λ. ωραίος·
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνει του  κόσμου…, βλ. λ. κόσμος·
- κάνει τρελά πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάνει τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- κάνει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- κάνει υπομονή καμήλας, βλ. λ. υπομονή·
- κάνει φιλολογία, βλ. λ. φιλολογία·
- κάνει χαράμια, βλ. λ. χαράμι·
- κάνει χλιμιτζουριές, βλ. λ. χλιμιτζουριά·
- κάνει ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- κάνει ψόφο, βλ. λ. ψόφος·
- κάνει ψυχικά, (για γυναίκες), βλ. λ. ψυχικό·
- κάνεις άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- κάνεις τον κόπο να…, βλ. λ. κόπος·
- κάνουμε παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνουμε πηγαδάκι, βλ. λ. πηγαδάκι·
- κάνουμε πιένες, βλ. λ. πιένα·
- κάνουμε πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- κάνουμε τρενάκι, βλ. λ. τρενάκι·
- κάνουμε τσανάκια, βλ. λ. τσανάκι·
- κάνουμε χωριό, βλ. λ. χωριό·
- κάνουμε ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. λ. αλλαξιά·
- κάνουν αλλαξοκωλιά ή κάνουν αλλαξοκωλιές, βλ. λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνουν καλό ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνουν ουρά, βλ. λ. ουρά·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου! ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου! βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν χαρές και πανηγύρια, βλ. λ. χαρά·
- κάνω αβάντα (σε κάποιον), βλ. λ. αβάντα·
- κάνω αβάρα, βλ. λ. αβάρα·
- κάνω αβαρία, βλ. λ. αβαρία·
- κάνω αγάντα, βλ. λ. αγάντα·
- κάνω αγάπες, βλ. λ. αγάπη·
- κάνω αγάπη (με κάποιον), βλ. λ. αγάπη·
- κάνω αγιασμό, βλ. λ. αγιασμός·
- κάνω αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω αγριάδα ή κάνω αγριάδες, βλ. λ. αγριάδα1·
- κάνω αδικία ή κάνω αδικίες, βλ. λ. αδικία·
- κάνω αέρα, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. αέρας·
- κάνω αέρα (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. αέρας·
- κάνω αθόρυβα τη δουλειά μου ή κάνω αθόρυβα τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω αίσθηση, βλ. λ. αίσθηση·   
- κάνω ακουστήρι, βλ. λ. ακουστήρι·
- κάνω ακρόαση, βλ. λ. ακρόαση·
- κάνω αλάργα, βλ. λ. αλάργα·
- κάνω αλεπουδιά, βλ. λ. αλεπουδιά·
- κάνω αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- κάνω αλητείες, βλ. λ. αλητεία·
- κάνω αλισβερίσι, βλ. λ. αλισβερίσι·
- κάνω άλλα κι άλλα, βλ. λ. άλλος·
- κάνω αλλαγή, βλ. λ. αλλαγή·
- κάνω αλλαξιά, βλ. λ. αλλαξιά·
- κάνω αλχημείες, βλ. λ. αλχημεία·
- κάνω αμάκα, βλ. λ. αμάκα·
- κάνω αμάν ή κάνω αμάν αμάν ή κάνω αμάν κι αμάν, βλ. λ. αμάν·
- κάνω αμάν ή κάνω αμάν αμάν ή κάνω αμάν κι αμάν για δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω αμαρτία ή κάνω αμαρτίες, βλ. λ. αμαρτία·
- κάνω αμπαλάζ, βλ. λ. αμπαλάζ·
- κάνω αναγνώριση, βλ. λ. αναγνώριση·
- κάνω αναγνώριση εδάφους, αναγνώριση·
- κάνω αναποδιές, βλ. λ. αναποδιά·
- κάνω Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- κάνω αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- κάνω άνοιγμα, βλ. λ. άνοιγμα·
- κάνω αντικάμαρα, βλ. λ. αντικάμαρα·
- κάνω άνω κάτω (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. άνω·
- κάνω ανωμαλίες, βλ. λ. ανωμαλία·
- κάνω απεργία, βλ. λ. απεργία·
- κάνω Αποκριά ή κάνω Αποκριές, βλ. λ. Αποκριά·
- κάνω άπωσον, βλ. λ. άπωσον·
- κάνω αράκ, βλ. λ. αράκ·
- κάνω αργιλέ, βλ. λ. αργιλές·
- κάνω αρχή ή κάνω την αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω άστατη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω αστεία, βλ. λ. αστείο·
- κάνω άσχημες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω βαβά, βλ. λ. βαβά·
- κάνω βαβούρα, βλ. λ. βαβούρα·
- κάνω βαράκια, βλ. λ. βαράκια·
- κάνω βατσίνα, βλ. λ. βατσίνα·
- κάνω βγάλσιμο, βλ. λ. βγάλσιμο·
- κάνω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- κάνω βίζιτα, βλ. λ. βίζιτα·
- κάνω βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- κάνω βλακεία ή κάνω βλακείες, βλ. λ. βλακεία·
- κάνω βολή, βλ. λ. βολή2·
- κάνω βόλτα ή κάνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω βόλτες, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω γαλιφιές, βλ. λ. γαλιφιά·
- κάνω γέλια ή κάνω γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- κάνω γέμισμα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. γέμισμα·
- κάνω γιάλα, βλ. λ. γιάλα·
- κάνω γινάτια, βλ. λ. γινάτι·
- κάνω γιορτές, βλ. λ. γιορτή·
- κάνω γιούργια, βλ. λ. γιούργια·
- κάνω γιουρούσι, βλ. λ. γιουρούσι·
- κάνω γκάφα, βλ. λ. γκάφα·
- κάνω γκεζί, βλ. λ. γκεζί·
- κάνω γκελ, βλ. λ. γκελ·
- κάνω γκέλα, βλ. λ. γκέλα·
- κάνω γκέλες, βλ. λ. γκέλα·
- κάνω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- κάνω γλειφιτζούρι, βλ. λ. γλειφιτζούρι·
- κάνω γλειφοκώλι, βλ. λ. γλειφοκώλι·
- κάνω γλειφομούνι, βλ. λ. γλειφομούνι·
- κάνω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- κάνω γνωριμία ή κάνω γνωριμίες, βλ. λ. γνωριμία·
- κάνω γνωστό (κάτι), βλ. λ. γνωστός·
- κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- κάνω γρήγορα, βλ. λ. γρήγορος·
- κάνω δέσιμο, βλ. λ. δέσιμο·
- κάνω δεσμό, βλ. λ. δεσμός·
- κάνω διάνα, βλ. λ. διάνα·
- κάνω δοκιμή (κάτι), βλ. λ. δοκιμή·
- κάνω δουλειά ή κάνω δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω εγχείρηση, βλ. λ. εγχείρηση·
- κάνω είσοδο, βλ. λ. είσοδος·
- κάνω εκπομπή, βλ. λ. εκπομπή·
- κάνω ελαφρύ ύπνο ή κάνω ύπνο ελαφρύ, βλ. λ. ύπνος·
- κάνω έλεγχο, βλ. λ. έλεγχος·
- κάνω ελεημοσύνη, βλ. λ. ελεημοσύνη·
- κάνω εμπόριο, βλ. λ. εμπόριο·
- κάνω εμφάνα ή κάνω την εμφάνα μου, βλ. λ. εμφάνα·
- κάνω εμφανισάρα ή κάνω την εμφανισάρα μου, βλ. λ. εμφανισάρα·
- κάνω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- κάνω (ένα) πέρασμα, βλ. λ. πέρασμα·
- κάνω (ένα) πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- κάνω (ένα) ριπλέι, βλ. λ. ριπλέι·
- κάνω (ένα) σάλτο, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω έναν αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- κάνω εντς, βλ. λ. εντς·
- κάνω εντύπωση, βλ. λ. εντύπωση·
- κάνω εξ επαγγέλματος (κάτι), βλ. λ. επάγγελμα·
- κάνω εξετάσεις, βλ. λ. εξέταση·
- κάνω εξήγα, βλ. λ. εξήγα·
- κάνω έξοδο, βλ. λ. έξοδος·
- κάνω επανάσταση, βλ. λ. επανάσταση·
- κάνω επαφή (με κάποιον), βλ. λ. επαφή·
- κάνω επεισόδιο ή κάνω επεισόδια, βλ. λ. επεισόδιο·
- κάνω επί τόπου μεταβολή ή κάνω μεταβολή επί τόπου, βλ. λ. τόπος·
- κάνω επιτυχία, βλ. λ. επιτυχία·
- κάνω επιχείρηση (κάτι), βλ. λ. επιχείρηση·
- κάνω έρωτα, (και για τα δυο φύλλα), βλ. λ. έρωτα·
- κάνω ευκαιρία, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. ευκαιρία·
- κάνω ευκολίες, βλ. λ. ευκολία·
- κάνω ευχέλαιο, βλ. λ. ευχέλαιο·
- κάνω εφοδεία, (για αξιωματικούς) βλ. λ. εφοδεία·
- κάνω ζαβολιές, βλ. λ. ζαβολιά·
- κάνω ζάπινγκ, βλ. λ. ζάπινγκ·
- κάνω ζευγάρι, βλ. λ. ζευγάρι·
- κάνω ζημιά ή κάνω τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- κάνω ζημιές, βλ. λ. ζημιά·
- κάνω ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- κάνω ζιγκ ζαγκ, βλ. λ. ζιγκ ζαγκ·
- κάνω ζωή ανθρωπινή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ζωή παραμυθένια, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- κάνω ήττα, βλ. λ. ήττα·
- κάνω θέατρο, βλ. λ. θέατρο·
- κάνω θελήματα, βλ. λ. θέλημα·
- κάνω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- κάνω θέση, βλ. λ. θέση·
- κάνω θεωρία, βλ. λ. θεωρία·
- κάνω θόρυβο, βλ. λ. θόρυβος·
- κάνω θραύση, βλ. λ. θραύση·
- κάνω θυσία, βλ. λ. θυσία·
- κάνω ιατρείο, βλ. λ. ιατρείο·
- κάνω ιδιαίτερα, βλ. λ. ιδιαίτερος·
- κάνω ιππασία, βλ. λ. ιππασία·
- κάνω ισορροπία, βλ. λ. ισορροπία·
- κάνω ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- κάνω ιστορίες, βλ. λ. ιστορία·
- κάνω κάβα, βλ. λ. κάβα·
- κάνω καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- κάνω καβαλίκα, βλ. λ. καβαλίκα·
- κάνω καβάτζα, βλ. λ. καβάτζα·
- κάνω καβγά, βλ. λ. καβγάς·
- κάνω καζούρα, βλ. λ. καζούρα·
- κάνω Καθαρή (Καθαρά) Δευτέρα, βλ. λ. Δευτέρα·
- κάνω καινούριο το μαγαζί ή κάνω το μαγαζί καινούριο, βλ. λ. μαγαζί·
- κάνω κακά ή κάνω κακά μου ή κάνω τα κακά μου, βλ. λ. κακός·
- κάνω κακές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω κακή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω κακή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω κακό, βλ. λ. κακός·
- κάνω καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω καλαμπούρι, βλ. λ. καλαμπούρι·
- κάνω καλαμπούρια, βλ. λ. καλαμπούρι·
- κάνω καλές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω καλή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω καλή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω καλντερίμι, βλ. λ. καλντερίμι·
- κάνω καλό, βλ. λ. καλός·
- κάνω καλό κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- κάνω καλοσύνες, βλ. λ. καλοσύνη·
- κάνω κάλτσα, βλ. λ. κάλτσα·
- κάνω καμάκι, βλ. λ. καμάκι·
- κάνω καμάτζο, βλ. λ. καμάτζο·
- κάνω καντάδα, βλ. λ. καντάδα·
- κάνω καπούλια, βλ. λ. καπούλι·
- κάνω καπρίτσια ή κάνω τα καπρίτσια μου, βλ. λ. καπρίτσιο·
- κάνω καραγκιοζιλίκια, βλ. λ. καραγκιοζιλίκι·
- κάνω κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάνω καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- κάνω καρέ, βλ. λ. καρέ·
- κάνω κάσα ή κάνω την κάσα, βλ. λ. κάσα·
- κάνω κασκαρίκα ή κάνω κασκαρίκες, βλ. λ. κασκαρίκα·
- κάνω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάνω κατά μέρος (κάποιον), βλ. λ. μέρος·
- κάνω καταπέρα, βλ. λ. καταπέρα·
- κάνω κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- κάνω κατσιρμά, βλ. λ. κατσιρμάς·
- κάνω κερκίδα, βλ. λ. κερκίδα·
- κάνω κεφάλα, βλ. λ. κεφάλα·
- κάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- κάνω κήρυγμα, βλ. λ. κήρυγμα·
- κάνω κιχ μιχ, βλ. λ. κιχ μιχ·
- κάνω κλάμπινγκ, βλ. λ. κλάμπινγκ·
- κάνω κλαρίνο, βλ. λ. κλαρίνο·
- κάνω κοζερί, βλ. λ. κοζερί·
- κάνω κόζι, βλ. λ. κόζι·
- κάνω κοιλιά, βλ. λ. κοιλιά·
- κάνω κοιλίτσα, βλ. λ. κοιλίτσα·
- κάνω κοκούνινγκ, βλ. λ. κοκούνινγκ·
- κάνω κολεγιά, βλ. λ. κολεγιά·
- κάνω κολλητήρι, βλ. λ. κολλητήρι·
- κάνω κόλπα, βλ. λ. κόλπα·
- κάνω κολπάκια, βλ. λ. κολπάκι·
- κάνω κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- κάνω κόμμα, βλ. λ. κόμμα·
- κάνω κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- κάνω κομπίνα ή κάνω κομπίνες, βλ. λ. κομπίνα1·
- κάνω κομπόδεμα, βλ. λ. κομπόδεμα·
- κάνω κομπόστα, βλ. λ. κομπόστα·
- κάνω κονέ, βλ. λ. κονέ·
- κάνω κόνξες, βλ. λ. κόνξα·
- κάνω κονσομασιόν, βλ. λ. κονσομασιόν·
- κάνω κόντρα ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- κάνω κοντρόλ, βλ. λ. κοντρόλ·
- κάνω κοπάνα, βλ. λ. κοπάνα·
- κάνω κοπλιμέντο ή κάνω κοπλιμέντα, βλ. λ. κοπλιμέντο·
- κάνω κορδελάκια, βλ. λ. κορδελάκι·
- κάνω κορνέτα, βλ. λ. κορνέτα·
- κάνω κόρτε, βλ. λ. κόρτε·
- κάνω κοτσάνα, βλ. λ. κοτσάνα·
- κάνω κότσο ή τα κάνω κότσο (ενν. τα μαλλιά μου), βλ. λ. κότσος·
- κάνω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- κάνω κούκλα (κάτι), βλ. λ. κούκλα·
- κάνω κούλουμα, βλ. λ. κούλουμα·
- κάνω κουλουτούμπες, βλ. λ. κουλουτούμπες·
- κάνω κουμάντο, βλ. λ. κουμάντο·
- κάνω κουμπαριά ή κάνω κουμπαριό, βλ. λ. κουμπαριά·
- κάνω κουνήματα, βλ. λ. κούνημα·
- κάνω κούνια ή κάνω κούνια μπέλα, βλ. λ. κούνια·
- κάνω κουπί, βλ. λ. κουπί·
- κάνω κούρα, βλ. λ. κούρα·
- κάνω κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- κάνω κούρσα, βλ. λ. κούρσα·
- κάνω κουτουράδες, βλ. λ. κουτουράδες·
- κάνω κουτσουκέλες, βλ. λ. κουτσουκέλα·
- κάνω κρα, βλ. λ. κρα·
- κάνω κρα για δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κράτει, βλ. λ. κράτει·
- κάνω κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. κρεβάτι·
- κάνω κρότο, βλ. λ. κρότος·
- κάνω κρούση, βλ. λ. κρούση·
- κάνω κρυφά τη δουλειά μου ή κάνω κρυφά τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κύκλο ή κάνω τον κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- κάνω κύκλους, βλ. λ. κύκλος·
- κάνω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- κάνω κωλομάγουλα, βλ. λ. κωλομάγουλο·
- κάνω κωλομέρια, βλ. λ. κωλομέρι·
- κάνω κωλοτούμπες, βλ. λ. κωλοτούμπες·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, κωλοτούμπα·
- κάνω λάθος κίνηση, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λάθος λογαριασμό, βλ. λ. λάθος·
- κάνω λακριντί ή κάνω λακιρντί, βλ. λ. λακριντί·
- κάνω λαχτάρα ή κάνω λαχτάρες (σε κάποιον), βλ. λ. λαχτάρα·
- κάνω λέζα, βλ. λ. λέζα2·
- κάνω λεζάντα, βλ. λ. λεζάντα·
- κάνω λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω λημέρι, βλ. λ. λημέρι·
- κάνω ληστεία, βλ. λ. ληστεία·
- κάνω λιάδα (κάτι), βλ. λ. λιάδα·
- κάνω λιανά, βλ. λ. λιανός·
- κάνω λιώμα, βλ. λ. λιώμα·
- κάνω λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, βλ. λ. ξενοδόχος·
- κάνω λογαριασμούς του μπακάλη, βλ. λ. μπακάλης·
- κάνω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- κάνω λούσα, βλ. λ. λούσο·
- κάνω λούτσα, βλ. λ. λούτσα·
- κάνω λουφ, βλ. λ. λουφ·
- κάνω λούφα, βλ. λ. λούφα·
- κάνω μα, βλ. λ. μα· 
- κάνω μαγγανεία ή κάνω μαγγανείες, βλ. λ. μαγγανεία·
- κάνω μάγια, βλ. λ. μάγια·
- κάνω μαγιά, βλ. λ. μαγιά·
- κάνω μαγικά, βλ. λ. μαγικά·
- κάνω μάγουλα, βλ. λ. μάγουλο·
- κάνω μαθήματα, βλ. λ. μάθημα·
- κάνω μάκια, βλ. λ. μάκια·
- κάνω μακροβούτι, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, βλ. λ. μακροβούτι·
- κάνω μαλακίες, βλ. λ. μαλακία·
- κάνω μαμ, βλ. λ. μαμ·
- κάνω μαμουνιές, βλ. λ. μαμουνιά·
- κάνω μάνα ή κάνω τη μάνα, βλ. λ. μάνα·
- κάνω μανούβρα, βλ. λ. μανούβρα·
- κάνω μανούβρες, βλ. λ. μανούβρα·
- κάνω μανούρα, βλ. λ. μανούρα·
- κάνω μαξούζ, βλ. λ. μαξούζ·
- κάνω μασονίες, βλ. λ. μασονία·
- κάνω ματ, βλ. λ. ματ·
- κάνω ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- κάνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κάνω ματσακόνι, βλ. λ. ματσακόνι·
- κάνω ματσακονιές, βλ. λ. ματσακονιά·
- κάνω ματσαράγκες, βλ. λ. ματσαράγκα·
- κάνω μαύρα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω μαύρες σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω μαύρη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο, βλ. λ. κόλλυβα·
- κάνω με ρέγουλα (κάτι), βλ. λ. ρέγουλα·
- κάνω μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάνω μετάνοιες, βλ. λ. μετάνοιες·
- κάνω μέτωπο (με κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. μέτωπο·
- κάνω μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω μια γύρα, βλ. λ. γύρα·
- κάνω μια γυροβολιά, βλ. λ. γυροβολιά·
- κάνω μια νέα αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω (μια) περασιά, βλ. λ. περασιά·
- κάνω (μια) περατζάδα, βλ. λ. περατζάδα·
- κάνω μια πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω μια πρόταση ή κάνω την πρόταση, βλ. λ. πρόταση·
- κάνω μια στροφή, βλ. λ. στροφή·
- κάνω μια τρύπα στο νερό, βλ. λ. τρύπα·
- κάνω μια φούρλα, βλ. λ. φούρλα·
- κάνω μια χαρά τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω μινέτο, βλ. λ. μινέτο·
- κάνω μνημόσυνο, βλ. λ. μνημόσυνο·
- κάνω μόκο, βλ. λ. μόκο·
- κάνω μόκο κατσαμπρόκο, βλ. λ. μόκο·
- κάνω μόστρα, βλ. λ. μόστρα·
- κάνω μουλωχτά τη δουλειά μου ή κάνω μουλωχτά τις δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω μουρμού, βλ. λ. μουρμού·
- κάνω μούσκεμα (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μούσκεμα·
- κάνω μουσκίδι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μουσκίδι·
- κάνω μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- κάνω μουτσούνες, βλ. λ. μουτσούνα·
- κάνω μουχαμπέτι, βλ. λ. μουχαμπέτι·
- κάνω μούχτι, βλ. λ. μούχτι·
- κάνω μπαγαποντιές, βλ. λ. μπαγαποντιά·
- κάνω μπάκα, βλ. λ. μπάκα·
- κάνω μπακαλίστικους λογαριασμούς, βλ. λ. μπακαλίστικος·
- κάνω μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω μπαμ από μακριά, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω μπάνια, βλ. λ. μπάνιο·
- κάνω μπάνιο, βλ. λ. μπάνιο·
- κάνω μπανιστήρι, βλ. λ. μπανιστήρι·
- κάνω μπάνκα ή κάνω την μπάνκα, βλ. λ. μπάνκα·
- κάνω μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- κάνω μπάσιμο, βλ. λ. μπάσιμο·
- κάνω μπάστα, βλ. λ. μπάστα·
- κάνω μπεγλέρι, βλ. λ. μπεγλέρι·
- κάνω μπιμπερό, βλ. λ. μπιμπερό·
- κάνω μπλόκο, βλ. λ. μπλόκο·
- κάνω μπλουμ, βλ. λ. μπλουμ·
- κάνω μπλουμ μπλουμ, βλ. λ. μπλουμ·
- κάνω μπλόφα, βλ. λ. μπλόφα·
- κάνω μπου, βλ. λ. μπου2·
- κάνω μπουγάδα, βλ. λ. μπουγάδα·
- κάνω μπούγιο, βλ. λ. μπούγιο·
- κάνω μπούκα, βλ. λ. μπούκα·
- κάνω μπουμ, βλ. λ. μπουμ1·
- κάνω μπουρμπουλήθρες, βλ. λ. μπουρμπουλήθρα·
- κάνω μπρακ, βλ. λ. μπρακ·
- κάνω μπράτσα, βλ. λ. μπράτσο·
- κάνω μπράτσο, βλ. λ. μπράτσο·
- κάνω μπραφ, βλ. λ. μπραφ·
- κάνω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- κάνω μπρος πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κάνω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- κάνω να, επιθυμώ, α. επιδιώκω συστηματικά να αποκτήσω ή να απολαύσω κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, κάνω να για να τη βγάλω γκόμενα || απ’ τη μέρα που είδα αυτό τ’ αυτοκίνητο, κάνω να να τ’ αγοράσω». Συνοδεύεται από χειρονομία, με το δείκτη να έρχεται και να διπλώνει στη ρίζα του αντίχειρα και να κάνει ελαφρές συσπάσεις, υπονοώντας τον πρωκτό, που βρίσκεται σε σεξουαλική υπερδιέγερση. β. επιθυμώ, επιδιώκω συστηματικά, ιδίως να ξαναδώ κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, κάνω να να την ξαναδώ || ψάχνω σ’ όλες τις μάντρες, γιατί κάνω να να ξαναδώ εκείνο τ’ αυτοκίνητο αντίκα». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να ενώνεται σε κύκλο με τον αντίχειρα υπονοώντας το μάτι που ανοίγει διάπλατα ψάχνοντας να δει κάτι. Συνών. κάνω κρα·
- κάνω να για δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω νάζι ή κάνω νάζια, βλ. λ. νάζι·
- κάνω νανάκια, βλ. λ. νανάκια·
- κάνω νάνι, βλ. λ. νάνι·
- κάνω νερά, βλ. λ. νερό·
- κάνω νερό, βλ. λ. νερό·
- κάνω νισάφι, βλ. λ. νισάφι·
- κάνω νόημα, βλ. λ. νόημα·
- κάνω νοικοκυρά (κάποια), βλ. λ. νοικοκυρά·
- κάνω νοικοκυριό, βλ. λ. νοικοκυριό·
- κάνω νούλα, βλ. λ. νούλα·
- κάνω νούμερα ή κάνω τα νούμερά μου, βλ. λ. νούμερο·
- κάνω νταβανά, βλ. λ. νταβανάς·
- κάνω νταβαντούρι, βλ. λ. νταβαντούρι·
- κάνω νταμπλ, βλ. λ. νταμπλ·
- κάνω νταραβέρι, βλ. λ. νταραβέρι·
- κάνω ντεμπούτο, βλ. λ. ντεμπούτο·
- κάνω ντιλίτ, βλ. λ. ντιλίτ·
- κάνω ντόρο, βλ. λ. ντόρος·
- κάνω ντου! βλ. λ. ντου·
- κάνω ντουέτο (με κάποιον), βλ. λ. ντουέτο·
- κάνω ντούκου, βλ. λ. ντούκου·
- κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- κάνω ξεμπούκο, βλ. λ. ξεμπούκο·
- κάνω ξερή, βλ. λ. ξερή·
- κάνω οικογένεια, βλ. λ. οικογένεια·
- κάνω οικονομία, (για τάβλι), βλ. λ. οικονομία·
- κάνω οικονομία δυνάμεων, βλ. λ. οικονομία·
- κάνω ό,τι κι ό,τι, βλ. φρ. κάνω ό,τι λάχει·
- κάνω ό,τι λάχει, α. κάνω οποιαδήποτε δουλειά, γιατί έχω μεγάλη ανάγκη ή πολύ σοβαρό οικονομικό πρόβλημα: «έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, εγώ τώρα κάνω ό,τι λάχει για να τα βγάλω πέρα». β. συμπεριφέρομαι με απρέπεια: «δε θα σε ξαναπάρω μαζί μου, γιατί κάνεις ό,τι λάχει, και κοντά σε σένα γίνομαι κι εγώ ρεζίλι». γ. ενεργώ απερίσκεπτα, χωρίς πρόγραμμα: «αφού κάνεις ό,τι λάχει, πώς θέλεις να πάει μπροστά η δουλειά;»·
- κάνω ό,τι μου καπνίσει, α. ενεργώ σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν: «έχω πάψει να τον συμβουλεύω, γιατί πάντα κάνει ό,τι του καπνίσει || κάνε ό,τι σου καπνίσει και μη νοιαστείς για κανένα, γιατί είναι μικρή η ζωή». β. ενεργώ επιπόλαια, ασυλλόγιστα: «πέφτει συνέχεια από λάθος σε λάθος, γιατί κάνει ό,τι του καπνίσει»·
- κάνω ό,τι μου κατέβει ή κάνω ό,τι μου κατεβαίνει, βλ. συνηθέστ. κάνω ό,τι μου καπνίσει·
- κάνω ό,τι μου ’ρθει, βλ. φρ. κάνω ό,τι μου καπνίσει·
- κάνω ό,τι μπορώ, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να πετύχω κάτι ή για να βοηθήσω κάποιον: «κάνω ό,τι μπορώ για να τελειώσω τη δουλειά || αφού βλέπεις ότι κάνω ό,τι μπορώ για να βάλω το γιο σου στην τράπεζα»·
- κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- κάνω ό,τι φτάσει, α. συμπεριφέρομαι με απρέπεια: «δεν τον παίρνει κανείς μαζί του, γιατί κάνει ό,τι φτάσει». β. ενεργώ απερίσκεπτα, χωρίς πρόγραμμα: «όταν κάνει κανείς ό,τι φτάσει στη ζωή του, δεν υπάρχει περίπτωση να προκόψει»·
- κάνω όλο το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνω όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- κάνω όνομα, βλ. λ. όνομα·
- κάνω όπισθεν, βλ. λ. όπισθεν·
- κάνω όπισθεν ολοταχώς, βλ. λ. όπισθεν·
- κάνω όρεξη, βλ. λ. όρεξη·
- κάνω ορίστε (σε κάποιον) ή κάνω το ορίστε (σε κάποιον), βλ. λ. ορίστε·
- κάνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- κάνω ουρά, βλ. λ. ουρά·
- κάνω οχτάρια, βλ. λ. οχτάρι·
- κάνω παζάρι ή κάνω παζάρια, βλ. λ. παζάρι·
- κάνω παιχνιδάκια, βλ. λ. παιχνιδάκι·
- κάνω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- κάνω πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
- κάνω πανιά, βλ. λ. πανί·
- κάνω παπάρα ή κάνω παπάρες, βλ. λ. παπάρα·
- κάνω παπαριά ή κάνω παπαριές, βλ. λ. παπαριά·
- κάνω παρά πέρα, βλ. συνηθέστ. κάνω παραπέρα·
- κάνω παραπέρα, βλ. λ. παραπέρα·
- κάνω παράπονα, βλ. λ. παράπονο·
- κάνω παράσιτα, βλ. λ. παράσιτο·
- κάνω παράτα, βλ. λ. παράτα2·
- κάνω παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- κάνω πάσο, βλ. λ. πάσο·
- κάνω πάστρα, βλ. λ. πάστρα·
- κάνω Πάσχα, βλ. λ. Πάσχα·
- κάνω πάταγο, βλ. λ. πάταγος·
- κάνω πατάτα ή κάνω πατάτες, βλ. λ. πατάτα·
- κάνω πατατιά ή κάνω πατατιές, βλ. λ. πατατιά·
- κάνω πατινάδα, βλ. λ. πατινάδα2·
- κάνω πατσάδες, βλ. λ. πατσάς·
- κάνω παύλα, βλ. λ. παύλα·
- κάνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- κάνω περιουσία, βλ. λ. περιουσία·
- κάνω περίπατο ή κάνω τον περίπατό μου, βλ. λ. περίπατος·
- κάνω περιπολία, βλ. λ. περιπολία·
- κάνω περιφέρεια ή κάνω περιφέρειες, βλ. λ. περιφέρεια·
- κάνω πέτρα την καρδιά, βλ. λ. πέτρα·
- κάνω πήδους απ’ τη χαρά μου, βλ. λ. πήδος·
- κάνω πιάτσα, βλ. λ. πιάτσα·
- κάνω πιο πέρα, βλ. λ. πέρα·
- κάνω πιπ, βλ. λ. πιπ·
- κάνω πίπα ή κάνω πίπες, βλ. λ. πίπα·
- κάνω πιπί, βλ. λ. πιπί·
- κάνω πίπιζα, βλ. λ. πίπιζα·
- κάνω πιπίλα, βλ. λ. πιπίλα·
- κάνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κάνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω πλάκα (σε κάποιον), βλ. λ. πλάκα·
- κάνω πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω πλάτες, βλ. λ. πλάτη·
- κάνω πλιάτσικο, βλ. λ. πλιάτσικο·
- κάνω πλονζόν, βλ. λ. πλονζόν·
- κάνω πλούσιο (κάποιον), βλ. λ. πλούσιος·
- κάνω πλούσιο γάμο, (και για τα δύο φύλα), βλ. λ. γάμος·
- κάνω πλουφ, βλ. λ. πλουφ·
- κάνω πνεύμα, βλ. λ. πνεύμα·
- κάνω πνευστό, βλ. λ. πνευστό·
- κάνω ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- κάνω πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- κάνω ποντίκι, βλ. λ. ποντίκι·
- κάνω ποντίκια, βλ. λ. ποντίκι·
- κάνω πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- κάνω πουγκί, βλ. λ. πουγκί·
- κάνω πουστιά ή κάνω πουστιές, βλ. λ. πουστιά·
- κάνω πράξη ή κάνω πράξεις, βλ. λ. πράξη·
- κάνω πρρρ, βλ. λ. πρρρ·
- κάνω πράσινη ή κάνω την πράσινη, βλ. λ. πράσινη·
- κάνω πριτ, βλ. λ. πριτ·
- κάνω πρόβα, βλ. λ. πρόβα·
- κάνω πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- κάνω προκοπή, βλ. λ. προκοπή·
- κάνω προξενιά ή κάνω προξενιό, βλ. λ. προξενιά·
- κάνω προπόνηση, βλ. λ. προπόνηση·
- κάνω προς τα πίσω, βλ. λ. πίσω·
- κάνω προσευχές ή κάνω προσευχή ή κάνω την προσευχή μου, βλ. λ.προσευχή·
- κάνω προσκλητήριο, βλ. λ. προσκλητήριο·
- κάνω πρωτοσέλιδο (ένα θέμα), βλ. λ. πρωτοσέλιδος·
- κάνω πυρετό, βλ. λ. πυρετός·
- κάνω ότι… ή κάνω πως…, προσποιούμαι: «κάνω ότι δε φοβάμαι, αλλά από μέσα μου τρέμω || κάνω πως τον συμπαθώ, αλλά στην πραγματικότητα τον σιχαίνομαι»·
- κάνω πως δε βλέπω, αφήνω κάτι δυσάρεστο, που έπεσε στην αντίληψή μου, να περάσει χωρίς να επέμβω ή να το σχολιάσω, παριστάνω τον αδιάφορο: «όταν βλέπω τους αλήτες να μαλώνουν, κάνω πως δε βλέπω || επειδή είναι ο γιος του προσωπάρχη μας, ό,τι βλακεία και να κάνει, κάνω πως δε βλέπω»· βλ. και φρ. κάνω πως δεν καταλαβαίνω·
- κάνω πως δεν καταλαβαίνω, προσποιούμαι πως δεν αντιλαμβάνομαι προσβολή ή αδικία που γίνεται σε βάρος κάποιου ή και σε βάρος μου: «ενοχλούσαν συνεχώς τη γυναίκα του κάνοντάς της διάφορα νοήματα, αλλά αυτός έκανε πως δεν έβλεπε για να μη γίνει φασαρία»· βλ. και φρ. κάνω πως δε βλέπω·
- κάνω ράλι, βλ. λ. ράλι·
- κάνω ραχάτι, βλ. λ. ραχάτι·
- κάνω ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·
- κάνω ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- κάνω ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- κάνω ρεκλάμα, βλ. λ. ρεκλάμα·
- κάνω ρεκόρ, βλ. λ. ρεκόρ·
- κάνω ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- κάνω ρεμούλα, βλ. λ. ρεμούλα·
- κάνω ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
- κάνω ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- κάνω ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- κάνω ριλάξ, βλ. λ. ριλάξ·
- κάνω ροντέο, βλ. λ. ροντέο·
- κάνω σάλο, βλ. λ. σάλος·
- κάνω σαλτανάτια, βλ. λ. σαλτανάτι·
- κάνω σάλτο μορτάλε, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω σαματά, βλ. λ. σαματάς·
- κάνω σαν γεροντοκόρη, βλ. λ. γεροντοκόρη·
- κάνω σαν έγκυος, βλ. λ. έγκυος·
- κάνω σαν μωρό, βλ. λ. μωρό·
- κάνω σαν παιδί, βλ. λ. παιδί·
- κάνω σαν παλαβός, βλ. λ. παλαβός·
- κάνω σαν τρελός, βλ. λ. τρελός·
- κάνω σαξόφωνο, βλ. λ. σαξόφωνο·
- κάνω σαρδάμ, βλ. λ. σαρδάμ·
- κάνω σαρμάκο, βλ. λ. σαρμάκο·
- κάνω σασιρμά, βλ. λ. σασιρμάς·
- κάνω σαχλαμάρα ή κάνω σαχλαμάρες, βλ. λ. σαχλαμάρα·
- κάνω σεκόντο, βλ. λ. σεκόντο·
- κάνω σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- κάνω σεντράρισμα, βλ. λ. σεντράρισμα·
- κάνω σέρβις, βλ. λ. σέρβις·
- κάνω σεργιάνι, βλ. λ. σεργιάνι·
- κάνω σερμαγιά, βλ. λ. σερμαγιά·
- κάνω σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- κάνω σήμα, βλ. λ. σήμα·
- κάνω σημαία μου (κάτι), βλ. λ. σημαία·
- κάνω σημειωτόν, βλ. λ. σημειωτόν·
- κάνω σινιάλα, βλ. λ. σινιάλο·
- κάνω σινιάλο, βλ. λ. σινιάλο·
- κάνω σκαλοπάτια, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- κάνω σκαμνάκι, βλ. λ. σκαμνάκι·
- κάνω σκάντζα, βλ. λ. σκάντζα·
- κάνω σκασιαρχείο, βλ. λ. σκασιαρχείο·
- κάνω σκεμπέ ή κάνω σκεμπέδες ή κάνω σκεμπέδια, βλ. λ. σκεμπές·
- κάνω σκεμπεδάκια, βλ. λ. σκεμπεδάκι·
- κάνω σκέρτσα, βλ. λ. σκέρτσο·
- κάνω σκέρτσο, βλ. λ. σκέρτσο·
- κάνω σκηνή, βλ. λ. σκηνή·
- κάνω σκηνοθεσία, βλ. λ. σκηνοθεσία·
- κάνω σκίσιμο, βλ. λ. σκίσιμο·
- κάνω σκοινάκι, βλ. λ. σκοινάκι·
- κάνω σκονάκι ή κάνω σκονάκια, βλ. λ. σκονάκι·
- κάνω σκόνη (κάτι), βλ. λ. σκόνη·
- κάνω σκόνη, (για λεφτά ή περιουσία), βλ. λ. σκόνη·
- κάνω σκόντο, βλ. λ. σκόντο·
- κάνω σκοπό ή κάνω σκοπό μου (κάτι), βλ. λ. σκοπός·
- κάνω σκορ, βλ. λ. σκορ·
- κάνω σκούπα (κάτι), βλ. λ. σκούπα·
- κάνω σκουπίδια, βλ. λ. σκουπίδι·
- κάνω σμπαράλια (κάτι), βλ. λ. σμπαράλια·
- κάνω σόπινγκ, βλ. λ. σόπινγκ·
- κάνω σούζα ή κάνω σούζες, βλ. λ. σούζα·
- κάνω σουλάτσο, βλ. λ. σουλάτσο·
- κάνω σούμα ή κάνω τη σούμα, βλ. λ. σούμα·
- κάνω σουξέ, βλ. λ. σουξέ·
- κάνω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- κάνω σπάσιμο, (για τάβλι),βλ. λ. σπάσιμο·
- κάνω σπάτουλα, βλ. λ. σπάτουλα·
- κάνω σπικάρισμα, βλ. λ. σπικάρισμα·
- κάνω σπιουνιά ή κάνω σπιουνιές, βλ. λ. σπιουνιά·
- κάνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω σπορ, βλ. λ. σπορ·
- κάνω στασίδι, βλ. λ. στασίδι·
- κάνω στάχτη (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. στάχτη·
- κάνω στέκι, βλ. λ. στέκι·
- κάνω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κάνω στην άκρη (κάποιον), βλ. λ. άκρη·
- κάνω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- κάνω στην μπάντα (κάποιον), βλ. λ. μπάντα·
- κάνω στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- κάνω στομάχι ή κάνω στομάχια, βλ. λ. στομάχι·
- κάνω στουκ, βλ. λ. στουκ·
- κάνω στράκα ή κάνω στράκες, βλ. λ. στράκα·
- κάνω στριπτίζ, βλ. λ. στριπτίζ·
- κάνω στροφή, βλ. λ. στροφή·
- κάνω στροφή 180 μοιρών, βλ. λ. στροφή·
- κάνω στροφή 360 μοιρών, βλ. λ. στροφή·
- κάνω συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- κάνω σφήνα, βλ. λ. σφήνα·
- κάνω σχέδια, βλ. λ. σχέδιο·
- κάνω σχέδιο, βλ. λ. σχέδιο·
- κάνω σχέση ή κάνω σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- κάνω σώμα, βλ. λ. σώμα·
- κάνω τ’ αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- κάνω τ’ αγιοπερίστερο, βλ. λ. αγιοπερίστερο·
- κάνω τ’ αδύνατα δυνατά, βλ. λ. αδύνατος·
- κάνω τ’ αντέτι μου, βλ. λ. αντέτι·
- κάνω τα γλυκά μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω τα γλυκά μου, βλ. λ. γλυκά·
- κάνω τα δέοντα, βλ. λ. δέον·
- κάνω τα λεφτά μου…, βλ. λ. λεφτά·
- κάνω τα λόγια μου πράξη, βλ. λ. λόγος·
- κάνω τα μαθήματά μου, βλ. λ. μάθημα·
- κάνω τα μαλλιά μου, βλ. λ. μαλλί·
- κάνω τα πάντα, βλ. λ. παν·
- κάνω τα παρδαλά μου, βλ. λ. παρδαλός·
- κάνω τα πικρά γλυκά, βλ. λ. πικρός·
- κάνω τα πρέποντα, βλ. λ. πρέπον·
- κάνω τα πρώτα μου βήματα, βλ. λ. βήμα·
- κάνω τα στραβά μάτια, βλ. λ. μάτι
- κάνω τα τρελά μου, βλ. λ. τρελός·
- κάνω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
- κάνω τα χιλιόμετρά μου, βλ. λ. χιλιόμετρο·
- κάνω ταινία, βλ. λ. ταινία·
- κάνω ταίρι, βλ. λ. ταίρι·
- κάνω τακίμι, βλ. λ. τακίμι·
- κάνω τάκλιν, βλ. λ. τάκλιν·
- κάνω τακουνάκι, βλ. λ. τακουνάκι·
- κάνω τάμα, βλ. λ. τάμα·
- κάνω ταμείο, βλ. λ. ταμείο·
- κάνω ταξίδι ή κάνω ταξίδια, βλ. λ. ταξίδι·
- κάνω τάπα, βλ. λ. τάπα·
- κάνω ταραχή, βλ. λ. ταραχή·
- κάνω τάχαμ δήθεν, βλ. λ. τάχαμ·
- κάνω τείχος, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. τείχος·
- κάνω τεμενά ή κάνω τεμενάδες, βλ. λ. τεμενάς·
- κάνω τερτίπια, βλ. λ. τερτίπι·
- κάνω τζάχα, βλ. λ. τζάχα·
- κάνω τζάχες, βλ. λ. τζάχα·
- κάνω τζερτζελέ, βλ. λ. τζερτζελές·
- κάνω τζιβιτζιλίκι, βλ. λ. τζιβιτζιλίκι·
- κάνω τζιβιτζιλίκια, βλ. λ. τζιβιτζιλίκι·
- κάνω τζιλβέδες, βλ. λ. τζιλβές·
- κάνω τζιριτζάντζουλες ή κάνω τσιριτσάντσουλες, βλ. λ. τζιριτζάντζουλα·
- κάνω τζίρο, βλ. λ. τζίρος·
- κάνω τη βάρδια (κάποιου), βλ. λ. βάρδια·
- κάνω τη βλακεία, βλ. λ. βλακεία·
- κάνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω τη βρόμικη δουλειά (για λογαριασμό κάποιου), βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τη δουλειά μου όπως την ξέρω, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- κάνω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- κάνω τη λάντζα, βλ. λ. λάντζα·
- κάνω τη λευκή περιστερά, βλ. λ. περιστερά·
- κάνω (τη) μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω τη σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- κάνω τη σιγανοπαπαδιά, βλ. λ. σιγανοπαπαδιά·
- κάνω τη σωματική μου ανάγκη, βλ. λ. ανάγκη·
- κάνω τη φραγκοπαναγιά, βλ. λ. φραγκοπαναγιά·
- κάνω την αβαρία, βλ. λ. αβαρία·
- κάνω την αθώα περιστερά, βλ. λ. αθώος·
- κάνω την ανάγκη μου, βλ. λ. ανάγκη·
- κάνω την ανάγκη φιλοτιμία, βλ. λ. ανάγκη·
- κάνω την γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- κάνω την καλή ή την κάνω την καλή, βλ. λ. καλός·
- κάνω την κορόιδα, βλ. λ. κορόιδα·
- κάνω την κουτουράδα, βλ. λ. κουτουράδα·
- κάνω την κυρία, βλ. λ. κυρία·
- κάνω την μπάζα μου, βλ. λ. μπάζα·
- κάνω την οσία Μαρία, βλ. λ. όσιος·
- κάνω την παλαβή, βλ. λ. παλαβός·
- κάνω την Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- κάνω την παπαδιά, βλ. λ. παπαδιά·
- κάνω την πάπια, βλ. λ. πάπια·
- κάνω την παρθένα, βλ. λ. παρθένα·
- κάνω την πλάκα μου, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω την πορτοκαλιά, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- κάνω την πρώτη κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
- κάνω την τουαλέτα μου, βλ. λ. τουαλέτα·
- κάνω την τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- κάνω τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- κάνω την τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- κάνω τις βόλτες μου, βλ. λ. βόλτα·
- κάνω τις γύρες μου, βλ. λ. γύρα·
- κάνω τις γυροβολιές μου, βλ. λ. γυροβολιά·
- κάνω τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- κάνω το αγροτικό μου, βλ. λ. αγροτικός·
- κάνω το βαποράκι, βλ. λ. βαποράκι·
- κάνω το βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- κάνω το βγάλσιμό μου, βλ. λ. βγάλσιμο·
- κάνω το βλάκα, βλ. λ. βλάκας·
- κάνω το Γερμανό, βλ. λ. Γερμανός·
- κάνω το γόη, βλ. λ. γόης·
- κάνω το γούστο μου, βλ. λ. γούστο·
- κάνω το δέον, βλ. λ. δέον·
- κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, βλ. λ. δικηγόρος·
- κάνω το δικό μου, βλ. λ. δικός·
- κάνω το δύσκολο, βλ. λ. δύσκολος·
- κάνω το ζόρικο, βλ. λ. ζόρικος·
- κάνω το Ζορό, βλ. λ. Ζορό·
- κάνω το κακό, βλ. λ. κακός·
- κάνω το καλό, βλ. λ. καλός·
- κάνω το καπρίτσιο μου, βλ. λ. καπρίτσιο·
- κάνω το κέφι μου, βλ. λ. κέφι·
- κάνω το κομμάτι μου, βλ. λ. κομμάτι·
- κάνω το κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- κάνω το κουμάντο μου, βλ. λ. κουμάντο·
- κάνω το κουνέλι, βλ. λ. κουνέλι·
- κάνω το κρεβάτι μου, βλ. λ. κρεβάτι·
- κάνω το λεφτά, βλ. λ. λεφτάς·
- κάνω το λιοντάρι, βλ. λ. λιοντάρι·
- κάνω το λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- κάνω το λογαριασμό μου, βλ. λ. λογαριασμός·
- κάνω το λόρδο, βλ. λ. λόρδος·
- κάνω το μάγκα, βλ. λ. μάγκας·
- κάνω το μαλάκα, βλ. λ. μαλάκας·
- κάνω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κάνω το μεγάλο μπαμ, βλ. λ. μπαμ·
- κάνω το μεγάλο μπουμ, βλ. λ. μπουμ2·
- κάνω το μεγάλο πήδημα, βλ. λ. πήδημα·
- κάνω το μεγάλο σάλτο, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω το νερό μου, βλ. λ. νερό·
- κάνω το νυχτοπούλι, βλ. λ. νυχτοπούλι·
- κάνω το παγώνι, βλ. λ. παγώνι·
- κάνω το παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- κάνω το παν, βλ. λ. παν·
- κάνω το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω το πρέπον, βλ. λ. πρέπον·
- κάνω το πρώτο βήμα, βλ. λ. βήμα·
- κάνω το σάλτο μου, βλ. λ. σάλτο·
- κάνω το σημείο του σταυρού, βλ. λ. σταυρός·
- κάνω το σκίτσο του, βλ. λ. σκίτσο·
- κάνω το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω το σταυρό μου, βλ. λ. σταυρός·
- κάνω το στραβό, βλ. λ. στραβός·
- κάνω το σωστό, βλ. λ. σωστό·
- κάνω το τζαρέ μου, βλ. λ. τζαρές·
- κάνω το τζόβενο, βλ. λ. τζόβενο·
- κάνω το τραπέζι (σε κάποιον ή σε κάποιους), βλ. λ. τραπέζι·
- κάνω το χαζό, βλ. λ. χαζός·
- κάνω το χαμάλη, βλ. λ. χαμάλης·
- κάνω το χοντρό μου, βλ. λ. χοντρός·
- κάνω το χρέος μου, βλ. λ. χρέος·
- κάνω το χωροφύλακα (σε κάποιον), βλ. λ. χωροφύλακας·
- κάνω το ψιλό μου, βλ. λ. ψιλός·
- κάνω το ψώνιο μου, βλ. λ. ψώνιο·
- κάνω τόκα, βλ. λ. τόκα·
- κάνω τον άγιο, βλ. λ. άγιος·
- κάνω τον άγιο Ονούφριο, βλ. λ. άγιος·
- κάνω τον Αμερικάνο, βλ. λ. Αμερικάνος·
- κάνω τον ανήξερο, βλ. λ. ανήξερος·
- κάνω τον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- κάνω τον γκιουλέκα, βλ. λ. γκιουλέκας·
- κάνω τον γκόμενο, βλ. λ. γκόμενος·
- κάνω τον ήρωα, βλ. λ. ήρωας·
- κάνω τον καλό, βλ. λ. καλός·
- κάνω τον καμπόη, βλ. λ. καμπόης·
- κάνω τον καπάνταη, βλ. λ. καπάνταης·
- κάνω τον καραγκιόζη, βλ. λ. καραγκιόζης·
- κάνω τον κάργα, βλ. λ. κάργας·
- κάνω τον κιμπάρη, βλ. λ. κιμπάρης·
- κάνω τον Κινέζο, βλ. λ. Κινέζος·
- κάνω τον κιουλάμπεη, βλ. λ. κιουλάμπεης·
- κάνω τον κλόουν, βλ. λ. κλόουν·
- κάνω τον κόκορα, βλ. λ. κόκορας·
- κάνω τον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- κάνω τον κοριό, βλ. λ. κοριός·
- κάνω τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- κάνω τον κουτό, βλ. λ. κουτός·
- κάνω τον κουφό, βλ. λ. κουφός·
- κάνω τον μπαμπούλα, βλ. λ. μπαμπούλας·
- κάνω τον μπιλμέμ, βλ. λ. μπιλμέμ·
- κάνω τον νταή, βλ. λ. νταής·
- κάνω τον όσιο (Δαβίδ), βλ. λ. όσιος·
- κάνω τον παλαβό, βλ. λ. παλαβός·
- κάνω τον παλιάτσο, βλ. λ. παλιάτσος·
- κάνω τον παλικαρά, βλ. λ. παλικαράς·
- κάνω τον πεχλιβάνη, βλ. λ. πεχλιβάνης·
- κάνω τον πλούσιο, βλ. λ. πλούσιος·
- κάνω τον πυροσβέστη, βλ. λ. πυροσβέστης·
- κάνω τον σερίφη, βλ. λ. σερίφης·
- κάνω τον σταυρό μου, βλ. λ. σταυρός·
- κάνω τον στραβό, βλ. λ. στραβός·
- κάνω τον τάχα, βλ. λ. τάχα·
- κάνω τον τάχαμ δήθεν, βλ. λ. τάχαμ·
- κάνω τον τηλεβόα, βλ. λ. τηλεβόας·
- κάνω τον τρελό, βλ. λ. τρελός·
- κάνω τον τσαγκό, βλ. λ. τσαγκός·
- κάνω τον φτωχό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνω τον ψόφιο κοριό, βλ. λ. κοριός·
- κάνω τόπο, βλ. λ. τόπος·
- κάνω τόπο στην οργή, βλ. λ. τόπος·
- κάνω του κεφαλιού μου, βλ. λ. κεφάλι·
- κάνω τούκα, βλ. λ. τούκα·
- κάνω τούμπα ή κάνω τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- κάνω τουμπέκα, βλ. λ. τουμπέκα·
- κάνω τουμπεκί (ψιλοκομμένο), βλ. λ. τουμπεκί·
- κάνω τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- κάνω τράκα, βλ. λ. τράκα·
- κάνω τράκα ή κάνω τράκες, βλ. λ. τράκα·
- κάνω τράμπα, βλ. λ. τράμπα·
- κάνω τρελά όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- κάνω τρελή δουλειά ή κάνω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω τρελή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω τρέλες, βλ. λ. τρέλα·
- κάνω τρελές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω τρίλιζα, βλ. λ. τρίλιζα·
- κάνω τρίπλα ή κάνω τρίπλες, βλ. λ. τρίπλα·
- κάνω τρίτσα κάτσα, βλ. λ. τρίτσα κάτσα·
- κάνω τρομπέτα, βλ. λ. τρομπέτα·
- κάνω τσακίσματα, βλ. λ. τσάκισμα·
- κάνω τσακμάκι, βλ. λ. τσακμάκι·
- κάνω τσαλίμια (τσαλιμάκια), βλ. λ. τσαλίμι·
- κάνω τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- κάνω τσάρκα ή κάνω την τσάρκα μου, βλ. λ. τσάρκα·
- κάνω τσαχπινιές, βλ. λ. τσαχπινιά·
- κάνω τσιγάρο (τσιγαράκι, τσιγαρλίκι), βλ. λ. τσιγάρο·
- κάνω τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- κάνω τσιριμόνιες, βλ. λ. τσιριμόνια·
- κάνω τσίσα ή κάνω τσίσα μου ή κάνω τα τσίσα μου, βλ. λ. τσίσα·
- κάνω τσουλήθρα, βλ. λ. τσουλήθρα·
- κάνω υδραυλικό, βλ. λ. υδραυλικό·
- κάνω υπομονή, βλ. λ. υπομονή·
- κάνω υπουλίες, βλ. λ. υπουλία·
- κάνω φάβα, βλ. λ. φάβα·
- κάνω φαγητό, βλ. λ. φαγητό·
- κάνω φάκελο, βλ. λ. φάκελος·
- κάνω φακιρικά, βλ. λ. φακιρικός·
- κάνω φακιριλίκια, βλ. λ. φακιριλίκι·
- κάνω φάλτσο, βλ. λ. φάλτσο·
- κάνω φαλτσοστεκιά, βλ. λ. φαλτσοστεκιά·
- κάνω φάουλ, βλ. λ. φάουλ·
- κάνω φασαρία, βλ. λ. φασαρία·
- κάνω φάτσες, βλ. λ. φάτσα·
- κάνω φατσούλες, βλ. λ. φατσούλα·
- κάνω φέτα ή κάνω φέτες, βλ. λ. φέτα·
- κάνω φιγούρα ή κάνω τη φιγούρα μου, βλ. λ. φιγούρα·
- κάνω φλερτ, βλ. λ. φλερτ·
- κάνω φλογέρα, βλ. λ. φλογέρα·
- κάνω φόνο, βλ. λ. φόνος·
- κάνω φουλ, βλ. λ. φουλ·
- κάνω φούρλες ή κάνω τις φούρλες μου, βλ. λ. φούρλα·
- κάνω φραμπαλά, βλ. λ. φραμπαλάς·
- κάνω φτερά, βλ. λ. φτερό·
- κάνω φυλακή ή κάνω τη φυλακή μου, βλ. λ. φυλακή·
- κάνω φύλλα, βλ. λ. φύλλο·
- κάνω χαβά (χαβαδάκι), βλ. λ. χαβάς·
- κάνω χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλές·
- κάνω χάζι, βλ. λ. χάζι·
- κάνω χαΐρι, βλ. λ. χαΐρι·
- κάνω χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- κάνω χαρά ή κάνω χαρές, βλ. λ. χαρά·
- κάνω χαρακίρι, βλ. λ. χαρακίρι·
- κάνω χαράμια, βλ. λ. χαράμι·
- κάνω χάρες, βλ. λ. χάρη·
- κάνω χάρη, βλ. λ. χάρη·
- κάνω χαρούλες, βλ. λ. χαρούλα·
- κάνω χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- κάνω χατίρια (χατιράκια), βλ. λ. χατίρι·
- κάνω χέρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. χέρι·
- κάνω χερικό, βλ. λ. χερικό·
- κάνω χιούμορ, βλ. λ. χιούμορ·
- κάνω χοντρά, βλ. λ. χοντρός·
- κάνω χοντράδες, βλ. λ. χοντράδα·
- κάνω χοντρές πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- κάνω χοντρό κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- κάνω χοντροκοπιές, βλ. λ. χοντροκοπιά·
- κάνω χουζούρι, βλ. λ. χουζούρι·
- κάνω χουλιαμά, βλ. λ. χουλιαμάς·
- κάνω χουσμέτια, βλ. λ. χουσμέτι·
- κάνω χρέη..., βλ. λ. χρέος·
- κάνω Χριστούγεννα, βλ. λ. Χριστούγεννα·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω χώρο, βλ. λ. χώρος·
- κάνω ψαχτήρι (κάποιον ή κάποιου), βλ. λ. ψαχτήρι·
- κάνω ψηστήρι, βλ. λ. ψηστήρι·
- κάνω ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- κάνω ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- κάνω ψυχικό, βλ. λ. ψυχικό·
- κάτι κάνουμε κι εμείς! έκφραση για να δηλώσουμε με κάποια μετριοφροσύνη πως, σε σύγκριση με κάποιον άλλον, παράγουμε κι εμείς κάποιο ικανοποιητικό έργο ή φέρνουμε κι εμείς κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα σε κάτι: «βλέπω πως έκανες καλή δουλειά. -Κάτι κάνουμε κι εμείς!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
- κάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- κι εμείς τι ώρες κάνουμε! βλ. λ. ώρα·
- κούφια καρύδια, πίτα δεν κάνουν, βλ. λ. καρύδι·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. λ. κωλοτούμπα·
- λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει, βλ. λ. κοπέλι·
- λίγο να κάνεις ότι… ή λίγο να κάνεις πως…, βλ. λ. λίγος·
- λίγο να κάνω ότι… ή λίγο να κάνω πως…, βλ. λ. λίγος·
- μ’ έκανε κομμάτια ή μ’ έχει κάνει κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- μ’ έκανε παλαβό ή μ’ έχει κάνει παλαβό, βλ. λ. παλαβός·
- μ’ έκανε χίλια κομμάτια ή μ’ έχει κάνει χίλια κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- μάγια σε κάνανε! βλ. λ. μάγια·
- μαθαίνω να κάνω (κάτι), βλ. λ. μαθαίνω·
- μας κάνει απιστίες, βλ. λ. απιστία·
- μας κάνει μούτρα ή μου κάνει μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- μας κάνει το βαρύ ή μου κάνει το βαρύ, βλ. λ. βαρύς·
- μας κάνει το βαρύ κι ασήκωτο ή μου κάνει το βαρύ κι ασήκωτο, βλ. λ. βαρύς·
- μας κάνει το βαρύ πεπόνι ή μου κάνει το βαρύ πεπόνι, βλ. λ. πεπόνι·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι! βλ. λ. ποιος·
- μας κάνει τον πολύ, βλ. λ. πολύς·
- μας κάνει τον προφέσορα ή μου κάνει τον προφέσορα, βλ. λ. προφέσορας·
- μας τα ’κανες καρπούζια ή μου τα ’κανες καρπούζια (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ. καρπούζι·
- μας τα ’κανες κουδούνια ή μου τα ’κανες κουδούνια (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ. κουδούνι·
- μας τα ’κανες μπαρντάκια ή μου τα ’κανες μπαρντάκια (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ.
 μπαρντάκι·
- μας τα ’κανες τσουρέκια ή μου τα ’κανες τσουρέκια, (ενν. τα αρχίδια μου), βλ. λ. τσουρέκι·
- μας το ’κανε χωρίς σάλιο ή μου το ’κανε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- μας την κάνανε μεγάλε! βλ. λ. μεγάλος·
- μαύρα μάτια κάναμε, βλ. λ. μάτι·
- με άνθρωπο που γαμάς τι κουβέντα να κάνεις! βλ. λ. άνθρωπος·
- με κάνει σαν αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- με κάνουν άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- με κάνουν ζουπηχτό, βλ. λ. ζουπηχτός·
- με κάνουν μπαλαντέρ, βλ. λ. μπαλαντέρ·
- με την τρελίτσα μου κάνω τη δουλίτσα μου, βλ. λ. τρελίτσα·
- με το φίλο φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε χάνεις, βλ. λ. φίλος·
- μη μας το κάνεις αυτό! ή μη μου το κάνεις αυτό! λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, από την ομήγυρη από τη στιγμή που η απειλή του αυτή μας είναι αδιάφορη: «αν δεν πάμε στο τάδε μπαράκι, εγώ θα φύγω. -Μη μας το κάνεις αυτό!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·   
- μη με κάνεις και κοκκινίζω ή μη με κάνεις να κοκκινίζω, βλ. λ. κοκκινίζω·
- μη με κάνεις κι αμαρτάνω! βλ. λ. αμαρταίνω·
- μην κάνεις έτσι, βλ. λ. έτσι·
- μην κάνεις ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- μην κάνεις θέμα, βλ. λ. θέμα·
- μην κάνεις σαν μωρό! βλ. λ. μωρό·
- μην κάνεις σαν παιδί! βλ. λ. παιδί·
- μην κάνεις σκουπίδια! βλ. λ. σκουπίδι·
- μην κάνεις τον κόπο, βλ. λ. κόπος·
- μην το κάνεις (και) δράμα! βλ. λ. δράμα·
- μην το κάνεις κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- μην το κάνεις συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- μια έτσι να κάνω…, βλ. φρ. ένα έτσι να κάνω·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- μου ’καναν κηδεία ή μου ’καναν την κηδεία, βλ. λ. κηδεία·
- μου ’καναν τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- μου ’κανε κλικ, βλ. λ. κλικ·
- μου ’κανε τα νεύρα κουρέλι, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα ρετάλι, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα σμπαράλια, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα τιράντες, βλ. λ. νεύρο·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
- μου ’κανε τα τρία δύο, βλ. λ. τρία· 
- μου ’κανε τη ζωή κόλαση, βλ. λ. ζωή·
- μου ’κανε τη ζωή μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- μου ’κανε την καρδιά γαρίφαλο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά καρβουνιάρικο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά κομμάτια, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά μαύρη, βλ. λ. καρδιά· 
- μου ’κανε την καρδιά μπαξέ, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά περιβόλι, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε την καρδιά τριαντάφυλλο, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’κανε το βίο αβίωτο, βλ. λ. βίος·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου ’κανε το μυαλό κουρκούτι, βλ. λ. μυαλό·
- μου κάνει αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- μου κάνει αντίποινα, βλ. λ. αντίποινα·
- μου κάνει αντιπολίτευση, βλ. λ. αντιπολίτευση·
- μου κάνει αντίπραξη, βλ. λ. αντίπραξη·
- μου κάνει απιστίες, βλ. λ. απιστία·
- μου κάνει εντύπωση, βλ. λ. εντύπωση·
- μου κάνει ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- μου κάνει κάπως, (στη νεοαργκό) βλ. λ. κάπως·
- μου κάνει κέφι, βλ. λ. κέφι·
- μου κάνει κήρυγμα, βλ. λ. κήρυγμα·
- μου κάνει κικιρίκου (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κικιρίκου·
- μου κάνει κόπο, βλ. λ. κόπος·
- μου κάνει κούκου (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κούκου·
- μου κάνει κουράγιο (κάποιος), βλ. λ. κουράγιο·
- μου κάνει όρεξη (κάτι), βλ. λ. όρεξη·
- μου κάνει χαρά, βλ. λ. χαρά·
- μου κάνει ψυχρό πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- μου κάνουν τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου τα ’κανε αέρα (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. αέρας·
- μου την έκανε τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’χει κάνει άσπρα τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς; ή μπορώ να κάνω κι αλλιώς; βλ. λ. αλλιώς·
- να, κάνει η σούφρα σου! βλ. λ. σούφρα·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. λ. κώλος·
- να, κάνει το κωλαράκι σου! βλ. λ. κωλαράκι·
- να, κάνει το μάτι του! βλ. λ. μάτι·
- να, κάνει το μουνάκι σου! βλ. λ. μουνάκι·
- να, κάνει το μουνί σου! βλ. λ. μουνί·
- να, κάνει το πουλάκι σου! βλ. λ. πουλάκι·
- να κάνεις, να ράνεις, λέγεται στην περίπτωση που, εκτός από αυτά που μας ανέφερε κάποιος πως πρέπει να κάνει, υπάρχουν και άλλα πολλά: «αύριο έχω πολλά τρεχάματα, γιατί πρέπει να πάω να πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., να πάω να πληρώσω την κάρτα μου στην τράπεζα, να βγω στην αγορά, να κάνεις, να ράνεις, να δω τι θα πρωτοπρολάβω!»·
- να μην προλάβω να κάνω ένα βήμα, βλ. λ. βήμα·
- να πα(ς) να κάνεις μπάνιο! βλ. λ. μπάνιο·
- ο βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ. βλάκας·
- ο γάιδαρος κάνει τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός να το κάνει…, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός να τον κάνει…, βλ. λ. Θεός·
- οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
- όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
- όπως και να το κάνουμε, βλ. λ. όπως·
- όπως τα ’κανες, τώρα φά’ τα, βλ. λ. τρώγω·
- όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, βλ. λ. αλεπού·
- όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, βλ. λ. Θεός·
- όταν πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται, βλ. λ. αλεπού·
- ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας κάνει, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να κάνεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να του κάνεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι και να κάνεις τη μύγα, στα σκατά θα πάει, βλ. λ. μύγα·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. λ. διάβολος·
- πάω να κάνω την ανάγκη μου, βλ. λ. ανάγκη·
- πλάκα μας κάνεις; ή πλάκα μου κάνεις; βλ. λ. πλάκα·
- πολλά μου τα ’κανε ή πολλά μου τα ’χει κάνει, βλ. λ. πολύς·
- πόσο κάνει; πόσο κοστίζει; πόσο τιμάται; σε ποια τιμή πουλιέται(;): «πόσο κάνει αυτό το ρολόι;». Συνών. πόσο έχει; / πόσο πάει(;)·
- πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- πώς κάνεις έτσι! βλ. λ. πώς·
- πώς να το κάνουμε! βλ. λ. πώς·
- σαν πολλά μας τα ’κανες! ή σαν πολλά μου τα ’κανες! βλ. λ. πολύς·
- σε κάνει εχθρό του, βλ. λ. εχθρός·
- σε κάνει κοκορίκο; (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. κοκορίκο(!)·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό·
- στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
- στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- συμβόλαιο κάναμε; βλ. λ. συμβόλαιο·
- τα βρομισμένα λάχανα κακή σαλάτα κάνουν, βλ. λ. λάχανο·
- τα ’κανα θρύψαλα, βλ. λ. θρύψαλο·
- τα ’κανα νιανιά, βλ. λ. νιανιά·
- τα ’κανα στιφάδο, βλ. λ. στιφάδο·
- τα ’κανε ή τα ’χει κάνει, βλ. φρ. τα ’κανε απάνω του. (Τραγούδι: έπιασα και το δρεπάνι και ο Χάρος τα ’χει κάνει. Τι ψυχή θα παραδώστε; Όλα δω θα τα πληρώστε
- τα ’κανε απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- τα ’κανε απάνω του απ’ τη χαρά του, βλ. λ. χαρά·
- τα ’κανε απάνω του απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
- τα ’κανε ομελέτα, βλ. λ. ομελέτα·
- τα ’κανε παστίτσιο, βλ. λ. παστίτσιο·
- τα ’κανε σαν τα μούτρα του, βλ. λ. μούτρο·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- τα ’κανε στο βρακί του ή τα ’κανε στα βρακιά του, βλ. λ. βρακί·
- τα ’κανε στο σώβρακο ή τα ’κανε στα σώβρακά του, βλ. λ. σώβρακο·
- τα ’κανε φουρφούρι (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. φουρφούρι·
- τα κάνει ακόμη απάνω του, βλ. λ. απάνω του·
- τα κάνει ακόμη στο βρακί του, βλ. λ. βρακί·
- τα κάνει μασούρι, βλ. λ. μασούρι·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- τα κάνω, αφοδεύω, ενεργούμαι: «πήγε γρήγορα στην τουαλέτα να τα κάνει, γιατί τον έπιασε κόψιμο»·
- τα κάνω αβγοτάραχο, βλ. λ. αβγοτάραχο·
- τα κάνω αλιάδα, βλ. λ. αλιάδα·
- τα κάνω αλώνι, βλ. λ. αλώνι·
- τα κάνω ανάστα ή τα κάνω ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- τα κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τα κάνω αρένα, βλ. λ. αρένα·
- τα κάνω άρτζι μπούρτζι (και λουλάς) βλ. λ. άρτζι μπούρτζι·
- τα κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- τα κάνω γαργάρα (ενν. τα χρήματα), βλ. λ. γαργάρα2·
- τα κάνω γι’ άλλα, βλ. λ. άλλος·
- τα κάνω γιάγμα, βλ. λ. γιάγμα·
- τα κάνω γιάλλα, βλ. λ. γιάλλα·
- τα κάνω γιαπί, βλ. λ. γιαπί·
- τα κάνω γυαλιά καρφιά, βλ. λ. γυαλί·
- τα κάνω Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- τα κάνω θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- τα κάνω ιμάμ μπαϊλντί, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
- τα κάνω καπάκι ή τα κάνω καπάκια, βλ. λ. καπάκι·
- τα κάνω κοκορέτσι (ενν. τα πούλια μου), βλ. λ. κοκορέτσι·
- τα κάνω κολυμπηθρόξυλο, βλ. λ. κολυμπηθρόξυλο·
- τα κάνω κομπόστα, βλ. λ. κομπόστα·
- τα κάνω κουβέρτα, βλ. λ. κουβέρτα·
- τα κάνω κουκούλα, βλ. λ. κουκούλα·
- τα κάνω κουλουβάχατα, βλ. λ. κουλουβάχατα·
- τα κάνω κώλο(ς), βλ. λ. κώλος·
- τα κάνω λαμπόγυαλο, βλ. λ. λαμπόγυαλο·
- τα κάνω λιάδα, βλ. λ. λιάδα·
- τα κάνω λιανά, βλ. λ. λιανός·
- τα κάνω λίμπα, βλ. λ. λίμπα·
- τα κάνω μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- τα κάνω μαλλιά κουβάρια, βλ. λ. μαλλί·
- τα κάνω μαμούκαλα, βλ. λ. μαμούκαλα·
- τα κάνω μανέστρα, βλ. λ. μανέστρα·
- τα κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- τα κάνω μουνί, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω μούσκεμα, βλ. λ. μούσκεμα·
- τα κάνω μουσκίδι, βλ. λ. μουσκίδι·
- τα κάνω μούτι, βλ. λ. μούτι·
- τα κάνω μπάχαλο, βλ. λ. μπάχαλο·
- τα κάνω μπίλιες, βλ. λ. μπίλια·
- τα κάνω μπουρδέλο, βλ. λ. μπουρδέλο·
- τα κάνω μύλο(ς), βλ. λ. μύλος·
- τα κάνω όλα Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
- τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ, βλ. λ. γη·
- τα κάνω όλα γιάγμα, βλ. λ. γιάγμα·
- τα κάνω όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
- τα κάνω όλα ρημαδιό, βλ. λ. ρημαδιό·
- τα κάνω όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω όλα στο εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- τα κάνω όλα χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- τα κάνω παντελόνια (ενν. τα πούλια μου), βλ. λ. παντελόνι·
- τα κάνω παπάρα, βλ. λ. παπάρα·
- τα κάνω πιάτα (ενν. τα λεφτά μου), βλ. λ. πιάτο·
- τα κάνω πλακάκια, βλ. λ. πλακάκι·
- τα κάνω ρημάδι ή τα κάνω ρημάδια, βλ. λ. ρημάδι· 
- τα κάνω ρόιδο, βλ. λ. ρόιδο·
- τα κάνω σαλάτα, βλ. λ. σαλάτα·
- τα κάνω σαν της γριάς το μαλλί ή τα κάνω σαν της γριάς τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- τα κάνω σαν της τρελής το μαλλί ή τα κάνω σαν της τρελής τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- τα κάνω σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τα κάνω σκατά κι απόσκατα, βλ. λ. σκατά·
- τα κάνω σκατά ολέ, βλ. λ. σκατά·
- τα κάνω σκατέ ολέ, βλ. λ. σκατέ·
- τα κάνω σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- τα κάνω σκούπα, βλ. λ. σκούπα·
- τα κάνω σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- τα κάνω σουβλάκι (ενν. τα πούλια μου), βλ. λ. σουβλάκι·
- τα κάνω σούπα, βλ. λ. σούπα·
- τα κάνω σούρδου μπούρδου, βλ. λ. σούρδου μπούρδου·
- τα κάνω στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
- τα κάνω στραπατσάδα, βλ. λ. στραπατσάδα·
- τα κάνω στραπάτσο, βλ. λ. στραπάτσο·
- τα κάνω συντρίμμια, βλ. λ. συντρίμμι·
- τα κάνω ταραμά, βλ. λ. ταραμάς·
- τα κάνω ταραμοσαλάτα, βλ. λ. ταραμοσαλάτα·
- τα κάνω τάτση μήτση κώτση, βλ. λ. τάτση μήτση κώτση·
- τα κάνω το μουνί του μουνιού, βλ. λ. μουνί·
- τα κάνω τουρλού, βλ. λ. τουρλού·
- τα κάνω τουρλού τουρλού Αγκόπ, βλ. λ. τουρλού·
- τα κάνω τουρλού τουρλού μανιφατούρα, βλ. λ. τουρλού·
- τα κάνω τουρσί, βλ. λ. τουρσί·
- τα κάνω φραγκοδίφραγκα, βλ. λ. φραγκοδίφραγκα·
- τα κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- τα κάνω χάλια, βλ. λ. χάλια·
- τα κάνω ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. μάτι·
- τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, βλ. λ. ράσο·
- τέτοιος είναι, τέτοια κάνει, βλ. λ. τέτοιος·
- την έκανα ή την κάναμε, πέτυχα απόλυτα, μου συνέβη κάτι πάρα πολύ ευχάριστο: «αγόρασα ένα λαχείο και την έκανα», δηλ. κέρδισα συνήθως τον πρώτο αριθμό. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. την κάνω·
- την έκανα (ενν. τη ζημιά, τη βλακεία, τη μαλακία, την κοτσάνα), διέπραξα σοβαρό λάθος ή σφάλμα: «όλα καλά, αλλά σ’ αυτό το σημείο την έκανες || δε φτάνει που την έκανες, ζητάς και τα ρέστα από πάνω!»· βλ. και φρ. την κάνω·
- την έκανα από κούπες, βλ. λ. κούπα·
- την έκανα δική μου, βλ. λ. δικός·
- την έκανα και βόγκηξε ή την έκανα να βογκήξει, βλ. λ. βογκώ·
- την έκανα κρίση, βλ. λ. κρίση·
- την έκανα λαμόγια τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- την έκανα λάμπα, βλ. λ. λάμπα·
- την έκανα λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- την έκανα λώλα, βλ. λ. λώλα·
- την έκανα νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα·
- την έκανα τέζα (ενν. την κοιλιά μου), βλ. λ. τέζα·
- την έκανα τζαζ, βλ. λ. τζαζ·
- την έκανα τζαζ μπαντ, βλ. λ. τζαζ μπαντ·
- την έκανα τη στραβή, βλ. λ. στραβός·
- την έκανα την κουτσή, βλ. λ. κουτσός·
- την έκανα τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- την έκανε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- την έκανε παιχνίδι (παιχνιδάκι) στα χέρια του, βλ. λ. παιχνίδι·
- την κάνει τη δουλειά, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. δουλειά·
- την κάνει τη δουλειά του (της), βλ. λ. δουλειά·
- την κάνει τη δουλειά χαμαλίκι, βλ. λ. δουλειά·
- την κάνω, α. πετυχαίνω κοινωνικά ή οικονομικά, αποκτώ απρόσμενα πολλά χρήματα: «όταν κάποια στιγμή την κάνουν στη ζωή τους κάποιοι, τότε ξεχνούν από πού ξεκίνησαν! || την έκανε ο τυχεράκιας, γιατί ήταν ο μοναδικός τυχερός στο τζόκερ». β. αποχωρώ, φεύγω: «μάγκες, εγώ την κάνω για το σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: με άλλη ξεμυαλίστηκες γι’ αυτό και μου την κάνεις,μα προτιμώ το χωρισμό παρά να με πεθάνεις). γ. φεύγω απαρατήρητος, εξαφανίζομαι: «πρέπει να την κάνεις με τρόπο, γιατί έρχονται να σε πιάσουν οι μπάτσοι»· βλ. και φρ. την έκανα·
- την κάνω αλεπουδόπουλος, βλ. λ. αλεπουδόπουλος·
- την κάνω γαργάρα (ενν. τη γλώσσα μου), βλ. λ. γαργάρα2·
- την κάνω γαργάρα (ενν. την είδηση, την πληροφορία), βλ. λ. γαργάρα2·
- την κάνω γούστο, (για άντρες) βλ. λ. γούστο·
- την κάνω γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- την κάνω γυναίκα μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- την κάνω καραμέλα, βλ. λ. καραμέλα·
- την κάνω κατσαμάκι, βλ. λ. κατσαμάκι·
- την κάνω κατσίκα, βλ. λ. κατσίκα·
- την κάνω κέφι, (για άντρα) βλ. λ. κέφι·
- την κάνω κοπάνα, βλ. λ. κοπάνα·
- την κάνω κόσκινο, (για γυναίκες) βλ. λ. κόσκινο·
- την κάνω λαμόγια, βλ. λ. λαμόγια·
- την κάνω μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- την κάνω μητέρα, (για άντρες), βλ. λ. μητέρα·
- την κάνω μπαλόνι (ενν. την κοιλιά μου), βλ. λ. μπαλόνι·
- την κάνω μπόμπα, βλ. λ. μπόμπα·
- την κάνω να πάει ραβάνι, (για γυναίκες) βλ. λ. ραβάνι·
- την κάνω νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- την κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- την κάνω νυφίτσα, βλ. λ. νυφίτσα·
- την κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- την κάνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- την κάνω πουλόπουλος, βλ. λ. πουλόπουλος·
- την κάνω πρασινάδα, βλ. λ. πρασινάδα·
- την κάνω σακούλα, βλ. λ. σακούλα·
- την κάνω σαμπρέλα, βλ. λ. σαμπρέλα·
- την κάνω σουβλάκι, βλ. λ. σουβλάκι·
- την κάνω σπαγάνι, βλ. λ. σπαγάνι·
- την κάνω ταράτσα, βλ. λ. ταράτσα·
- την κάνω τζας, βλ. λ. τζας·
- την κάνω τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- την κάνω τούρλα, βλ. λ. τούρλα·
- την κάνω τσίου, βλ. λ. τσίου·
- την κάνω χάπατις, βλ. λ. χάπατις·
- την κάνω ψώνιο, βλ. λ. ψώνιο·
- της έκανα τη ζημιά ή της την έκανα τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- της έκανα το θήτα φι, βλ. λ. θήτα·
- της έκανε ανήθικες προτάσεις, (για άντρες) βλ. λ. πρόταση·
- της έκανε το χουνέρι ή της το ’κανε το χουνέρι, βλ. λ. χουνέρι·
- της κάνω διάγνωση, βλ. λ. διάγνωση·
- της κάνω κουπεπέ, βλ. λ. κουπεπέ·
- της (του) κάνω ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- της κάνω ματιά, βλ. λ. ματιά·
- της κάνω μπαντανά, βλ. λ. μπαντανάς·
- της κάνω νταχτιρντί ή της κάνω νταχτιρντί και νταχτιρντό, βλ. λ. νταχτιρντί·
- της κάνω πρόταση, (για άντρες)βλ. λ. πρόταση·
- της κάνω πρόταση γάμου, (για άντρες) βλ. λ. γάμος·
- της κάνω στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- της κάνω στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- της την έκανα μπαλόνι (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. μπαλόνι·
- της την έκανα μπουμπάρι (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. μπουμπάρι·
- της την έκανα νταούλι (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. νταούλι·
- της την έκανα σαμπρέλα (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. σαμπρέλα·
- της την έκανα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- της την έκανα την πράξη, βλ. λ. πράξη·
- της την έκανα τούμπανο (ενν. την κοιλιά της), βλ. λ. τούμπανο·
- της το ’κανα, της επέβαλλα τη σεξουαλική πράξη: «την παρέσυρα στην γκαρσονιέρα μου και της το ’κανα»·
- της (του) τον έκανα χουνί, βλ. λ. χουνί·
- τι διαφορά κάνει; βλ. λ. διαφορά·
- τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο, βλ. λ. δουλειά·
- τι δουλειά κάνεις; βλ. λ. δουλειά·
- τι έκανε λέει; έκφραση απορίας, έκπληξης ή δυσαρέσκειας, όταν μαθαίνουμε πως κάποιος έκανε ή είπε κάτι, συνήθως σε βάρος μας, που δεν το περιμέναμε ή που μας δυσαρεστεί και που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε ή να το επιτρέψουμε: «έμαθες πως ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο; -Τι έκανε λέει; Αυτός δεν είχε να φάει! || έμαθες πως ο τάδε σε κατηγόρησε; -Τι έκανε λέει; Μα αυτός είναι φίλος μου! || θα πεταχτώ για λίγο μέχρι το σπίτι μου. -Τι έκανε λέει; Ποιος σου ’δωσε την άδεια;». Συνών. τι έγινε λέει(;)·
- τι έχει να κάνει; βλ. λ. έχω·
- τι έχει να κάνει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- τι έχει να κάνει αυτός; βλ. λ. αυτός·
- τι έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; βλ. λ. φάντης·
- τι έχω να κάνω εγώ με…; δεν έχω καμιά σχέση εγώ με…, είμαι άσχετος εγώ με…: «απ’ ό,τι μάθαμε, πήρες κι εσύ μέρος στη ληστεία. -Τι έχω να κάνω εγώ μ’ αυτά που λέτε; Την εποχή αυτή έλειπα στο εξωτερικό»·  
- τι ήθελα και το ’κανα; βλ. λ. θέλω·
- τι θα κάνω εγώ με σένα, βλ. λ. εγώ·
- τι και τι δεν κάνω (για) να… βλ. φρ. και τι δεν κάνω (για) να(…)·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; βλ. λ. καιρός·
- τι καιρό φυσάει; βλ. λ. καιρός·
- τι κάνει η αφεντιά σου; βλ. λ. αφεντιά·
- τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια! βλ. λ. κεραμίδι·
- τι κάνει ο άλλος! βλ. λ. άλλος
- τι κάνει ο άνθρωπος! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι κάνει ο δικός σου! βλ. λ. δικός·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! βλ. λ. Θεός·
- τι κάνει ο κόπος σου; βλ. λ. κόπος·
- τι κάνει το άτομο! βλ. λ. άτομο·
- τι κάνει το πρόσωπο! βλ. λ. πρόσωπο·
- τι κάνεις; α. ποιο είναι το επάγγελμά σου(;): «εγώ είμαι δικηγόρος, εσύ τι κάνεις;». β. με τι καταγίνεσαι, με τι είσαι αυτή τη στιγμή απασχολημένος(;): «τι κάνεις νυχτιάτικα στην αυλή;»· βλ. και φρ. τι κάνεις; ή τι κάνουμε(;)·
- τι κάνεις; ή τι κάνουμε; έκφραση χαιρετισμού με παράλληλη ένδειξη ενδιαφέροντος για την υγεία, την ψυχολογική διάθεση ή για την πορεία των πραγμάτων κάποιου. (Τραγούδι: καλημέρα, τι κάνεις, να ’σαι πάντα καλά). Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο· βλ. και φρ. έι, τι κάνεις(!)·
- τι κάνεις Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω, βλ. λ. Γιάννης·
- τι κάνεις, σκάβεις; βλ. λ. σκάβω·
- τι μου κάνεις! έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δώσουμε σε κάποιον να καταλάβει πως μας φέρνει σε δύσκολα θέση: «θα ’ρθεις αύριο να με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω; -Τι μου κάνεις! Σκόπευα να πάω εκδρομή με την οικογένειά μου || θα πάρετε ακόμα ένα φοντάν; -Τι μου κάνετε! Θα χαλάσω τη δίαιτά μου». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έχουν πληροφορήσει πως άλλον αγαπάς· κακούργα, τι μου κάνεις;  με σφάζεις, με πονάς). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ και κλείνει με το τώρα·
- τι ’ν’ αυτά που κάνεις; βλ. λ. αυτός·
- τι να κάνουμε, έκφραση που δηλώνει αποδοχή μιας δύσκολης περίπτωσης ή κατάστασης από τη στιγμή που αδυνατούμε να αλλάξουμε την κακή φορά που έχουν πάρει τα πράγματα, ή αδιαφορία. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το και ή το ε και και κλείνει με το τώρα ή το δηλαδή. Είναι και φορές που συνεχίζουμε με υποτιθέμενη ενέργειά μας: «δεν έχουμε φέτος λεφτά για διακοπές. -Και τι να κάνουμε τώρα, κλέφτες να γίνουμε; || έφυγαν πέντε εργάτες απ’ τη δουλειά. -Ε και τι να κάνουμε δηλαδή, να τους φέρουμε με το ζόρι πίσω;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τι να πά(με) να κάνουμε; δεν υπάρχει λόγος ή κάποιο ενδιαφέρον, για να πάμε στο μέρος που μας προτείνει κάποιος: «πάμε μια βόλτα απ’ το μπαράκι; -Τι να πα’ να κάνουμε; Όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι»·
- τι να σου κάνει κι αυτός, έκφραση συμπάθειας σε άτομο που, λόγω της θέσης του, της κατάστασής του ή των μειωμένων ικανοτήτων ή άλλων δυνατοτήτων του, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά σε κάτι: «αγωνίζεται να θρέψει εφταμελή οικογένεια, όμως ένας άνθρωπος τι να σου κάνει κι αυτός»·
- τι να σου κάνω κι εγώ, δεν υπήρχε περίπτωση, δεν είχα τη δυνατότητα να ενεργήσω διαφορετικά: «ήθελα πάρα πολύ να τον βοηθήσω, αλλά τι να σου κάνω κι εγώ, αφού δεν είχα να του δώσω ένα τόσο μεγάλο ποσό || τον χτυπούσαν αλύπητα, αλλά τι να σου κάνω κι εγώ, απ’ τη στιγμή που ήταν εφτά νοματαίοι κι εγώ ήμουν μονάχος». (Λαϊκό τραγούδι: με τις γυναίκες όλου του κόσμου κι αν τραβιέσαι, σε μένα όμως άσ’ τις φιγούρες και μην κουνιέσαι, γιατί το ξέρω στην αγκαλιά πως θα πέσω. Τι να σου κάνω,δε θα μπορέσω, δε θα μπορέσω
- τι να του κάνει του βρεγμένου η βροχή! βλ. λ. βροχή·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; βλ. λ. κεφάλι·
- τι σου κάνω τώρα, μάνα μου! αντρική κυρίως έκφραση, που απευθύνεται επανειλημμένα σε γυναίκα κατά την επιβολή της σεξουαλικής πράξης, για να τονίσει περισσότερο την κυριαρχία του αρσενικού πάνω στο θηλυκό. Συνήθως προτάσσεται το πες μου. Την τελευταία εικοσαετία ακούγεται και από τη γυναίκα· 
- τι στ’ ανάθεμα κάνεις! βλ. λ. ανάθεμα·
- τι στα κομμάτια κάνεις! βλ. λ. κομμάτι·
- τι στην ευχή κάνεις! βλ. λ. ευχή·
- τι στην οργή κάνεις! βλ. λ. οργή·
- τι στο δαίμονα κάνεις! βλ. λ. δαίμονας·
- τι στο διάβολο κάνεις! βλ. λ. διάβολος·
- τι στο καλό κάνεις! βλ. λ. καλός·
- τι στον κόρακα κάνεις! βλ. λ. κόρακας·
- τι το κάναμε δηλαδή, έκφραση αγανάκτησης σε άτομο που ξεπερνά κάθε τόσο τα επιτρεπτά όρια: «τον εξυπηρέτησα μια φορά και από τότε έρχεται κάθε τόσο για νέες εξυπηρετήσεις, τι το κάναμε δηλαδή»·
- τι το λες και δεν το κάνεις; βλ. λ. λέω·
- τι του κάνεις τώρα! βλ. λ. τώρα·
- τι ώρες κάνει; βλ. λ. ώρα·
- το βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, βλ. λ. ποτάμι·
- το ίδιο μου κάνει, βλ. λ. ίδιος·
- το ’κανα από αντίδραση, βλ. λ. αντίδραση·
- το ’κανα βουτηχτό, βλ. λ. βουτηχτός·
- το ’κανα ένα μάτσο σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- το ’κανα ζούλα, βλ. λ. ζούλα·
- το ’κανα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το ’κανα κώλο(ς) βλ. λ. κώλος·
- το ’κανα μουνί, βλ. λ. μουνί·
- το ’κανα μουνί καλλιγραφίας, βλ. λ. μουνί·
- το ’κανα μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- το ’κανα νιανιά, βλ. λ. νιανιά·
- το ’κανα σε μια στιγμή αδυναμίας, βλ. λ. αδυναμία·
- το ’κανα στέκι, βλ. λ. στέκι·
- το ’κανα τσιγαρόχαρτο, βλ. λ. τσιγαρόχαρτο·
- το ’κανα τσιμπητό, βλ. λ. τσιμπητός·
- το κάναμε αμέρικαν μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
- το κάναμε αντάρτικο, βλ. λ. αντάρτικο·
- το κάναμε επάγγελμα, βλ. λ. επάγγελμα·
- το κάναμε καφενείο, βλ. λ. καφενείο·
- το κάναμε μόδα! βλ. λ. μόδα·
- το κάναμε Σικάγο, βλ. λ. Σικάγο·
- το κάναμε τσίρκο, βλ. λ. τσίρκο·
- το ’καναν ή το κάνανε, (για ερωτικά ζευγάρια) επιδόθηκαν στην ερωτική πράξη, συνουσιάστηκαν: «κλείστηκαν στο δωμάτιο, κλειδώθηκαν και το ’καναν με την ησυχία τους»·
- το ’κανε αεριωθούμενο (ενν. το αυτοκίνητό του), βλ. λ. αεριωθούμενο·
- το ’κανε αεροπλάνο (ενν. το αυτοκίνητό του), βλ. λ. αεροπλάνο·
- το ’κανε μαϊμού, βλ. λ. μαϊμού·
- το ’κανε πάλι το θαύμα του, βλ. λ. θαύμα·
- το ’κανε πίτα, βλ. λ. πίτα·
- το ’κανε σλόγκαν, βλ. λ. σλόγκαν·
- το ’κανε σύστημα, βλ. λ. σύστημα·
- το ’κανε χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
- το κάνει, (για γυναίκες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «απ’ ό,τι λένε στη γειτονιά της, το κάνει από μικρή». Πρβλ.: Σαμιώτισσα Σαμιώτισσα, έμαθα πως το κάνεις, όχι από κει που κατουράς, Σαμιώτισσα, αλλ’ από κει που κλάνεις. (Τραγούδι που τραγουδούσαν στους δρόμους τα βράδια οι νεολαίοι της δεκαετίας του 1960, όταν επέστρεφαν ευδιάθετοι από κάποια ταβέρνα)· βλ. και φρ. το κάνω·
- το κάνει αλά τούρκα, βλ. λ. αλά·
- το κάνει απ’ τη ροδέλα, βλ. λ. ροδέλα·
- το κάνει απ’ την πίσω πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- το κάνει απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- το κάνει απ’ τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- το κάνει από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- το κάνει αρκαντάν, βλ. λ. αρκαντάν·
- το κάνει για τα νεφρά του, βλ. λ. νεφρό·
- το κάνει για τη γαλαρία, βλ. λ. γαλαρία·
- το κάνει για την εξέδρα, βλ. λ. εξέδρα·
- το κάνει για την κερκίδα, βλ. λ. κερκίδα·
- το κάνει για τις αμυγδαλιές της, βλ. λ. αμυγδαλές·
- το κάνει κάθε δυο και τρεις, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει ιστορικό γεγονός, βλ. λ. γεγονός·
- το κάνει κάθε τρεις και δέκα ή το κάνει κάθε τρεις και λίγο ή το κάνει κάθε τρεις και πέντε, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει και η κουτσή Μαρία, βλ. λ. Μαρία·
- το (τα) κάνει και το (τα) ξεκάνει, α. τροποποιεί συνεχώς κάτι: «δε θα τελειώσει ποτέ μ’ αυτό το σαλόνι του σπιτιού του, γιατί το κάνει και το ξεκάνει συνεχώς || δε θα τελειώσει ποτέ μ’ αυτά τα έπιπλα του σπιτιού του, γιατί τα κάνει και τα ξεκάνει απ’ τη μια μέρα στην άλλη». β. επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα: «όσο κι αν ορκίζεται πως δε θα ξαναπιεί, το κάνει και το ξεκάνει»·  
- το κάνει κι από πίσω, (για γυναίκες) βλ. λ. πίσω·
- το κάνει με…, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζεται με… και, κατ’ επέκταση, έχει δεσμό με…: «ο τάδε το κάνει με την τάδε || μην την κολλάς, γιατί το κάνει με τον τάδε»·
- το κάνει μόνο από μπρος, βλ. λ. μπρος·
- το κάνω, α. είμαι άξιος, έχω τη δυνατότητα να αναλάβω κάτι και να το φέρω σε πέρας: «όταν δεν μπορώ να κάνω κάτι, δεν το αναλαμβάνω. β. διανύω μια απόσταση: «Θεσσαλονίκη - Αθήνα το κάνω τέσσερις ώρες με τ’ αυτοκίνητό μου»· βλ. και φρ. το κάνει·
- το κάνω αγγαρεία, βλ. λ. αγγαρεία·
- το κάνω ανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω από ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- το κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- το κάνω βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- το κάνω βούκινο, βλ. λ. βούκινο·
- το κάνω γαργάρα (ενν. το αντικείμενο), βλ. λ. γαργάρα2·
- το κάνω γαργάρα (ενν. το νέο, το ψέμα), βλ. λ. γαργάρα2·
- το κάνω γι’ αστεία ή το κάνω γι’ αστείο ή το κάνω στ’ αστεία ή το κάνω στ’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- το κάνω για γούστο, βλ. λ. γούστο·
- το κάνω για καλαμπούρι, βλ. λ. καλαμπούρι·
- το κάνω (για) κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- το κάνω (για) πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- το κάνω για σπορ, βλ. λ. σπορ·
- το κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- το κάνω έναν μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- το κάνω ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- το κάνω θερινό, βλ. λ. θερινός·
- το κάνω θυσία, βλ. λ. θυσία·
- το κάνω ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- το κάνω και το παρακάνω, είναι πάρα πολύ εύκολο για μένα να κάνω, να πραγματοποιήσω, να φέρω σε πέρας αυτό που μου αναθέτει κάποιος: «απ’ τη στιγμή που μπόρεσε να το κάνει ο τάδε, τότε κι εγώ το κάνω και το παρακάνω». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ουουου και παρατηρείται κίνηση, με την οποία το χέρι κάνει μπροστά στο στήθος αόριστους κύκλους·
- το κάνω καλοκαιρινό, βλ. λ. καλοκαιρινός·
- το κάνω καραμέλα, βλ. λ. καραμέλα·
- το κάνω κατάπλασμα, βλ. λ. κατάπλασμα·
- το κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- το κάνω κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το κάνω κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- το κάνω κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- το κάνω κουβέρτα, βλ. λ. κουβέρτα·
- το κάνω κυπριακό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω κωλοσφούγγι, βλ. λ. κωλοσφούγγι·
- το κάνω λαμπίκος, βλ. λ. λαμπίκος·
- το κάνω λιανά, βλ. λ. λιανός·
- το κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- το κάνω μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- το κάνω μεσανατολικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω ντόρο, βλ. λ. ντόρος·
- το κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- το κάνω ομηρικό ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- το κάνω πατιτούρα, βλ. λ. πατιτούρα·
- το κάνω πράξη, βλ. λ. πράξη·
- το κάνω ράδιο, βλ. λ. ράδιο·
- το κάνω σημαία, βλ. λ. σημαία·
- το κάνω σικέ, βλ. λ. σικέ·
- το κάνω σίριαλ, βλ. λ. σίριαλ·
- το κάνω σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- το κάνω ταμπέλα, βλ. λ. ταμπέλα·
- το κάνω τηλεβόα, βλ. λ. τηλεβόας·
- το κάνω (ενν. κάποιο αντικείμενο) της Αναλήψεως, βλ. λ. Αναλήψεως·
- το κάνω τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- το κάνω τουρσί, βλ. λ. τουρσί·
- το κάνω φραγκοδίφραγκα, βλ. λ. φραγκοδίφραγκα·
- το κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- το κάνω χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλέ·
- το κάνω ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- το μυαλό του έκανε τιλτ, βλ. λ. τιλτ·
- το παλιό καράβι κάνει νερά, βλ. λ. καράβι·
- το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, βλ. λ. τάκα τάκα2·
- το σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνη μην κάνεις, βλ. λ. σπίτι·
- το τόσο το κάνει τόσο ή το τόσο το κάνει τόοοοσο, βλ. λ. τόσος·
- το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
- το χωριό κάνει παπά, βλ. λ. χωριό·
- τον άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, βλ. λ. κερατώνω·
- τον έκανα αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- τον έκανα άγιο, βλ. λ. άγιος·
- τον έκανα αρνάκι, βλ. λ. αρνάκι·
- τον έκανα αρνί, βλ. λ. αρνί·
- τον έκανα αυτοκίνητο, βλ. λ. αυτοκίνητο·
- τον (την) έκανα βασιλιά (βασίλισσα), βλ. λ. βασιλιάς·
- τον έκανα εικόνα, βλ. λ. εικόνα·
- τον έκανα εικόνισμα, βλ. λ. εικόνισμα·
- τον έκανα ζάντα, βλ. λ. ζάντα·
- τον έκανα Θεό, βλ. λ. Θεός·
- τον έκανα καλά, βλ. λ. καλός·
- τον έκανα καροτσάκι, βλ. λ. καροτσάκι·
- τον έκανα καροτσάκι με ράδιο, βλ. λ. καροτσάκι·
- τον έκανα κουρελόχαρτο, βλ. λ. κουρελόχαρτο·
- τον έκανα κουρούμπελο, βλ. λ. κουρούμπελο·
- τον έκανα μουνί, βλ. λ. μουνί·
- τον έκανα Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- τον έκανα πιαστό, βλ. λ. πιαστός·
- τον έκανα πρωτοσέλιδο, βλ. λ. πρωτοσέλιδος·
- τον έκανα πύραυλο, βλ. λ. πύραυλος·
- τον έκανα ρόμπα, βλ. λ. ρόμπα·
- τον έκανα σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- τον έκανα σκύλο, βλ. λ. σκύλος·
- τον έκανα τσιγαρόχαρτο, βλ. λ. τσιγαρόχαρτο·
- τον (την, το) έκανα τσιλίκι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τσιλίκι·
- τον έκανα φανέλα, βλ. λ. φανέλα·
- τον έκανα φουρνέλο, βλ. λ. φουρνέλο·
- τον έκανα φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- τον έκανα Χριστό, βλ. λ. Χριστός·
- τον έκανα χρυσό, βλ. λ. χρυσός·
- τον έκαναν βουτηχτό, βλ. λ. βουτηχτός·
- τον έκαναν δαγκωτό, βλ. λ. δαγκωτός·
- τον έκαναν στριπτήζ, βλ. λ. στριπτήζ·
- τον έκαναν τσακωτό, βλ. λ. τσακωτός·
- τον έκαναν τσιμπητό, βλ. λ. τσιμπητός·
- τον έκανε αεριωθούμενο, βλ. λ. αεριωθούμενο·
- τον έκανε αεροπλάνο, βλ. λ. αεροπλάνο·
- τον έκανε άλογο στο ξύλο, βλ. λ. άλογο·
- τον έκανε βίδες, βλ. λ. βίδα·
- τον έκανε ελάφι, βλ. λ. ελάφι·
- τον έκανε (ένα) ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- τον έκανε ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- τον έκανε ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον έκανε έναν παρά ή τον έκανε δυο παραδιών παράδες ή τον έκανε πέντε  παραδιών παράδες, βλ. λ. παράς·
- τον έκανε θρύψαλα, βλ. λ. θρύψαλο·
- τον έκανε ιμάμ μπαϊλντί, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
- τον έκανε μαύρο, βλ. λ. μαύρος·
- τον έκανε μαύρο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον (την) έκανε παιχνίδι (παιχνιδάκι) στα χέρια  της (του), βλ. λ. παιχνίδι·
- τον έκανε μπαούλο στο ξύλο, βλ. λ. μπαούλο·
- τον έκανε μπλε στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε νοικοκύρη, βλ. λ. νοικοκύρης·
- τον έκανε οχτακόσιες οκάδες, βλ. λ. οκά·
- τον έκανε παστό στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε πίτα στο ξύλο, βλ. λ. πίτα·
- τον έκανε ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεζίλι της κοινωνίας, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεζίλι των σκυλιών, βλ. λ. ρεζίλι·
- τον έκανε ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον έκανε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον έκανε ρεντίκολο των σκυλιών, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τον έκανε σκλάβο του (της), βλ. λ. σκλάβος·
- τον έκανε τάρανδο, βλ. λ. τάρανδος·
- τον έκανε τόπι, βλ. λ. τόπι·
- τον έκανε τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε τουλούμι, βλ. λ. τουλούμι·
- τον έκανε τουλούμι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε τουλουμοτύρι, βλ. λ. τουλουμοτύρι·
- τον έκανε τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- τον έκανε τούμπανο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον έκανε Τούρκο, βλ. λ. Τούρκος·
- τον έκανε χαλκομανία, βλ. λ. χαλκομανία·
- τον κάνω αβάρα, βλ. λ. αβάρα·
- τον κάνω αλάργα, βλ. λ. αλάργα·
- τον κάνω αλιάδα, βλ. λ. αλιάδα·
- τον κάνω αλογάκι (αλογατάκι), βλ. λ. αλογάκι·
- τον κάνω άλογο, βλ. λ. άλογο·
- τον κάνω αλοιφή, βλ. λ. αλοιφή·
- τον κάνω αλοιφή για τους κάλους, βλ. λ. αλοιφή·
- τον κάνω αμπαλάζ, βλ. λ. αμπαλάζ·
- τον κάνω ανάστα ή τον κάνω ανάστα ο Κύριος, βλ. λ. ανάστα·
- τον κάνω άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- τον κάνω άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τον κάνω άντρα μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τον κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τον κάνω άπωσον, βλ. λ. άπωσον·
- τον κάνω αράκ, βλ. λ. αράκ·
- τον κάνω αρνάκι σουβλιστό ή τον κάνω αρνάκι της σούβλας, βλ. λ. αρνάκι·
- τον κάνω βαπόρι, βλ. λ. βαπόρι·
- τον κάνω βίδες, βλ. λ. βίδα·
- τον κάνω γιαχνί, βλ. λ. γιαχνί·
- τον κάνω γκάιντα, βλ. λ. γκάιντα·
- τον κάνω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- τον κάνω γκον, βλ. λ. γκον·
- τον κάνω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- τον κάνω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- τον κάνω δέμα, βλ. λ. δέμα·
- τον κάνω δυο δίπλες, βλ. λ. δίπλα·
- τον κάνω δυο κάτια, βλ. λ. κάτι·
- τον κάνω ένα με τη γη, βλ. λ. γη·
- τον κάνω ένα με το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον κάνω έναν μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- τον κάνω έξω φρενών, βλ. λ. φρένες·
- τον κάνω ζάφτι, βλ. λ. ζάφτι·
- τον κάνω ζεύκι, βλ. λ. ζεύκι·
- τον κάνω θηρίο (ανήμερο), βλ. λ. θηρίο·
- τον κάνω καλά, βλ. λ. καλός·
- τον κάνω καλά με το ένα μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον κάνω καλά με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον κάνω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τον κάνω κατσί, βλ. λ. κατσί·
- τον κάνω κέφι, βλ. λ. κέφι·
- τον κάνω κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- τον κάνω κοκορέτσι, βλ. λ. κοκορέτσι·
- τον κάνω κομμάτια (κομματάκια), βλ. λ. κομμάτι·
- τον (την, το) κάνω κόμπο (ενν. τον πούτσο μου, τον ψώλο μου, την πούτσα μου, την ψωλή μου, το πέος μου, το καυλί μου), βλ. λ. κόμπος·
- τον κάνω κόμπο, βλ. λ. κόμπος·
- τον κάνω κομπόστα, βλ. λ. κομπόστα·
- τον κάνω κόσκινο, βλ. λ. κόσκινο·
- τον κάνω κουβάρι, βλ. λ. κουβάρι·
- τον κάνω κουδούνι, βλ. λ. κουδούνι·
- τον κάνω κουμάντο, βλ. λ. κουμάντο·
- τον κάνω κουνουπίδι, βλ. λ. κουνουπίδι·
- τον κάνω κουρέλι, βλ. λ. κουρέλι·
- τον κάνω κουρμπάνι, βλ. λ. κουρμπάνι·
- τον κάνω κροκόδειλο, βλ. λ. κροκόδειλος·
- τον κάνω λάσπη, βλ. λ. λάσπη·
- τον κάνω λαστέξ, βλ. λ. λαστέξ·
- τον κάνω λέσι, βλ. λ. λέσι·
- τον κάνω λιάδα, βλ. λ. λιάδα·
- τον κάνω λιώμα, βλ. λ. λιώμα·
- τον κάνω λούτσα, βλ. λ. λούτσα·
- τον κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- τον κάνω μια δραξιά, βλ. λ. δραξιά·
- τον κάνω μια μπουκιά, βλ. λ. μπουκιά·
- τον κάνω μια ρουφηξιά, βλ. λ. ρουφηξιά·
- τον κάνω μια χαψιά, βλ. λ. χαψιά·
- τον κάνω μούσκεμα, βλ. λ. μούσκεμα·
- τον κάνω μουσκίδι, βλ. λ. μουσκίδι·
- τον κάνω μπαλάκι (του πιγκ πογκ), βλ. λ. μπαλάκι·
- τον κάνω μπαλόνι, βλ. λ. μπαλόνι·
- τον κάνω μπαρούτι, βλ. λ. μπαρούτι·
- τον κάνω μπίλιες, βλ. λ. μπίλια·
- τον κάνω μπιρ παρά, βλ. λ. παράς·
- τον κάνω μπλεμαρέ(ν), βλ. λ. μπλεμαρέ(ν)·
- τον κάνω μπλερουά, βλ. λ. μπλερουά·
- τον κάνω μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
- τον κάνω να φτύσει αίμα, βλ. λ. αίμα·
- τον κάνω να φωνάξει γιαγκίν βαρ, βλ. λ. γιαγκίν·
- τον κάνω νούμερο, βλ. λ. νούμερο·
- τον κάνω νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα·
- τον κάνω νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- τον κάνω ντέφι, βλ. λ. ντέφι·
- τον κάνω ντίρλα, βλ. λ. ντίρλα·
- τον κάνω ντουντούκα, βλ. λ. ντουντούκα·
- τον κάνω ότι θέλω ή τον κάνω όπως θέλω, τον έχω άβουλο όργανό μου, τον εξουσιάζω: «τον τάδε τον κάνω ό,τι θέλω, γιατί έχω στα χέρια μου κάτι ακάλυπτες επιταγές του». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι θέλει αυτή δε θα μου κάνει· αν δε μετανιώσει, πες τη, θα πεθάνει
- τον κάνω παϊτόνι, βλ. λ. παϊτόνι·
- τον κάνω πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- τον κάνω παπί, βλ. λ. παπί·
- τον κάνω παρέα, βλ. λ. παρέα·
- τον κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- τον κάνω παστίτσιο, βλ. λ. παστίτσιο·
- τον κάνω πατάτα, βλ. λ. πατάτα·
- τον κάνω πατέρα, (για γυναίκες) βλ. λ. πατέρας·
- τον κάνω πατινάζ, βλ. λ. πατινάζ·
- τον κάνω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τον κάνω περδίκι, βλ. λ. περδίκι·
- τον κάνω περήφανο, βλ. λ. περήφανος·
- τον κάνω περίπατο, βλ. λ. περίπατο·
- τον κάνω πίτα, βλ. λ. πίτα·
- τον κάνω πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- τον κάνω πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- τον κάνω πτώμα, βλ. λ. πτώμα·
- τον κάνω ράδιο, βλ. λ. ράδιο·
- τον κάνω ράκος, βλ. λ. ράκος·
- τον κάνω ρετάλι, βλ. λ. ρετάλι·
- τον κάνω σαμπρέλα, βλ. λ. σαμπρέλα·
- τον κάνω σαν ζαλισμένο κοτόπουλο, βλ. λ. κοτόπουλο·
- τον κάνω σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- τον κάνω σκαλοπάτι, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- τον κάνω σκαστό, βλ. λ. σκαστός·
- τον κάνω σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τον κάνω σκνίπα, βλ. λ. σκνίπα·
- τον κάνω σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- τον κάνω σκουπίδι (σκουπιδάκι), βλ. λ. σκουπίδι·
- τον κάνω σμπαράλια, βλ. λ. σμπαράλια·
- τον κάνω σόλοικο, βλ. λ. σόλοικος·
- τον κάνω σούβλα, βλ. λ. σούβλα·
- τον κάνω σουβλάκι, σουβλάκι·
- τον κάνω σουβλιστό, βλ. λ. σουβλιστός·
- τον κάνω σούπα, βλ. λ. σούπα·
- τον κάνω σούργελο, βλ. λ. σούργελο·
- τον κάνω σπανακόπιτα, βλ. λ. σπανακόπιτα·
- τον κάνω σταφίδα, βλ. λ. σταφίδα·
- τον κάνω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τον κάνω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- τον κάνω στιφάδο, βλ. λ. στιφάδο·
- τον κάνω στουπί, βλ. λ. στουπί·
- τον κάνω τ’ αλατιού, βλ. λ. αλάτι·
- τον κάνω τάβλα, βλ. λ. τάβλα·
- τον κάνω τάπα, βλ. λ. τάπα·
- τον κάνω ταραμά, βλ. λ. ταραμάς·
- τον κάνω ταραμοσαλάτα, βλ. λ. ταραμοσαλάτα·
- τον κάνω τελατίνι, βλ. λ. τελατίνι·
- τον κάνω τζας, βλ. λ. τζας·
- τον κάνω τομ τιλέρ, βλ. λ. τομ τιλέρ·
- τον κάνω τούμπανο, βλ. λ. τούμπανο·
- τον κάνω τούνγκα, βλ. λ. τούνγκα·
- τον κάνω τουρλού, βλ. λ. τουρλού·
- τον κάνω τούρμπο, βλ. λ. τούρμπο·
- τον κάνω τούρνα, βλ. λ. τούρνα·
- τον κάνω τουρσί, βλ. λ. τουρσί·
- τον κάνω τρυπητό, βλ. λ. τρυπητό·
- τον κάνω τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- τον κάνω τσιτσίρι, βλ. λ. τσιτσίρι·
- τον κάνω τύφλα, βλ. λ. τύφλα·
- τον κάνω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- τον κάνω φέτα, βλ. λ. φέτα·
- τον κάνω φέτες, βλ. λ. φέτα·
- τον κάνω φιδέ, βλ. λ. φιδές·
- τον (την) κάνω φίλο (φίλη), βλ. λ. φίλος·
- τον κάνω φιόγκο, βλ. λ. φιόγκος·
- τον (την, το) κάνω φλογέρα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. φλογέρα·
- τον κάνω φουρφούρι, βλ. λ. φουρφούρι·
- τον κάνω φύλλο και φτερό, βλ. λ. φύλλο·
- τον κάνω φυσαρμόνικα, βλ. λ. φυσαρμόνικα·
- τον κάνω χάζι, βλ. λ. χάζι·
- τον κάνω χάλια, βλ. λ. χάλι·
- τον κάνω χότζα, βλ. λ. χότζας·
- τον κάνω χύμα, βλ. λ. χύμα·
- τον κάνω χώμα, βλ. λ. χώμα·
- του ’κανα ζαράρι, βλ. λ. ζαράρι·
- του ’κανα ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- του ’κανα πλάκα ή του την έκανα την πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- του ’κανα στεγνό καθάρισμα, βλ. λ. καθάρισμα·
- του ’κανα τα μούτρα εμπριμέ, βλ. λ. εμπριμέ·
- του ’κανα τα μούτρα κιμά, βλ. λ. κιμάς·
- του ’κανα τα μούτρα κρέας, βλ. λ. κρέας·
- του ’κανα τα μούτρα πατσά, βλ. λ. πατσάς·
- του ’κανα τα μούτρα πελτέ, βλ. λ. πελτές·
- του ’κανα τα μούτρα τρίο καρό, βλ. λ. τρίο·
- του ’κανα τα μούτρα σουμπλιμέ, βλ. λ. σουμπλιμέ·
- του ’κανα τα μούτρα τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- του ’κανα τα μούτρα ψηφιδωτό, βλ. λ. ψηφιδωτό·
- του ’κανα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’κανα τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- του ’κανα τη ζωή δύσκολη, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή κόλαση, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή μαρτύριο, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή μαύρη, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή παϊτόνι, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή πατίνι, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη ζωή ποδήλατο, βλ. λ. ζωή·
- του ’κανα τη μάπα εμπριμέ, βλ. λ. εμπριμέ·
- του ’κανα τη μάπα κρέας, βλ. λ. μάπα·
- του ’κανα τη μάπα σουμπλιμέ, βλ. λ. σουμπλιμέ·
- του ’κανα τη μάπα τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- του ’κανα τη μάπα τρίο καρό, βλ. λ. τρίο·
- του ’κανα τη μάπα ψηφιδωτό, βλ. λ. ψηφιδωτό·
- του ’κανα τη μούρη εμπριμέ, βλ. λ. εμπριμέ·
- του ’κανα τη μούρη κρέας, βλ. λ. μούρη
- του ’κανα τη μούρη σουμπλιμέ, βλ. λ. σουμπλιμέ·
- του ’κανα τη μούρη τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- του ’κανα τη μούρη τρίο καρό, βλ. λ. τρίο·
- του ’κανα τη μούρη ψηφιδωτό, βλ. λ. ψηφιδωτό·
- του ’κανα τη σούφρα να! βλ. λ. σούφρα·
- του ’κανα το αίμα κομπόστα, βλ. λ. αίμα·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- του ’κανα το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. λ. κώλος·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, βλ. λ. κώλος·
- του ’καναν βασιλικές τιμές, βλ. λ. τιμή·
- του ’κανε άδειασμα, βλ. λ. άδειασμα·
- του ’κανε βγάλσιμο, βλ. λ. βγάλσιμο·
- του ’κανε μπάσιμο, βλ. λ. μπάσιμο·
- του ’κανε την κλάνα να! βλ. λ. κλάνα·
- του κάνει καπρίτσια, (για γυναίκες) βλ. λ. καπρίτσ(ι)ο·
- του (της) κάνει όλα τα καπρίτσια, βλ. λ. καπρίτσ(ι)ο·
- του κάνει πόλεμο λάσπης, βλ. λ. πόλεμος·
- του κάνουμε παράτα, βλ. λ. παράτα2·
- του (της) κάνω, α. του (της) λέω: «τι θέλεις εσύ τέτοια ώρα εδώ, του κάνω». β. είμαι της αρεσκείας του, του γούστου του: «όταν του κάνει κάποιος άνθρωπος, δεν του χαλάει χατίρι || απ’ τη στιγμή που είδε πως της κάνει, τον παντρεύτηκε»·
- του κάνω ανάκριση, βλ. λ. ανάκριση·
- του κάνω γυμνάσια ή του κάνω ναυτικά γυμνάσια, βλ. λ. γυμνάσια·
- του κάνω γυμναστική ή του κάνω σουηδική γυμναστική, βλ. λ. γυμναστική·
- του κάνω γύρισμα, βλ. λ. γύρισμα·
- του κάνω δίπλωμα, βλ. λ. δίπλωμα·
- του κάνω δούλεμα, βλ. λ. δούλεμα·
- του κάνω ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του κάνω (ένα) πέρασμα, βλ. λ. πέρασμα·
- του κάνω θεωρία, βλ. λ. θεωρία·
- του κάνω θέση, βλ. λ. θέση·
- του κάνω κλάσιμο, βλ. λ. κλάσιμο·
- του κάνω κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- του κάνω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- του κάνω κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- του κάνω λαχτάρα ή του κάνω λαχτάρες, βλ. λ. λαχτάρα·
- του κάνω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- του κάνω ματ, βλ. λ. ματ·
- του κάνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του κάνω ματιά, λ. λ. ματιά·
- του κάνω μια λαχτάρα! βλ. λ. λαχτάρα·
- του κάνω μια τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
- του κάνω μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- του κάνω νούμερα, βλ. λ. νούμερο·
- του κάνω όλα τα γούστα ή του κάνω όλα του τα γούστα, βλ. λ. γούστο·
- του κάνω όλα τα κέφια ή του κάνω όλα του τα κέφια, βλ. λ. κέφι·
- του κάνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- του κάνω πλάτες, βλ. λ. πλάτη·
- του κάνω πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- του κάνω πόλεμο νεύρων, βλ. λ. πόλεμος·
- του κάνω σεκόντο, βλ. λ. σεκόντο·
- του κάνω σεντράρισμα, βλ. λ. σεντράρισμα·
- του κάνω σκαλοπάτι (σκαλοπατάκι), βλ. λ. σκαλοπάτι·
- του (της) κάνω σκηνή, βλ. λ. σκηνή·
- του κάνω σπάσιμο, βλ. λ. σπάσιμο·
- του κάνω σπάσιμο νεύρων, βλ. λ. σπάσιμο·
- του κάνω στενή πολιορκία, βλ. λ. πολιορκία·
- του κάνω στενό μαρκάρισμα, βλ. λ. μαρκάρισμα·
- του κάνω στραπάτσο, βλ. λ. στραπάτσο·
- του κάνω συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- του κάνω τα ναύλα, βλ. λ. ναύλα·
- του κάνω τα χατίρια ή του κάνω το χατίρι, βλ. λ. χατίρι·
- του κάνω τεμενά ή του κάνω τεμενάδες, βλ. λ. τεμενάς·
- τον κάνω τον υποβολέα, βλ. λ. υποβολέας·
- του κάνω τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
- του κάνω τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- του κάνω φασαρία, βλ. λ. φασαρία·
- του κάνω φτύσιμο, βλ. λ. φτύσιμο·
- του κάνω χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
- του κάνω χουνέρι, βλ. λ. χουνέρι·
- του κάνω χώσιμο, βλ. λ. χώσιμο·
- του την έκανα κουνουπάτα, βλ. λ. κουνουπάτα·
- του την έκανα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του την έκανα τη ζημιά, βλ. λ. ζημιά·
- του την κάνω γυριστή, βλ. λ. γυριστή·
- του το ’κανα ψιλά, βλ. λ. ψιλά·
- τους κάναμε νταντέλα, βλ. λ. νταντέλα· 
- τους κάναμε ρεντίκολο, βλ. λ. ρεντίκολο·
- τους κάναμε σκόνη, βλ. λ. σκόνη·
- τους κάναμε τρικολό, βλ. λ. τρικολό·
- τους κάναμε τρικολόρε, βλ. λ. τρικολόρε·
- τους κάναμε φουρφούρι, βλ. λ. φουρφούρι·
- τους κάνανε τσακωτούς, βλ. λ. τσακωτός·
- τους κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τους κάνω κουλουβάχατα, βλ. λ. κουλουβάχατα·
- τους κάνω μάλε βράσε, βλ. λ. μάλε βράσε·
- τους κάνω μαλλιά κουβάρια, βλ. λ. μαλλί·
- τους κάνω μαντάρα, βλ. λ. μαντάρα·
- τράβα τράβα, τον (την) έκανες λάστιχο! (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. λάστιχο·
- τώρα πλάκα μας κάνεις; ή τώρα πλάκα μου κάνεις; βλ. λ. πλάκα·
- υπομονή κάνουν και τα λάστιχα, όμως κάποτε κλατάρουν, βλ. λ. υπομονή·
- φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- φτωχός καπετάνιος, πλούσιο ταξίδι δεν κάνει, βλ. λ. καπετάνιος·
- φωλιά δεν έχει, αβγό δεν κάνει, βλ. λ. φωλιά·
- χάρη σου κάνω, βλ. λ. χάρη·
- χίλια και χίλια πόσα κάνουν; ή χίλια και χίλια πόσο κάνουν; βλ. λ. χίλιοι·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- ωραία τα ’κανες! βλ. λ. ωραίος·
- ώσπου να κάνω ένα τσιγάρο, βλ. λ. τσιγάρο.

καρότο

καρότο, το, ουσ. [<λατιν. carota <μτγν. καρωτόν], το καρότο·
- η πολιτική του καρότου και του ραβδιού, η εναλλάξ χρησιμοποίηση δελεαστικών, ελκυστικών προτάσεων ή μέσων και απειλών: «η Αμερική είναι η πρώτη διδάξασα της πολιτικής του καρότου και του ραβδιού»·
- η τακτική του καρότου και του μαστίγιου, βλ. φρ. η πολιτική του καρότου και του ραβδιού·
- τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι.
- τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα, (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος πέθανε και το θάψανε: «αυτός που ζητάς έπεσε απ’ το μπαλκόνι του και τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα». Συνών. τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα ή τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια / τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια.

κάτι

κάτι, το, συνήθ. στον πλ. τα κάτια, ουσ. [<τουρκ. kat], η πτυχή, η δίπλα: «το φόρεμά της ήταν όλο κάτια»·
- γίνομαι δυο κάτια, α. κουράζομαι υπερβολικά, λυγίζω, διπλώνω από την κούραση, κουβαριάζομαι: «έγινα δυο κάτια, μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. κάνω το παν για να εξυπηρετήσω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «έγινε δυο κάτια το παιδί για να μας βρει ξενοδοχείο || έγινα δυο κάτια, μέχρι να πάρω αυτή τη θέση στην τράπεζα». γ. υποφέρω από έντονο στομαχόπονο που με αναγκάζει να διπλώσω στα δυο, να κουβαριαστώ: «μόλις μ’ άρχισε το στομάχι, έγινα δυο κάτια». δ. είμαι πολύ προχωρημένης ηλικίας: «μην τον βλέπεις τώρα που έγινε δυο κάτια, στα χρόνια του ήταν μεγάλος καζανόβας». Από το ότι, ο ηλικιωμένος περπατάει κυρτωμένος·
- τον κάνω δυο κάτια, τον αναγκάζω να διπλώσει στα δυο ύστερα από χτύπημα που του καταφέρνω στο στομάχι και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «αυτόν τον τύπο τον κάνω δυο κάτια ό,τι ώρα θέλω».

κεφάλι

κεφάλι, το, ουσ. [<μσν. κεφάλιν <μτγν. κεφάλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κεφαλή], το κεφάλι. 1. η ικανότητα για συνδυαστική σκέψη, η ευφυΐα: «αν είχα κι εγώ το κεφάλι του τάδε, θα ήμουν πλούσιος, αλλά, βλέπεις, εμένα δε με κόβει τόσο». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το άκρο του πέους, η βάλανος: «πω πω, αδερφάκι μου, έχει ένα κεφάλι σαν μπουνιά μικρού παιδιού!». Συνών. καρύδι (3) / κόμπος (6). 3α. (για ζώα) μονάδα ενός συνόλου: «έχει ένα κοπάδι από εκατό κεφάλια». (Τραγούδι: ωωω! ολόγυρα βουβάλια, χιλιάδες κεφάλια στη μέση εσύ. Καθένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή).β. με το ουσιαστικό που ακολουθεί προσδιορίζει το είδος του κοπαδιού: «πενήντα κεφάλια πρόβατα || εκατό κεφάλια γίδια». 4. οτιδήποτε έχει σχήμα κεφαλιού: «ένα κεφάλι κασέρι || ένα κεφάλι σκόρδο». 5. το επάνω στρογγυλό και πλατύ μέρος κάποιου αντικειμένου: «το κεφάλι της καρφίτσας || το κεφάλι της πινέζας || το κεφάλι του καρφιού». 6. στον πλ. τα κεφάλια, αυτοί που κατέχουν την εξουσία: «τα κεφάλια του υπουργικού συμβουλίου αποφάσισαν περικοπή των συντάξεων». Υποκορ. κεφαλάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κεφάλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 293 φρ.)·
- αγύριστο κεφάλι, άνθρωπος που δύσκολα αλλάζει γνώμη, που δεν αλλάζει γνώμη, ακόμη και όταν έχει άδικο, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας: «μην προσπαθείς να του αλλάξεις γνώμη, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο κεφάλι,της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). Συνών. αγύριστα μυαλά ή αγύριστο μυαλό·
- άδειο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, μικρόνους: «μην επιμένεις να βρεις άκρη, γιατί δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιον που έχει άδειο κεφάλι»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- άνοιξαν κεφάλια, σημειώθηκαν βίαιες, αιματηρές συγκρούσεις: «στις πρόσφατες εργατικές κινητοποιήσεις, άνοιξαν κεφάλια, όταν οι εργάτες επιχείρησαν να καταλάβουν ένα εργοστάσιο που το φρουρούσαν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις»·
- άνοιξε το κεφάλι του, α. τραυματίστηκε, πληγώθηκε στο κεφάλι του που συνήθως αιμορραγεί: «χτύπησε στην άκρη της πόρτας κι άνοιξε το κεφάλι του». β. ανακουφίστηκε: «λούστηκα κι άνοιξε το κεφάλι μου»·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο, τραυματίστηκε στο κεφάλι του και προκλήθηκε μεγάλο τραύμα που συνήθως αιμορραγεί: «τον χτύπησε ένα μαδέρι, που έπεσε από ψηλά, κι άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο». Από την εικόνα του ανοιγμένου γαρίφαλου, που το κόκκινο χρώμα του παρομοιάζεται με το αίμα·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν καρπούζι, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- άνοιξε το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του σαν γαρίφαλο·
- αρβανίτικο κεφάλι, άνθρωπος του οποίου δεν μπορούμε να αλλάξουμε γνώμη, όσο κι αν προσπαθήσουμε, ο αμετάπειστος, ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν αλλάζει με τίποτα γνώμη, γιατί είναι αρβανίτικο κεφάλι»·
- αρναούτικο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο κεφάλι·
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρισε το κεφάλι μου, βλ. συνηθέστ. άσπρισαν τα μαλλιά μου, λ. μαλλί·
- βάζω έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. φρ. βάζω κάτω την κεφάλα, λ. κεφάλα·
- βάζω κεφάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω μυαλό, λ. μυαλό·
- βάζω μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. φρ. στοιχηματίζω το κεφάλι μου·
- βάζω το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή: «δεν μπορώ κάθε τόσο να βάζω το κεφάλι μου για να σας γλιτώνω!». β. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω το κεφάλι μου, αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σου τα λέω»·
- βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, αποκτώ δικό μου σπίτι, αγοράζω σπίτι: «μετά από θυσίες και κόπους έβαλα κι εγώ το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι»·
- βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. φρ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με καρατόμηση·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, α. λέγεται σε περίπτωση που στοιχηματίζω για κάτι την ίδια μου τη ζωή και, κατ’ επέκταση, που στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «είμαι εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω και βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, αν δεν είναι έτσι τα πράγματα». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «δεν μπορώ να βάζω το κεφάλι μου κάθε τόσο στο ντορβά για δικές σας βλακείες». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα, να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις). Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε έναν ντορβά και πάνω από αυτόν περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά του χασάπη, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά. Από την εικόνα του χασάπη που βάζει το κεφάλι του ζώου που αποκεφάλισε μέσα σε έναν ντορβά·
- βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, ριψοκινδυνεύω την ίδια μου τη ζωή, αναλαμβάνω επικίνδυνη επιχείρηση ή αποστολή: «αν είναι σίγουρος για κάτι, δε διστάζει να βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λύκου»·
- βάζω το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά. Από την εικόνα του ατόμου που εκτελείται με απαγχονισμό και τη στιγμή της εκτέλεσής του βάζουν το κεφάλι του μέσα σε ένα τσουβάλι και πάνω από αυτό περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό του·
- βαράει στο κεφάλι, (για ποτά), βλ. φρ. χτυπάει στο κεφάλι·
- βαράω το κεφάλι μου, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου·
- βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, βλ. φρ. χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο·
- βάρυνε το κεφάλι μου, νιώθω άσχημα, νιώθω δυσφορία, είμαι κακοδιάθετος: «φαίνεται πως το ουίσκι ήταν μπόμπα, γιατί με δυο ποτηράκια βάρυνε το κεφάλι μου»·
- βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), α. φαντάζομαι: «κάθε τόσο βγάζει απ’ το κεφάλι του πως τον κλέβω». β. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι: «έβγαλε απ’ το κεφάλι του χίλιες δυο δικαιολογίες για να μη δουλέψει». γ. παύω να ελπίζω, να περιμένω, ιδίως κάτι καλό: «αφού δεν έχω λεφτά, έβγαλα απ’ το κεφάλι μου τις φετινές διακοπές». Συνών. βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι) / βγάζω απ’ το νου μου (κάτι)·
- βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, α. δεν πρόκειται να ενεργήσω με τον τρόπο που μου προτείνεις, ιδίως δεν πρόκειται να σου δώσω αυτό που μου ζητάς: «αν έχεις την εντύπωση πως θα σου δώσω πάλι δανεικά, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου». β. πάψε να σκέφτεσαι κάτι που σου είναι οδυνηρό, ξέχασέ το: «αν θέλεις να ηρεμήσεις, βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου πως σε κάρφωσε ο φίλος σου». Συνών. βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου / βγάλ’ το απ’ το νου σου·
- βουίζει το κεφάλι μου, βλ. φρ. γυρίζει το κεφάλι μου·
- βουρ στο κεφάλι! βλ. λ. βουρ(!)·
- βουργάρικο κεφάλι, βλ. φρ. αρβανίτικο κεφάλι·
- βρίσκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- γεμίζω το κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια ποτού ή ναρκωτικού. (Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη να μου ζήσεις, είσαι άνθρωπος ντερβίσης, φέρ’ από τα ίδια πάλι να γεμίσω το κεφάλι)· βλ. και φρ. του γεμίζω το κεφάλι·
- γέρνω το κεφάλι, με παίρνει ο ύπνος: «εκεί που καθόταν κι έβλεπε τηλεόραση, έγειρε το κεφάλι»· βλ. και φρ. σκύβω το κεφάλι·
- για κάνε έτσι το κεφάλι σου! ειρωνική άρνηση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή έχει παράλογες απαιτήσεις: «θέλω κάθε μήνα να μου πληρώνεις τη Δ.Ε.Η. και τα κοινόχρηστα. -Για κάνε έτσι το κεφάλι σου!». Συνοδεύεται από κίνηση του κεφαλιού δεξιά αριστερά·
- για κούνα το κεφάλι σου! βλ. φρ. για κάνε έτσι το κεφάλι σου(!)·
- γίνομαι κεφάλι, εξελίσσομαι πνευματικά, γίνομαι διάνοια: «κανένας μας δεν το πίστευε πως θα γινόταν κεφάλι αυτός ο άνθρωπος»·
- γλίτωσε το κεφάλι του, α. διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «τράκαρε μ’ ένα φορτηγό και παρά τρίχα γλίτωσε το κεφάλι του». β. διατήρησε την ανώτερη δημόσια ή ιδιωτική θέση που κατείχε: «ο μόνος που γλίτωσε το κεφάλι του απ’ τις απολύσεις ήταν ο τάδε»·
- γυρίζει το κεφάλι μου, είμαι πολύ ζαλισμένος είτε από τα πολλά προβλήματα που με απασχολούν είτε επειδή έχω καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδους ποτού: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που γυρίζει το κεφάλι μου || ήπιαμε τόσο πολύ, που ακόμη γυρίζει το κεφάλι μου»·
- δε γυρίζει κεφάλι, βλ. φρ. δεν αλλάζει κεφάλι·
- δε γυρίζει κεφάλι να…, δεν καταδέχεται να…, σνομπάρει κάποιον ή κάτι: «απ’ τη μέρα που κέρδισε το λαχείο, δε γυρίζει κεφάλι να σε χαιρετήσει || παντρεύτηκε την κόρη ενός βιομηχάνου κι από τότε δε γυρίζει κεφάλι να μας δει || απ’ τη μέρα που αγόρασε Μερσεντές, δε γυρίζει κεφάλι να δει άλλο αυτοκίνητο»·
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σηκώνω κεφάλι, είμαι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που κάνω και δεν ασχολούμαι με τίποτα άλλο: «όταν καταπιάνομαι με κάτι, δε σηκώνω κεφάλι μέχρι να το τελειώσω»·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο ή δε σηκώνω κεφάλι απ’ το διάβασμα, διαβάζω, μελετώ εντατικά: «επειδή στο τέλος του μήνα έχω εξετάσεις, εδώ και λίγο καιρό δε σηκώνω κεφάλι απ’ το βιβλίο»·
- δεν αλλάζει κεφάλι, εμμένει στην ίδια νοοτροπία ή στις ίδιες συνήθειες που είχε: «χίλιες φορές τον συμβούλεψα να κόψει τα ξενύχτια, αλλά δεν αλλάζει κεφάλι»·
- δεν είμαι μέσα στο κεφάλι του, βλ. φρ. δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του·
- δεν έχει μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει νιονιό στο κεφάλι του, βλ. λ. νιονιό·
- δεν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του ή δεν έχει το μυαλό στο κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του, είναι φτωχός και απροστάτευτος, δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι: «έχασε όλη την περιουσία του στα χαρτιά και τώρα δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του»·
- δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του, δεν έχει κάποιον που να του συμπαρασταθεί στον πόνο του, δεν έχει κάποιον να του εκμυστηρευτεί τον πόνο του: «είναι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του»· βλ. και φρ. δεν έχει πού να βάλει το κεφάλι του·
- δεν κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. δεν κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι, α. δεν μπορώ να καλυτερεύσω τα άσχημα οικονομικά μου, δεν μπορώ να ορθοποδήσω: «απ’ τη μέρα που έχασα ένα σοβαρό ποσό σε κάποια αποτυχημένη δουλειά, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι». β. έχω συνεχώς ατυχίες, δυσκολίες, μου τυχαίνουν διάφορα προβλήματα, διάφορες αναποδιές: «με τις ατυχίες που με δέρνουν, δεν μπορώ να σηκώσω κεφάλι»·
- δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του, δεν ξέρω τι σκέφτεται, πώς σκέφτεται να ενεργήσει: «έχω άγνοια για τις προθέσεις του, γιατί δεν ξέρω τι έχει στο κεφάλι του». Πολλές φορές, μετά το έχει ακολουθεί το μέσα·
- δεν παίρνουμε και κεφάλια! δεν είμαστε δα και τόσο αυστηροί ή τόσο σκληροί, όσο λέγεται ή νομίζεται από πολλούς: «έλεγαν πως είμαι σκληρός κι εκδικητικός, όμως παρόλο το βαρύ σου παράπτωμα, βλέπεις ότι, δεν παίρνουμε και κεφάλια!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. παίρνουν κεφάλια·
- δεν πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. δεν τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. φρ. δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, δεν αλλάζει την αρχική του γνώμη, είναι πολύ ισχυρογνώμονας, πολύ πεισματάρης: «ακόμη και λάθος να έχει, δεν του γυρίζεις εύκολα το κεφάλι για να το παραδεχθεί»·
- δουλειά δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά του κεφαλιού ή δουλειές του κεφαλιού, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, α. δεν μπορεί να υπάρχουν δυο αρχηγοί σε μια ομάδα ανθρώπων: «θα κάνουμε ψηφοφορία ανάμεσα στους δυο σας για να βγάλουμε αρχηγό, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». β. δεν μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα ερωτευμένος με δυο άτομα: «θα πρέπει να διαλέξεις με ποια θα πας και ποια θ’ αφήσεις, γιατί δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε στις μεγάλες τις καρδιές που αγαπάνε). Συνών. δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε / δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε / ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει·
- έγινε το κεφάλι μου καζάνι, ζαλίστηκα πολύ από κάποιο επίμονο θόρυβο ή από την πολυλογία, τη φλυαρία κάποιου: «χτίζουν μια οικοδομή δίπλα μας κι απ’ το θόρυβο έγινε το κεφάλι μου καζάνι || μιλούσε συνέχεια ώσπου έγινε το κεφάλι μου καζάνι»·
- έγινε το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, α. τον εποπτεύω, τον προσέχω δείχνοντας έτσι το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν: «επειδή τον συμπαθώ πάρα πολύ, απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη δουλειά, είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του για να μην κάνει καμιά ανοησία». β. τον καταπιέζω, τον κάνω να νιώθει άσχημα με την παρουσία μου: «κάθε φορά που είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του, παθαίνει τρακ ο φουκαράς». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το συνεχώς·
- είναι γερό κεφάλι, είναι ευφυέστατος, πανέξυπνος: «απ’ όλη σας την παρέα μόνο ο τάδε είναι γερό κεφάλι, ενώ όλοι οι άλλοι είστε μπουμπούνες»· βλ. και φρ. είναι μεγάλο κεφάλι·
- είναι (για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. φρ. είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο·
- είναι (για) να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, λέγεται για πρόσωπο, υπόθεση ή κατάσταση που δεν μπορεί κανείς να ανεχτεί, να υποστεί περισσότερο: «είναι τόσο στραβόξυλο αυτός ο άνθρωπος, που είναι για να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο || στα παιδικά μου χρόνια πέρασα τέτοια φτώχεια, που ήταν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο»·
- είναι δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι· 
- είναι κεφάλι, είναι έξυπνος: «δεν μπορείς να τον στριμώξεις εύκολα, γιατί είναι κεφάλι ο τύπος»·
- είναι κεφάλι (κάπου), έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένο τρόπο σκέψης σε κάποιο θέμα: «είναι κεφάλι στην έκθεση || είναι κεφάλι στα μαθηματικά»·
- είναι κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος
- είναι μεγάλο κεφάλι, α. είναι πολύ αξιόλογος, πολύ σπουδαίος σε μια ειδικότητα ή τέχνη και γενικά στον τομέα του: «πηγαίνω πάντα τ’ αυτοκίνητό μου στον τάδε μηχανικό, γιατί είναι μεγάλο κεφάλι || ο τάδε είναι μεγάλο κεφάλι στο εμπόριο». β. είναι πολύ γνωστός σε κάποιο χώρο και γενικά στην κοινωνία: «αυτή κατάγεται από άσημη οικογένεια, αλλά παντρεύτηκε κάποιον που είναι μεγάλο κεφάλι»·
- είναι ξερό κεφάλι, είναι αμετάπειστος, πεισματάρης, ξεροκέφαλος: «όσο και να τον πιέσεις, δεν αλλάζει γνώμη, γιατί είναι ξερό κεφάλι», εξ ου και το παιδικό άλφα βήτα το ρορό, το κεφάλι σ’ το ξερό·
- είναι στραβό κεφάλι, βλ. λ. στραβοκέφαλος·
- είναι το κεφάλι μου καζάνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου καζάνι·
- είναι το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. φρ. έγινε το κεφάλι μου κουδούνι·
- έπεσαν κεφάλια, α. καταδικάστηκαν άνθρωποι, χάθηκαν ζωές: «στη δίκη για το σκάνδαλο των προμηθειών έπεσαν κεφάλια || έπεσαν πολλά κεφάλια κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου». β. καθαιρέθηκαν άνθρωποι από ηγετικές ή διευθυντικές θέσεις: «με την άνοδο της νέας κυβέρνησης στην εξουσία, έπεσαν κεφάλια σ’ όλους τους οργανισμούς»·
- έπεσε με το κεφάλι, α. αρρώστησε βαριά: «στην αρχή λέγαμε πως ήταν μια αθώα γριπούλα αλλά, μέσα σε λίγες μέρες, έπεσε με το κεφάλι και πήραμε σβάρνα τους γιατρούς». β.  είχε ραγδαία οικονομική πτώση: «ξανοίχτηκε τόσο πολύ στη δουλειά του που, με την πρώτη δυσκολία, έπεσε με το κεφάλι». Από την εικόνα του ατόμου που ρίχνεται στο κενό και η πτώση του είναι ραγδαία·
- έσπασα το κεφάλι (για) να…, βασανίστηκα πολύ για να βρω μια λύση σε κάποιο πρόβλημα: «έσπασα το κεφάλι μου για να βρω τρόπο να τα φέρω βόλτα»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- έσπασαν κεφάλια, βλ. φρ. άνοιξαν κεφάλια·
- έσπασε το κεφάλι του, βλ. φρ. άνοιξε το κεφάλι του·
- έφαγε το κεφάλι του, α. ζημιώθηκε από δική του υπαιτιότητα, από δική του ευθύνη: «έκανε δουλειά μ’ έναν παλιάνθρωπο κι έφαγε το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει· σαν πέφτει η γκρίνια ανάμεσα ο έρωτας δε ζει· το φταις και φταίω θα μας φάει το κεφάλι). β. έχασε τη ζωή του, σκοτώθηκε από δικό του λάθος ή απροσεξία, από δική του ευθύνη: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του κι έφαγε το κεφάλι του»·
- έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο, αποχώρησε από κάπου ντροπιασμένος, ηθικά μειωμένος: «όταν τον αντικατέστησαν στη διεύθυνση του εργοστασίου, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, γιατί είχαν γίνει γνωστές οι διάφορες λοβιτούρες του || μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. έφυγε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή έφυγε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·   
- έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με πεσμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. έφυγε με κρεμασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με ριγμένο (το) κεφάλι ή έφυγε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. έφυγε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- έφυγε με το κεφάλι ψηλά, α. αποχώρησε από κάπου αγέρωχος, περήφανος, ιδίως γιατί εκτέλεσε σωστά το καθήκον του: «τους κοίταξε όλους κατάματα κι έφυγε απ’ την υπηρεσία του με το κεφάλι ψηλά». β. αποχώρησε από κάπου, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για να ντρέπεται  για κάτι: «όλοι ήταν μπλεγμένοι σε διάφορες λοβιτούρες, αλλά ο τάδε έφυγε με το κεφάλι ψηλά, γιατί τ’ όνομά του δεν ακούστηκε πουθενά». Σε αντίθεση με αυτόν που έχει κάνει κάτι επιλήψιμο και περπατάει με χαμηλωμένο κεφάλι για να περνάει απαρατήρητος·
- έχει άχυρα στο κεφάλι του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει γερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει δυνατό κεφάλι, βλ. φρ. είναι γερό κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, (ειρωνικά) έχει πολύ μεγάλο και κάπως πεπλατυσμένο κεφάλι: «μόλις τον δεις θα βάλεις τα γέλια, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο»·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. φρ. έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, (ειρωνικά) έχει μεγάλο και στρογγυλό κεφάλι: «ξεχωρίζει με το πρώτο ανάμεσα απ’ όλους, γιατί έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι»·
- έχει κεφάλι, βλ. λ. είναι κεφάλι·
- έχει κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκέφαλος·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. φρ. είναι ξερό κεφάλι·
- έχει πολλά στο κεφάλι του, έχει πολλές έγνοιες: «τον βλέπεις πάντα σκεφτικό, γιατί έχει πολλά στο κεφάλι του»· βλ. και φρ. έχει πολλά στο μυαλό του, λ. μυαλό·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. έχει τετράγωνη λογική, λ. λογική·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), μοιάζει απόλυτα με κάποιον: «αυτός ο νεαρός θα πρέπει να ’ναι ο γιος του τάδε, γιατί έχει το ίδιο κεφάλι με εκείνον»·
- έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχω βαρύ κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «χτες το βράδυ ήπια πάρα πολύ, γι’ αυτό απ’ το πρωί σήμερα έχω βαρύ κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου, να ξέρεις μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρύ· ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν μπορεί
- έχω ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, δεν έχω κάνει κάτι μεμπτό που να μου δημιουργεί προβλήματα ή κινδύνους: «δεν μπερδεύομαι σε ύποπτες δουλειές κι έτσι έχω ήσυχο το κεφάλι μου || απ’ τη στιγμή που δεν πήρα μέρος στην κομπίνα, έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- έχω κεφάλι, έχω πονοκέφαλο: «μη μου μιλάς, γιατί μόλις ξύπνησα έπειτα από μεγάλο μεθύσι κι έχω κεφάλι»·
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βλ. λ. σκοτούρα·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. φρ. κρατώ το κεφάλι χαμηλά·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να είμαι φτωχός, αλλά έχω το κεφάλι ψηλά»·
- έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. λ. φουρτούνα·
- η αγαμία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η αγαμία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. αγαμία·
- η μαλακία τον βάρεσε στο κεφάλι ή η μαλακία τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. μαλακία·
- ηρέμησε το κεφάλι μου, α. απαλλάχτηκα από τις σκοτούρες και τα προβλήματα που με απασχολούσαν: «μόλις μου ’τυχε το λαχείο, ηρέμησε το κεφάλι μου». β. απαλλάχτηκα από κάποιον έντονο θόρυβο που με ενοχλούσε: «τέλειωσαν τη δουλειά τους οι εργάτες με τα κομπρεσέρ που δούλευαν έξω απ’ το σπίτι μου και ηρέμησε το κεφάλι μου»·
- ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κατεβασμένο, ήρθε σε κάποιο χώρο ντροπιασμένος, ταπεινωμένος: «τ’ αφεντικό του τον συγχώρησε για την κατάχρηση που είχε κάνει κι ήρθε πάλι στη δουλειά με το κεφάλι κατεβασμένο». Συνών. ήρθε με κατεβασμένα (τ’) αφτιά ή ήρθε με τ’ αφτιά κατεβασμένα·  
- ήρθε με κρεμασμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι κρεμασμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με πεσμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι πεσμένο, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με ριγμένο (το) κεφάλι ή ήρθε με το κεφάλι ριγμένο, βλ. συνηθέστ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε με το κεφάλι κάτω, βλ. φρ. ήρθε με κατεβασμένο (το) κεφάλι·
- ήρθε το μυαλό στο κεφάλι του ή ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι, βλ. λ. μυαλό·
- ησύχασε το κεφάλι μου, βλ. φρ. ηρέμησε το κεφάλι μου·
- θα κόψω το κεφάλι μου, θα κάνω τα πάντα για να πετύχω ή για να πραγματοποιήσω κάτι: «το συμπαθώ τόσο πολύ αυτό το παιδί, που θα κόψω το κεφάλι μου για να το βοηθήσω». Συνών. θα κόψω το λαιμό μου / θα κόψω το σβέρκο μου·
- θα μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. θα μου στρίψει το κεφάλι·
- θα μου στρίψει το κεφάλι, βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη απόγνωση, κοντεύω να τρελαθώ: «θα μου στρίψει το κεφάλι με τόσα προβλήματα και μ’ όλες αυτές τις αναποδιές που μου συμβαίνουν!»· βλ. και φρ. θα μου στρίψει το μυαλό, λ. μυαλό·
- θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου, λέγεται για κάτι που, αν γίνει, υπάρχει η βεβαιότητα πως θα υποστώ τις συνέπειες: «δε σ’ αφήνω να μπεις μέσα χωρίς άδεια γιατί, αν το μάθει ο υπεύθυνος, η πρωτοβουλία μου αυτή θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. ξέσπασε στο κεφάλι μου·
- θα σου κόψω το κεφάλι, βλ. φρ. θα σου πάρω το κεφάλι·
- θα σου πάρω το κεφάλι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως έχω την πρόθεση και τον τρόπο να τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν παραβεί αυτά που του λέω ή αν προσπαθήσει να με βλάψει ή να με κοροϊδέψει: «αν φύγεις χωρίς να το ξέρω, θα σου πάρω το κεφάλι || αν μάθω πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου πάρω το κεφάλι». Συνών. θα σου πάρω το λαιμό / θα σου πάρω το σβέρκο·
- θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σ’ ακούσω άλλη φορά να βρίζεις τα θεία, θα σου σπάσω το κεφάλι»·
- θα σου φύγει το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. θα σου φύγει το καφάσι, λ. καφάσι·
- θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (στο κεφαλάκι σου), ο τρόπος με τον οποίο ενεργείς θα αποβεί σε βάρος σου: «ξέκοψε, όσο είναι καιρός, απ’ αυτές τις παλιοπαρέες, γιατί θα το φας το κεφάλι σου || πάψε νε τρέχεις σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό σου, γιατί θα το φας το κεφάλι σου». (Λαϊκό τραγούδι: εκεί που πας μην ξαναπάς· το κεφαλάκι σου θα φας
- κάθομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- κακό κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, βλάκας. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: κακό κεφάλι + καλή τύχη = καλό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη). Πρβλ.: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης και το κακό κεφάλι σου μες το ντορβά να βάζεις (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- κακό του κεφαλιού σου! με τον τρόπο που ενεργείς εσύ θα βγεις χαμένος, εσύ θα βγεις ζημιωμένος: «εγώ δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας στο πάρτι. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί θα περάσουμε υπέροχα! || παρ’ όλες τις αντιρρήσεις σας, εγώ θα συνεταιριστώ με τον τάδε. -Κακό του κεφαλιού σου, γιατί όπως σου είπα, είναι απατεώνας!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος ας καεί και κάνας άλλος
- καλό κεφάλι, άνθρωπος έξυπνος. Κατά τον Πολ. Δημητρακόπουλο όμως: καλό κεφάλι + κακή τύχη = κακό κεφάλι (Σιδηρά Διαθήκη)· βλ. και φρ. όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, λ. τύχη·
- καλύτερα στο μάλλι μου (μαλλί μου = λεφτά μου), παρά στο κεφάλι μου, είναι προτιμότερο να χάσω τα λεφτά μου παρά την υγεία μου: «σαν την υγεία δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο, γι’ αυτό καλύτερα στο μάλλι μου παρά στο κεφάλι μου»·
- κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «εντέλει αυτό το παιδί δεν το βλέπω να προκόβει, γιατί πάντα κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του· 
- κάνει του κεφαλιού του, βλ. φρ. κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του·
- κάνω δουλειά του κεφαλιού μου ή κάνω δουλειές του κεφαλιού μου, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω κεφάλι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι κάτω από την επήρεια μέθης, έρχομαι στο κέφι μετά την κατανάλωση ποτού ή το κάπνισμα τσιγάρου με χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: παίξε Χρήστο άλλο ένα όμορφα και ταπεινά, κι όταν κάνουμε κεφάλι, γύρνα το στη ζεϊμπεκιά). Μερικές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τετράγωνο·
- κάνω του κεφαλιού μου, ενεργώ ανόητα, απερίσκεπτα, κάνω ό,τι μου κατέβει: «πρώτα κάνεις του κεφαλιού σου και μετά τρέχεις να τα μπαλώσεις». (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- κατά το κεφάλι και το κούρεμα, βλ. λ. κούρεμα·
- κατεβάζει το κεφάλι του, βλ. φρ. κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κατεβάζω το κεφάλι ή κατεβάζω το κεφάλι μου, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν με δεις να κατεβάζω το κεφάλι μου, να καταλάβεις πως έχω χάσει το παιχνίδι». β. σκύβω το κεφάλι μου, ιδίως από ντροπή: «μόλις κάνεις πως τον μαλώνεις λίγο, κατεβάζει το κεφάλι του». γ. δεν μπορώ να αντισταθώ στις πιέσεις, υποχωρώ στις δυσκολίες, δε μάχομαι, υποκύπτω: «ό,τι και να σου συμβεί, μην κατεβάσεις το κεφάλι σου». Συνών. κατεβάζω την γκλάβα ή κατεβάζω την γκλάβα μου / κατεβάζω την κεφάλα ή κατεβάζω την κεφάλα μου·
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, όποιος κάνει κακές ή λανθασμένες κινήσεις ή επιλογές, υφίσταται και τις οδυνηρές συνέπειές τους: «δε σου φταίει κανείς γι’ αυτά που τραβάς τώρα, γιατί κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα»·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; λ. κεχαγιάς·  
- κλούβιο κεφάλι, άνθρωπος ανόητος, κουτός, βλάκας: «μήπως περίμενες καλύτερα αποτελέσματα από έναν με κλούβιο κεφάλι;». Αναφορά στο κλούβιο αβγό που είναι άχρηστο, για τα σκουπίδια·
- κόβει το κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. κόβει το μυαλό του, λ. μυαλό·
- κόβω το κεφάλι μου, α. στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, γι’ αυτό στοιχηματίζω με σιγουριά: «αν δε γίνουν τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, εγώ κόβω το κεφάλι μου». β. είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «κόβω το κεφάλι μου πως ήταν ο τάδε». Συνών. κόβω το λαιμό μου / κόβω το σβέρκο μου·
- κουδούνισε το κεφάλι μου, ζαλίστηκα, ιδίως έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι: «χτύπησα καθώς άνοιγε ο άλλος την πόρτα και κουδούνισε το κεφάλι μου»·
- κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κουφιοκεφαλάκης. (Λαϊκό τραγούδι: τι με κοιτάτε, φίλοι μου, έχω μεγάλο χάλι· θα πάρω πέτρα να χτυπώ το κούφιο μου κεφάλι
- κόψε το κεφάλι σου! α. δε με ενδιαφέρει διόλου πώς θα αντεπεξέλθεις στις δυσκολίες σου ή πώς θα επιτύχεις αυτό που επιδιώκεις: «και τι με νοιάζει εμένα πώς θα τα καταφέρεις, κόψε το κεφάλι σου!». β. έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω: «τώρα τι να κάνω που δεν έχω λεφτά να καλύψω την επιταγή; -Κόψε το κεφάλι σου!». Συνών. κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου! / κόψε τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, κρατώ σεμνή στάση, ιδίως έπειτα από κάποια πρόσφατη επιτυχία μου: «ο προπονητής του Π.Α.Ο.Κ., Αγ. Αναστασιάδης, προέτρεψε τους παίχτες του έπειτα από τη νίκη τους επί του Άρη, να κρατούν χαμηλά το κεφάλι και να ’χουν το μυαλό τους στο επόμενο παιχνίδι»·
- κρατώ το κεφάλι ψηλά ή κρατώ ψηλά το κεφάλι, α. διατηρώ την περηφάνια μου: «μπορεί να ’φαγε κατραπακιές στη ζωή του, αλλά κρατάει το κεφάλι ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες να κρατήσω ψηλά το κεφάλι, μου λες να γελάσω σαν πρώτα και πάλι). β. δε χάνω το θάρρος μου: «παρ’ όλες τις ατυχίες που του ’τυχαν, κρατάει ψηλά το κεφάλι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, ψηλά κρατάω το κεφάλι
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, βλ. λ. λαγός·
- μ’ έπιασε το κεφάλι (μου), έχω πονοκέφαλο: «μου μιλούσε επί δυο ώρες συνέχεια και μ’ έπιασε το κεφάλι || έκαναν τέτοιο θόρυβο στο διπλανό διαμέρισμα, που μ’ έπιασε το κεφάλι μου»· βλ. και φρ. μου πήρε το κεφάλι·
- μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι, βλ. λ. κασίδης·
- μας ζάλισε το κεφάλι ή μας έχει ζαλίσει το κεφάλι ή μου ζάλισε το κεφάλι ή μου ’χει ζαλίσει το κεφάλι, μου έγινε πολύ ενοχλητικός από την επιμονή του πάνω σε ένα θέμα ή από την πολυλογία του. (Λαϊκό τραγούδι: η πεντάμορφη ξανθούλα μου ’χει κάψει την καρδούλα κι η μελαχρινή, η άλλη, μου ζαλίζει το κεφάλι //  μου ’χεις ζαλίσει το κεφάλι, άσε την γκρίνια τη μεγάλη). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μας έχει πάρει (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι ή μου ’χει πάρει (το) κεφάλι, με πονοκεφάλιασε με την ακατάσχετη φλυαρία του ή με το θόρυβο που προκαλούσε: «ήρθε πρωί πρωί στο γραφείο μου και με πήρε κεφάλι με τις ερωτικές του περιπέτειες κατά τη διάρκεια των διακοπών || προσπαθεί να μπήξει ένα πάσαλο στην αυλή του  και μας πήρε το κεφάλι με τα ντάκα ντούκα απ’ το πρωί». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- με βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- με βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. με χτύπησε στο κεφάλι·
- με ξύνει το κεφάλι μου, βλ. φρ. με τρώει το κεφάλι μου·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με την ευχή μου και πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. ευχή·
- με τρώει το κεφάλι, προσπαθεί επίμονα να με πείσει για κάτι: «απ’ το πρωί με τρώει το κεφάλι να πάρω κι εγώ μέρος στην εκδρομή που διοργανώνει»·
- με τρώει το κεφάλι μου, έχει φαγούρα: «κάθε φορά που λούζομαι μ’ αυτό το σαμπουάν, έπειτα με τρώει το κεφάλι μου»·
- με χτύπησε στο κεφάλι, α. επέδρασε αρνητικά επάνω μου, μου δημιούργησε πρόβλημα: «το πιοτό με χτύπησε στο κεφάλι». β. με νευρίασε υπερβολικά: «οι ψευτιές του με χτύπησαν στο κεφάλι»·
- μετράω κεφάλια, (για πρόσωπα ή ζώα) κάνω καταμέτρηση: «όπως έμπαιναν οι επιβάτες στο λεωφορείο, ο εισπράκτορας μετρούσε κεφάλια, για να εξακριβώσει αν όλοι οι επιβάτες ήταν παρόντες || καθώς έμπαιναν τα πρόβατα στο μαντρί, ο τσομπάνος μετρούσε κεφάλια, για να διαπιστώσει αν έλειπε κανένα αρνί»·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, εκφέρει διαφορετική γνώμη που μας φαίνεται παράξενη ή παράλογη: «έζησε χρόνια στο εξωτερικό ο άνθρωπος και μιλάει με άλλο κεφάλι»· βλ. και φρ. τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι·   
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, βλ. λ. καπνός1·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. λ. αίμα·
- μου ’κανε το κεφάλι καζάνι, με πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του, με τη φλυαρία του: «μ’ είχε μια ώρα στη γωνία και μπλα μπλα μπλα μου ’κανε το κεφάλι καζάνι»·
- μου ’κανε το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. μου ’κανε το κεφάλι καζάνι·
- μου κατέβηκε στο κεφάλι, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα ή η επιθυμία να κάνω κάτι: «δεν είχα τι να κάνω και, κάποια στιγμή, μου κατέβηκε στο κεφάλι να βάλω μια τάξη στο υπόγειο του σπιτιού μου || έλεγα χτες βράδυ να πάω νωρίς στο σπίτι, αλλά, ξαφνικά, μου κατέβηκε στο κεφάλι να πάω στα μπουζούκια και το ξενύχτησα»·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, α. με ενόχλησε υπερβολικά, ιδίως από παρατεταμένο θόρυβο που προκάλεσε: «μάρσαρε μια ώρα τ’ αυτοκίνητό του κάτω απ’ το παράθυρό μου και μου πήρε το κεφάλι». β. μου μίλησε επίμονα πάνω στο ίδιο θέμα, ιδίως συμβουλευτικά: «καλά να πάθω που την πάτησα, γιατί μου πήρε το κεφάλι ο φίλος μου να μην μπλεχτώ σ’ αυτή τη δουλειά, όμως δεν τον άκουσα και τώρα έχω προβλήματα». Συνών. μου πήρε τ’ αφτιά·
- μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. λ. κεραυνός·
- μου ’ρθε στο κεφάλι, μου συνέβη αναπάντεχα κάτι πολύ βαρύ, ιδίως κακό: «πρωί πρωί μου ’ρθε στο κεφάλι ο έλεγχος της εφορίας». (Λαϊκό τραγούδι: κρυφός είναι ο πόνος μου κι η λύπη μου μεγάλη, βάσανα που δεν ήλπιζα μου ’ρθανε στο κεφάλι
- μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, βλ. λ. ταμπλάς1·
- μου στρίβει το κεφάλι, τρελαίνομαι, παραφρονώ: «είχε τόσα πολλά προβλήματα, που στο τέλος του ’στριψε το κεφάλι»·
- μου τη βάρεσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου την έδωσε στο κεφάλι, βλ. φρ. τα πήρα στο κεφάλι·
- μου ’φυγε το κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’φυγε το καφάσι, λ. καφάσι·
- μπελά δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου(!)
- να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! δε με ενδιαφέρει ποιον τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «πού θα βρω μέσα σε τόσο λίγο καιρό τόσα πολλά λεφτά για να σε ξεχρεώσω; -Να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! / να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε το κεφάλι σου(!)·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, βλ. λ. παπάς·
- να φας το κεφάλι σου! είδος κατάρας, με την έννοια να καταστραφείς, αλλά και να πεθάνεις. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το που·
- ξέσπασε στο κεφάλι μου, δέχτηκα την οργή κάποιου, χωρίς να είμαι υπεύθυνος για κάτι, ιδίως κακό: «επειδή δεν μπόρεσε να βρει ποιος ήταν αυτός που έστειλε τη λανθασμένη παραγγελία, ξέσπασε στο κεφάλι μου»· βλ. και φρ. θα ξεσπάσει στο κεφάλι μου·  
- ξύνει το κεφάλι του, βρίσκεται σε αμηχανία: «κάθε φορά που ξύνει το κεφάλι του, δεν ξέρει τι να πει και τι να κάνει». Συνών. ξύνει την γκλάβα του / ξύνει την κεφάλα του·
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- οι φτέρνες του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. λ. φτέρνα·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, όταν κάποιος δε μελετάει καλά κάποιες ενέργειές του ή όποιος ενεργεί απερίσκεπτα, τότε υποβάλλεται σε κόπους για να επανορθώσει τα λάθη στα οποία υπέπεσε: «όλο το καλοκαίρι έτρωγα σαν το ζώο και τώρα πρέπει να κάνω σκληρή δίαιτα για ν’ αδυνατίσω, γιατί βλέπεις ό,τι τραβάει το κορμί τα φταίει το κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: μου έδωσες το μάθημα για να μου λεν και άλλοι: ό,τι τραβάει το κορμί το φταίει το κεφάλι
- πάει να μου φύγει το κεφάλι, βλ. φρ. πάει να σπάσει το κεφάλι μου·
- πάει να σπάσει το κεφάλι μου, έχω δυνατό πονοκέφαλο: «δώσε μου κάποιο παυσίπονο, γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου»·
- παίζεται το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. φρ. παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα)·
- παίζω το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), εκθέτω τη ζωή μου ή τη θέση εργασίας που κατέχω σε μεγάλο κίνδυνο, τη διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «πρέπει να κάνω οπωσδήποτε διάφορες εξετάσεις, γιατί, όπως μου είπε ο γιατρός, παίζω το κεφάλι μου αν το αμελήσω || δεν μπορώ να κάνω αυτή την παρατυπία για να πάρεις το δάνειο, γιατί παίζω το κεφάλι μου κορόνα γράμματα»·
- παίρνει κεφάλια, είναι πολύ αυστηρός, πολύ σκληρός: «έχετε το νου σας, γιατί ο νέος διευθυντής της επιχείρησης παίρνει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνω κεφάλια·
- παίρνουν κεφάλια, (για κέντρα διασκέδασης) είναι πάρα πολύ ακριβό: «έχουν καλό πρόγραμμα, δε λέω, αλλά παίρνουν κεφάλια»·
- παίρνω κεφάλι, αρχίζω να προπορεύομαι σε κάποια αναμέτρηση: «μετά την καταμέτρηση των μισών ψήφων, στην περιφέρειά μας πήρε κεφάλι ο τάδε βουλευτής || μετά τα πρώτα δυο χιλιάδες μέτρα, στην κούρσα πήρε κεφάλι ο τάδε δρομέας». Από την εικόνα των αλόγων στον ιππόδρομο που να φαίνεται σιγά σιγά το κεφάλι του αλόγου το οποίο αρχίζει να προπορεύεται· βλ. και φρ. μας πήρε (το) κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, τιμωρώ, καθαιρώ ανώτερους ή ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους από τις θέσεις που κατέχουν: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να πάρει κεφάλια»· βλ. και φρ. παίρνει κεφάλια·
- πάρ’ του το κεφάλι! προτροπή σε κάποιον να φερθεί σκληρά, παραδειγματικά στο άτομο εκείνο που εξακολουθητικά του συμπεριφέρεται προκλητικά ή προσβλητικά: «μην τον αφήνεις άλλο να ξεφτιλίζει· πάρ’ του το κεφάλι!». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη πάρ’ τους το κεφάλι! από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων μπάσκετ του Άρη στον παίχτη της ομάδας τους, να κατανικήσει την αντίπαλη ομάδα·
- περπατώ με το κεφάλι ψηλά, είμαι περήφανος, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπομαι για κάτι: «έκανα χίλιες δυο δουλειές στη ζωή μου και τώρα που βγήκα στη σύνταξη περπατώ με το κεφάλι ψηλά»·
- πέφτουν κεφάλια, γίνονται εκκαθαρίσεις, καθαιρέσεις, απομακρύνονται από τις διοικητικές τους θέσεις ανώτεροι ή ανώτατοι υπάλληλοι: «στο τάδε υπουργείο πέφτουν κεφάλια»·
- πέφτω με το κεφάλι, η οικονομική μου πτώση επέρχεται ραγδαία: «με τα ανοίγματα που έκανε στη δουλειά του, όλοι το περιμέναμε πως κάποια στιγμή θα ’πεφτε με το κεφάλι»·
- πέφτω με το κεφάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάστηκε το κεφάλι μου, πονοκεφάλιασα: «πιάστηκε το κεφάλι μου μ’ όλες αυτές τις φωνές»·
- πονάει δόντι, κόβει κεφάλι, βλ. λ. δόντι·
- πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, λέγεται στην περίπτωση που, αντί να αντιμετωπίσει κάποιος το πρόβλημα που του παρουσιάστηκε, το εξαλείφει με ανορθόδοξο και επικίνδυνο γι’ αυτόν τρόπο: «πρέπει να εντοπίσουμε πού χωλαίνει η επιχείρηση για να το διορθώσουμε κι όχι πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι, να την κλείσουμε, δηλαδή, για να μη χάσουμε άλλα λεφτά!»·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- ρίχνω κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, ντροπιάζομαι ταπεινώνομαι: «με την παραμικρή παρατήρηση που του κάνεις, ρίχνει το κεφάλι του κάτω κι είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, βλ. λ. πόδι·
- σηκώνω κεφάλι, α. αντιδρώ βίαια, επαναστατώ: «δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί άλλο τις αδικίες που γίνονταν μέσα στην επιχείρηση και σήκωσε κεφάλι». β. τα οικονομικά μου, μετά από κάποια περίοδο κάμψης, αρχίζουν να καλυτερεύουν, ξεπερνώ τις οικονομικές δυσκολίες μου: «είχα την εντύπωση πως θα χρεοκοπούσε, αλλά, μπράβο του, σήκωσε πάλι κεφάλι»·
- σκληρό κεφάλι, βλ. φρ. χοντρό κεφάλι·
- σκύβω το κεφάλι (επάνω σε κάποιον ή σε κάτι), δείχνω αμέριστο ενδιαφέρον, αμέριστη φροντίδα, ιδίως στα προβλήματα που απασχολούν κάποιον ή κάποια υπόθεση: «η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι στα προβλήματα που ταλαιπωρούν την αγροτιά || η κυβέρνηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι για να βρει τρόπο να εξαλείψει τη μάστιγα των ναρκωτικών»·
- σκύβω το κεφάλι, α. παραδέχομαι σιωπηρά το λάθος μου, την ήττα μου ή την ανωτερότητα κάποιου: «όταν τον δεις να σκύβει το κεφάλι, πάει να πει πως έχει λάθος». β. υποτάσσομαι: «είναι πολύ ατίθασος άνθρωπος και δε σκύβει κεφάλι με τίποτα». (Εργατικό ή πολιτικό σύνθημα: εμπρός λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη). γ. ντροπιάζομαι, ταπεινώνομαι: «μόλις τον κατσάδιασε ο άλλος, έσκυψε το κεφάλι και δεν είπε κουβέντα»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου)· βλ. και λ. σπάσιμο·
- σπάω το κεφάλι μου, α. βασανίζομαι να καταλάβω, να κατανοήσω κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω τι ήθελε να μου πει με το υπονοούμενο που μου πέταξε». β. βασανίζω τη σκέψη μου, προσπαθώ επίμονα να θυμηθώ κάτι: «σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ πού ξανάδα αυτόν τον άνθρωπο». γ. βασανίζω τη σκέψη μου για να βρω μια λύση σε κάτι που με απασχολεί πολύ: «σπάω το κεφάλι μου να δω πώς θα βολέψω την άσχημη κατάσταση που διαμορφώθηκε». δ. τραυματίζω, ματώνω το κεφάλι μου: «χτύπησα στην άκρη του τραπεζιού κι έσπασα το κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω μια πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου, γιατί αυτό τα φταίει για το μαύρο χάλι μου)· βλ. και φρ. έσπασα το κεφάλι (για) να(…)·
- σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω οικτρά για κάτι που έκανα ή που είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή που δεν είπα: «σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που βοήθησα έναν τέτοιο παλιάνθρωπο || σπάω το κεφάλι μου στον τοίχο, που δεν αγόρασα το λαχείο που μου πρότεινε ο λαχειοπώλης, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό»· βλ. και φρ. σπάω το κεφάλι μου·
- στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν το χάρο ή στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν χάρος ή στέκεται σαν το χάρο πάνω απ’ το κεφάλι μου ή στέκεται σαν χάρος πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. χάρος·
- στέκομαι πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. φρ. είμαι πάνω απ’ το κεφάλι του·
- στοιχηματίζω το κεφάλι μου ή στοιχηματίζω το ίδιο μου το κεφάλι, α. στοιχηματίζω την ίδια τη ζωή μου και, κατ’ επέκταση, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «στοιχηματίζω το κεφάλι μου πως, όταν έρθει, θα κάνει πως δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση». β. ριψοκινδυνεύω την ίδια τη ζωή μου: «μα είναι δυνατό να στοιχηματίζω κάθε τόσο το ίδιο μου το κεφάλι για να σε γλιτώνω απ’ τα μπλεξίματά σου;»·
- στου κασίδη του κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
- στραβό κεφάλι, άνθρωπος δύστροπος, ιδιότροπος, ισχυρογνώμονας: «είναι τόσο στραβό κεφάλι, που, μέχρι να συνεννοηθείς μαζί του, μπορεί να σου βγάλει την πίστη»·
- στρώνω κεφάλι, βλ. φρ. κάνω κεφάλι·
- τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, τα υποθέτει, τα φαντάζεται, τα εφευρίσκει: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει για τις κατακτήσεις του γιατί τα βγάζει απ’ το κεφάλι του». Συνών. τα βγάζει απ’ την κοιλιά του /  τα βγάζει απ’ το μυαλό του / τα βγάζει απ’ το νου του·
- τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, λέει τρομερά ψέματα ή μεγαλοποιεί υπερβολικά ένα γεγονός: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί όλα τα κάνει με ουρές και με κεφάλια». Ίσως αναφορά στους μυθικούς δράκοντες που είχαν πολλά κεφάλια ή πολλές ουρές·
- τα μεγάλα κεφάλια, α. η οικονομική, πολιτική, στρατιωτική ή πνευματική εξουσία ενός τόπου: «μετά το σεισμό ήρθαν τα μεγάλα κεφάλια για να διαμορφώσουν προσωπική γνώμη για τις ζημιές που προκλήθηκαν». β. (ειρωνικά) οι αναγνωρισμένοι, οι φτασμένοι απατεώνες: «σ’ αυτό το μπαράκι μαζεύονται όλα τα μεγάλα κεφάλια της περιοχής μας»·
- τα κεφάλια μέσα! προτροπή για δουλειά έπειτα από ένα διάστημα αργίας ή διακοπών: «απ’ τη στιγμή που πέρασαν οι γιορτές, τα κεφάλια μέσα!». (Τραγούδι: τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα, πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα
- τα παθαίνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. φρ. τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. φρ. τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- τα πήρα στο κεφάλι, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι σε γέρο άνθρωπο, τα πήρα στο κεφάλι και τον έσπασα στο ξύλο». (Τραγούδι: με την πρώτη ζάλη τη θυμάμαι πάλι, τα παίρνω στο κεφάλι, φωνάξτε έναν γιατρό). Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·
- τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. φρ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, λ. φτέρνα·
- τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι τις συνέπειες των κακών ή άστοχων ενεργειών μου: «δε ρίχνω το βάρος σε κανέναν, γιατί, ό,τι τραβώ, τα τραβώ απ’ το κεφάλι μου»·
- τι έχεις στο κεφάλι σου; επιτιμητική έκφραση σε κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε: «τι έχεις στο κεφάλι σου, βρε παιδάκι μου, και δεν καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω μια ώρα;». Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται, αναφέροντας και το είδος που έχει μέσα στο κεφάλι του αυτός που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτό που του λέμε και που είναι το άχυρο ή τα πίτουρα ή τα πριονίδια ή τα σκατά· βλ. και φρ. τι έχεις στο μυαλό σου; λ. μυαλό·
- τι λέει το κεφάλι σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει η κεφάλα σου! λ. κεφάλα·
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; έκφραση που δηλώνει επιείκεια για το λάθος ή τη ζημιά που προξένησε κάποιος: «εντάξει, ρε παιδιά, ο άνθρωπος παραδέχεται το λάθος του. Τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; || έγινε η ζημιά που έγινε, τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι;»·                                                                                                                 
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, του οποίου η έντονη ενασχόληση με τα ερωτικά του, τα σεξουαλικά του, του δημιουργεί διάφορα προσωπικά προβλήματα, ακόμη και καταστροφή: «τρέχει σαν τρελός πίσω από τις γυναίκες, σαν να μην ξέρει πως πολλές φορές το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι»·  
- το κεφάλι στη γούρνα! βλ. συνηθέστ. το κεφάλι στο φούρνο(!)·
- το κεφάλι στο φούρνο! προτροπή σε κάποιον να σκύψει το κεφάλι του, για να μη χτυπήσει σε κάποιο εμπόδιο ή για να μην τον χτυπήσουν από κάπου, που τον σημαδεύουν· βλ. και φρ. τα κεφάλια μέσα(!)·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. φρ. το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι ή το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. λ. ψάρι·
- τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον βάρεσε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον βάρεσε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον βάρεσε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- τον βρήκε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, βλ. λ. κορόνα·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, υφίσταμαι την πίεσή του ή τον καταπιεστικό έλεγχό του: «επειδή είναι διευθυντής μου, τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου και δεν μπορώ να πάω ούτε για κατούρημα, αν δεν πάρω την άδειά του || είναι πατέρας μου και τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου στη δουλειά»·
- τον περνώ ένα κεφάλι ή τον περνώ δυο κεφάλια, είμαι υψηλότερός του: «είναι ψηλό παιδί, δε λέω, αλλά εγώ τον περνώ ένα κεφάλι || είσαι ψηλό παιδί, αλλά ο τάδε σε περνάει δυο κεφάλια». Δεν ακούγεται ή ακούγεται πολύ σπάνια τρία κεφάλια·
- τον πέτυχε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον τρώει το κεφάλι του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «μ’ αυτά τα καμώματά του μου φαίνεται πως τον τρώει το κεφάλι του»·
- τον χτύπησε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ζέστα·
- τον χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι ή ο ήλιος τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ήλιος·
- τον χτύπησε το κρασί στο κεφάλι ή το κρασί τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. κρασί·
- τον χτύπησε το ποτό στο κεφάλι ή το ποτό τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. λ. ποτό·
- του άνοιξα το κεφάλι, τον τραυμάτισα, τον πλήγωσα στο κεφάλι: «του πέταξα από μακριά μια πέτρα και του άνοιξα το κεφάλι»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο, του προξένησα μεγάλο τραύμα στο κεφάλι: «τον χτύπησα με την καρέκλα και του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο»·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. φρ. του άνοιξα το κεφάλι σαν γαρίφαλο·    
- του βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του γεμίζω το κεφάλι, πείθω κάποιον για κάτι καλό ή κακό: «με το πες πες του γέμισα το κεφάλι και πήρε τη δουλειά || εσύ φταις, που του γέμισες το κεφάλι με τις βλακείες σου και τον έκανες να μην έχει όρεξη για δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: του γεμίζουν το κεφάλι φίλοι καρδιακοί όσα βγάζει να τα τρώνε σε μια Κυριακή μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής)· βλ. και φρ. γεμίζω το κεφάλι·
- του γυρίζω το κεφάλι, μετά από επίμονη προσπάθεια του αλλάζω γνώμη, τον μεταπείθω: «με το πες πες, του γύρισα το κεφάλι ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- του ’κανα το κεφάλι καζάνι, τον ζάλισα με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «μέχρι να τον πείσω να μου δώσει τα δανεικά που μου χρειάζονταν του ’κανα το κεφάλι καζάνι»·
- του ’κανα το κεφάλι κουδούνι, βλ. φρ. του ’κανα το κεφάλι καζάνι·
- του παίρνω το κεφάλι, α. τον ζαλίζω με την πολυλογία μου, με τη φλυαρία μου: «είχε δίκιο που σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί του πήρα το κεφάλι με τη φλυαρία μου». β. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «ήταν το δέκατο απανωτό λάθος που έκανε, γι’ αυτό κι εγώ του πήρα το κεφάλι». Πρβλ.: Νίκο Γκάλη, πάρ’ τους το κεφάλι, από τις προτρεπτικές ιαχές των φιλάθλων της ομάδας μπάσκετ του Άρη προς το αστέρι της ομάδας τους για να κατανικήσει τους παίχτες της αντίπαλης ομάδας. γ. τον θανατώνω με αποκεφαλισμό, τον αποκεφαλίζω. (Λαϊκό τραγούδι: και σένα, άπιστη, κακιά, σου πήρα το κεφάλι και δε θα ξαναγύρεις πια σε αλλουνού αγκάλη). Συνών. του παίρνω το λαιμό / του παίρνω το σβέρκο·
- του ρίχνω ένα κεφάλι ή του ρίχνω δυο κεφάλια, βλ. φρ. τον περνώ ένα κεφάλι·
- του φταίει το ξερό του το κεφάλι, είναι ο κύριος υπαίτιος για τα προβλήματα που του έχουν προκύψει, λόγω του πείσματος ή της ξεροκεφαλιάς του: «όλοι μας του λέγαμε να μην την κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί στο τέλος την έκανε χωρίς ν’ ακούσει κανένα μας». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος του φταίει του Μιχάλη, το ξερό του το κεφάλι
- τους βλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα· 
- τους μαλάκες, με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τρελού κεφάλι δε γερνάει, ο κουτός, ο ανόητος, ο βλάκας είναι πάντοτε χαρούμενος, δεν τον βασανίζουν τα προβλήματα, οι σκοτούρες της καθημερινότητας, γι’ αυτό και δεν καταπονείται από τη ζωή και τα χρόνια: «αυτός ζει στον κόσμο του και θα μας θάψει όλους, γιατί τρελού κεφάλι δε γερνάει»·
- τσάκισα το κεφάλι μου, το έσπασα, το πλήγωσα, το τραυμάτισα: «δεν είδα το κοντάρι και, καθώς έπεσα πάνω του, τσάκισα το κεφάλι μου»·
- τσαούσικο κεφάλι, άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς, αυταρχικός, ισχυρογνώμονας: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τσαούσικο κεφάλι»·
- τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, α. μετά από μια περίοδο παραλογισμού, άλλαξε στάση και μιλάει συνετά, μετρημένα: «αφού του εξήγησα πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι ο άνθρωπος». β. λέγεται και με εντελώς αντίθετη ερμηνεία: «ήταν συνετό παιδί, αλλά τώρα μιλάει με άλλο κεφάλι, γιατί έμπλεξε με τους αλήτες»·
- φταίει το ξερό του το κεφάλι ή φταίει το κεφάλι του, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ο κύριος αίτιος για τις δυσκολίες που του προέκυψαν: «δε φταίει κανένας, φταίει το ξερό του το κεφάλι που καταστράφηκε, γιατί δεν άκουγε κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: λέω ότι φταίει το κεφάλι το ξερό,μα στο φινάλε η κουτή σε συγχωρώ
- φτιάχνω κεφάλι, βλ. λ. κάνω κεφάλι·
- φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, μη με ενοχλείς, μη με πιέζεις, άφησέ με ήσυχο: «φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, γιατί έχω μια δουλειά που πρέπει να την παραδώσω αύριο»·
- χάνω το κεφάλι μου, στοιχηματίζω για κάτι με απόλυτη σιγουριά: «αν δεν είναι αυτός που μας πρόδωσε, χάνω το κεφάλι μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- χοντρό κεφάλι, άνθρωπος που καταλαβαίνει δύσκολα αυτό που του λέμε, ο χοντροκέφαλος: «είναι τόσο χοντρό κεφάλι, που δεν καταλαβαίνει με τίποτα αυτά που του λες»·
- χτυπάει στο κεφάλι, (για ποτά) είναι πολύ δυνατό: «πίνε λίγο λίγο απ’ αυτό το ποτό, γιατί χτυπάει στο κεφάλι»·
- χτυπώ το κεφάλι μου, μετανιώνω για κάτι που έκανα ή είπα, ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα. (Λαϊκό τραγούδι: δε βαριέσαι, δεν πειράζει χαλάλι σου, εσύ μια μέρα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου
- χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, μετανιώνω πικρά για κάτι που έκανα ή είπα ή για κάτι που δεν έκανα ή δεν είπα: «χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο, που τον βοήθησα τον παλιοαλήτη! || χτυπώ το κεφάλι μου στον τοίχο που δεν μαρτύρησα τότε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις,κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- ψηλά το κεφάλι! προτρεπτική έκφραση σε κάποιον, που απέτυχε σε κάτι, να μη χάσει το θάρρος του, την αυτοπεποίθησή του: «μη στενοχωριέσαι που απέτυχες στις εξετάσεις, γιατί θα ξαναδώσεις του χρόνου. Ψηλά το κεφάλι!».

μέρα

μέρα, η, ουσ. [<μσν. μέρα <αρχ. ἡμέρα], η μέρα· βλ. και λ. ημέρα. (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- άγιες μέρες, οι μεγάλες γιορτές, ιδίως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα: «τέτοιες άγιες μέρες που είναι, πρέπει να δώσετε τα χέρια σας και ν’ αγαπήσετε πάλι»·
- ανάποδη μέρα, που στη διάρκειά της συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «σήμερα ήταν πολύ ανάποδη μέρα, γιατί απ’ το πρωί όλα μου πήγαιναν στραβά κι ανάποδα»·
- απ’ τη μέρα που βγήκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο ή απ’ τη μέρα που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας ζητάει συγνώμη, κάθε φορά που κάνει κάτι σε βάρος μας, ιδίως από απροσεξία του·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μέχρι χτες μου ορκιζόταν πως θα κόψει το τσιγάρο κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τον ξανάπιασα να καπνίζει || άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τα κονόμησε»·
- απ’ τη νύχτα ως τη μέρα, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου: «σκοτώνεται στη δουλειά απ’ τη νύχτα ως τη μέρα για να τα φέρει βόλτα»·
- από μέρα σε μέρα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω το πότε: «τον περιμένω να ’ρθει από μέρα σε μέρα»· βλ. και φρ. μέρα με τη μέρα·
- αύριο άλλος ήλιος, άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- βρήκες μέρα! ή βρήκες τη μέρα! έκφραση που ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής μας δηλώνει απογοήτευση, στενοχώρια ή δυσφορία για κάποιον που κάνει ή που μας ζητάει κάτι, και που δηλώνει έμμεσα την άρνησή μας: «σήμερα που γιορτάζω βρήκες τη μέρα να μου χαλάσεις την καρδιά! || βρήκες τη μέρα που πληρώνω το προσωπικό μου να μου ζητήσεις δανεικά! || βρήκες μέρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα το στεφάνι να πατήσεις, βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα να με απατήσεις). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το τώρα μάλιστα και πολλές φορές, κλείνει με το κι εσύ·
- βρέθηκε σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. βρέθηκε σε κακή μέρα·
- βρέθηκε σε κακή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) δεν απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «χάσαμε μέσ’ απ’ τα χέρια μας το παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας βρέθηκε σε κακή μέρα»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «η ομάδα μας βρέθηκε σε καλή μέρα και κατατρόπωσε την αντίπαλη ομάδα»·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- βρίσκομαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε κακή μέρα·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε καλή μέρα·
- για κάθε μέρα, για καθημερινή χρήση: «αγόρασα ένα μπλου τζιν για κάθε μέρα»·  
- δε βλέπω άσπρη μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα και για το λόγο αυτό δε χαίρομαι, δε νιώθω ευτυχισμένος, είμαι πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε βλέπω άσπρη μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βλέπω άσπρη μέρα, δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα
- δε γνωρίζω άσπρη μέρα, βλ. φρ. δε βλέπω άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ποτέ δε γνώρισα μια άσπρη μέρα και δε με φίλησε ποτέ μητέρα, καλάμι έρημο είμαι στον κάμπο που πάει κι έρχεται με τον αέρα
- δεν είδα μια καλή μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκα, δεν είδα μια καλή μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: του ’χεις καμωμένη τη ζωή μαρτύριο και καλή μια μέρα πια δεν έχει δει, άστατη, κακούργα, το ’χεις μαραζώσει. Έχει δίκιο το παιδί!
- δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή ή κάθε μέρα Λαμπρή είναι; βλ. συνηθέστ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·  
- δεν είναι κάθε μέρα Πασχαλιά ή κάθε μέρα Πασχαλιά είναι; βλ. φρ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·
- δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού ή κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού είναι; α. τα καλά ή τα ευχάριστα πράγματα δε συμβαίνουν τακτικά στη ζωή μας: «κέρδισε μια φορά το λαχείο και περιμένει να το ξανακερδίσει. -Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού». β. ειρωνική παρατήρηση ή ξέσπασμα θυμού σε κάποιον που, επειδή κάποτε τον βοηθήσαμε ή τον εξυπηρετήσαμε, έχει την απαίτηση ή μας γίνεται φορτικός για νέες εξυπηρετήσεις·
- διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν μπορούν να συγκριθούν, γιατί ο ένας είναι πολύ ανώτερος από τον άλλον ή γιατί είναι εντελώς ανόμοια: «δυο παιδιά που βγήκαν απ’ την ίδια κοιλιά κι όμως διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα || δεν μπορούν να συγκριθούν τ’ αυτοκίνητά μας, αφού βλέπεις πως διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα»·
- έγινε η νύχτα μέρα, φωταγωγήθηκε άπλετα ένα νυχτερινό τοπίο: «μόλις άναψαν οι προβολείς του γηπέδου, έγινε η νύχτα μέρα»·
- εδώ και μέρες ή εδώ και τόσες μέρες, πριν από αρκετές μέρες: «εδώ και μέρες τον είδα τυχαία στο δρόμο και μου ’πε, όταν σε δω, να σου δώσω χαιρετίσματα || εδώ και τόσες μέρες τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον βρω»· βλ. και φρ. μέρες τώρα·
- είδα φως και μέρα, βλ. λ. φως·
- είμαι σ’ άσχημη μέρα, είμαι πολύ εκνευρισμένος, στενοχωρημένος, προβληματισμένος: «δεν έχω όρεξη για κουβέντα, γιατί είμαι σ’ άσχημη μέρα»·
- είμαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- είμαι σε καλή μέρα, είμαι χαρούμενος, ευδιάθετος: «τώρα που είμαι σε καλή μέρα, ευχαρίστως να κουβεντιάσουμε ό,τι θέλεις»·
- είναι άσχημη μέρα ή είναι άσχημη η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι η μέρα μου, λέγεται στην περίπτωση που έχουμε αλλεπάλληλες επιτυχίες ή αποτυχίες μέσα στην ίδια μέρα: «φαίνεται πως είναι η μέρα μου να κερδίζω || απ’ ό,τι βλέπω δεν είναι η μέρα μου, γιατί τίποτα δε μου πάει καλά». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες φορές κλείνει τη φρ. το σήμερα·
- είναι κακή μέρα ή είναι κακή η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι καλή μέρα ή είναι καλή η μέρα, βλ. φρ. είναι καλός καιρός, λ. καιρός·
- είναι λίγες οι μέρες του ή λίγες είν’ οι μέρες του, πρόκειται να πεθάνει από μέρα σε μέρα: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι με τις μέρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για άτομο κυκλοθυμικό: «αν θέλεις να σου τελειώσει αμέσως τη δουλειά σου, θα πρέπει να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή, γιατί είναι με τις μέρες του». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις νότες του / είναι με τις ώρες του· 
- είναι μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι μέρες να… ή είναι μέρες τώρα να…, βλ. φρ. έχει μέρες να(…)·
- είναι μέρες που… ή είναι μέρες τώρα που…, βλ. φρ. έχει μέρες που(…)·
- είναι μετρημένες οι μέρες του ή μετρημένες είναι οι μέρες του, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι στις μέρες της, (για έγκυες) έφτασε ο καιρός να γεννήσει, όπου να ’ναι γεννάει: «την πήγε στην κλινική ο άντρας της, γιατί είναι στις μέρες της»·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. φρ. έγινε η νύχτα μέρα·
- έφεξε η μέρα ή έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε η μέρα, ξεκίνησε για τη δουλειά του»·
- έχασα τις μέρες, δεν ξέρω ποια μέρα είναι αυτή που διανύουμε: «για πες μου, σε παρακαλώ, τι μέρα έχουμε σήμερα, γιατί έχασα τις μέρες»·
- έχει μέρες να… ή έχει μέρες τώρα να…, λέγεται για κάτι που έχει αρκετό καιρό να γίνει: «έχει μέρες να φανεί || έχει μέρες τώρα να φανεί || έχει μέρες να φάει»·
- έχει μέρες που… ή έχει μέρες τώρα που…, λέγεται για κάτι που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει: «έχει μέρες που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε και δεν μπορεί να τον συναντήσει || έχει μέρες τώρα που σκέφτομαι να του τηλεφωνήσω κι όλο κάτι συμβαίνει και το αναβάλλω»·
- έχει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι με τις μέρες του·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, α. διαπίστωση για τη θετική εξέλιξη μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας ευνοϊκά σημάδια. β. επαλήθευση κακής πρόβλεψης για την πορεία μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας σημάδια, που δεν είναι ευνοϊκά. Περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση, πολλές φορές προτάσσεται της φρ. το εμ· βλ. και φρ. το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, λ. πουλί·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάθε μέρα, όλες τις μέρες, συνεχώς, χωρίς διακοπή: «σκέφτεται να χωρίσει, γιατί κάθε μέρα μαλώνει με τη γυναίκα του»·
- κάθε μέρα είναι αύριο, βλ. λ. αύριο·
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, έχω την εντύπωση πως είναι ατέλειωτη, πως περνάει πολύ δύσκολα λόγω πολλών και δυσεπίλυτων προβλημάτων: «όταν φεύγουν τα παιδιά μου πολυήμερη εκδρομή, κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, γιατί γίνονται τόσα δυστυχήματα στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα για μένα θα ’ναι χρόνος, θα με τρώει του χωρισμού ο πόνος!
- καλή σου μέρα! βλ. λ. καλημέρα·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- κι αύριο μέρα είναι, βλ. λ. αύριο·
- κούφια μέρα, που κατά τη διάρκειά της μένει κανείς άπραγος, δεν κάνει τίποτα, χωρίς αυτό να δηλώνει πως είναι τεμπέλης: «μου ’τυχε τόσο κούφια μέρα σήμερα που δεν έκανα τίποτα»·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λίγες να ’ν’ οι μέρες σου, είδος κατάρας σε κάποιον να πεθάνει πολύ γρήγορα·
- μ’ έπιασε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- μ’ έχει από μέρα σε μέρα, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί σε μια απαίτησή μου: «ενώ ήταν να μου δώσει πριν από καιρό τα λεφτά που μου χρωστούσε, με πηγαίνει από μέρα σε μέρα || είναι να βάλει μια υπογραφή για να κλείσουν τα συμβόλαια και με πηγαίνει από μέρα σε μέρα»·
- μαύρη μέρα, μέρα πού πέρασε μέσα στη δυστυχία: «πέρασα ακόμα μια μαύρη μέρα σήμερα, χωρίς να γελάσουν τα χείλη μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη βλαστημάς την ξενιτιά κι ας είδες μαύρες μέρες, γιατί εκεί έχουν παιδιά κι άλλες πολλές μητέρες
- με βρήκε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- με πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- με πήρε η μέρα, ξημερώθηκα: «διασκέδαζα όλο το βράδυ στα μπουζούκια, μέχρι που με πήρε η μέρα»·
- με ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- μέρα με τη μέρα ή μέρα τη μέρα, με την πάροδο του χρόνου, προοδευτικά: «μέρα με τη μέρα άρχισε να την αγαπάει και πιο πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο εγώ γεννήθηκα αμαρτωλός στον κόσμο και μέρα τη μέρα χάνεται ο ήλιος από μπρος μου)· βλ. και φρ. από μέρα σε μέρα·
- μέρα μεσημέρι, α. στο καταμεσήμερο: «ήρθε να με επισκεφτεί μέρα μεσημέρι και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ». β. μπροστά στα μάτια όλων, μπροστά στον κόσμο: «η ληστεία της τράπεζας έγινε μέρα μεσημέρι και δεν πήρε κανένας μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις, κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «είχαμε την ελπίδα πως κάποτε θα διορθώνονταν τα πράγματα, αλλά μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει και τα προβλήματα παραμένουν». (Λαϊκό τραγούδι: μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, η ζωή νερό κυλάει κι όποιος σοβαρά την πάρει αδικοχαμένος πάει
- μέρα νύχτα ή νύχτα μέρα, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «δουλεύει μέρα νύχτα σαν το σκυλί». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια φορά με σφάζεις, την άλλη μ’ αγκαλιάζεις, κοντά σου μέρα νύχτα λιώνω, πονώ και μαραζώνω // μαύρο θα φορέσεις το φουστάνι, αν θα δεις αλλού στεφάνι, ένα βλάμη, αίσθημα ζητάω, νύχτα μέρα ψάχνω να το βρω
- μέρα παρά μέρα, κάθε δεύτερη μέρα: «έρχεται για επιθεώρηση μέρα παρά μέρα»·
- μέρα που βρήκες! ή μέρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες μέρα(!)·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέρες και μέρες, πάρα πολλές μέρες: «μέρες και μέρες περίμενα να μου τηλεφωνήσεις»·
- μέρες τώρα… ή πάνε μέρες τώρα που…, πριν από καιρό: «μέρες τώρα σου τηλεφωνώ και δεν απαντάει κανένας στο σπίτι σου || πάνε μέρες τώρα που σε ειδοποίησα να ’ρθεις να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας κι εσύ κάνεις το κορόιδο»· βλ. και φρ. εδώ και μέρες·
- μέσα σε μια μέρα, εντελώς απρόσμενα, ξαφνικά και με ραγδαία εξέλιξη: «μέσα σε μια μέρα έχασε όλη την περιουσία του»·
- μετράει μέρες, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- μετράει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι μετρημένες οι μέρες του·
- μετράω μέρες ή μετράω τις μέρες, (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) βρίσκομαι πολύ κοντά στη μέρα της απόλυσής μου: «σε πόσον καιρό απολύεσαι; -Μετράω μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες)· βλ. και φρ. μετράει μέρες·
- μετράω τις μέρες, ανυπομονώ να περάσει ο καιρός: «στο τέλος του μηνός θα πάω διακοπές στην Κρήτη και μετράω τις μέρες || μετράω τις μέρες να περάσουν αυτές οι διακοπές, γιατί έχω σκυλοβαρεθεί»· βλ. και φρ. μετράω μέρες·  
- μια μέρα, κάποτε στο παρελθόν ή στο μέλλον: «θυμάσαι μια μέρα που είχαμε συναντηθεί στην παραλία; || μια μέρα θα λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς σου
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, λέγεται στην περίπτωση που δε γνωρίζουμε την έκβαση μιας υπόθεσης ή κατάστασης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη: «οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και να δούμε τι θα βγάλει η μέρα»·
- να μη δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσες απ’ τα νιάτα μου το πήρες, τώρα με διώχνεις για να πάρεις μια με λίρες, σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς, μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις)·
- να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα, είδος κατάρας σε κάποιον να μην αξιωθεί να περάσει τη ζωή του χωρίς δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα·
- ξοδεύω τη μέρα μου, βλ. φρ. περνώ τη μέρα μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- οι γόνιμες μέρες (ειδικά για γυναίκες, αλλά και για άλλους ζώντες οργανισμούς), βλ. λ. γόνιμος·
- οι δύσκολες μέρες (του μήνα), (για γυναίκες) η χρονική περίοδος κάθε μηνός που κρατάνε τα έμμηνα, η περίοδος της γυναίκας: «κάθε φορά που βρίσκεται στις δύσκολες μέρες, είναι όλο γκρίνια || όταν η γυναίκα μου βρίσκεται στις δύσκολες μέρες του μήνα, έχει μια αυξημένη νευρικότητα»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οι μέρες είναι πονηρές, η χρονική περίοδος που διερχόμαστε δεν εμπνέει σιγουριά, είναι γεμάτη από κινδύνους λόγω της ρευστής πολιτικής ή οικονομικής κατάστασης που επικρατεί: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί οι μέρες είναι πονηρές». Πρβλ.: βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. (Παύλου Προς Εφεσίους ε΄ 15-16)·  
- οι παλιές καλές μέρες! αναφορά με διάθεση νοσταλγίας, ιδίως από τους ηλικιωμένους, σε παλιότερες χρονικές περιόδους, που υπήρχε αφθονία υλικών αγαθών και ευτυχία: «η κοινωνία μας σήμερα έγινε σκληρή κι απάνθρωπη, ενώ τις παλιές καλές μέρες όλα ήταν όμορφα κι ωραία!»·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, δεν υπάρχουν καλές ή κακές μέρες, άτυχες ή τυχερές: «μερικοί προληπτικοί έχουν την Τρίτη για γρουσούζα μέρα, όμως όλες οι μέρες είναι του Θεού»·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, λέγεται για άτομα που, όταν τεμπελιάζουν να κάνουν κάτι σοβαρό, αργοπορούν χωρίς λόγο ασχολούμενοι με επουσιώδη πράγματα·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- περνώ μαύρες μέρες, περνώ περίοδο μεγάλων δυσκολιών, έχω πολλές στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, περνώ μαύρες μέρες»·
- περνώ τη μέρα μου, τη χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ τη μέρα μου διαβάζοντας || όταν έχω λεύτερο χρόνο, περνώ τη μέρα μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- στραβή μέρα, βλ. φρ. ανάποδη μέρα·
- σώθηκαν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος: «ο γιατρός το ’πε καθαρά πως σώθηκαν οι μέρες του»·
- τέλειωσαν οι μέρες του, βλ. φρ. σώθηκαν οι μέρες του·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τη νύχτα την κάνει μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- την κακή και την ψυχρή σου μέρα! είδος κατάρας·
- την κακή του τη μέρα! έκφραση έντονης αμφισβήτησης με επιθετική διάθεση στα λεγόμενα κάποιου: «να του πεις την κακή του τη μέρα, που δε θα πάρω φέτος άδεια!»·  
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. φρ. τι μέρα κι η σημερινή(!)·
- τι μέρα κι η σημερινή! έκφραση με την οποία επιτείνουμε τα ευχάριστα, τα δυσάρεστα ή τα ανιαρά συμβάντα της μέρας που περνάμε ή που περάσαμε: «το πρωί μου τηλεφώνησε ένας δικηγόρος για μια κληρονομιά, στη δουλειά πήρα την προαγωγή μου και το μεσημέρι μου ανακοίνωσε ξαφνικά η κόρη μου πως παντρεύεται. Τι μέρα κι η σημερινή! || Τι μέρα κι η σημερινή! Μου πήρε ο γερανός τ’ αυτοκίνητο, ο διευθυντής στη δουλειά μου ’κοψε την άδεια, φεύγοντας απ’ το γραφείο μου στραμπούλιξα το πόδι μου κι ακόμη δε νύχτωσε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ Θεέ μου ή η φρ. κλείνει με το Θεέ μου·
- τις τελευταίες μέρες, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «τις τελευταίες μέρες δεν έχει καθόλου δουλειά». Συνών. τον τελευταίο καιρό·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- το ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- τόσες μέρες ή τόσες μέρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και μέρες·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. φρ. χάνω τη μέρα μου·
- χάνω τη μέρα μου, την περνώ χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό ή αποδοτικό: «σήμερα έμπλεξα μ’ έναν παλιόφιλο και καθώς πιάσαμε την κουβέντα για τα παλιά, έφτασε το μεσημέρι κι έχασα τη μέρα μου»·
- χρονιάρα μέρα, μεγάλη γιορτή, συνήθως θρησκευτική: «ήρθε Πασχαλιάτικα, χρονιάρα μέρα, και μου ζητούσε δανεικά»·
- χρονιάρες μέρες, συνεχόμενες μεγάλες γιορτές, συνήθως θρησκευτικές, όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα: «τις χρονιάρες μέρες όλη η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι».

μήνας

μήνας, ο, γεν. μήνα κ. μηνός κ. μηνού, του, ουσ. [<μσν. μῆνας <αρχ. μην, αιτιατ. μῆνα], ο μήνας. (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- ανάποδος μήνας, που στη διάρκειά του συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «ήταν τόσο ανάποδος μήνας αυτός που πέρασε, που δεν έβγαλα ούτε τα έξοδά μου»·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα, α. αποκτώ ανέλπιστα πηγή ωφελημάτων και πετυχαίνω ευμάρεια στη ζωή μου, απαλλάσσομαι από τον καθημερινό μόχθο για την εξασφάλιση των βιοτικών μου αναγκών: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, βρήκα το μήνα που θρέφει τους έντεκα || έκανε πλούσιο πεθερό, και βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα». β. λέγεται ειρωνικά και για τους τεμπέληδες: «έχει ένα φίλο που κάθε τόσο τον χαρτζιλικώνει, και βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα»·
- δεν τον βγάζει το μήνα, πρόκειται σε λίγο να πεθάνει: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως δεν τον βγάζει το μήνα»·
- εδώ και μήνες ή εδώ και τόσους μήνες, (αόριστα) πριν από αρκετούς μήνες: «εδώ και μήνες του πιπιλίζω το μυαλό να κάνουμε μαζί μια δουλειά»·
- είναι μήνες που… ή είναι μήνες τώρα που…, δηλώνει κάτι που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται και αυτή τη στιγμή: «είναι μήνες τώρα που τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον συναντήσω πουθενά»·
- είναι στο μήνα της, (για γυναίκες) βρίσκεται στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της, βρίσκεται στο μήνα που πρόκειται να γεννήσει: «όπου να ’ναι θα πρέπει να γεννήσει, γιατί είναι στο μήνα της»·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της ή εννιά μήνες σε κουβάλαγε η μάνα σου στην κοιλιά της, βλ. λ. κοιλιά·
- κάθε μήνα, όλους τους μήνες: «κάθε μήνα έχει ένα σίγουρο εισόδημα»·
- καλό μήνα! ευχή που δίνεται σε κάποιον στην αρχή κάθε μηνός·
- κάνει μήνα να φταρνιστεί κι εξάμηνο να κλάσει, βλ. λ. κλάνω·
- μέσα στο μήνα, κατά τη διάρκεια του μηνός που διανύουμε: «δε μ’ ενδιαφέρει η ακριβής ημερομηνία, αλλά θέλω μέσα στο μήνα να τελειώσει η δουλειά»·
- μήνα με το μήνα, κάθε μήνα: «μήνα με το μήνα εισπράττει τα νοίκια από τρία διαμερίσματα»·
- μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, α. λέγεται για αυτόν, ιδίως για δημόσιο υπάλληλο, που έχει εξασφαλίσει μόνιμο μηνιαίο εισόδημα (που δηλ. βρέξει χιονίσει θα πάρει το μισθό του, ένας από τους λόγους που πολλοί νέοι επιδιώκουν πάση θυσία να βρουν μια θέση στο δημόσιο) ή λέγεται για αυτόν που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει κάπου, για κάποιο λόγο, κάποιο μηνιαίο ποσό: «δε νοιάζεται για την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά, γιατί μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, αυτός παίρνει το μισθό του || κάνει οικονομία, γιατί μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πρέπει να πληρώνει τις δόσεις του μέχρι να ξεχρεώσει το σπίτι». β. με την πάροδο του χρόνου, σιγά σιγά: «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, θα ξεχάσει κι αυτός τον πόνο του». Πρβλ.: μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα (Κ. Καβάφης)·
- μήνας του μέλιτος, το ταξίδι που συνηθίζεται να κάνουν οι νεόνυμφοι αμέσως μετά το γάμο τους και που θεωρητικά έχει διάρκεια ενός μηνός: «μετά το γάμο τους έφυγαν για το μήνα του μέλιτος στην Ιταλία»·
- ο μήνας έχει εννιά, έκφραση απόλυτης αδιαφορίας για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας ή απόλυτης ανεμελιάς: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός ο μήνας έχει εννιά». (Λαϊκό τραγούδι: μες στον ψεύτικο ντουνιά ρίξε μια διπλοπενιά και ο μήνας έχει εννιά
- ο μήνας που τρέχει, αυτός ο μήνας που διανύουμε: «η δουλειά πρέπει να τελειώσει στο μήνα που τρέχει»·
- οι δύσκολες μέρες του μήνα, (για γυναίκες) βλ. λ. μέρα·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία ψαριών: «θ’ αρκεστείτε σε κανένα σκουμπρί ή σε κανέναν λούτσο, γιατί όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό»·
- όσοι μήνες έχουν ρω, το κρασί χωρίς νερό, τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο, Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο, επειδή ο καιρός είναι κρύος, αυτός που πίνει κρασί πρέπει να το πίνει χωρίς να το νερώνει, για να  είναι δυνατό και να ζεσταίνει γρήγορα τον οργανισμό του, ενώ, αντίθετα, τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, που κάνει ζέστη, πρέπει να πίνει το κρασί του νερωμένο για να μετριάζει τη δύναμη του αλκοόλ·
- πόσο πάει ο μήνας; πόσες μέρες έχει ο μήνας που διανύουμε(;)·
- πόσο τραβάει ο μήνας; βλ. φρ. πόσο πάει ο μήνας(;)·
- στις τριάντα δύο του μηνός, ποτέ.(Λαϊκό τραγούδι: άντε και αντίο θα σε δω στο πλοίο στις τριανταδύο του άλλου του μηνός). Από το ότι κανένας μήνας δεν έχει τριάντα δύο μέρες· βλ. και φρ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο·
- στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει, βλ. λ. Μάης·
- στραβός μήνας, βλ. φρ. ανάποδος μήνας·
- το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λέγεται ειρωνικά για οφειλή που ποτέ δε θα επιστραφεί ή για υπόσχεση που ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί ή γενικά δίνεται ειρωνικά ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει πότε θα πραγματοποιηθεί κάποια παράκληση ή απαίτησή του: «αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον μπαταχτσή, θα τα πάρεις πάλι πίσω το μήνα που δεν έχει Σάββατο || έχω την εντύπωση πως θα με πάρεις στη δουλειά σου το μήνα που δεν έχει Σάββατο || πότε θα πάρω αύξηση; -Το μήνα που δεν έχει Σάββατο || πότε θα μου δώσεις τα λεφτά; -Το μήνα που δεν έχει Σάββατο || πότε θα ’ρθει; -Το μήνα που δεν έχει Σάββατο». Συνών. στις τριάντα δύο του μηνός /  τη μέρα που δεν έχει αύριο / του αγίου Μάμα / του αγίου Ποτέ / του αγίου Πούτσου / του αγίου Πούτσου ανήμερα / του χρόνου που δεν έχει Σάββατο·
- το μήνα που ’ναι παχιές οι μύγες, βλ. συνηθέστ. τον Αύγουστο που ’ναι παχιές οι μύγες, λ. μύγα·
- τόσους μήνες ή τόσους μήνες τώρα, βλ. φρ. εδώ και μήνες·
- τους πέντε μήνες θλίβεται και τους επτά λυπάται, λέγεται για εκείνον που είναι, που νιώθει συνεχώς δυστυχισμένος: «δεν έχω δει στη ζωή μου άλλον πιο κακομοίρη άνθρωπο γιατί αυτός, μωρ’ αδερφάκι μου, τους πέντε μήνες θλίβεται και τους επτά λυπάται».

ντε

ντε, μόρ. προτρεπτ. [<τουρκ. de], 1. δηλώνει τη δυσφορία κάποιου για αδικαιολόγητη απορία του συνομιλητή του ή για κάτι που το θεωρεί προφανές: «τι τα θέλεις τα τούβλα που παρήγγειλες; -Για να χτίσω τον τοίχο της αυλής ντε». 2α. ως επιθετικό επιφώνημα ντε! εκτοξεύεται κατά αντιπάλου λίγο πριν από τη συμπλοκή για να υποχωρήσει: «ντε, σου λέω, γιατί θα στις βρέξω!». Συνών. άλα! (1γ) / ίσα(!). β. ως προτρεπτικό επιφώνημα ντε! σε ζώο (γαϊδούρι, μουλάρι ή άλογο) να αρχίσει να βαδίζει. (Τραγούδι: ντε, βρε γαϊδαράκο ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ ’ άλλα, γάιδαρέ μου κουτεντέ). Αντίθ. τσουνξ. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αμάν ντε! βλ. φρ. ωχ ντε(!)
- άντε ντε! α. εμπρός λοιπόν: «άντε ντε, έλα να μαλώσουμε αν έχεις κότσια! || άντε ντε, θα φύγουμε καμιά φορά! || άντε ντε, δώσ’ μου τα λεφτά να τελειώνουμε!». β. επιτέλους: «είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε τη δουλειά. -Άντε ντε!»· βλ. και φρ. έλα ντε(!)·
- άντε τώρα ντε! έκφραση δυσφορίας από την επαναλαμβανόμενη ενοχλητική ή προκλητική στάση κάποιου: «άντε τώρα ντε, θα κάτσεις φρόνιμα ή θα σε πλακώσω στο ξύλο!»· βλ. και φρ. άντε ντε(!)·
- έλα ντε! επιφωνηματική έκφραση με την οποία α. δηλώνουμε απορία, ειρωνεία, δυσπιστία ή δυσαρέσκεια, ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής που λέγεται: «αυτός δεν έχει να φάει και θέλει ν’ αγοράσει κι αυτοκίνητο. -Έλα ντε! || μια πιθαμή άνθρωπος και πήγε να τα βάλει μ’ εκείνον το γίγαντα. -Έλα ντε! || έχει γίνει πολύ ενοχλητικός μ’ αυτό το υπεροπτικό του ύφος. -Έλα ντε!». β. επικροτούμε τα λεγόμενα κάποιου: «ήρθε ο παλιοαλήτης, μας έκανε άνω κάτω κι ύστερα ζητούσε και τα ρέστα από πάνω. -Έλα ντε! || όλοι οι ανίκανοι και οι άσχετοι, πήραν και μια θέση μέσ’ στην κυβέρνηση. -Έλα ντε!». γ. προτρέπουμε κάποιον να πάψει να κάνει κάτι, επειδή μας ενοχλεί ή μας προξενεί δυσφορία: «έλα ντε, σταμάτα επιτέλους αυτή την γκρίνια! || έλα ντε, μη με σκουντάς κάθε τόσο!»· βλ. και φρ. άντε ντε(!)·
- έλα τώρα ντε! βλ. φρ. άντε τώρα ντε(!)·
- έτσι ντε! επιφωνηματική έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ικανοποίησή μας για κάτι που γίνεται ή για κάτι που ήταν φυσικό, που ήταν  να γίνει: «έτσι ντε, δώστε τα χέρια σας ν’ αγαπηθείτε κι αφήστε τα μαλώματα! || έκανε χάλια τα καινούρια του τα ρούχα. -Έτσι ντε, αφού παίζει με τις λάσπες!». Συνών. έτσι μπράβο(!)·   
- και ντε σήμερα, ντε αύριο, επιμένοντας κάθε μέρα συνεχώς για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «είναι να πάρω κάτι λεφτά επιστροφή απ’ την εφορία, και ντε σήμερα, ντε αύριο, ακόμη προσπαθώ να τα εισπράξω»·
- καλά ντε! βλ. λ. καλός·
- ντε και καλά, βλ. λ. καλός·
- ντε και σώνει, βλ. λ. σώνω·
- σους ντε! έκφραση δυσφορίας προς κάποιον που μιλάει συνεχώς ή που επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια πράγματα, σταμάτα πια(!): «σους ντε, ν’ ακούσουμε τι λέει ο άνθρωπος! || σους ντε, αφού είπα πως θα σ’ εξυπηρετήσω!»·
- ωχ ντε! έκφραση δυσφορίας: «ωχ ντε, πάψε αυτή την γκρίνια!». Συνήθως επαναλαμβανόμενο.

παπάς

παπάς, ο, ουσ. [<μσν. παππᾶς <αρχ. πάππας], ο παπάς, ο ιερωμένος. 1. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) φιγούρα της τράπουλας, ο ρήγας: «είχε στα χέρια του έναν παπά, μια ντάμα και δυο εφτάρια». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το κορυφαίο τμήμα του αργιλέ, όπου καίγεται το τουμπεκί: «ο παπάς έχει σχήμα μικρής κούπας καμωμένης από πηλό». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. λ. φούντα. 4. (στη γλώσσα της αργκό) είδος λωποδυτικού παιχνιδιού, που παίζεται με τρία φύλλα της τράπουλας, από τα οποία το ένα είναι παπάς, και οι παίχτες καλούνται να μαντέψουν ποιο από τα τρία φύλλα είναι ο παπάς, αφού πρώτα, αυτός που διευθύνει το παιχνίδι, τα μπερδέψει ταχυδακτυλουργικά λέγοντας ταυτόχρονα εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, πού είν’ ο παπάς; ή εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είν’ ο παπάς; Από ευφυής ή καλαμπουρτζήδες ακούστηκε και το εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, πού μετέβη ο ιερεύς; (Λαϊκό τραγούδι: πήγες και τα ’μπλεξες με τους ατσίδες και σου τα φάγανε οι παπατζήδες, εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς, πού είν’ ο παπάς, πού είν’ ο παπάς // να σπουδάσεις στο παζάρι την κουβέρτα και το ζάρι, και να μάθεις στο λιμάνι τον παπά, στο μάνι-μάνι). 5. το πάνω μέρος του καρμπυρατέρ. Υποκορ. παπαδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες προτιμήσεις, τα ίδια γούστα: «δεν μπορεί όλοι ν’ αρέσουν τα ίδια πράγματα, γιατί άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά»·
- αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, α. υπάρχει πλήρης αταξία, πλήρης ακαταστασία: «όπως είχε κάνει το δωμάτιο, ήταν αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του». β. λέγεται και για άτομο που αποπροσανατολίζεται εντελώς ή στην περίπτωση που πέφτει και κυλιέται μέσα στο δρόμο: «όπως έτρεχε να προλάβει το λεωφορείο, πήρε τέτοια βούτα, τι να σου πω, αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του». γ. επίσης λέγεται και για άτομο που περπατάει φορτωμένο με διάφορα πράγματα και πέφτει μέσα στο δρόμο σκορπώντας τα πάντα γύρω του: «ήταν φορτωμένος, δεν είδε τη λακκούβα μπροστά του κι όπως έπεσε ο ταλαίπωρος, αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του». δ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) λέγεται για άτομο που βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού και δεν έχει επαφή με το περιβάλλον του: «την είχε ακούσει τόσο καλά, που ήταν αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του»·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας ή αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου να πας, ο καθένας πρέπει να πηγαίνει με τη σειρά του, χωρίς να κάνει χρήση του αξιώματός του ή κάποιας ιδιότητάς του, για να υποσκελίσει άλλους, που περιμένουν με τάξη σε μια σειρά για τον ίδιο σκοπό. Από το ότι σε παλιότερες εποχές, ιδίως στην επαρχία, ο παπάς, όπως και ο δάσκαλος και ο χωροφύλακας του χωριού, είχαν πάντοτε το προβάδισμα για λόγους ευγένειας, σεβασμού ή καλοπιάσματος·
- αν ήταν η δουλειά καλή, θα δουλεύαν κι οι παπάδες, βλ. λ. δουλειά·
- αν κόψει ο παπάς τα γένια του (ενν. τότε θα κόψει και αυτός κάτι, που του έχει γίνει έξη), βλ. συνηθέστ. αν κόψει η πουτάνα το γαμήσι, λ. πουτάνα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, αποτελεί ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «μην μπερδεύεις τα πράγματα, γιατί, αυτό που μου λες, είν’ άλλου παπά βαγγέλιο». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό είν’ άλλο καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα·
- γάμο χωρίς παπά, χέσ’ τονε, βλ. λ. γάμος·
- γκαστρώνει παπά ή γκαστρώνει και παπά, βλ. συνηθέστ. γκαστρώνει γάιδαρο, λ. γάιδαρος·
- δεν πα(ς) να σε διαβάσει κανένας (κάνας) παπάς! α. προτροπή σε κάποιον που είναι άτυχος, να πάει να τον εξορκίσει ο παπάς, μήπως και αλλάξει η τύχη του: «τόσο άτυχο άνθρωπο πρώτη φορά έχω δει στη ζωή μου, δεν πα(ς) να σε διαβάσει κανένας παπάς, ρε παιδάκι μου!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που μας ζητάει παράλογα πράγματα: «δεν πα(ς) να σε διαβάσει κανένας παπάς, που θα σου δώσω τριάντα χιλιάδες ευρώ χωρίς απόδειξη!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λέω ’γω·
- εδώ παπάς, εκεί παπάς, α. είναι τόσο πονηρός, που δεν μπορεί κανένας να τον στριμώξει για τις παρανομίες ή τις παρατυπίες του: «όσο για τον τάδε, αυτός, παιδάκι μου, εδώ παπάς εκεί παπάς, δεν πιάνεται με τίποτα!». Από το ότι, αυτός που διευθύνει το παιχνίδι του παπά, μπερδεύει με τόση ταχυδακτυλουργική τέχνη τα τρία φύλλα, που σχεδόν πάντα ξεγελάει τον παίχτη που καλείται να μαντέψει ποιο από τα τρία φύλλα είναι ο παπάς. β. δεν μπορεί να εντοπιστεί από κανέναν, γιατί είναι αεικίνητος: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως τον καταζητεί η αστυνομία, εδώ παπάς εκεί παπάς, άντε να τον βρουν!». Από το ότι στο παιχνίδι του παπά σπάνια ο παίχτης μπορεί να μαντέψει ποιο από τα τρία φύλλα είναι ο παπάς·
- είδα κι είδα, αλλά γύφτο παπά δεν είδα, βλ. λ. γύφτος·
- εκείνον που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει, βοηθάμε και ενισχύουμε περισσότερο εκείνους που είναι κοντά μας: «το μεγάλο του το γιο τον βλέπει στη χάση και στη φέξη, ενώ για το μικρό που είναι κοντά του κάνει τα πάντα, γιατί εκείνον που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει»·
- ζουρλός παπάς σε βάφτισε, βλ.συνηθέστ. τρελός παπάς σε βάφτισε·
- ζουρλός παπάς σε βάφτισε; βλ.συνηθέστ. τρελός παπάς σε βάφτισε(;)·
- ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς, δεν μπορεί κανείς να ασχολείται ταυτόχρονα με δυο διαφορετικά πράγματα, δεν μπορεί κανείς να επιδιώκει ταυτόχρονα δυο διαφορετικά πράγματα και να πετύχει: «δεν μπορείς, ρε παιδάκι μου, ν’ ασχολείσαι ταυτόχρονα με τη ζαχαροπλαστική και με τη γεωργία και να ’χεις την απαίτηση να σου πάνε και τα δυο καλά, γιατί ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς». Λέγεται πως η πατρότητα αυτής της φρ. ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη. Όταν όμως διάφοροι πολιτικοί συνέστησαν κατά καιρούς (2003-2004) με αυτή τη φρ. στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο να ασχολείται μόνο με τα της εκκλησίας και της θρησκείας και να μην επεμβαίνει στην πολιτική, αυτός απάντησε σε κάποιο από τα κηρύγματά του: και παπάς και ζευγάς·   
- ήρθε στο κουταλάκι του παπά, βλ. λ. κουταλάκι·
- ήρθε στο κουτάλι του παπά, βλ. λ. κουτάλι·
- κάνει παπάδες, είναι πάρα πολύ ικανός, ιδίως σε μια τεχνική ή καλλιτεχνική εργασία, κατορθώνει τα ακατόρθωτα: «αν θέλεις τ’ αυτοκίνητό σου να γίνει σαν καινούριο, πήγαινέ το στον τάδε μηχανικό, που κάνει παπάδες || αυτός ο ζωγράφος κάνει παπάδες»·
- κατεβάζει παπάδες, βλ. συνηθέστ. ρίχνει παπάδες·
- κολάζει και παπά, (για γυναίκες) είναι πολύ όμορφη, πολύ αισθησιακή και προκλητικά ντυμένη: «είναι τόσο ωραία γυναίκα, που κολάζει και παπά || έτσι όπως ντύνεται, κολάζει και παπά». Συνών. κολάζει κι άγιο·
- μας παίζει τον παπά ή μου παίζει τον παπά, με κοροϊδεύει, προσπαθεί, επιδιώκει να με εξαπατήσει: «δε θα τον αφήσω να μας παίζει άλλο τον παπά, γιατί και η υπομονή έχει τα όριά της». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Αναφορά στο ομώνυμο λωποδυτικό παιχνίδι· βλ. και φρ. παίζω τον παπά·
- με παπά κοιμήθηκες; λέγεται ειρωνικά σε πολύ τυχερό άτομο, που κερδίζει συνέχεια, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο, ή σε άτομο που ξεπέρασε ανώδυνα σοβαρότατο κίνδυνο: «πάλι σου ’τυχαν δυο μπαλαντέρ, με παπά κοιμήθηκες, μωρ’ αδερφάκι μου; || με παπά κοιμήθηκες και δεν έπαθες τίποτα μετά από τέτοια τράκα;»·
- μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά, λέγεται στην περίπτωση που είμαστε αποφασισμένοι να ενεργήσουμε, να αποφασίσουμε για κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μην αγωνιάτε ποιον θα εκλέξουμε γενικό γραμματέα του συμβουλίου, γιατί μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά». Ίσως η φρ. αυτή να έχει σχέση με την εκλογή του νέου πάπα, όπου πολλές φορές απαιτούνται πολυήμερες διαβουλεύσεις και μαγειρέματα·
- μην το πεις ούτε στον παπά ή μην το πεις ούτε στου παπά ή μην το πεις ούτε του παπά, α. λέγεται σε άτομο που γλίτωσε ανέλπιστα από μεγάλο κακό ή από πολύ δύσκολη περίπτωση με ελάχιστες απώλειες: «ο άλλος κάτι παρόμοιο με το δικό σου έπαθε και καταστράφηκε, κι εσύ, που τη γλίτωσες με μερικά έξοδα παραπάνω, μην το πεις ούτε στον παπά». β. λέγεται για κάτι που πρέπει να κρατηθεί πάση θυσία μυστικό: «θα σου εμπιστευτώ κάτι, αλλά μην το πεις ούτε του παπά». Από το ότι, όταν εξομολογούμαστε στον παπά, τα λέμε όλα. (Λαϊκό τραγούδι: θα χτίσω μια φωλιά και τα λοιπά αλλά δεν το λέμε ούτε του παπά
- μου φάνηκε ο παπάς βόιδι, ζαλίστηκα πάρα πολύ, ιδίως ύστερα από δυνατό  χτύπημα που δέχτηκα στο κεφάλι: «μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι και μου φάνηκε ο παπάς βόιδι»·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι, α. (κατάρα) να πεθάνεις. β. πολλές φορές, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που με τη φρ. να σου πω, επιμένει φορτικά να μας πει κάτι·
- να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο ριζάφτι, βλ. συνηθέστ. να σου πει ο παπάς στ’ αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι·
- ο παπάς απ’ την πόλη, η παπαδιά μολογάει, λέγεται στην περίπτωση που άλλος είναι ο γνώστης μιας υπόθεσης και άλλος επιδιώκει να αναφέρεται σε αυτή, αν και δεν τη γνωρίζει καθόλου: «να πεις του τάδε να μην ξαναμιλήσει για την υπόθεση, γιατί στο εξής θα αναφέρομαι μόνο εγώ, που ήμουν παρών, ενώ αυτός δεν ήταν. Να μην το κάνουμε τώρα, ο παπάς απ’ την πόλη, η παπαδιά μολογάει»·
- ο παπάς κοιτάει τη δικιά του παπαδιά, ο καθένας ενδιαφέρεται για τα προσωπικά του πράγματα, για τις προσωπικές του υποθέσεις: «πρώτα θα τακτοποιήσω τις δικές μου εκκρεμότητες κι έπειτα θα ενδιαφερθώ για τους άλλους, γιατί, βλέπεις, ο παπάς κοιτάει τη δικιά του παπαδιά»·
- ο παπάς ο παχύς, έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ, έφαγες παχιά φακή; παιχνίδι γλωσσοδέτη·
- ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει, ο καθένας αρχίζει τις ενέργειές του έχοντας ως γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον: «μόλις έγινε διευθυντής στην τράπεζα, έβαλε αμέσως και το γιο του μέσα. -Ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. ο ράφτης όταν κόβει τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα·
- ο παπάς της ενορίας! ειρωνική απάντηση σε συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο όταν χτυπάμε την πόρτα του σπιτιού του και ρωτάει πριν ακόμη ανοίξει την πόρτα ποιος είναι; Λέγεται με την έννοια ποιος ήθελες να είναι; ή ποιος περίμενες να είναι; Συνών. ο γαλατάς! / ο γείτονας! / οΛέλος ο γιατρός! / ο Μιμίκος ο γιατρός(!)·    
- ο χαϊδεμένος παπάς και στην εκκλησιά κλάνει, το χαϊδεμένο άτομο συμπεριφέρεται σε όλες τις στιγμές κακομαθημένα, ανάγωγα: «φέρ’ σου λίγο σκληρά στο γιο σου και μην απορείς για τον κακό του χαρακτήρα, γιατί ο χαϊδεμένος παπάς και στην εκκλησιά κλάνει»·
- όνι όνι παπαρόνι κι ο παπάς με το πιρόνι, υποτιθέμενη ευχή που έδινε το παιδί που εκτελούσε χρέη παπά στο παιδικό ζευγάρι που υποτίθεται πως πάντρευε· 
- ούτε στον παπά να μην το πεις ή ούτε στου παπά να μην το πεις ή ούτε του παπά να μην το πεις, βλ. φρ. μην το πεις ούτε στον παπά·
- παίζω τον παπά, κοροϊδεύω, εξαπατώ κάποιον: «πάψε να παίζεις τον παπά μαζί μου, γιατί εξαντλήθηκε η υπομονή μου και θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα». Αναφορά στο ομώνυμο λωποδυτικό παιχνίδι. (Λαϊκό τραγούδι: στα μονοπάτια της ζωής μας κι οι δυο τους παίζουν τον παπά· στην ευτυχία μας αγκαλιάζουν, στη δυστυχία φαρμάκι στάζουν)· βλ. και φρ. μας παίζει τον παπά·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, όταν τύχει σε κάποιους ανόητος αρχηγός, ανόητος προϊστάμενος συμπεριφέρονται και αυτοί ανόητα: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε την επιχείρηση ο γιος του που δεν του κόφτει, οι εργάτες κάνουν του κεφαλιού τους και το εργοστάσιο πάει κατά διαβόλου, γιατί παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε»·  
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, λέγεται για τα παπαδοπαίδια που, λόγω της καταπίεσης που υφίστανται στον οικογενειακό τους κύκλο, με την πρώτη ευκαιρία γίνονται δύστροπα και ατίθασα·
- παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα να μην μπαίνουνε στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- πάρ’ τον παπά, έκφραση που συνοδεύεται από ελαφρό χτύπημα στο χέρι, στην πλάτη ή στον ώμο του διπλανού μας, όταν βλέπουμε στο δρόμο κάποιον παπά. Η έκφραση και η χειρονομία δεν έχει να κάνει με τον ίδιο τον παπά αλλά με το μαύρο ράσο του, γιατί οι προληπτικοί πιστεύουν πως το μαύρο χρώμα (που είναι, εξάλλου, και χρώμα πένθους) είναι κακός οιωνός, θεωρείται σημάδι κακοτυχίας και γρουσουζιάς, κι έτσι με την έκφραση και τη χειρονομία μεταφέρουμε το κακό στο διπλανό μας· βλ. και φρ. μαύρη γάτα, λ. γάτα·
- ποιον να ρωτήσω, τον παπά της ενορίας; έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας σε κάποιο άτομο που το ρωτάμε να μας πληροφορήσει για τα όσα κακά διαδραματίστηκαν μέσα σε ένα χώρο κατά την απουσία μας, επειδή γνωρίζουμε πως είναι γνώστης της κατάστασης και μας απαντάει με το γιατί ρωτάς εμένα·
- ρίχνει παπάδες, α. βρέχει ραγδαία: «τώρα δεν μπορείς να φύγεις, γιατί έξω ρίχνει παπάδες». β. χιονίζει με μεγάλες νιφάδες: «έτσι όπως ρίχνει παπάδες, μέσα σε λίγη ώρα θα το στρώσει»·
- στείλε παπά μου την ευχή σου γίνεται; λέγεται για κάποιον που περιμένει κάποιο όφελος χωρίς να θέλει να καταβάλει καμιά προσπάθεια: «αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, αγόρι μου, δεν έχει προκοπή, γιατί στείλε παπά μου την ευχή σου γίνεται;». Συνήθως η φρ. κλείνει από τον ομιλητή με το δε γίνεται·
- τα ράσα δεν κάνουν τον παπά ή το ράσο δεν κάνει τον παπά, βλ. λ. ράσο·
- την πήρε με παπά και με κουμπάρο, την παντρεύτηκε όπως ορίζει η χριστιανική θρησκεία, με πλήρη νομιμότητα: «είχε πέντε χρόνια δεσμό μαζί της, ώσπου στο τέλος την πήρε με παπά και με κουμπάρο». (Τραγούδι: Αντζουλίνα σ’ αγαπώ, Αντζουλίνα σε ποθώ, Αντζουλίνα θα σε πάρω με παπά και με κουμπάρο). Συνών. την πήρε δόξη και τιμή / την πήρε με δόξα και τιμή / την πήρε με στεφάνι·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, δηλώνει επίμονη και ενοχλητική επανάληψη των ίδιων λόγων, συμβουλών ή πράξεων: «από δω και στο εξής δε θα σου ξαναπώ δεύτερη κουβέντα, αν σε πιάσω να κάνεις κοπάνα, και θα σε απολύσω αμέσως, γιατί το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς». Από την εικόνα του παπά που, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, επαναλαμβάνει άπειρες φορές τη φρ. Κύριε ελέησον, ώσπου στο τέλος την προφέρει μασημένη·
- το χωριό κάνει παπά, βλ. λ. χωριό·
- τρελός παπάς σε βάφτισε, είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα είναι ή έγιναν έτσι όπως μου τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν, ή είσαι γελασμένος, αν πιστεύεις πως θα ενεργήσω με τον τρόπο που θέλεις ή που σε συμφέρει: «τρελός παπάς σε βάφτισε, αν νομίζεις πως θα μαλώσω με τον φίλο μου για μια παλιογυναίκα! || τρελός παπάς σε βάφτισε, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς καμιά υποθήκη!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- τρελός παπάς σε βάφτισε; α. είσαι ανισόρροπος; είσαι τρελός(;): «κάτσε καλά, ρε παιδάκι μου, τρελός παπάς σε βάφτισε και κάνεις αυτά τα καμώματα;». β. λέγεται για άτομο που είναι ριψοκίνδυνο: «τρελός παπάς σε βάφτισε, που θέλεις ν’ ανεβείς μέχρι κει πάνω, χωρίς να ’σαι δεμένος με κάποιο σκοινί;». γ. λέγεται επίσης και για άτομο που έχει παράλογες απαιτήσεις: «τρελός παπάς σε βάφτισε, που θέλεις να σου δανείσω για ένα μήνα τ’ αυτοκίνητό μου;»·
- τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντ’ έξι, λέγεται στην περίπτωση που εκμεταλλευόμαστε στο έπακρο μια δυνατότητα που μας προκύπτει ξαφνικά: «μόλις έμαθαν πως στην παρέα υπάρχει δικηγόρος τον ρωτούσαν όλοι ασταμάτητα για διάφορες υποθέσεις. -Τώρα που βρήκαμε παπά να θάψουμε πέντ’ έξι, παρατήρησε ο τάδε κι έβαλαν όλοι τα γέλια».

πιάνω

πιάνω, ρ. [<μτγν. πιάνω, από το ἐπίασα, αόρ. του δωρ. ρ. πιάζω <πιέζω], πιάνω. 1. συγκρατώ: «έπιασε τα μαλλιά της κότσο για να μην την ενοχλούν». 2. εισπράττω, κερδίζω χρήματα: «πιάσε τώρα αυτά τα λεφτά και για τα υπόλοιπα βλέπουμε || όσα και να έπιανα, δε θα την έκανα αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: εξήλωσε η φόδρα μου κι η τσέπη μου έχει αδειάσει, καιρό μες το μπατίρημα ψιλή δεν έχω πιάσει). 3. συλλαμβάνω, τσακώνω: «τον έπιασαν την ώρα που προσπαθούσε να την κοπανήσει απ’ την πίσω πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν πεις και για τους φίλους μου, που αγάπησα σαν ρόιδο, όποτε κι αν με πιάσανε,μου κάναν το κορόιδο). 4. παίρνω κάποιον ιδιαιτέρως να του μιλήσω, ιδίως να τον συμβουλέψω ή να του ζητήσω κάποια εξυπηρέτηση: «πιάσ’ τον, ρε παιδάκι μου, και πέσ’ του δυο σωστές κουβέντες, γιατί έτσι όπως πάει θα καταστραφεί || θα πάω να πιάσω τον καθηγητή του, μήπως τον σπρώξει και το πάρει το απολυτήριο». 5. προλαβαίνω, προφταίνω: «έτρεχε σαν τρελός και, παρότι είχαμε φύγει μισή ώρα πιο μπροστά, μας έπιασε έξω απ’ τη Λάρισα». 6. καταλαμβάνω: «το χωριό μου δεν το πιάσανε οι Γερμανοί». 7. κάθομαι: «γιατί έπιασες εκείνη τη θέση μακριά από μας;». (Λαϊκό τραγούδι: φίλε που πιάνεις τη γωνιά και μόνος σου τα πίνεις, άραγε τι σε τυραννά και τι φαρμάκια πίνεις;). 8. νοικιάζω, εγκαθίσταμαι: «τώρα που αποκτήσαμε και δεύτερο παιδί, λέμε να πιάσουμε ένα μεγαλύτερο σπίτι». 9. κρατώ, καπαρώνω: «πιάσε καμιά θέση μπροστά για να βλέπουμε καλύτερα την παράσταση». 10. ράβω πρόχειρα, βιαστικά: «επειδή βιαζόμουν, μ’ έπιασε η μάνα μου τάκα τάκα το κουμπί χωρίς να βγάλω το πουκάμισό μου κι έφυγα». 11. προχωρώ σε μια κατεύθυνση, ακολουθώ μια πορεία: «έπιασε το χωματόδρομο δίπλα απ’ το γκρεμό και κατέβηκε στον κάμπο». 12. υπολογίζω κάτι σ’ ένα σύνολο, συνυπολογίζω: «αγόρασε τώρα ό,τι θέλεις και θα το πιάσω στο γενικό λογαριασμό». 13. πετυχαίνω, προκόβω, ανεβαίνω οικονομικά, κοινωνικά ή καλλιτεχνικά: «έπιασε με την πρώτη δουλειά που έκανε || έπιασε με το πρώτο βιβλίο που έγραψε». 14. συνδέομαι τηλεφωνικά με κάποιον: «προσπάθησε να πιάσεις τον τάδε, που θέλω κάτι να του πω, γιατί το δικό μου τηλέφωνο έχει κάποιο πρόβλημα». 15. (για γυναίκες) μένω έγκυος, συλλαμβάνω: «είναι τόσο καρπερή η γυναίκα μου, που μια φορά δεν πρόλαβα κι εγώ να τραβηχτώ κι έπιασε». 16. (για αρρώστιες ή φυσικές αντιδράσεις οργανισμού) με καταλαμβάνει, παρουσιάζω τα συμπτώματα: «κάθε φθινόπωρο με πιάνουν οι αμυγδαλές μου || δεν κάθομαι πολύ στον ήλιο, γιατί με πιάνει αμέσως». 17. (για φαγητά) αρχίζω να καίγομαι, κολλώ στο μαγειρικό σκεύος: «ξεχάστηκε στην τηλεόραση κι έπιασε το πιλάφι». 18. (για φυσικά φαινόμενα) εκδηλώνομαι: «έπιασε κρύο || έπιασε βροχή». (Λαϊκό τραγούδι: κίνησα πρωί για να ’ρθω, μ’ έπιασε ψιλή βροχή, ας ερχόσουνα βρε, μάγκα, κι ας γινόσουνα παπί). 19. (για φυτά) ριζώνω: «δεν έπιασε η καινούρια τριανταφυλλιά που φύτεψα». 20. (για μαγαζιά ή επιχειρήσεις) πηγαίνει πολύ καλά, έχει κίνηση, πελατεία, είναι ανθηρή: «στην αρχή δεν πάταγε κανείς στο μαγαζί του, αλλά ήταν πολύ καλός στις δημόσιες σχέσεις και τώρα έπιασε γερά». 21. έχω πέραση, γίνομαι πιστευτός, αποδεκτός: «δεν πιάνουν εδώ οι ψευτιές σου || στην αρχή έκανε τα τρελά του, αλλά, μόλις είδε πώς δεν έπιανε εδώ το στιλάκι του, σοβαρεύτηκε». 22. (για εμπορεύματα) παρουσιάζω ζωηρή κίνηση, ζωηρή ζήτηση: «αυτό το είδος έπιασε αμέσως στην αγορά». 23.  (για τάβλι) τοποθετώ πούλι μου πάνω σε πούλι του αντιπάλου μου, ώστε να μην μπορεί να παίξει με αυτό, μέχρι να το ελευθερώσω: «όπως εξελίχθηκε το παιχνίδι, κάθε πούλι σου που θα μένει μονό, θα το πιάνω». 24. (για ψαράδες) ψαρεύω: «βγήκε πολύ πρωί για ψάρεμα κι έπιασε ένα σωρό ψάρια». (Λαϊκό τραγούδι: πιάνει σαυρίδια και κολιούς, γόπες και παλαμίδα, είν’ το πιο ’μορφο γρι-γρι, του καπετάνιου Δήμα). 25. στο γ΄ εν. πρόσ. του ενεστ. πιάνει και του αορ. έπιασε, φέρνει, έφερε αποτέλεσμα κάτι, λειτουργεί, λειτούργησε προς το συμφέρον μας κάτι, συνήθως ενέργεια, που τις πιο πολλές φορές είναι παραπλανητική: «αν πας και του κλαφτείς πιάνει και θα σου δώσει τα λεφτά που σου χρειάζονται, γιατί είναι καλός άνθρωπος || βαριόμουν να δουλέψω και τ’ αφεντικό μου ’δωσε άδεια, γιατί έκανα τον άρρωστο κι έπιασε». 26α. στην προστακτ. αορ. πιάσε, δώσε μου, φέρε μου: «πιάσε μου ένα ποτήρι παγωμένο νερό || πάρε αυτά τα λεφτά και πιάσε μου έναν αναπτήρα». (Λαϊκό τραγούδι: πιάσε τα βαριά τσιγάρα μου, μάνα μου, για να σβήσω τη λαχτάρα μου, με κυνηγάει η κατάρα μου). β. πάρε: «πιάσε τώρα αυτά τα λεφτά και στο τέλος της βδομάδας σου δίνω και τα υπόλοιπα που σου χρωστάω». (Λαϊκό τραγούδι: πιάσε δυο δράμια προυσαλιό και πέντε μυρωδάτο και δώσε να φουμάρουνε τ’ αδέρφια εκεί κάτω). (Ακολουθούν 430 φρ.)·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δε ρίξεις την πετονιά, δεν πιάνεις ψάρι, βλ. λ. πετονιά·
- αν μπορείς, πιάσ’ του τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- ανάγκη και κόψιμο να σε πιάσει! βλ. λ. ανάγκη·
- απ’ όπου κι αν τον πιάσεις, βρομάει ή απ’ όπου κι αν τον πιάσεις, λερώνεσαι, είναι μεγάλος απατεώνας, μεγάλο κάθαρμα: «στο ’πα χίλιες φορές, μην κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, απ’ όπου κι αν τον πιάσεις, λερώνεσαι»·
- απ’ τη μύτη να τον πιάσεις, θα σκάσει, βλ. λ. μύτη·
- αυτά δεν πιάνουν σε μας ή αυτά δεν πιάνουν σε μένα, βλ. λ. αυτός·
- αχλάδια πιάνουν τα χέρια σου; βλ. λ. αχλάδι·
- γάτα που κοιμάται, ποντικούς δεν πιάνει, βλ. λ. γάτα·
- γιατί, για έξυπνο θα σε πιάσουμε; βλ. λ. έξυπνος·
- γιατί, για όμορφο θα σε πιάσουμε; βλ. λ. όμορφος·
- γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα; βλ. λ. πόρτα·
- δε θα τον πιάσω στα χέρια μου! βλ. λ. χέρι·
- δε με πιάνει (κάτι), α. δε με επηρεάζει: «η φωνάζεις, γιατί δε με πιάνει η φοβέρα σου». (Λαϊκό τραγούδι: το σκαλοπάτι σου, να ξέρεις, μου ’χει κάνει με τα ξενύχτια το κεφάλι μου βαρεί· ούτε το κρύο, που σε σκέφτομαι, με πιάνει και η βροχή να με λυγίσει δεν μπορεί). β. (για τροφές) δεν επενεργεί θρεπτικά στον οργανισμό μου: «είμαι δυο μέτρα άντρας και δε με πιάνει τόσο λίγο φαγητό»·
- δε με πιάνει κανένας, α. βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική ευφορία: «απ’ τη μέρα που τα ’φτιαξα με την τάδε δε με πιάνει κανένας». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι ανεβασμένος κανένας δε με πιάνει με τον έρωτά σου πουλάκι μ’ έχεις κάνει
- δε με πιάνει (ο) ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- δε με πιάνει το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- (δε) με πιάνουν γιαγλή, βλ. λ. γιαγλής·
- (δε) με πιάνουν γιατρό, βλ. λ. γιατρός·
- (δε) με πιάνουν κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- (δε) με πιάνουν κότσο, βλ. λ. κότσος·
- δεν έπιασε, (για ενέργειες ή προσπάθειες) δεν είχε αποτέλεσμα, δεν ευδοκίμησε: «του ’στησα μια παγίδα, αλλά δεν έπιασε || προσπάθησα να ξανοιχτώ στη δουλειά μου, αλλά δεν έπιασε κι έχω προβλήματα». (Λαϊκό τραγούδι: διπλό παιχνίδι έπαιξες, δεν έπιασε και η καρδιά σου την καρδιά μου έχασε
- δεν έπιασε η μπλόφα, βλ. λ. μπλόφα·
- δεν έπιασε το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- δεν έπιασε το χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
- δεν έπιασε τόπο, βλ. λ. τόπος·
- δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, βλ. λ. βιβλίο·
- δεν πιάνει δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- δεν πιάνει δίφραγκο, βλ. λ. δίφραγκο·
- δεν πιάνει δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- δεν πιάνει δυάρα, βλ. λ. δυάρα·
- δεν πιάνει έναν παρά, βλ. λ. παράς·
- δεν πιάνει η μπογιά του, βλ. λ. μπογιά·
- δεν πιάνει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δεν πιάνει μπάζα, (για πράγματα),βλ. λ. μπάζα1·
- δεν πιάνει μπάζα μπροστά μου, βλ. λ. μπάζα1·
- δεν πιάνει πεντάρα (τσακιστή), βλ. λ. πεντάρα·
- δεν πιάνει τα λεφτά του ή δεν τα πιάνει τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
- δεν πιάνει τσεντέσιμο, βλ. λ. τσεντέσιμο·
- δεν πιάνει φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- δεν πιάνει φυλλωσιά, (για πράγματα) βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν πιάνει φυλλωσιά μπροστά μου, βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν πιάνει χαρτωσιά, (για πράγματα),βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά μου, βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν πιάνουν τα κόλπα σου, βλ. λ. κόλπο·
- δεν πιάνω μπάζα, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. λ. μπάζα1·
- δεν πιάνω φυλλωσιά, (για χαρτοπαίγνιο) βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν πιάνω χαρτωσιά, (για χαρτοπαίγνιο) βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν τα πιάνει (ενν. τα λεφτά), (ιδίως για υπάλληλο του δημοσίου) δε δωροδοκείται, δε χρηματίζεται: «μην προσπαθείς να του τα χώσεις, γιατί δεν τα πιάνει»· βλ. και φρ. τα πιάνει·
- δεν τα πιάνει (ενν. τα νοήματα), δεν αντιλαμβάνεται εύκολα αυτά που του λένε: «πρέπει να του το πεις πολλές φορές για να το καταλάβει, γιατί δεν τα πιάνει εύκολα ο καψερός»·
- δεν το ’πιασα! α. (ειρωνικά ή επιθετικά) δεν το εννόησα, δεν το κατανόησα: «θα μου δανείσεις ένα εκατομμύριο; -Δεν το ’πιασα! || δε θέλω να ξαναπάς στο μπαράκι που συχνάζεις. -Δεν το ’πιασα! || να ’ρθω το βράδυ να πάρω την αδερφή σου για να πάω σ’ ένα πάρτι; -Δεν το ’πιασα!». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το αυτό. β. είναι και φορές, που δηλώνει έκπληξη: «αν χρειαστείς οποιοδήποτε ποσό για τη δουλειά σου μπορώ να σου το δώσω. -Δεν το ’πιασα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το οπ! και κλείνει με το αυτό· βλ. και φρ. δεν το ’πιασα καλά! λ. καλός· 
- δεν το ’πιασα καλά! βλ. λ. καλός·
- δεν το ’πιασα καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν τον πιάνει, (για φαγητά) δεν επιδρά ευεργετικά στον οργανισμό του, δεν παχαίνει: «τρώει πάρα πολύ, αλλά δεν τον πιάνει»·   
- δεν τον πιάνει κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν τον πιάνει το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- είναι (για) να πιάνεις τη μύτη σου! βλ. λ. μύτη·
- είναι (για) να τον πιάνεις με την τσιμπίδα! ή είναι (για) να τον πιάνει κανείς με την τσιμπίδα! βλ. λ. τσιμπίδα·
- είναι πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι σαν τα πιάνεις το μπούτι σου, βλ. λ. μπούτι·
- έπιασα γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- έπιασα σκουριά, βλ. λ. σκουριά·
- έπιασα τη φλέβα του, βλ. λ. φλέβα·
- έπιασα το σφυγμό, βλ. λ. σφυγμός·
- έπιασα το σφυγμό του, βλ. λ. σφυγμός·
- έπιασαν οι ευχές μου, βλ. λ. ευχή·
- έπιασαν οι κατάρες μου, βλ. λ. κατάρα·
- έπιασαν τα μάγια, βλ. λ. μάγια·
- έπιασε αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έπιασε αέρας, βλ. λ. αέρας·
- έπιασε άντερα, βλ. λ. άντερο·
- έπιασε αράχνες, (για χώρους, ιδίως κλειστούς) βλ. λ. αράχνη·
- έπιασε βροχή, βλ. λ. βροχή·
- έπιασε η ζέστα ή έπιασαν οι ζέστες ή μας έπιασε η ζέστα ή μιας έπιασαν οι ζέστες, βλ. λ. ζέστα·
- έπιασε (η) μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- έπιασε κι αυτός πέντε δεκάρες και..., βλ. λ. δεκάρα·
- έπιασε κι αυτός πέντε δραχμές και..., βλ. λ. δραχμή·
- έπιασε κι αυτός πέντε παράδες και..., βλ. λ. παράς·
- έπιασε κι αυτός πέντε φράγκα και..., βλ. λ. φράγκο·
- έπιασε στασίδι ή έχει πιάσει στασίδι, βλ. λ. στασίδι·
- έπιασε τα καλά (του τάδε), βλ. λ. καλός·
- έπιασε την καλή, βλ. λ. καλός·
- έπιασε το κρύο ή έπιασαν τα κρύα ή μας έπιασε το κρύο ή μας έπιασαν τα κρύα, βλ. λ. κρύος·
- έπιασε το νόημα της ζωής, βλ. λ. νόημα·
- έπιασε το φαγητό, βλ. λ. φαγητό·
- έπιασε τόπο, βλ. λ. τόπος·
- έπιασε τη μαλλιαρή, βλ. λ. μαλλιαρός·
- έπιασε το χέλι απ’ την ουρά, βλ. λ. χέλι·
- έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! βλ. λ. πάπας·
- έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. λ. πάπας·
- έπιασε (η) άνοιξη ή μας έπιασε (η) άνοιξη, βλ. λ. άνοιξη·
- έπιασε (ο) χειμώνας ή μας έπιασε (ο) χειμώνας, βλ. λ. χειμώνας·
- έπιασε (το) καλοκαίρι ή μας έπιασε (το) καλοκαίρι, βλ. λ. καλοκαίρι·
- έπιασε (το) φθινόπωρο ή μας έπιασε (το) φθινόπωρο, βλ. λ. φθινόπωρο·
- έπιασες το φαλακρό απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. φαλακρό·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, βλ. λ. αλεπού·
- η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πιάσει, βλ. λ. μύτη·
- θα πιάσουμε αράχνες, βλ. λ. αράχνη·
- θα πιάσουμε κοριούς, βλ. λ. κοριός·
- και πού να πιάσουν (κι) οι ζέστες! βλ. λ. ζέστα·
- κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάτι έπιασε τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- μ’ έπιασε, με κατάλαβε, με κατανόησε: «μόλις του εξήγησα πώς γινόταν η δουλειά, μ’ έπιασε αμέσως και την έκανε μια χαρά || ευτυχώς μ’ έπιασε που του ’κανα νόημα πως ερχόταν ο δοσατζής του, και την κοπάνησε || μια φορά πήγα να του πω ψέματα και μ’ έπιασε»·
- μ’ έπιασαν κάτι δίψες! βλ. λ. δίψα·
- μ’ έπιασαν κάτι πείνες! βλ. λ. πείνα·
- μ’ έπιασαν τα γέλια ή μ’ έπιασε το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- μ’ έπιασε (η) δίψα, βλ. λ. δίψα·
- μ’ έπιασε η καρδιά (μου), βλ. λ. καρδιά·
- μ’ έπιασε η κοιλιά (μου), βλ. λ. κοιλιά·
- μ’ έπιασε (η) λόρδα, βλ. λ. λόρδα·
- μ’ έπιασε η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μ’ έπιασε η νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- μ’ έπιασε (η) πείνα, βλ. λ. πείνα·
- μ’ έπιασε μαύρη απελπισία, βλ. λ. απελπισία·
- μ’ έπιασε με τα βρακιά κατεβασμένα, βλ. λ. βρακί·
- μ’ έπιασε με τα σώβρακα κατεβασμένα, βλ. λ. σώβρακο·
- μ’ έπιασε με την ψωλή στο χέρι, βλ. λ. ψωλή·
- μ’ έπιασε με το καυλί στο χέρι, βλ. λ. καυλί·
- μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, βλ. λ. πούτσος·
- μ’ έπιασε μια δίψα! βλ. λ. δίψα·
- μ’ έπιασε μια καΐλα! Βλ. λ. καΐλα·
- μ’ έπιασε μια πείνα! βλ. λ. πείνα·
- μ’ έπιασε μια σκορδοκαΐλα! βλ. λ. σκορδοκαΐλα·
- μ’ έπιασε μια τρομάρα! βλ. λ. τρομάρα·
- μ’ έπιασε σύγκρυο, βλ. λ. σύγκρυο·
- μ’ έπιασε το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- μ’ έπιασε το μεσημέρι, βλ. λ. μεσημέρι·
- μ’ έπιασε το ξημέρωμα, βλ. λ. ξημέρωμα·
- μ’ έπιασε το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- μ’ έπιασε το τρελό μου ή μ’ έχει πιάσει το τρελό, βλ. λ. τρελός·
- μ’ έπιασε το φανάρι, βλ. λ. φανάρι·
- μ’ έπιασε τρεμούλα, βλ. λ. τρεμούλα·
- μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν πεινάσεις, πιάσ’ τηνε ή μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν χρειαστεί, πιάσ’ τηνε, βλ. λ. τέχνη·
- μάτι να μη σε πιάσει, βλ. λ. μάτι·
- με πιάνει αναγούλα, βλ. λ. αναγούλα·
- με πιάνει ανακάτωμα, βλ. λ. ανακάτωμα·
- με πιάνει γλωσσοδέτης, βλ. λ. γλωσσοδέτης·
- με πιάνει η θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- με πιάνει (η) πρεμούρα, βλ. λ. πρεμούρα·
- με πιάνει (η) φούρια ή με πιάνουν (οι) φούριες, βλ. λ. φούρια·
- με πιάνει (η) χεζούρα, βλ. λ. χεζούρα·
- με πιάνει κολούμπρα, βλ. λ. κολούμπρα·
- με πιάνει κόψιμο, βλ. λ. κόψιμο·
- με πιάνει λάστιχο, βλ. λ. λάστιχο·
- με πιάνει κίτρινος πυρετός ή με πιάνει μελιταίος πυρετός ή με πιάνει σαράντα πυρετός ή με πιάνει τεταρταίος πυρετός, βλ. λ. πυρετός·
- με πιάνει ντελίριο, βλ. λ. ντελίριο·
- με πιάνει ξερόβηχας, βλ. λ. ξερόβηχας·
- με πιάνει ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- με πιάνει πηλάλα, βλ. λ. πηλάλα·
- με πιάνει πρεμούρα, βλ. λ. πρεμούρα·
- με πιάνει σπαρίλα ή με πιάνουν σπαρίλες, βλ. λ. σπαρίλα·
- με πιάνει τ’ αεροπλάνο, βλ. λ. αεροπλάνο·
- με πιάνει τ’ αυτοκίνητο, βλ. λ. αυτοκίνητο·
- με πιάνει το άλλο μου, βλ. λ. άλλος·
- με πιάνει το γαϊδουρινό μου (ενν. πείσμα), βλ. λ. γαϊδουρινός·
- με πιάνει το γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- με πιάνει το γλυκό μου, βλ. λ. γλυκό·
- με πιάνει το κακό μου, βλ. λ. κακός·
- με πιάνει το καράβι, βλ. λ. καράβι·
- με πιάνει το κρασί, βλ. λ. κρασί·
- με πιάνει το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- με πιάνει το μεράκι, βλ. λ. μεράκι·
- με πιάνει το παράπονο, βλ. λ. παράπονο·
- με πιάνει το πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- με πιάνει το πλοίο, βλ. λ. πλοίο·
- με πιάνει το ποτό, βλ. λ. ποτό·
- με πιάνει το στραβό μου, βλ. λ. στραβός·
- με πιάνει (το) τεμπελίκι, βλ. λ. τεμπελίκι·
- με πιάνει τσίρλα, βλ. λ. τσίρλα·
- με πιάνει φαγούρα, βλ. λ. φαγούρα·
- με πιάνει φούρκα, βλ. λ. φούρκα·
- με πιάνει χεζούρα, βλ. λ. χεζούρα·
- με πιάνεις; με εννοείς; με καταλαβαίνεις; Συνήθως η φρ. επαναλαμβάνεται κάθε τόσο από κάποιον που εξιστορεί κάτι·
- με πιάνουν βιδέλο, βλ. λ. βιδέλο·
- με πιάνουν γιαγλή, βλ. λ. γιαγλής·
- με πιάνουν γιατρό, βλ. λ. γιατρός·
- με πιάνουν θύμα, βλ. λ. θύμα·
- με πιάνουν κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- με πιάνουν κότσο, βλ. λ. κότσος·
- με πιάνουν μπαγλαμά, βλ. λ. μπαγλαμάς·
- με πιάνουν οι δαίμονες, βλ. λ. δαίμονας·
- με πιάνουν τα δαιμόνια, βλ. λ. δαιμόνιο·
- με πιάνουν τα διαβόλια, βλ. λ. διαβόλια·
- με πιάνουν τα ζουμιά, βλ. λ. ζουμί·
- με πιάνουν τα κλάματα ή με πιάνει το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- με πιάνουν τα μπουρίνια (μου), βλ. λ. μπουρίνι·
- με πιάνουν τα νεύρα (μου), βλ. λ. νεύρο·
- μόρα να σε πιάσει! βλ. λ. μόρα·
- μου πιάνουν τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- μουστερή θα σε πιάσω; βλ. λ. μουστερής·
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε, βλ. λ. ψάρι·
- να δούμε τι ψάρια πιάσαμε, βλ. λ. ψάρι·
- να μη σε πιάσει μάτι! βλ. λ. μάτι·
- να μη σε πιάσω στο στόμα μου! βλ. λ. στόμα·
- ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει, βλ. λ. Εβραίος·
- όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, βλ. λ. λαγός·
- όποιος πιάνει το μέλι, γλείφει τα δάχτυλά του, βλ. λ. μέλι·
- πανούκλα να σε πιάσει! βλ. λ. πανούκλα·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, βλ. λ. πέτρα·
- πιάνει άδικα το χώρο, βλ. λ. χώρος·
- πιάνει αμέσως φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πιάνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πιάνει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνει λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνει με το πρώτο φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πιάνει πάγος (κάπου), βλ. λ. πάγος·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, βλ. λ. πουλί·
- πιάνει τζάμπα το χώρο, βλ. λ. χώρος·
- πιάνει το χέρι του ή πιάνουν τα χέρια του, βλ. λ. χέρι·
- πιάνει τόπο (αρκετό, λίγο, πολύ), (για πράγματα) βλ. λ. τόπος·
- πιάνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- πιάνω αέρα, βλ. λ. αέρας·
- πιάνω αράχνες, βλ. λ. αράχνη·
- πιάνω βάρδια, βλ. λ. βάρδια·
- πιάνω βολίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. βολίδα·
- πιάνω γκόμενα, (για άντρες) βλ. λ. γκόμενα·
- πιάνω γκόμενο, (για γυναίκες) βλ. λ. γκόμενος·
- πιάνω γνωριμία ή πιάνω γνωριμίες, βλ. λ. γνωριμία·
- πιάνω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- πιάνω δεκατριάρι, βλ. λ. δεκατριάρι·
- πιάνω δοκάρι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. δοκάρι·
- πιάνω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάνω δωδεκάρι, βλ. λ. δωδεκάρι·
- πιάνω δωμάτιο, βλ. λ. δωμάτιο·
- πιάνω ένα θέμα, βλ. λ. θέμα·
- πιάνω έναν χαβά, βλ. λ. χαβάς·
- πιάνω εντεκάρι, βλ. λ. εντεκάρι·
- πιάνω εξάρι, βλ. λ. εξάρι·
- πιάνω θέμα, βλ. λ. θέμα·
- πιάνω θέση ή πιάνω τη θέση, βλ. λ. θέση·
- πιάνω κάβο, βλ. λ. κάβος·
- πιάνω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- πιάνω κουντεπιέ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου)  βλ. λ. κουντεπιέ·
- πιάνω λαβράκι, βλ. λ. λαβράκι·
- πιάνω λακιρντί, βλ. λ. λακιρντί·
- πιάνω λιμάνι, βλ. λ. λιμάνι·
- πιάνω μαγιά, βλ. λ. μαγιά·
- πιάνω μεγάλο ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- πιάνω μια αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- πιάνω μουχαμπέτι, βλ. λ. μουχαμπέτι·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- πιάνω μπατζανέμι, βλ. λ. μπατζανέμι·
- πιάνω να..., αρχίζω να...: «μόλις πιάνω να δουλεύω, τότε έρχονται όλοι να με δουν || μόλις έπιασε να τρώει, έφυγε βιαστικά, γιατί τον ζήτησαν επειγόντως απ’ τη δουλειά του»·
- πιάνω (όλα) τα πόστα, βλ. λ. πόστο·
- πιάνω παιδί, (για γυναίκες) βλ. λ. παιδί·
- πιάνω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- πιάνω πάτο, βλ. λ. πάτος·
- πιάνω πελάτη (κάποιον), βλ. λ. πελάτης·
- πιάνω πόρτο, βλ. λ. πόρτο·
- πιάνω πουρί, βλ. λ. πουρί·
- πιάνω σκάλα, βλ. λ. σκάλα·
- πιάνω σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- πιάνω στεριά, βλ. λ. στεριά·
- πιάνω στη μανίτα (κάποιον), βλ. λ. μανίτα·
- πιάνω στη φάκα (κάποιον), βλ. λ. φάκα·
- πιάνω στην απόχη (κάποιον), βλ. λ. απόχη·
- πιάνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. λ. στόμα·
- πιάνω στο τηλέφωνο (κάποιον), βλ. λ. τηλέφωνο·
- πιάνω σχέση ή πιάνω σχέσεις, βλ. λ. σχέση·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- πιάνω τα παλιά, βλ. λ. παλιός·
- πιάνω τα στενά ή πιάνω το στενό, βλ. λ. στενό·
- πιάνω τη βάση, (για σπουδαστές) βλ. λ. βάση·
- πιάνω τη βούρτσα, βλ. λ. βούρτσα·
- πιάνω τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- πιάνω (τη) συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- πιάνω την γκρίνια, βλ. λ. γκρίνια·
- πιάνω την καλή ή την πιάνω την καλή, βλ. λ. καλός·
- πιάνω την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή πιάνω την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πιάνω (την) κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- πιάνω (την) πάρλα, βλ. λ. πάρλα·
- πιάνω (την) ψιλή κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- πιάνω (την) ψιλοκουβέντα, βλ. λ. ψιλοκουβέντα·
- πιάνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- πιάνω το βούρτσισμα, βλ. λ. βούρτσισμα·
- πιάνω το θυμιατήρι, βλ. λ. θυμιατήρι·
- πιάνω το ίδιο τροπάρι, βλ. λ. τροπάρι·
- πιάνω το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- πιάνω το μαγιόξυλο, βλ. λ. μαγιόξυλο·
- πιάνω το Μάη, βλ. λ. Μάης·
- πιάνω το μήνυμα, βλ. λ. μήνυμα·
- πιάνω το νόημα, βλ. λ. νόημα·
- πιάνω το ξεσκονιστήρι, βλ. λ. ξεσκονιστήρι·
- πιάνω το παρασύνθημα, βλ. λ. παρασύνθημα·
- πιάνω το πίτσι πίτσι, βλ. λ. πίτσι πίτσι·
- πιάνω το πρωί, βλ. λ. πρωί·
- πιάνω το τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- πιάνω το τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- πιάνω το υπονοούμενο, βλ. λ. υπονοούμενο·
- πιάνω (το) χαβά, βλ. λ. χαβάς·
- πιάνω το χορό, βλ. λ. χορός·
- πιάνω (το) χώρο, βλ. λ. χώρος·
- πιάνω τον ίδιο αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- πιάνω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- πιάνω τους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- πιάνω τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- πιάνω φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πιάνω χαρτί και μολύβι, βλ. λ. μολύβι·
- πιάνω ψηλά το χερουβικό, βλ. λ. χερουβικό·
- πιάνω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- πιάσ’ έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πιάσ’ τα (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), πάρ’ τα: «πιάσ’ τα τώρα που τα ’χω, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται αργότερα». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι απάνω στο μεράκι, θέλω ένα χασαπάκι, πιάσ’ τα εσύ, μάγκα, που χαρίζεις μερακλίδικια πενιά
- πιάσ’ τη μου και λάκα! (ενν. την πούτσα μου, την ψωλή μου), ομοιοκατάληκτη απάντηση που εκστομίζεται ως βρισιά προς το άτομο που μας αποκάλεσε μαλάκα. Αν το άτομο στο οποίο εκστομίζεται η βρισιά είναι γνώστης της λαϊκής σοφίας, ανταπαντά: την πιάνω, τη λακώνω και στον κώλο σου τη χώνω·
- πιάσ’ τη μου και λούσ’ τη! (ενν. την πούτσα μου, την ψωλή μου), ομοιοκατάληκτη απάντηση που εκστομίζεται ως βρισιά προς το άτομο που μας αποκάλεσε πούστη. Αν το άτομο στο οποίο εκστομίζεται η βρισιά είναι γνώστης της λαϊκής σοφίας, ανταπαντά: την έχω λουσμένη και στον κώλο σ’ περασμένη·
- πιάσαμε αράχνες, (για παρέες) βλ. λ. αράχνη·
- πιάσαμε κοριούς, βλ. λ. κοριός·
- πιάσαμε ξημερώματα, βλ. λ. ξημέρωμα·
- πιάσαμε το ξημέρωμα, βλ. λ. ξημέρωμα·
- πιάσε δέκα! βλ. λ. δέκα·
- πιάσε κόκκινο! βλ. λ. κόκκινος·
- πιάσε πέντε! βλ. λ. πέντε·
- πιάσε τον αστακό και κούρεψε το μαλλί του, βλ. λ. αστακός·
- πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρε τα παπούτσια του ή πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- πιάστε τον! συλλάβετέ τον! τσακώστε τον(!)·
- πιάστηκαν στα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- πιάστηκε απ’ τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- πιάστηκε η αναπνοή μου ή μου πιάστηκε η αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- ποιος τον πιάνει τώρα! βλ. φρ. τώρα ποιος τον πιάνει(!)·
- ρίχνω άδεια και πιάνω γεμάτα, βλ. λ. άδειος·
- σε μας δεν πιάνουν αυτά ή σε μένα δεν πιάνουν αυτά, βλ. λ. αυτός·
- σε πιάνει εχθρό του, βλ. λ. εχθρός·
- σε πιάνω, σε καταλαβαίνω, σε εννοώ. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση με πιάνεις(;)·
- σκατά να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. σκατά·
- σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. σκατά·
- τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα εκεί που δεν πιάνει μελάνι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. μελάνι· 
- τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τα πιάνει (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), α. βγάζει, κερδίζει αρκετά χρήματα: «άνοιξε ένα φαστφουντάδικο μέσ’ στην καρδιά της αγοράς και τα πιάνει μια χαρά». 2. (ιδίως για υπαλλήλους του δημοσίου) δωροδοκείται, λαδώνεται, χρηματίζεται: «αν θέλεις να τελειώσει πιο γρήγορα η δουλειά σου, να πας στον τάδε, γιατί, απ’ ότι ξέρω, τα πιάνει». Συνών. τ’ αρπάζει / τα παίρνει / τα σβερκώνει / τα τσακώνει / τα τσιμπάει / τα χουφτώνει· 
- τα πιάνει τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
- τα πιάνω, κερδίζω χρήματα: «μια δουλειά έκανε ο τυχεράκιας και τα ’πιασε». (Τραγούδι: μα τι έχεις πια να χάσεις, σου τα παίρνουν, πριν τα πιάσεις // κι όταν γίνουμαι ταπί, τρέχω να κονομήσω· μόλις τα πιάσω, σαν τρελός, πάω να τ’ ακουμπήσω
- τα πιάσαμε τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- τα ’πιασε ή τα ’χει πιάσει, δωροδοκήθηκε: «για να πει αυτά που είπε ο μάρτυρας στο δικαστήριο, τα ’χει πιάσει»· βλ. και φρ. τα πιάνω· 
- τα ’πιασε χοντρά, βλ. λ. χοντρά·
- τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. λ. χέρι·
- την έπιασα, πέτυχα στο σκοπό μου, στην επιδίωξή μου: «στην αρχή είχα κάποιες δυσκολίες με τη δουλειά μου, αλλά με τον καιρό την έπιασα και τώρα είμαι μια χαρά»·
- την έπιασαν οι πόνοι, (για έγκυες γυναίκες) βλ. λ. πόνος·
- την έπιασε φίλη, (για άντρες) βλ. λ. φίλος·
- την πιάνω στο λακιρντί, βλ. λ. λακιρντί·
- την πικρή τη μελιτζάνα, πάχνη δεν την πιάνει, βλ. λ. μελιτζάνα·
- τι σ’ έπιασε; τι σου συμβαίνει; τι σε απασχολεί(;): «τι σ’ έπιασε και κατέβασες τα μούτρα; || τι σ’ έπιασε τώρα και φωνάζεις σαν τρελός;»·
- τι ψάρια έπιασες; ή τι ψάρια έχεις πιάσει; βλ. λ. ψάρι·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το πιάνει αμέσως, βλ. φρ. το πιάνει με το πρώτο·
- το πιάνει με το πρώτο, το αντιλαμβάνεται, το εννοεί, το καταλαβαίνει γρήγορα, αμέσως: «ό,τι και να του πεις, το πιάνει με το πρώτο || ό,τι γίνεται γύρω του, το πιάνει με το πρώτο»·
- το πιάνει (ο) αέρας, βλ. λ. αέρας·
- το πιάνεις; το εννοείς; το καταλαβαίνεις; Συνήθως η φρ. επαναλαμβάνεται κάθε τόσο από αυτόν που εξιστορεί κάτι·
- το ’πιασα ή το ’χω πιάσει, το εννόησα, το κατάλαβα, το κατανόησα: «ευτυχώς που το ’πιασα πως ήθελαν να με ρίξουν, και την κοπάνησα εγκαίρως». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πια που το ’χω πιάσει,χίλιους βρίσκω σαν εσέ κι άλλοι μου πουλούν αγάπες, μα τις παίρνω βερεσέ)· 
- το ’πιασα με τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- το ’πιασα το υπονοούμενο, βλ. λ. υπονοούμενο·
- το ’πιασε το νόημα, βλ. λ. νόημα·
- το ’πιασες; το εννόησες; το κατάλαβες; το κατανόησες(;): «το ’πιασες αυτό που σου ’πα ή μήπως πρέπει να στο ξαναπώ»·
- τον γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τον έχω γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τον έπιασα μάγουλο ή του ’πιασα το μάγουλο, βλ. λ. μάγουλο·
- τον έπιασα με τις πιτζάμες, βλ. λ. πιτζάμα·
- τον έπιασα με το βρακί ή τον έπιασα με τα βρακιά, βλ. λ. βρακί·
- τον έπιασα με το σώβρακο ή τον έπιασα με τα σώβρακα, βλ. λ. σώβρακο·
- τον έπιασα με το δάχτυλο στη μαρμελάδα, βλ. λ. μαρμελάδα·
- τον έπιασα με το δάχτυλο στο μέλι, βλ. λ. μέλι·
- τον έπιασα με το κακό, βλ. λ. κακός·
- τον έπιασα με το καλό, βλ. λ. καλός·
- τον έπιασα με το καλό, τον έπιασα με το κακό, βλ. λ. καλός·
- τον έπιασα στα πράσα, βλ. λ. πράσο·
- τον έπιασα στο ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- τον έπιασαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- τον έπιασαν τα κλάματα ή τον έπιασε το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- τον έπιασαν τα φραγκοφονικά του, βλ. λ. φραγκοφονικά·
- τον έπιασε (η) μανία, βλ. λ. μανία·
- τον έπιασε (η) μούρλα, βλ. λ. μούρλα·
- τον έπιασε η τσιμπίδα του νόμου (της εφορίας), βλ. λ. τσιμπίδα·
- τον έπιασε μύγα, βλ. λ. μύγα·
- τον έπιασε η ζέστα ή τον έπιασαν οι ζέστες, βλ. λ. ζέστα·
- τον έπιασε ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- τον έπιασε (το) αμόκ, βλ. λ. αμόκ·
- τον έπιασε το μανιάτικο, βλ. λ. μανιάτικος·
- τον έπιασε το όριο ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- τον έπιασε το τραγουδιστικό του ή τον έχει πιάσει το τραγουδιστικό του, βλ. λ. τραγουδιστικός·
- τον έπιασε φίλο, (για γυναίκες) βλ. λ. φίλος·
- τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! βλ. λ. πόρτα·
- τον πιάνει το σχέδιο, βλ. λ. σχέδιο·
- τον πιάνω, τον καταλαβαίνω, τον εννοώ: «θέλω να ’ρθεις μαζί μου στην κουβέντα που θα κάνω με τον τάδε, γιατί μόνο εσύ τον πιάνεις»·
- τον πιάνω αμερικανάκι, βλ. λ. αμερικανάκι·
- τον πιάνω απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- τον πιάνω απ’ τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- τον πιάνω απ’ τα πέτα ή τον πιάνω απ’ το πέτο, βλ. λ. πέτο·
- τον πιάνω απ’ το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- τον πιάνω απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- τον πιάνω απ’ το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- τον πιάνω απ’ το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον πιάνω απ’ τον γιακά, βλ. λ. γιακάς·
- τον πιάνω απ’ τον γκιρλατάνο, βλ. λ. γκιρλατάνος·
- τον πιάνω βιδέλο, βλ. λ. βιδέλο·
- τον πιάνω γιαγλή, βλ. λ. γιαγλής·
- τον πιάνω γιατρό, βλ. λ. γιατρός·
- τον πιάνω θύμα, βλ. λ. θύμα·
- τον πιάνω κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- τον πιάνω κότσο, βλ. λ. κότσος·
- τον πιάνω μπαγλαμά, βλ. λ. μπαγλαμάς·
- τον πιάνω σκαστό, βλ. λ. σκαστός·
- τον πιάνω στη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- τον πιάνω στο λακιρντί, βλ. λ. λακιρντί·
- τον πιάνω στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- του έπιασα τη μάνα, (για τάβλί) βλ. λ. μάνα·
- του έπιασα τη φλέβα, βλ. λ. φλέβα·
- του έπιασα το σφυγμό, βλ. λ. σφυγμός·
- του πιάνω κουβέντα ή τον πιάνω στην κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- τους έπιασαν καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- τους έπιασαν πάνω στην πράξη, βλ. λ. πράξη·
- τους έπιασαν στα πράσα, βλ. λ. πράσο·
- τρέχα πιάσ’ την! βλ. λ. τρέχω·
- τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει, βλ. λ. τροχός·
- τώρα πιάσ’ τα μας, (ενν. τα αρχίδια), (ειρωνικά) ξεγελάστηκες, την έπαθες, την πάτησες: «νόμιζες πως ήσουν πιο έξυπνος από μένα, αλλά τώρα πιάσ’ τα μας».Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τώρα πιάσε μας τ’ αρχίδια ή τώρα πιάσε μου τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
 τώρα ποιος τον πιάνει! είναι ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ιδίως μετά από κάποια σπουδαία επιτυχία του: «πέρασε πρώτος στην ιατρική σχολή και ποιος τον πιάνει!». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην ταβέρνα έτρεξα και γίνηκα χαρμάνι, με πήρ’ η τρέλα στο κρασί και τώρα ποιος με πιάνει!)·
- τώρα τον έπιασε η προκοπή του! ή τώρα τον έπιασαν οι προκοπές του! βλ. λ. προκοπή·
- τώρα τον έπιασε ο πόνος! βλ. λ. πόνος·
- φάε λίγο να σε πιάσει, βλ. λ. τρώω·
- χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι να πιάνεις, σκατά να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι να πιάνεις, χώμα να γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χρυσάφι πιάνει, σκατά γίνεται, βλ. λ. χρυσάφι·
- χώμα να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. χώμα·
- χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. χώμα.

πόνος

πόνος, ο, ουσ. [<αρχ. πόνος], ο πόνος. 1. (ειρωνικά) ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «μέχρι προχτές τριγυρνούσε με τη μια και με την άλλη, κι αφού τον ξεζούμισαν, τον έπιασε ξαφνικά ο πόνος για το σπίτι του». 2. η συμπόνια, ο οίκτος, η συμπαράσταση προς κάποιον: «μόλις τον είδα με κουρελιασμένα ρούχα, ένιωσα τέτοιο πόνο για το κατάντημά του, που ξέχασα ό,τι μου είχε κάνει και τον βοήθησα». 3. μεγάλη δυστυχία, μεγάλη θλίψη: «έχει μεγάλο πόνο, που δεν πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: για ’με δε βρίσκεται γιατρός, φάρμακο και βοτάνι. Μ’ αρνήθηκες κι ο πόνος μου δεν πρόκειται να γειάνει). 4.στον πλ. οι πόνοι, οι ωδίνες του τοκετού: «όπου να ’ναι γεννάει, γιατί την έπιασαν οι πόνοι». Υποκορ. πονάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, λέγεται στην περίπτωση που η βοήθεια που μας προσφέρει κάποιος, δεν καλύπτει την πραγματική μας ανάγκη: «εδώ δεν είχε να φάει η οικογένειά μου, κι αυτός, για να με κάνει να νιώσω ευχάριστα, προθυμοποιήθηκε να με πάρει μαζί του στο ταξίδι του για να ξεσκάσω, αλλά, αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο». Συνών. αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις·   
- γλυκός πόνος, που δεν είναι βασανιστικός: «ένιωσε ένα γλυκό πόνο στο στομάχι του, γι’ αυτό και δεν αποφάσισε να πάρει ακόμη το χαπάκι του»·
- δε θα το πάρω κι επί πόνου, δε θα στενοχωρηθώ, δε θα το δώσω σημασία: «αν δεν έρθει στο ραντεβού, δε θα το πάρω κι επί πόνου»·
- δώδεκα Απόστολοι καθένας με τον πόνο του ή δώδεκα μαθητές καθένας με τον πόνο του, βλ. φρ. καθένας με τον πόνο του·
- καθένας με τον πόνο του, καθένας σκέφτεται, μιλάει, ασχολείται με αυτά που τον βασανίζουν, που τον ταλαιπωρούν: «είχε πενήντα άτομα στη δουλειά του κι ο καθένας με τον πόνο του». (Λαϊκό τραγούδι: καθένας με τον πόνο του κι εγώ με το δικό μου, είναι μεγάλος ο καημός και το παράπονό μου). Συνών. καθένας με τον καημό του· βλ. και φρ. καθένας με το πρόβλημά του, λ. πρόβλημα·
- μ’ ένα πόνο, ευχή σε έγκυο γυναίκα να γεννήσει αμέσως και χωρίς προβλήματα·
- μ’ έφαγαν οι πόνοι, με κατέβαλαν οι πίκρες, οι δυστυχίες, οι στενοχώριες: «δεν αντέχω να ζω άλλο, γιατί μ’ έφαγαν οι πόνοι». (Λαϊκό τραγούδι: λαβωματιές με γέμισες και μ’ έφαγαν οι πόνοι και στη φωτιά που μ’ έριξες τίποτε δε με σώνει
- με δέρνει ο πόνος ή με δέρνουν οι πόνοι, βασανίζομαι έντονα από δυστυχίες, από στενοχώριες, από προβλήματα: «από τότε που θυμάμαι τη ζωή μου, με δέρνουν οι πόνοι». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει χίλιους δυο καημούς δεν τονε δέρν’ ο πόνος, κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός αυτός το ξέρει μόνος
- με πόνο, με συμπόνια, με οίκτο, με συναίσθημα συμπαράστασης. (Λαϊκό τραγούδι: τον κοιτούσαμε θλιμμένοι και με πόνο στην καρδιά, γιατί ήταν στην παρέα απ’ τα πιο καλά παιδιά
- μπρος στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος, βλ. λ. κάλλος·
- παίζει με τον πόνο μου, α. λέει και ξελέει πως θα με βοηθήσει, τη στιγμή που έχω άμεση ανάγκη από αυτή τη βοήθεια ή λέει και ξελέει πως θα μου δώσει κάτι, τη στιγμή που το χρειάζομαι απόλυτα: «απ’ το πρωί τον παρακαλώ να μου δώσει τ’ αυτοκίνητό του για δυο ώρες το βράδυ που το χρειάζομαι, κι αυτός παίζει με τον πόνο μου, γιατί μια λέει πως θα μου το δώσει κι ύστερα κάνει πως ξεχνάει». β. με κοροϊδεύει για κάποιο ατύχημα ή πάθημά μου: «έμαθε πως μ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά και παίζει με τον πόνο μου, γιατί κάθε τόσο με ειρωνεύεται»·
- πεθαίνω απ’ τον πόνο ή πεθαίνω στον πόνο, πονώ, υποφέρω πάρα πολύ: «κάθε φορά που με πιάνει το στομάχι μου, πεθαίνω απ’ τον πόνο»·
- πνίγω τον πόνο (μου), πιέζω τον εαυτό μου για να μη φανεί ο πόνος, ιδίως ο ψυχικός που νιώθω: «μόλις έμαθε τ’ άσχημα νέα, έπνιξε τον πόνο του για να μην καταλάβουν τίποτα οι άλλοι»·
- πνίγω τον πόνο μου στο πιοτό, προσπαθώ να ξεχνώ αυτό που με βασανίζει πίνοντας, μεθώντας: «απ’ τη μέρα που τον χώρισε η γυναίκα του, πνίγει τον πόνο του στο πιοτό». Πρβλ.: πίνω για να ξεχνώ τον πόνο μόνο μόνο, λέω στον ταβερνιάρη, ρετσίνα κεχριμπάρι (Τραγούδι)·
- πόνος που τον δέρνει! ή τον δέρνει ένας πόνος! νιώθει μεγάλο ψυχικό πόνο: «πρόσφατα έχασε το γιο του. -Αχ, τον καημένο, πόνος που τον δέρνει!»·
- σβήνω τον πόνο μου, τον κάνω λιγότερο έντονο, τον καταπραΰνω: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, σβήνω τον πόνο μου στα ταξίδια». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω μαζί σου ο πόνος μου να σβήσει, πάλι η πενιά σου ζητώ να με μεθύσει
- την έπιασαν οι πόνοι, (για έγκυες γυναίκες) έφτασε η ώρα να γεννήσει: «μόλις την έπιασαν οι πόνοι, την μετέφερε ο άντρας της αμέσως στην κλινική»·
- το κρεβάτι του πόνου, βλ. λ. κρεβάτι·
- το παίρνω επί πόνου, στενοχωριέμαι υπερβολικά, δίνω μεγάλη σημασία στα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου που στρέφονται εναντίον μου: «το πήρε πολύ επί πόνου που κάθισες και τον κατηγόρησες, χωρίς να ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα»·
- τον δέρνει ο πόνος, υποφέρει ψυχικά πάρα πολύ: «ακόμα τον δέρνει ο πόνος για το θάνατο του πατέρα του». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει χίλιους δυο καημούς, δεν τονε δέρνει ο πόνος, κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός, αυτός το ξέρει μόνος
- τον έφαγε ο πόνος ή τον έφαγαν οι πόνοι, καταβλήθηκε σωματικά ή ψυχικά: «τόσα χρόνια στην ξενιτιά, τον έφαγε ο πόνος». (Λαϊκό τραγούδι: βασανισμένο μου κορμί, σε φάγανε οι πόνοι, γιατροί δε σε γιατρεύουνε, το χρήμα δε σε σώνει
- τράβα πόνο για ομορφιά, βλ. λ. ομορφιά·
- τρελαίνομαι απ’ τον πόνο, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ τον πόνο·
- τώρα τον έπιασε ο πόνος! λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που αρχίζει να ενδιαφέρεται για κάτι, όταν αυτό, ιδίως κακό, έχει ήδη συντελεστεί, έχει ήδη ολοκληρωθεί: «μου ’πε ο τάδε πως θα μιλήσει στο διευθυντή σου να σου φέρεται καλύτερα. -Τώρα που με απέλυσε τον έπιασε ο πόνος!»·
- τώρα τον πήρε ο πόνος! βλ. φρ. τώρα τον έπιασε ο πόνος(!)·
- ψοφώ απ’ τον πόνο ή ψοφώ στον πόνο, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ τον πόνο.

προκοπή

προκοπή, η, ουσ. [<μτγν. προκοπή], η προκοπή. (Ακολουθούν 13 φρ.)·  
- βλέπω προκοπή, βλ. φρ. κάνω προκοπή·
- δεν είναι της προκοπής, α. (για πρόσωπα) είναι αμφίβολης ηθικής ή τιμιότητας: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν είναι της προκοπής». β. (για πράγματα) που είναι πρόχειρο, της σειράς, που δεν είναι ωραίο, αξιόλογο, που δεν έχει αξία, ποιότητα: «έχει ένα αυτοκίνητο, αλλά δεν είναι της προκοπής || τ’ άφησε το βιβλίο στη μέση, γιατί δεν ήταν της προκοπής»·
- δεν έχει προκοπή, δεν υπάρχει περίπτωση πετυχημένης σταδιοδρομίας ή περίπτωση ευημερίας από τη δουλειά, την εργασία. Λέγεται συνήθως για τόπους, για χώρες: «κάποτε στη Γερμανία μπορούσες να δουλέψεις σκληρά και να κάνεις λεφτά, σήμερα όμως δεν έχει προκοπή». (Λαϊκό τραγούδι: ασ’ τα παιδιαρίσματα στο ’χω ξαναπεί, αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει προκοπή
- δεν υπάρχει προκοπή, βλ. φρ. δεν έχει προκοπή·
- κάνω προκοπή, προκόβω, προοδεύω, ευημερώ ύστερα από μόχθο και σκληρή δουλειά: «από μικρός δούλευε σαν είλωτας, γι’ αυτό κι έκανε προκοπή». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα να δω μ’ εσένανε, τι προκοπή θα κάνω. Φαίνετ’ έφτασε η στιγμή, ή να με στείλεις στο Δαφνί, ή στον παπά για γάμο // δίχως τιμόνι και κουπί πώς θες να κάνει προκοπή; στο καπηλειό την άραξε και τη ζωή του άλλαξε
- να λείψουν τα πιπέρια σου, να δω την προκοπή σου, βλ. λ. πιπέρι·
- να μη δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- να μη σώσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- να μη φτάσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- την είδαμε την προκοπή σου! ή τις είδαμε τις προκοπές σου! ειρωνική παρατήρηση σε αποτυχημένο άτομο που υποδεικνύει σε κάποιον τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει για να προκόψει: «άσε τις συμβουλές, γιατί την είδαμε την προκοπή σου!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα·
- την είδαμε την προκοπή του! ή τις είδαμε τις προκοπές του! λέγεται ειρωνικά για άτομο που απέτυχε: «μη μου λες τώρα πως έχει μυαλό ο τάδε, γιατί την είδαμε την προκοπή του!»·
- της προκοπής, λέγεται για κάτι που δεν είναι πρόχειρο, της σειράς, που είναι ωραίο, αξιόλογο, που έχει αξία, ποιότητα και ως εκ τούτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί: «αγόρασε ένα κουστούμι της προκοπής για τις επίσημες εξόδους του || τώρα που έγινε διευθυντής, σκέφτεται ν’ αγοράσει κι ένα αυτοκίνητο της προκοπής || έχω καιρό να διαβάσω ένα βιβλίο της προκοπής || πες του ένα λόγο της προκοπής, γιατί παρεκτρέπεται»·
- τώρα τον έπιασε η προκοπή του! ή τώρα τον έπιασαν οι προκοπές του! λέγεται ειρωνικά για άτομο που ενεργεί καθυστερημένα και ως εκ τούτου βιάζεται να κάνει κάτι: «όλο το καλοκαίρι τεμπέλιαζε και τώρα που άρχισαν οι εξετάσεις τον έπιασε η προκοπή του για διάβασμα!».    

πυρίτιδα

πυρίτιδα, η, ουσ. [<μτγν. πυρίτις + κατάλ. -ιδα], η πυρίτιδα·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα, λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως είπε ή έκανε κάτι το πρωτότυπο: «μας λέτε πως τα τροχαία αναδεικνύονται σε μάστιγα της κοινωνίας μας, όμως κύριε, δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα». Συνών. δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός / δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική / δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό.

ραδίκι

ραδίκι, το, ουσ. [<μσν. ραδίκι <ιταλ. radicchio], το ραδίκι · (στη γλώσσα της αργκό) το πεύκο. (Λαϊκό τραγούδι: άιντε ν’ από κάτω απ’ το ραδίκι,άιντε κάθονται δυο πιτσιρίκοι, το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρουνε τσιγάρο
- τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα ή τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια, (ειρωνικά) πέθανε και τον θάψανε: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα τράκαρε και τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα». Από την εικόνα του νεκροταφείου, όπου υπάρχουν πολλά πεύκα. Συνών. τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα / τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ρεπανάκια·

ραπανάκι

ραπανάκι κ. ρεπανάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. ραπάνι], φυτό που η κόκκινη σφαιρική ρίζα του τρώγεται ως ορεκτικό ή σαλάτα·
- τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια, (ειρωνικά) πέθανε και τον θάψανε: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου τράκαρε, και τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια». Από το ότι η ρίζα του ραπανιού προχωράει σε βάθος μέσα στη γη. Συνών. τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα / τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα / τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια·
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, βλ. λ. ψωμί·

σήμερα

σήμερα, επίρρ. [<αρχ. σήμερον], σήμερα· ως ουσ. το σήμερα, το παρόν: «όλοι νοιάζονται μόνο για το σήμερα». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. με το σήμερα με το αύριο·
- δε μας θέλει η μπάλα σήμερα ή δε μας θέλει σήμερα η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- και ντε σήμερα, ντε αύριο, βλ. λ. ντε·
- μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο ή μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει απέναντί μου: «μου χρωστάει κάτι λεφτά εδώ και τόσο καιρό και μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο»·
- με πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- με ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- με το σήμερα με το αύριο, με διαδοχικές, με συνεχείς αναβολές: «με το σήμερα με το αύριο χάσαμε την προθεσμία υποβολής των δικαιολογητικών»·
- σαν σήμερα, γεγονός που συντελέστηκε στο παρελθόν την ίδια ημερομηνία με τη σημερινή: «σαν σήμερα ήταν που πέθανε ο πατέρας μου, πριν από πέντε χρόνια». (Λαϊκό τραγούδι: σαν σήμερα σαν σήμερα βαριά με δέσαν σίδερα
- σήμερα αύριο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μια από αυτές τις μέρες που έρχονται: «μη στενοχωριέσαι, γιατί σήμερα αύριο θα στα δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω»·
- σήμερα δέκα ή σαν σήμερα δέκα ή σήμερα κάνει δέκα (ενν. ημέρες), πριν από δέκα ημέρες: «έχει πολλές μέρες που έφυγε; -Σαν σήμερα κάνει δέκα». Ο αριθμός ανάλογος·
- σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε, έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος πως η ζωή είναι πρόσκαιρη και μάταιη: «όλα είναι μάταια στη ζωή μας, φιλαράκι, γιατί σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε». Πρβλ. για κάτσετε λιγάκι να σκεφθείτε πως πρέπει να γλεντάτε τη ζωή, σήμερα είσαι κι αύριο φεύγει γλέντησε άνθρωπε όσο μπορείς (Λαϊκό τραγούδι)·
- σήμερα εσύ, αύριο εγώ, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως στη ζωή το καλό και πιο συχνά το κακό δεν είναι μόνιμο σε κάποιον άνθρωπο, αλλά, ενώ σήμερα μπορεί να συμβαίνει στον έναν, μπορεί την επομένη να συμβαίνει στον άλλον: «μη στενοχωριέσαι, φίλε μου, γι’ αυτή την ατυχία σου, γιατί σήμερα εσύ, αύριο εγώ»·
- σήμερα έχει, αύριο δεν έχει, έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως πρέπει να προλάβει να επωφεληθεί από κάποια ευκαιρία που παρουσιάστηκε: «τρέξε να προλάβεις ν’ αγοράσεις απ’ το τάδε κατάστημα, που τα δίνει όλα μισοτιμής, γιατί σήμερα έχει, αύριο δεν έχει»·
- σήμερα ζούμε, (κι) αύριο δε ζούμε, βλ. συνηθέστ. σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε·
- σήμερα θα… (ακολουθεί ρήμα), αύριο θα… (ακολουθεί το ίδιο ρήμα), μάταια περιμένουμε να συμβεί, να πραγματοποιηθεί από κάποιον ή από κάτι,αυτό που δηλώνει το ρήμα: «μου είχε υποσχεθεί πως θα μ’ έπαιρνε στη δουλειά του, όμως σήμερα θα με πάρει, αύριο θα με πάρει, νιος ήμουν και γέρασα || είχαν πει απ’ το Λιμεναρχείο πως το καράβι θα ερχόταν αργά το βράδυ, όμως σήμερα θα ’ρθει, αύριο θα ’ρθει, πέρασαν τρεις μέρες και καράβι δε φαινόταν»· βλ. και φρ. τώρα θα…, ύστερα θα…, λ. τώρα·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ. άνθρωπος·
- το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- τι σήμερα, τι αύριο, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε σε κάποιον πως δεν υπάρχει σπουδαία διαφορά ανάμεσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα: «αφού σου υποσχέθηκε πως αύριο θα σου δώσει τα λεφτά που σου χρειάζονται, τι σήμερα, τι αύριο»·
- το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το σήμερα είναι χτες, λέγεται για την ταχύτατη εξέλίξη που συντελείται στην εποχή μας: «η εξέλιξη στη ζωή μας έχει πάρει τέτοιες τεράστιες διαστάσεις, που το σήμερα είναι χτες»·
- του σήμερα, α. που είναι της επικαιρότητας, που είναι βραχύβιος: «άλλαξε μυαλά, γιατί αυτά είναι επαγγέλματα του σήμερα και κάποια στιγμή θα βρεθείς χωρίς να έχεις κάτι σίγουρο στα χέρια σου». β. που είναι σύγχρονος με την εποχή του, που είναι έτσι όπως απαιτούν οι συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες: «είναι άνθρωπος του σήμερα και νοιάζεται μόνο για το χρήμα».

σπιτάκι

σπιτάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. σπίτι]. 1. μικρό σπίτι: «ζει σ’ ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού || απορώ πώς ζούνε τόσα άτομα μέσα σ’ αυτό το σπιτάκι!». 2. (με συναισθηματική φόρτιση) το σπίτι: «μόλις τελειώσω απ’ τη δουλειά επιστρέφω αμέσως στο σπιτάκι μου». (Λαϊκό τραγούδι: χωριό μου χωριουδάκι μου και πατρικό σπιτάκι μου). 3. μικρό σπίτι ως παιδικό παιχνίδι: «έβαλε την κούκλα στο σπιτάκι της»·
- δεν παίζουμε σπιτάκια, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «θα σε παρακαλούσα να έρθεις με σοβαρές προτάσεις, γιατί είμαστε σοβαρή επιχείρηση και δεν παίζουμε σπιτάκια». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- εμείς τι κάνουμε, σπιτάκια παίζουμε γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας, από τη στιγμή που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «θα μπορέσεις να βρεις λύση στο πρόβλημά μου; -Εμείς τι κάνουμε, σπιτάκια παίζουμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·  
- παίζω σπιτάκια, δεν κάνω απολύτως τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, κάθεται και παίζει σπιτάκια». Για συνών. βλ. φρ. παίζω τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα. Από την εικόνα των μικρών παιδιών που παίζουν το ομώνυμο παιχνίδι·
- τι νόμισες, σπιτάκια παίζουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούσαν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «για να σου πω την αλήθεια, δεν ήμουν σίγουρος πως θα μπορούσες να τελειώσεις μια τόσο δύσκολη δουλειά. -Τι νόμισες, σπιτάκια παίζουμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, βλ. λ. σπίτι.

τέτοιος

τέτοιος, -οια, -οιο, αντων. [<μσν. τέτοιος <αρχ. τοίτοιος (συμφυρ.)], τέτοιος. 1. αυτού του είδους, παρόμοιος, σχετικός: «όλοι οι φίλοι σου είναι αλήτες κι έπρεπε να καταλάβω πως κι εσύ είσαι τέτοιος». 2. λέγεται αντί ονόματος που έχουμε λησμονήσει ή που δε θέλουμε να το πούμε, για να μην καταλάβουν οι άλλοι για ποιον πρόκειται: «πέρασε και σε ζητούσε ο τέτοιος, ο… πώς τον λένε να δεις || πέρασε ο τέτοιος και σε ζητούσε». Συνήθως κάνουμε διακριτικά κάποια χειρονομία, παρουσιάζοντας κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος. Αν π.χ. έχει μεγάλη μύτη, φέρνουμε το δείκτη μπροστά στη μύτη μας σε γαμψή στάση, αν έχει μεγάλα αφτιά, φέρνουμε το ένα ή και τα δυο χέρια στ’ αφτιά μας σχηματίζοντας με το δείκτη και τον αντίχειρα μεγάλο κύκλο ή πιέζοντάς τα από πίσω προς τα μπροστά (κ.λπ.). 3. λέγεται περιφρονητικά, όταν αναφερόμαστε σε κάποιον ή σε κάτι που έμμεσα απορρίπτουμε ή υποτιμούμε: «ήταν σίγουρο πως θα ’χες τραβήγματα με την αστυνομία, αφού έχεις τέτοιους φίλους || πώς να μη σ’ αφήσει στο δρόμο τέτοιο αυτοκίνητο!». 4α. το αρσ. ως ουσ. ο τέτοιος, ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος: «είδα την αδερφή σου με τον τέτοιο της να κάνουν βόλτα στην παραλία». β. ο θηλυπρεπής, ο πούστης: «δεν το περίμενε κανείς πως ένα τέτοιο παλικάρι θα μπορούσε ποτέ να είναι τέτοιος || όλοι οι τέτοιοι της περιοχής μας μαζεύονται στο τάδε μαγαζί». 5α. το θηλ. ως ουσ. η τέτοια, η ερωμένη, η γκόμενα: «μήπως ξέρεις ποιανού τέτοια είναι η τάδε;». β. η πουτάνα, η πόρνη: «άφησε τη γυναίκα του, ο μαλάκας, και γυρίζει με μια τέτοια, που την έχει πάρει ολόκληρο σύνταγμα». 6. το ουδ. ως ουσ. το τέτοιο, λέγεται αντί ονόματος για μικροαντικείμενο ή μικροεργαλείο που έχουμε λησμονήσει την ονομασία του ή που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να την πούμε: «δώσε μου το τέτοιο να ξεβιδώσω αυτή τη βίδα». 7. το ουδ. στον εν. το τέτοιο, (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του, μας, σας, τους, των)το πέος, ο πούτσος (μου, σου του, κ.λπ.): «αν σε βάλω το τέτοιο μου, θα στενάζεις μια βδομάδα!». 8. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα τέτοια, τα αρχίδια: «του ’δωσε μια κλοτσιά στα τέτοια του και τον ξάπλωσε κάτω». (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- δε θέλω τέτοια! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) δε θέλω να συμπεριφέρεσαι με άσχημο ή άπρεπο τρόπο: «με μένα θα ’σαι πάντοτε τυπικός, γιατί δε θέλω τέτοια!»·
- δε σηκώνω τέτοια! βλ. φρ. δε θέλω τέτοια(!)·
- δε φουμάρω εγώ τέτοια, βλ. λ. φουμάρω·
- δεν είν’ ώρα για τέτοια, βλ. λ. ώρα·
- δεν ξανάγινε τέτοια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν έχει τέτοια, στο εξής δε θα έχεις από μένα οποιαδήποτε παροχή ή βοήθεια: «μέχρι τώρα, ό,τι μου ζητούσες, στο έδινα, στο εξής όμως δεν έχει τέτοια»·
- δεν έχει τέτοια εδώ! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) θα πάψεις να συμπεριφέρεσαι όπως συμπεριφερόσουν κάπου αλλού και θα προσαρμοστείς σύμφωνα με τους κανόνες που υπάρχουν εδώ: «τις λούφες και τις κοπάνες θα τις ξεχάσεις, γιατί δεν έχει τέτοια εδώ! Εδώ έχει δουλειά»·
- είμαστε τώρα για τέτοια; λέγεται για κάτι με το οποίο δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να ασχοληθούμε, γιατί προέχει κάτι άλλο που είναι πιο σοβαρό: «θα ’ρθεις μαζί μας στην εκδρομή; -Είμαστε τώρα για τέτοια; Την άλλη βδομάδα αρχίζουν οι εξετάσεις και πρέπει να στρωθώ στο διάβασμα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. δεν είν’ ώρα για τέτοια, λ. ώρα·
- είμαστε τώρα για τέτοιες δουλειές; βλ. λ. δουλειά·
- είναι ώρα για τέτοια! βλ. λ. ώρα·
- έχει ένα κώλο τέτοιο! βλ. λ. κώλος·
- έχω τέτοια βράση! βλ. λ. βράση·
- και τέτοια, και άλλα ίδια με αυτά που σου λέω, και άλλα παρόμοια: «ο γιατρός δε με βρήκε καλά στην υγεία μου και μ’ έχει συστήσει να κόψω το τσιγάρο, το ποτό, τα ξενύχτια, να κάνω υγιεινή ζωή και τέτοια»·
- κάνε μας τέτοια! ή κάνε μου τέτοια! α. ενθάρρυνση ή προτροπή σε γυναίκα πάνω σε στιγμές κεφιού να εξακολουθήσει να μου κάνει σκέρτσα και κουνήματα, ιδίως την ώρα που χορεύει: «έλα, μανάκι μου, κάνε μου τέτοια!». (Λαϊκό τραγούδι: κάνε μου τέτοια, κάνε μου τέτοια για να σ’ αγαπώ, λέγε μου τέτοια, λέγε μου τέτοια για να λιώνω εγώ). β. απειλητική ή ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον να μην προκαλεί με πράξεις ή με λόγια, γιατί αλλιώς θα βρει τον μπελά του, γιατί θα ενεργήσουμε δυναμικά εναντίον του: «κάνε μου τέτοια και να δεις πως, στο τέλος, δε θα το γλιτώσεις το ξύλο!». Λέγεται συνήθως με αλλεπάλληλες κινήσεις του κεφαλιού πάνω κάτω ή αριστερά δεξιά. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- κάτι τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, βλ. λ. ξεχνώ·
- λέγε μας τέτοια! ή λέγε μου τέτοια! α. ενθαρρυντική προτροπή σε γυναίκα να συνεχίσει να μας λέει γλυκόλογα ή να μας υπόσχεται ερωτικές καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: κάνε μου τέτοια, κάνε μου τέτοια για να σ’ αγαπώ, λέγε μου τέτοια, λέγε μου τέτοια για να λιώνω εγώ). β. απειλητική παρατήρηση σε κάποιον να πάψει να μας προκαλεί με λόγια: «λέγε μου τέτοια και να δεις τι θα πάθεις!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·βλ. και φρ. μη μου λες τέτοια(!)·
- μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- μη μου λες τέτοια! α. (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μη μου μιλάς με άσχημο ή άπρεπο τρόπο, μη μου λες πράγματα που δεν είμαι διατεθειμένος να ακούσω ή να κάνω. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου λες εμένα τέτοια και δεν ψήνομαι, τώρα είμαστε παρέα και τα πίνουμε). β. λέγεται σε άτομο που μας ανακοινώνει πράγματα όχι αρεστά: «αύριο θα σου ’ρθει η εφορία. -Μη μου λες τέτοια!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α·
- μόνο τέτοια! βλ. φρ. πάντα τέτοια(!)·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό, βλ. λ. Θεός·
- όλο τέτοια! βλ. φρ. πάντα τέτοια(!)·
- όποια η μορφή, τέτοια κι η ψυχή, βλ. λ. μορφή·
- όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς! βλ. λ. φίλος·
- ό,τι μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
- πάντα τέτοια! ευχή σε κάποιον που του συνέβη κάτι καλό ή ευχάριστο να του συμβαίνει πάντα·
- πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πού τέτοια τύχη! βλ. λ. τύχη·
- πού τέτοια χαρά! βλ. λ. χαρά·
- πού τέτοιο πράγμα! βλ. πρά(γ)μα·
- σε τέτοιο σημείο που…, βλ. λ. σημείο·
- στα τέτοια μας! ή στα τέτοια μου! βλ. φρ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, βλ. λ. ώρα·
- τέτοιος είναι, τέτοια κάνει, λέγεται για να δηλώσουμε, συνήθως αρνητικά, πως οι πράξεις του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος είναι ανάλογες, σχετικές με το χαρακτήρα του, με το ποιόν του: «βρε, τον απατεώνα, πάλι μας εξαπάτησε! -Τέτοιος είναι, τέτοια κάνει»·
- τέτοιος φίλος, τέτοια πίτα, βλ. λ. πίτα·
- τώρα τέτοια θα λέμε! αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι αυτονόητο: «τ’ αδέρφια πρέπει να αλληλοϋποστηρίζονται, έτσι δεν είναι; -Τώρα τέτοια θα λέμε!». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά).  

τραγουδώ

τραγουδώ κ. τραγουδάω, ρ. [<μσν. τραγουδῶ <αρχ. τραγωδῶ], τραγουδώ. 1.  επαναλαμβάνω συνέχεια κάτι: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, μια φορά με βοήθησες και συνέχεια μου το τραγουδάς». 2. στην προστακτ. τραγούδα, έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει απεγνωσμένα τι να κάνω ή τώρα τι θα κάνω·
- δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, βλ. λ. τραγούδι·
- μην το τραγουδάς, (ειρωνικά) μην επαναλαμβάνεις συνέχεια κάτι: «μια φορά με δάνεισες κι εσύ λεφτά, μην το τραγουδάς σ’ όλο τον κόσμο»·
- μιλάμε ή τραγουδάμε; βλ. λ. μιλώ·
- σαλίγκαρος καιότανε κι εκείνος τραγουδούσε, βλ. λ. σαλίγκαρος·
- τραγούδα, τραγούδα! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που τραγουδάει για να μας δείξει την αδιαφορία του ή τη χαρά του για κάποιο πάθημα ή ατόπημά μας, με την έννοια ότι μπορεί να πάθει και ο ίδιος αυτό που πάθαμε εμείς ή ότι θα έρθει καιρός που θα του συμπεριφερθούμε με τον ίδιο τρόπο, όταν πέσει και αυτός σε κάποιο ατόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μαλάκα. Συνών. γέλα, γέλα! ·
- τώρα τραγούδα, έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «ήρθα για τη θέση του νυχτοφύλακα που ζητήσατε. -Τώρα τραγούδα, γιατί μετά από τόσες μέρες η θέση δόθηκε σε άλλον». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημέρα! / τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα κάτσε! (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα χαίρετε! / τώρα χαιρετίσματα! 

τροχός

τροχός, ο, ουσ. [<αρχ. τροχός], ο τροχός. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αλέθει ο τροχός (κάποιον ή κάποιους), τον (τους) συντρίβει, τον (τους) αφανίζει η ζωή, η πραγματικότητα: «όσοι δεν συμβαδίζουν με την εξέλιξη και δε συγχρονίζονται, εξαφανίζονται απ’ το προσκήνιο, γιατί συνέχεια αλέθει ο τροχός»·  
- αν δε λαδώσεις τον τροχό, δε γυρίζει, α. όποιος πεινάει, δεν μπορεί να δουλέψει, ή δεν αποδίδει όπως θα έπρεπε: «τρώει το πρωί καλά πριν πάει για τη δουλειά, γιατί αν δε λαδώσεις τον τροχό δε γυρίζει». β. δεν μπορεί να ξεκινήσει κάποιος μια δουλειά, μια προσπάθεια, όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, ή δεν πρέπει να περιμένουμε αξιόλογες υπηρεσίες από κάποιον, όταν δεν τον αμείβουμε ικανοποιητικά: «για ν’ αρχίσω τη δουλειά, πρέπει να μου δώσεις αυτά τα λεφτά που σου ζητάω, γιατί αν δε λαδώσεις τον τροχό δε γυρίζει». γ. δεν έχει όρεξη για διασκεδάσεις αυτός που στερείται βασικά πράγματα στη ζωή του: «με τη φτώχεια που με δέρνει πού κέφι για διασκέδαση, γιατί αν δε λαδώσεις τον τροχό δε γυρίζει». Συνών. νηστικό αρκούδι δε χορεύει·
- αν δε λαδώσεις τους τροχούς, η άμαξα δεν τρέχει, αν δεν αμείβουμε ικανοποιητικά τους ανθρώπους που έχουμε στη δούλεψή μας, τότε και αυτοί δεν αποδίδουν: «έχει παράπονα απ’ τους εργάτες του ότι δε δουλεύουν όπως πρέπει, όμως ξέρει καλά πως, αν δε λαδώσεις τους τροχούς, η άμαξα δεν τρέχει»· βλ. και φρ. αν δε λαδώσεις τον τροχό, δε γυρίζει·
- γυρίζει ο τροχός, έκφραση που δηλώνει πως η οικονομική κατάσταση και γενικά η μοίρα των ανθρώπων μεταβάλλεται: «μην ειρωνεύεσαι τον τάδε που είναι σήμερα φτωχός, γιατί πρέπει να ξέρεις πως γυρίζει ο τροχός και παρά τα λεφτά σου, αύριο μπορεί να ’σαι εσύ στη θέση του»·
- δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό, λέγεται ειρωνικά για κάποιον που έχει την εντύπωση πως είπε ή έκανε κάτι πρωτότυπο: «δεν ανακαλύψαμε τώρα τον τροχό, κύριέ μου, γιατί είναι σε όλους μας γνωστό πως τα ναρκωτικά σκοτώνουν». Συνών. δεν ανακαλύψαμε τώρα τη Γη του Πυρός / δεν ανακαλύψαμε τώρα την Αμερική / δεν ανακαλύψαμε τώρα την πυρίτιδα· 
- είναι ο πέμπτος τροχός της αμάξης, δεν προσφέρει το παραμικρό, δεν παίζει τον παραμικρό ρόλο σε μια δουλειά, σε μια υπόθεση, δεν έχει καμιά αρμοδιότητα ή εξουσία, είναι αμελητέος: «μην πας στον τάδε για να σου λύσει το πρόβλημά σου, γιατί είναι ο πέμπτος τροχός της αμάξης μέσα σ’ αυτό το εργοστάσιο». Από το ότι καμιά άμαξα δεν έχει πέμπτο τροχό·
- είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, δεν έχει καμιά αρμοδιότητα ή παίζει ασήμαντο ρόλο σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «πώς ήθελες να γίνει η δουλειά σου, αφού αποτάθηκες στον τάδε που είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης!». Συνών. είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά·
- έπεσε θύμα των τροχών, σκοτώθηκε ή τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα: «έχει κομμένο το ένα του πόδι, γιατί, όταν ήταν μικρός, έπεσε θύμα των τροχών»·
- θα γυρίσει ο τροχός, δηλώνει προσδοκία για αλλαγή της τύχης προς το καλύτερο, αφού καμιά κατάσταση στον κόσμο δεν είναι αμετάβλητη: «τώρα είμαι όλο δυσκολίες, αλλά θα γυρίσει ο τροχός». (Λαϊκό τραγούδι: μην κοιτάς που ’μαι μπατίρης, μην κοιτάς που ’μαι φτωχός, κάποια μέρα θα γυρίσει ο τροχός). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται κι άλλοτε ακολουθεί το πού θα πάει·
- θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός ή θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός, επιτείνει την έκφραση θα γυρίσει ο τροχός·  
- ο τροχός της τύχης, λαϊκό τυχερό παιχνίδι που εμφανίζεται, ιδίως στα πανηγύρια, και που αργότερα παρουσιάστηκε και ως τηλεοπτικό παιχνίδι: «ο τροχός της τύχης του τάδε καναλιού έχει μεγάλη ακροαματικότητα»·
- τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει, το ενεργητικό άτομο δεν αποτελματώνεται, ανανεώνει συνεχώς τις γνώσεις και αυξάνει τις ικανότητές του: «είναι πολύ ενεργητικό παιδί και σίγουρα θα πάει μπροστά, γιατί τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει». Συνών. πέτρα που κυλάει μαλλί δεν πιάνει (β).

τρώω

τρώω κ. τρώγω, ρ. [<αρχ. τρώγω (= ροκανίζω με τα δόντια μου)], τρώω. 1. γευματίζω: «μην πας να τους επισκεφθείς αυτή την ώρα, γιατί τρώνε». 2. δεν τηρώ νηστεία: «ακόμα και τη Μεγάλη Βδομάδα τρώει και δεν ντρέπεται καθόλου». 3. σκοτώνω, δολοφονώ: «του ’στησε καρτέρι, και με δυο κουμπουριές τον έφαγε τον άνθρωπο». 4. προκαλώ φθορά με τριβή, φθείρω: «κάνει καθιστική δουλειά, γι’ αυτό κάθε τόσο τρώει το παντελόνι του || τρώει τέσσερα με πέντε ζευγάρια παπούτσια το χρόνο, γιατί είναι πλασιέ σε μια επιχείρηση και γυρίζει συνέχεια μέσα στους δρόμους || χρόνια τώρα τα κύματα τρώνε τους βράχους». (Λαϊκό τραγούδι: σφίξε με και κούτσα κούτσα το πολύ πολύ να φάμε τα παλιά μας τα παπούτσα). 5. ξοδεύω, σπαταλώ: «τρώει τα λεφτά του δεξιά κι αριστερά». 6. ξοδεύω τον καιρό μου: «έφαγε όλο το πρωινό της στα μαγαζιά». 7. καταχρώμαι: «έφαγε ένα σωρό λεφτά απ’ την επιχείρηση που δούλευε και τον τραβούν στα δικαστήρια». 8. κλέβω: «ποιος έφαγε τον αναπτήρα μου;». (Λαϊκό τραγούδι: εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπάμε τις παντόφλες, για να μας βλέπουν τακτικά της φυλακής οι πόρτες). 9. τσιμπώ: «όλο το καλοκαίρι μας έφαγαν τα κουνούπια». (Ακολουθούν 612 φρ.)·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, βλ. λ. Γιάννης·
- αλλού τρως και πίνεις (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), βλ. λ. αλλού·
- αλτ και σε ’φαγα! βλ. λ. αλτ·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δεν κλάψει το μωρό, η μάνα του δεν του δίνει να φάει, βλ. λ. μωρό·
- αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες, βλ. λ. νύχι·
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα ’τρωγαν κι οι κατσιβέλοι, βλ. λ. μέλι·
- άντε φάε τη φρουτόκρεμά σου! ή φάε πρώτα τη φρουτόκρεμά σου! βλ. λ. φρουτόκρεμα·
- απ’ τα μετρημένα τρώει ο λύκος ή ο λύκος τρώει απ’ τα μετρημένα, βλ. λ. λύκος·
- απ’ το λέγε λέγε την έφαγε ο μπουνταλάς, βλ. λ. μπουνταλάς·
- απάνω τους και τους φάγαμε! βλ. λ. απάνω·
- από δουλειά να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. δουλειά·
- από λεφτά να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. λεφτά·
- από μυαλό να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. μυαλό·
- από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί ή από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί, βλ. λ. πίτα·
- αρνί που το βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι (απ’ τη στάνη, απ’ τη στρούγκα, απ’ το μαντρί), το τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- αρχίζουν να με τρών’ οι ψύλλοι, βλ. λ. ψύλλος·
- ας φάει σκόρδο ή ας φάει σκόρδο να ξεθυμώσει ή να φάει σκόρδο ή να φάει σκόρδο να ξεθυμώσει, βλ. λ. σκόρδο·
- γλιστρίδα έφαγες; βλ. λ. γλιστρίδα·
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα, βλ. λ. γριά·
- δε θα σε φάμε! ή δε θα σε φάω! ειρωνική έκφραση σε άτομο που φοβάται να μας πλησιάσει, με την έννοια μη φοβάσαι, δε θα σου κάνω κάποιο κακό: «έλα πιο κοντά, ρε παιδάκι μου, δε θα σε φάμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πρβλ.: είμαι πρεζάκιας μάθε το κι όπου κι αν πάγω, οι φίλοι δε με θέλουνε νομίζουν θα τους φάω (Λαϊκό τραγούδι)·
- δε θα το φάμε! ή δε θα το φάω! ειρωνική έκφραση σε άτομο που δε μας δίνει να δούμε κάτι που κρατάει, με την έννοια μη φοβάσαι πως δε θα σου το επιστρέψουμε, πως θα το οικειοποιηθούμε ή πως θα το καταστρέψουμε: «δώσε μου, ρε, να δω αυτό που κρατάς, δε θα στο φάμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν έτρωγα τη γλώσσα μου! βλ. λ. γλώσσα·  
- δεν έφαγα γλυκό ψωμί ή δε φάγαμε γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- δεν έχει ψωμί να φάει, βλ. λ. ψωμί·
- δεν προλαβαίνω να φάω, βλ. λ. προλαβαίνω·
- δεν τα τρώω αυτά ή δεν τα τρώμε αυτά, α. απειλητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά ή που προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας εκφοβίσει ή να μας επιβληθεί, με την έννοια πως δεν είμαστε διατεθειμένοι να υποκύψουμε: «σ’ εμένα μην κάνεις τον άγριο, γιατί δεν τα τρώω αυτά». Συνών. δεν τα μασάω αυτά / δεν τα σηκώνω αυτά. β. δεν πείθομαι, δεν πιστεύω αυτά που μου λες και, κατ’ επέκταση, δε θα με ξεγελάσεις, δε θα με κοροϊδέψεις, δε θα με εξαπατήσεις: «εμένα μη μου λες τέτοια πράγματα, γιατί δεν τα τρώω αυτά || άσε τα μεγάλα λόγια, γιατί δεν τα τρώμε αυτά». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε μετά το ρ. ακολουθεί το εγώ ή το εμείς. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά·
- δεν τρώει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν τρως, συμβουλευτική έκφραση σε άτομο που έχει την εντύπωση πως μπορεί να πετύχει κάτι, ιδίως πως μπορεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με μια γυναίκα, με την έννοια πως θα αποτύχει: «αν θέλεις κάν’ της την πρόταση, αλλά, σου λέω, δεν τρως». (Λαϊκό τραγούδι: ασ’ τα κόλπα και μη μου κουρντίζεσαι σε μένα για γαμπρός, πάλι στο ’πα τέτοιο μπαρμπούνι, βρε μαγκίτη μου, δεν τρως
- δεν τρώω άχυρα ή δεν τρώω άχυρο ή δεν τρώμε άχυρα ή δεν τρώμε άχυρο, βλ. λ. άχυρο·
- δεν τρώω βαλανίδια ή δεν τρώμε βαλανίδια, βλ. λ. βαλανίδι·
- δεν τρώω βλίτα ή δεν τρώμε βλίτα, βλ. λ. βλίτο·
- δεν τρώω βρούβες ή δεν τρώμε βρούβες, βλ. λ. βρούβα·
- δεν τρώω καλαμπόκι ή δεν τρώμε καλαμπόκι, βλ. λ. καλαμπόκι·
- δεν τρώω καναβούρι ή δεν τρώμε καναβούρι, βλ. λ. καναβούρι·
- δεν τρώω κουκιά ή δεν τρώμε κουκιά, βλ. λ. κουκί·
- δεν τρώω κούμαρα ή δεν τρώμε κούμαρα, βλ. λ. κούμαρο·
- δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- δεν τρώω κριθάρι ή δεν τρώμε κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- δεν τρώω λάχανα ή δεν τρώμε λάχανα, βλ. λ. λάχανο·
- δεν τρώω λαχανόφυλλα ή δεν τρώμε λαχανόφυλλα, βλ. λ. λαχανόφυλλο·
- δεν τρώω λουλάκι ή δεν τρώμε λουλάκι, βλ. λ. λουλάκι·
- δεν τρώω μαρούλια ή δεν τρώμε μαρούλια, βλ. λ. μαρούλι·
- δεν τρώω μαρουλόφυλλα ή δεν τρώμε μαρουλόφυλλα, βλ. λ. μαρουλόφυλλο·
- δεν τρώω μούσμουλα ή δεν τρώμε μούσμουλα, βλ. λ. μούσμουλο·
- δεν τρώω ξυλοκέρατα ή δεν τρώμε ξυλοκέρατα, βλ. λ. ξυλοκέρατο·
- δεν τρώω παραμύθι ή δεν τρώμε παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- δεν τρώω πίτουρα ή δεν τρώμε πίτουρα, βλ. λ. πίτουρο·
- δεν τρώω πριονίδια ή δεν τρώμε πριονίδια, βλ. λ. πριονίδι·
- δεν τρώω ροκανίδια ή δεν τρώμε ροκανίδια, βλ. λ. ροκανίδι·
- δεν τρώω σανό ή δεν τρώμε σανό, βλ. λ. σανός·
- δεν τρώω φουντούκια ή δεν τρώμε φουντούκια, βλ. λ. φουντούκι·
- δεν τρώω χάπια ή δεν τρώμε χάπια, βλ. λ. χάπι·
- δεν τρώω χαρούπια ή δεν τρώμε χαρούπια, βλ. λ. χαρούπι·
- δεν τρώω χόρτα ή δεν τρώω χόρτο ή δεν τρώμε χόρτα ή δεν τρώμε χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
- δικό σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- δουλεύουν τ’ άλογα για να τρώνε τα γαϊδούρια, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις, βλ. λ. δουλεύω·
- είναι να φάει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- έκαψα την κάπα μου να μην την τρώνε οι ψείρες, βλ. λ. κάπα·
- εκεί που δε σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα, βλ. λ. άδικος·
- ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, βλ. λ. βιος·
- έπεσαν όλοι να τον φάνε, δηλώνει καθολική αντίδραση, καθολική επιθετικότητα: «μόλις ο δολοφόνος βγήκε απ’ τ’ αυτοκίνητο της αστυνομίας, έπεσαν όλοι να τον φάνε || μόλις ο πρόεδρος ανακοίνωσε τη διάλυση του σωματείου, έπεσαν όλοι να τον φάνε»·
- έφαγα γονατιά, βλ. λ. γονατιά·
- έφαγα ένα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- έφαγα ένα λούσιμο, βλ. λ. λούσιμο·
- έφαγα ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- έφαγα ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- έφαγα ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- έφαγα έναν πούτσο ή έφαγα τον πούτσο μου, βλ. λ. πούτσος·
- έφαγα ήττα, βλ. λ. ήττα·
- έφαγα κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έφαγα με τις χούφτες (κάτι), βλ. λ. χούφτα·
- έφαγα με το κουτάλι (κάτι), βλ. λ. κουτάλι·
- έφαγα μια γλίστρα ή έφαγα γλίστρα, βλ. λ. γλίστρα·
- έφαγα μια τούμπα ή έφαγα τούμπα, βλ. λ. τούμπα·
- έφαγα πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- έφαγα πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- έφαγα ρούμπωμα, βλ. λ. ρούμπωμα·
- έφαγα σαγονιά, βλ. λ. σαγονιά·
- έφαγα σαν βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- έφαγα σαν γάιδαρος, βλ. λ. γάιδαρος·
- έφαγα τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- έφαγα τα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- έφαγα τα συκώτια μου, βλ. λ. συκώτι·
- έφαγα τη γη, βλ. λ. γη·
- έφαγα το φλας (το φλασάκι), βλ. λ. φλας·
- έφαγα τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- έφαγα τον τόπο, βλ. λ. τόπος·
- έφαγα φέσι, βλ. λ. φέσι·
- έφαγα φλασιά, βλ. λ. φλασιά·
- έφαγα φρίκη, βλ. λ. φρίκη·
- έφαγα χυλόπιτα, βλ. λ. χυλόπιτα·
- έφαγαν τα μουστάκια τους, βλ. λ. μουστάκι·
- έφαγε άδειασμα, βλ. λ. άδειασμα·
- έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- έφαγε βλίτα, βλ. λ. βλίτο·
- έφαγε γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- έφαγε γροθιές ή έφαγε τις γροθιές του, βλ. λ. γροθιά·
- έφαγε ζίλια ή έφαγε τα ζίλια του, βλ. λ. ζίλι·
- έφαγε η μούρη του χώμα, βλ. λ. μούρη·
- έφαγε η μύτη του χώμα, βλ. λ. μύτη·
- έφαγε η πλάτη του χώμα, βλ. λ. πλάτη·
- έφαγε η ράχη του χώμα, βλ. λ. ράχη·
- έφαγε και τα κοτσάνια ή έφαγε και το κοτσάνι, βλ. λ. κοτσάνι·
- έφαγε καρπαζιές ή έφαγε τις καρπαζιές του, βλ. λ. καρπαζιά·
- έφαγε κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- έφαγε κλοτσιές ή έφαγε τις κλοτσιές του, βλ. λ. κλοτσιά·
- έφαγε κλότσο, βλ. λ. κλότσος·
- έφαγε μια ανάποδη, βλ. λ. ανάποδη·
- έφαγε (μια) παπάρα ή έφαγε την παπάρα ή έφαγε την παπάρα του, βλ. λ. παπάρα·
- έφαγε μπάτσα ή έφαγε μπάτσες ή έφαγε τα μπάτσα του ή έφαγε τις μπάτσες του, βλ. λ. μπάτσα·
- έφαγε μπουνιές ή έφαγε τις μπουνιές του, βλ. λ. μπουνιά·
- έφαγε ξύλο μετά μουσικής, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε όσες τρώει το νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- έφαγε όσες τρώει το χταπόδι, βλ. λ. χταπόδι·
- έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα, βλ. λ. τεσσαράκοντα·
- έφαγε σκαμπίλια ή έφαγε τα σκαμπίλια του, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- έφαγε σφαλιάρες ή έφαγε τις σφαλιάρες του, βλ. λ. σφαλιάρα·
- έφαγε τα καρβέλια του, βλ. λ. καρβέλι·
- έφαγε τα λυσσακά του ή έφαγε τα λυσσιακά του, βλ. λ. λυσσακά·
- έφαγε τα μούτρα του, βλ. λ. μούτρο·
- έφαγε τα μπουκέτα του, βλ. λ. μπουκέτο·
- έφαγε τα νιάτα του, βλ. λ. νιάτα·
- έφαγε τα ψωμιά του, βλ. λ. ψωμί·
- έφαγε τάπα, βλ. λ. τάπα·
- έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, βλ. λ. ζωή·
- έφαγε τη ζωή του, βλ. φρ. ζωή·
- έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι, βλ. λ. θάλασσα·
- έφαγε τη μούρη του, βλ. λ. μούρη·
- έφαγε τη χυλόπιτα ή έφαγε χυλόπιτα, βλ. λ. χυλόπιτα·
- έφαγε της χρονιάς του, βλ. λ. χρονιά·
- έφαγε τις μπουνιές του, βλ. λ. μπουνιά·
- έφαγε το καταπέτασμα, βλ. λ. καταπέτασμα·
- έφαγε το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα ή έφαγε το μπαρούτι με τις χούφτες, βλ. λ. μπαρούτι·
- έφαγε το ξύλο της αρκούδας, βλ. λ. αρκούδα·
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, βλ. λ. ξύλο·
- έφαγε το χάπι, βλ. λ. χάπι·
- έφαγε τον αβλέμονα, βλ. λ. αβλέμονας·
- έφαγε τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρας·
- έφαγε τον άμπακα, βλ. λ. άμπακας·
- έφαγε τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- έφαγε τσατάλα, βλ. λ. τσατάλι·
- έφαγε φάπες ή έφαγε τις φάπες του, βλ. λ. φάπα·
- έφαγε φασόλια, βλ. λ. φασόλι·
- έφαγε φλιτ, βλ. λ. φλιτ·
- έφαγε φλιτάρισμα, βλ. λ. φλιτάρισμα·
- έφαγε χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, βλ. λ. χαστούκι·
- έφαγε χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- έφαγε χώμα, βλ. λ. χώμα·
- έχω να φάω ακόμα καρβέλια ή έχω να φάω πολλά καρβέλια ακόμα, βλ. λ. καρβέλι· 
- έχω να φάω ακόμα ψωμιά ή έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα, βλ. λ. ψωμί·
- η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, βλ. λ. δουλειά·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, βλ. λ. φαφούτης·
- η φτήνια τρώει τον παρά, βλ. λ. φτήνια·
- η ψείρα τρώει απ’ τον αφέντη της, βλ. λ. ψείρα·
- ήταν στραβό το κλήμα το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- θα με φάει! θα με δείρει πολύ άσχημα, θα μου προκαλέσει σοβαρή σωματική βλάβη, θα μου δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα: «αν μάθει ο πατέρας μου πως μ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά, θα με φάει!»·
- θα με φάει (κάτι), θα καταστρέψει την υγεία μου: «το τσιγάρο θα με φάει τα πνευμόνια». (Λαϊκό τραγούδι: θα με φάει τ’ αγιάζι, η παγωνιά, μπρος απ’ του σπιτιού σου τη γωνιά
- θα σε βάλω να φας χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα σε φάει η μαλακία, βλ. λ. μαλακία·
- θα σε φάνε τα σκουλήκια! βλ. λ. σκουλήκι·
- θα σε φάω! (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άσχημα, θα σου προκαλέσω σοβαρή σωματική βλάβη, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναγυρίσεις μεθυσμένος στο σπίτι, θα σε φάω! || αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε φάω, παλιοαλήτη!»·
- θα σε φάω ζωντανό! βλ. λ. ζωντανός·
- θα σου δώσω να φας το μουστάκι σου, βλ. λ. μουστάκι·
- θα σου κόψω τ’ αρχίδια και θα στα δώσω να τα φας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα σου ξυρίσω το μουστάκι και θα στο δώσω να το φας, βλ. λ. μουστάκι·
- θα σου φάω τα μπουμπρέκια, βλ. λ. μπουμπρέκι·
- θα σου φάω τα συκώτια, βλ. λ. συκώτι·
- θα σου φάω το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- θα σου φάω το μουστάκι, βλ. λ. μουστάκι·
- θα τα φάω ή θα το φάω, αποφασίζω να πιστέψω αυτά που μου λέει κάποιος, παρόλο που ξέρω πως είναι ψέμα, μόνο και μόνο για να μη δώσω διάσταση ή συνέχεια σε κάποια δυσάρεστη υπόθεση, σε κάποιο δυσάρεστο θέμα: «παρόλο που ξέρω πως μου λέει ψέματα, θα τα φάω, για να τελειώσει αυτή η υπόθεση || αν και ξέρω πως με κοροϊδεύει, θα το φάω, για να κλείσει το θέμα»·
- θα τις φας! (ενν. τις μπάτσες, τις σφαλιάρες, τις μάπες, τις ξυλιές, τις φάπες), (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω, θα φας ξύλο: «κάθισε φρόνιμα, γιατί θα τις φας!». (Λαϊκό τραγούδι: σε μένα αντριλίκια μην πουλάς, γιατί, στο λέω, θα τις φας).Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία επιδεικνύουμε κάθετα την παλάμη μας που κινείται αλλεπάλληλα από τον καρπό πάνω κάτω·
- θα (το) φας το κεφάλι σου (κεφαλάκι σου), βλ. λ. κεφάλι·
- θα τρώμε με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- θα τρώμε με διπλές μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
- θα φάει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βλ. λ. μύγα·
- θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να…, βλ. λ. καρβέλι·
- θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να…, βλ. λ. ψωμί·
- θα φάμε τ’ αρχίδια μας, βλ. λ. αρχίδι·
- θα φάμε τα μουστάκια μας, βλ. λ. μουστάκι·
- θα φας καλά! βλ. λ. καλός·
- θα φας κλοτσιά στ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θα φας τις φάπες σου ή θα φας φάπες, βλ. λ. φάπα·
- θα φάω τα σίδερα για να…, βλ. λ. σίδερο·
- θα φάω το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- θέλω να φάω και το πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, βλ. .λ. λύκος·
- κάθομαι και την τρώω (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. κάθομαι·
- κάθομαι και το τρώω (ενν. το παραμύθι), βλ. λ. κάθομαι·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει), παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κατέβα να φάμε! βλ. λ. κατεβαίνω·
- κάτι με τρώει μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- κουκιά έφαγε, κουκιά μαρτυράει ή κουκιά έφαγε, κουκιά μολογάει, βλ. λ. κουκί·
- μ’ έφαγαν οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- μ’ έφαγαν οι πόνοι, βλ. λ. πόνος·
- μ’ έφαγαν τα βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- μ’ έφαγαν τα μαύρα φίδια ή μ’ έφαγαν τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- μ’ έφαγαν τα σημάδια, βλ. λ. σημάδια·
- μ’ έφαγε ή μ’ έχει φάει, α. με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε: «μ’ έφαγε αυτό το παιδί, μέχρι να το μεγαλώσω! || μ’ έφαγε με τη γκρίνια της!». (Λαϊκό τραγούδι: Κατερίνα, Κατερίνα, μη μου κάνεις τη βαριά, με την τσαχπινιά σου μ’ έφαγες,κακιά, Κατερίνα Θεσσαλονικιά). β. με κατέστρεψε: «μ’ έφαγε με τις συμβουλές που μου ’δινε». γ. (για κάτι) με έφθειρε οικονομικά, σωματικά ή ψυχικά: «μ’ έφαγε το ξενύχτι». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ άλλες γυναίκες τα λεφτά σου σπαταλάς, σ’ έχουνε φάει το πιοτό και το παιχνίδι, εμένα πάντοτε σαν σκλάβα μου μιλάς κι όλο μου φέρνεσαι σαν να ’μουνα σκουπίδι). δ.με βάσκανε, με μάτιασε μιλώντας συνέχεια για τις επιτυχίες μου ή την ευτυχία μου, με γλωσσόφαγε: «μ’ έφαγε με το να μακαρίζει συνέχεια την καλή μου τύχη, γιατί άρχισαν όλα να μου ’ρχονται στραβά». ε. μου έγινε φορτικός: «μ’ έφαγε απ’ το πρωί να του δανείσω κάτι λεφτά, ώσπου του τα δάνεισα, για να φύγει πάνω απ’ το κεφάλι μου»·
- μ’ έφαγε η σκουριά, βλ. λ. σκουριά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, βλ. λ. μάτι·
- μ’ έφαγε ο ποδαρόδρομος, βλ. λ. ποδαρόδρομος·
- μ’ έφαγε στο ζύγι, βλ. λ. ζύγι·
- μ’ έφαγε στο καντάρι, βλ. λ. καντάρι·
- μ’ έφαγε το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- μαζί φάγανε τα ίδια σκατά, βλ. λ. σκατά·
- μαύρο φίδι που σ’ έφαγε! βλ. λ. φίδι·
- μαύρος λύκος να σε φάει! βλ. λ. λύκος·
- μαχαίρι έχεις, πεπόνι τρως, βλ. λ. πεπόνι·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με τα μυαλά που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που κουβαλάει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- με το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- με τρώει (κάτι), μου έχει γίνει έμμονη ιδέα, με βασανίζει  κάτι: «είναι καιρός τώρα που με τρώει ν’ αγοράσω ένα αυτοκίνητο». (Τραγούδι: κείνο που με τρώει κείνο που με σώζει, είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη).Συνών. με ξύνει (κάτι) / με φαγουρίζει (κάτι)·
- με τρώει (κάτι κάπου στο σώμα μου, στο δέρμα μου), νιώθω ένα ενοχλητικό, δυσάρεστο ερεθισμό, κνησμό σε κάποιο σημείο του σώματος, του δέρματός μου, που πρέπει να το ξύσω για να ηρεμήσω: «με τρώει η μασχάλη μου || με τρώει η καράφλα μου». Συνών. με ξύνει (κάτι κάπου στο σώμα μου, στο δέρμα μου) / με φαγουρίζει (κάτι κάπου στο σώμα μου, στο δέρμα μου)·
- με τρώει η γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- με τρώει η παλάμη μου, βλ. λ. παλάμη·
- με τρώει ο καημός, βλ. λ. καημός·
- με τρώει που…, κατέχομαι από επίμονη, από βασανιστική σκέψη για κάτι: «πολύ με τρώει που δεν έχει ο γιος μου μια μόνιμη δουλειά».
- με τρώει το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- με τρώει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- με τρώει το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- με τρώει το μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- με τρώει το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- με τρώνε οι αποστάσεις, βλ. λ. απόσταση·
- με τρώνε οι διαδρομές, βλ. λ. διαδρομή·
- με τρώνε οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- με τρώνε οι έγνοιες, βλ. λ. έγνοια·
- με τρώνε τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. μπουκιά·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μεγάλο σκατό φάε, μεγάλο λόγο μην πεις, βλ. λ. σκατό·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. λύκος·
- μη φας! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα πράγματα είναι ή έγιναν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θες ή όπως σε συμφέρουν: «μόλις αναλάβω αυτή τη δουλειά, θα τρελαθώ στο τάλιρο. -Μη φας!», δηλ. αποκλείεται να την αναλάβεις·
- μη φας, θα σου ’χω γλάρο, βλ. λ. γλάρος·
- μη φας, θα σου ’χω γλαρόσουπα, βλ. λ. γλαρόσουπα·
- μη φας, θα σφάξουμε πούστη, βλ. λ. πούστης·
- μη φας, θα ’χουμε φτερούγες απ’ αεροπλάνο, βλ. λ. φτερούγα·
- μην τρως ή μην τα τρως, μην πιστεύεις αυτά που σου λένε: «μην τα τρως αυτά που σου λέει, γιατί θέλει να σε βάλει στο χέρι». (Λαϊκό τραγούδι: ο Γιώργος είναι πονηρός κι αυτά που λέει μην τα τρως
- μην τρως παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- μου δίνει και τρώω ψωμί ή μου δίνει ψωμί και τρώω, βλ. λ. ψωμί·
- μου τρώει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου τρώει την ώρα, βλ. λ. ώρα·
- μου τρώει το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- μου τρώει το χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- μου τρώει το ψωμί (μου), βλ. λ. ψωμί·
- μου τρώει χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- μου ’φαγε (κάτι), α. μου κέρδισε τα χρήματα σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «παίξαμε τα δυο μας χαρτιά και μου ’φαγε χίλια ευρώ». β. μου έκλεψε κάτι: «ξέρω καλά πως αυτός μου ’φαγε τον αναπτήρα»· 
- μου ’φαγε μεσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου ’φαγε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- μου ’φαγε τ’ αφτιά ή μου ’χει φάει τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου ’φαγε τα μέσα μου ή μου ’φαγε το μέσα μου ή μου ’χει φάει τα μέσα μου ή μου ’χει φάει το μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- μου ’φαγε τα μπουμπρέκια ή μου ’χει φάει τα μπουμπρέκια, βλ. λ. μπουμπρέκι·
- μου ’φαγε τα σπλάχνα ή μου ’χει φάει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- μου ’φαγε τα συκώτια ή μου ’φαγε το συκώτι ή μου ’χει φάει τα συκώτια ή μου ’χει φάει το συκώτι, βλ. λ. συκώτι·
- μου ’φαγε τα σωθικά ή μου ’χει φάει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- μου ’φαγε τα τζιγέρια ή μου ’χει φάει τα τζιγέρια, βλ. λ. τζιγέρι·
- μου ’φαγε τη ζωή ή μου ’χει φάει τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- μου ’φαγε την ψυχή ή μου ’χει φάει την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- να σε φάει ο λύκος! βλ. λ. λύκος·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, βλ. λ. μάνα·
- να τρώει ο γέρος και στη γριά να μη δίνει ή να τρώει ο γέρος και της γριάς να μη δίνει, βλ. λ. γέρος·
- … να φάν’ κι οι κότες, βλ. λ. κότα·
- να φας σκατά! ή σκατά να φας! βλ. λ. σκατά·
- να φας το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- να φας του γαϊδάρου πό ’χει, βλ. λ. γάιδαρος·
- να φάω κι εγώ μια φορά γλυκό ψωμί ή να φάμε κι εμείς μια φορά γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- ντύσου, γδύσου, χέσε, φάε και κοιμήσου, βλ. λ. κοιμάμαι·
- ξεραίνει το σκατό του και το τρώει, βλ. λ. σκατό·
- ξέρει και τρώει, είναι πολύ εκλεκτικός στο φαγητό του: «όταν τρώει έξω, παραγγέλνει το καλύτερο ψάρι, γιατί ξέρει και τρώει»· βλ. και φρ. ξέρει να τρώει·
- ξέρει να τρώει, είναι γνώστης των καλών τρόπων και του σαβουάρ βιβρ, όταν κάθεται να φάει σε ένα επίσημο γεύμα: «μετά το κυρίως γεύμα καθάρισε το πορτοκάλι με μαχαιροπίρουνο, γιατί είναι από αριστοκρατικό σόι και ξέρει να τρώει»· βλ. και φρ. ξέρει και τρώει·
- ξέρει τι τρώει, βλ. λ. ξέρω·
- ξύλο που θα φας! βλ. λ. ξύλο·
- ο ακαμάτης δεν τρώει τ’ αμύγδαλα, για να μην τα σπάσει, βλ. λ. ακαμάτης·
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- ο τύπος τρώει την ουσία, βλ. λ. ουσία·
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, βλ. λ. μέλι·
- όποιος  ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες ή όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
- όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. σκατά·
- όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος, βλ. λ. αρνί·
- όποιος έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι, βλ. λ. μαχαίρι·
- όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι, βλ. λ. νονός·
- όποιος μαγειρεύει, ξέρει τι τρώει, βλ. λ. όποιος·
- όποιος παίζει με το γάιδαρο, κλοτσιές θα φάει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπως τα ’κανες, τώρα φά’ τα, ειρωνική έκφραση σε άτομο, που λόγω υπαιτιότητάς του απέτυχε σε κάποια προσπάθειά του·
- όρμηξε να τον φάει! ή όρμησε να τον φάει! βλ. λ. ορμώ·
- όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο·
- ό,τι φάμε (κι) ό,τι πιούμε, βιαστικές ενέργειες για υλικές απολαύσεις λόγω μικρής διάρκειας της ζωής. (Λαϊκό τραγούδι: στην παλιοζωή που ζούμε, να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, βλ. λ. κώλος·
- πανούκλα να σε φάει! βλ. λ. πανούκλα·
- πέσε πίτα να σε φάω, βλ. λ. πίτα·
- πέφτω πάνω του να τον φάω, βλ. λ. πάνω·
- πήγε να με φάει, βλ. λ. πάω·
- πίσω και σ’ έφαγα! βλ. λ. πίσω·
- ποιος να φάει, ποιος να γιάνει, βλ. λ. γιαίνω·
- πότε θα φάμε κουφέτα; ή πότε θα φάμε τα κουφέτα; βλ. λ. κουφέτο·
- (που) να φας τη γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, βλ. λ. μάτι·
- σαν σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε, βλ. λ. αφέντης·
- σου ’φαγε η γάτα τη γλώσσα; ή σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα; βλ. λ.γάτα·
- σπόρια τρώμε; βλ. λ. σπόρια·
- στο ψωμί που τρώω, βλ. λ. ψωμί·
- τ’ αφράτο μήλο, ο κόρακας το τρώει, βλ. λ. κόρακας·
- τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι·
- τα μετρημένα πρόβατα, ο λύκος δεν τα τρώει, βλ. λ. λύκος·
- τα ’φαγε στα ζάρια, βλ. λ. ζάρι·
- τα ’φαγε στα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- τα ’φαγε τα καρβέλια του, βλ. λ. καρβέλι·
- τα ’φαγε τα ψωμιά του, βλ. λ. ψωμί·
- τα τρώω (ενν. τα λεφτά μου), τα ξοδεύω, τα σπαταλώ, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «ό,τι βγάζω απ’ τη δουλειά μου, τα τρώω, γιατί θέλω να γλεντήσω τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: όσα άστρα έχει ο ουρανός, να τα ’χα δεκαράκια, να τα ’τρωγα,να τα ’πινα με τα παλικαράκια
- τα τρώω ή το τρώω, πιστεύω εύκολα αυτά που μου λένε, είμαι ευκολόπιστος: «ό,τι πάει και του λέει κάποιος, το τρώει»· βλ. κ. φρ. θα τα φάω·
- τα τρώω μέχρι δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- τα τρώω μέχρι δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- τα τρώω μέχρι φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- τζίλα, τζίλα, να φας μήλα! βλ. λ. μήλο·
- τη φάγαμε, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) νικηθήκαμε: «δεν έπαιζαν οι βασικοί παίχτες στην ομάδα, γι’ αυτό τη φάγαμε»·
- την έφαγα (ενν. την πούτσα, την ψωλή), ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα: «πίστευα πως ήταν πολύ καλός άνθρωπος, αλλά την έφαγα, γιατί αποδείχτηκε μεγάλος απατεώνας». (Λαϊκό τραγούδι: κρίμα σε σένα, Γιάννη, παιδί της αγοράς, χίλια διακόσια φράγκα τη μάπα να τη φας
- την έφαγα, α. (για γυναίκες) της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «ξέρω πάρα πολύ καλά πως δεν είναι παρθένα, γιατί την έφαγα πριν από δυο χρόνια». β. την απόσπασα από τον άντρα που είχε δεσμό μαζί του: «αυτή τη γυναικάρα την έφαγα απ’ τον τάδε, γιατί δε της φερόταν εντάξει». (Λαϊκό τραγούδι: ας το χωρέσει η κούτρα σου δεν είναι για τα μούτρα σου την γκομενίτσα δε θα μου τη φας)·
- την έφαγα από πίσω (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. φρ. την έφαγα (ενν. την πούτσα, την ψωλή)·
- την έφαγε (ενν. τη χυλόπιτα, την παπάρα), απέτυχε να συνάψει ερωτικό δεσμό με μια γυναίκα: «ήταν σίγουρος πως θα του πει το ναι, αλλά την έφαγε και το φυσάει και δεν κρυώνει»·
- την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει, βλ. λ. φίδι·
- την τρώω, α. (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, χωρίς να έχω απαραίτητα δεσμό μαζί της: «αυτή τη γυναίκα την τρώω, όποτε θέλω, γιατί παλιά ήταν ερωτευμένη μαζί μου». β. έχω ερωτικό δεσμό μαζί της: «ποιος την τρώει αυτή τη γυναίκα; || μην της τα ρίχνεις, γιατί την τρώει ο τάδε»· 
- την τρώω με τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- της έφαγε τον άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τις έφαγε (ενν. τις μπουνιές, τις γροθιές κτλ.), ξυλοκοπήθηκε και, κατ’ επέκταση νικήθηκε: «πήγε να του κάνει τον παλικαρά, αλλά τις έφαγε»·
- τις έφαγε με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
- τις έφαγε με τη βίτσα, βλ. λ. βίτσα·
- τις έφαγε με την παντόφλα, βλ. λ. παντόφλα·
- τις έφαγε με το ζωνάρι, βλ. λ. ζωνάρι·
- τις έφαγε με το ζωστήρα, βλ. λ. ζωστήρας·
- τις έφαγε με το λουρί, βλ. λ. λουρί·
- τις τρώω (ενν. τις μπουνιές, τις γροθιές, κ.λπ.), ξυλοκοπούμαι και, κατ’ επέκταση, νικιέμαι: «αφού απ’ αυτόν τον άνθρωπο τις τρώω, γιατί να μαλώσω μαζί του;»·
- το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- το μεγάλο ψάρι, τρώει το μικρό, βλ. λ. ψάρι·
- το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. λ. κεφάλι·
- το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος, βλ. λ. μισιακός·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- το τρως όλο το φαΐ σου; ή το τρως το φαΐ σου; βλ. λ. φαΐ·
- το τρώω και με τρώει, α. δεν ευχαριστιέμαι το φαγητό που τρώω, καθώς αναλογίζομαι πόσο ακριβό είναι: «είναι πολύ νόστιμο αυτό το ψάρι, αλλά το τρώω και με τρώει, όσο σκέφτομαι την ώρα του λογαριασμού». β. δεν αισθάνομαι τη γεύση του φαγητού που τρώω, δεν ευχαριστιέμαι το φαγητό που τρώω, γιατί κατέχομαι από μεγάλη ανησυχία: «πού να καταλάβω τι φαγητό τρώω! Με τέτοια έγνοια που ’χω, αγόρι μου, το τρώω και με τρώει»·
- το ’φαγα, (για αντικείμενα) το έκλεψα: «από ποιον το ’φαγες πάλι αυτό το τσακμάκι;». (Εβραίικο τραγούδι: στης ταβέρνας τον πελάτη που ’ναι σικ και με γυαλιά, του κολλάω σαν τσιμπούρι να του φάω το μασούρι
- το ’φαγα, (ενν. το παραμύθι) δεν αντιλήφθηκα πως ήταν ψέμα αυτό που μου έλεγε κάποιος, και ξεγελάστηκα, εξαπατήθηκα: «μου τα παρουσίασε όλα τόσο όμορφα, που το ’φαγα»·
- το ’φαγα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το ’φαγα το κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το ’φαγα το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- το ’φαγε η γάτα, βλ. λ. γάτα·
- το ’φαγε το μαύρο (το) σκοτάδι ή το ’φαγε το σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- το ’φαγε το παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- το ’φαγε το χάπι, βλ. λ. χάπι·
- τον έφαγα, τον κέρδισα, τον ξεπέρασα, τον νίκησα: «παίξαμε τάβλι και τον έφαγα || παραβγήκαμε στο τρέξιμο και τον έφαγα || πιαστήκαμε στα χέρια και τον έφαγα»·
- τον έφαγα (για κάτι), τον παρακίνησα, τον προέτρεψα φορτικά να κάνει ή να μην κάνει κάτι: «τον έφαγα να μην κάνει αυτή τη δουλειά, αλλά δε μ’ άκουσε κι έσπασε τα μούτρα του || τον έφαγα να παντρευτεί αυτή τη γυναίκα και καλά που μ’ άκουσε»·
- τον έφαγα στη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- τον έφαγαν λάχανο, βλ. λ. λάχανο·
- τον έφαγαν με μπαμπεσιά, βλ. λ. μπαμπεσιά·
- τον έφαγαν μπαμπέσικα, βλ. λ. μπαμπέσικος·
- τον έφαγαν οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- τον έφαγαν οι τόκοι, βλ. λ. τόκος·
- τον έφαγαν τα λούσα, βλ. λ. λούσο·
- τον έφαγαν τα σκουλήκια, βλ. λ. σκουλήκι·
- τον έφαγε, τον σκότωσε: «τον έφαγε μ’ ένα τραπεζομάχαιρο την ώρα που κοιμόταν». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη
- τον, την έφαγε (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), α. δέχτηκε να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «στην αρχή έκανε πως δεν ήθελε αλλά στο τέλος τον έφαγε». β. έπεσε θύμα απάτης, ξεγελάστηκε: «από το πες πες την έφαγε ο άνθρωπος κι έχασε τα λεφτά του»·
- τον έφαγε ζωντανό, βλ. λ. ζωντανός·
- τον έφαγε η αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- τον έφαγε η θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- τον έφαγε η μαρμάγκα, βλ. λ. μαρμάγκα·
- τον έφαγε η μαύρη γη, βλ. λ. γη·
- τον έφαγε η μεγάλη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- τον έφαγε ο καημός, βλ. λ. καημός·
- τον έφαγε ο κύκλος του, βλ. λ. κύκλος·
- τον έφαγε ο ποδόγυρος, βλ. λ. ποδόγυρος·
- τον έφαγε ο πόνος ή τον έφαγαν οι πόνοι, βλ. λ. πόνος·
- τον έφαγε το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- τον έφαγε το μαύρο (το) σκοτάδι ή τον έφαγε το σκοτάδι, βλ. λ. σκοτάδι·
- τον έφαγε το μαύρο χώμα ή τον έφαγε το χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον (την, το) τρώει (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. συνηθέστ. τον (την, το) παίρνει, λ. παίρνω·
- τον τρώει η ζήλια (του), βλ. λ. ζήλια·
- τον τρώει η κασίδα του, βλ. λ. κασίδα·
- τον τρώει η μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- τον τρώει η πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- τον τρώει η ράχη του, βλ. λ. ράχη·
- τον τρώει ο κώλος (του), βλ. λ. κώλος·
- τον τρώει ο πισινός (του), βλ. λ. πισινός·
- τον τρώει το ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- τον τρώει το σαράκι, βλ. λ. σαράκι·
- τον τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- τον τρώει το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- τον τρώνε οι δρόμοι, βλ. λ. δρόμος·
- τον τρώω, α. τον κερδίζω, τον ξεπερνώ, τον νικώ: «ξέρει πως τον τρώω, γι’ αυτό δε θέλει να παραβγεί μαζί μου». β. τον παρακινώ, τον προτρέπω φορτικά να κάνει ή να μην κάνει κάτι: «καιρός είναι τώρα που τον τρώω να μην μπερδευτεί μ’ αυτή τη δουλειά, αλλά δεν ξέρω ακόμα τι απόφαση έχει πάρει»·
- τον τρώω για πρωινό, βλ. λ. πρωινός·
- τον τρώω λάχανο, βλ. λ. λάχανο·
- τον τρώω στη μάπα, βλ. λ. μάπα·
- του ’δωσα τα δόντια του να τα φάει για καραμέλες, βλ. λ. δόντι·
- του  τα ’φαγε (ενν. τα λεφτά), με διάφορες υποσχέσεις ή άλλους απατηλούς τρόπους του απέσπασε λεφτά ή τον υποχρέωσε να τα ξοδέψει γι’ αυτόν τον ίδιο: «του ’πεσε μια πιτσιρίκα από δίπλα και του τα ’φαγε μέχρι δεκάρας». Πρβλ.: στη Δραπετσώνα  τα ’φαγες του Παύλου και του Γκίκα και στα Ταμπούρια του Μηνά, του φουκαρά, που του ’μεινε η γλύκα (Λαϊκό τραγούδι)·
- του τα τρώω (ενν. τα λεφτά), του αποσπώ λεφτά με διάφορες υποσχέσεις ή άλλους απατηλούς τρόπους ή τον υποχρεώνω να ξοδεύει για μένα: «επειδή κάνω στενή παρέα μαζί του, οι άλλοι έχουν την εντύπωση πως του τα τρώω». (Λαϊκό τραγούδι: άλλονε να πας να βρεις, να του τα τρως όσα μπορείς
- του την έφαγα, (για γυναίκες) την απέσπασα από κοντά του και δημιούργησα μαζί της ερωτικό δεσμό, την έκανα δική μου: «αφού ήταν βλάκας και δεν εκτιμούσε τι άνθρωπο είχε δίπλα του, του την έφαγα κι από τότε είμαι ευτυχισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: και την γκόμενα την πρώτη σου τη φάγαν Παναγιώτη
- του τρώει τα σπλάχνα, βλ. λ. σπλάχνο·
- του τρώει τα σωθικά, βλ. λ. σωθικά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του ’φαγα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του ’φαγα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του ’φαγα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του ’φαγα τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του ’φαγα τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’φαγα το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- του ’φαγα το λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- του ’φαγα το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του ’φαγα τη θέση, βλ. λ. θέση·
- του ’φαγα τη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- του ’φαγαν το πετσί, βλ. λ. πετσί·
- του ’φαγε τη γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- του ’φαγε το ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- του ’φαγε τον άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- τους τρώμε, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) τους νικάμε, κατά κανόνα τους νικάμε, είμαστε ανώτεροι από αυτούς: «ό,τι και να κάνουν, όσους καινούριους παίχτες και να πάρουν, πάλι στους τρώμε»·
- τους φάγαμε λάχανο, βλ. λ. λάχανο·
- τρώγοντας ανοίγει η όρεξη ή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, βλ. λ.όρεξη·
- τρώει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- τρώει άντερα ή τρώει τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- τρώει άχυρα ή τρώει άχυρο, βλ. λ. άχυρο·
- τρώει βαλανίδια, βλ. λ. βαλανίδι·
- τρώει βλίτα, βλ. λ. βλίτο·
- τρώει βρούβες, βλ. λ. βρούβα·
- τρώει για δέκα, βλ. λ. δέκα·
- τρώει έν’ αρνί στην καθισιά, βλ. λ. αρνί·
- τρώει ένα βόδι στην καθισιά, βλ. λ. βόδι·
- τρώει και πίνει, δε στερείται τίποτα στη ζωή του: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, τρώει και πίνει και ο μήνας έχει εννιά». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ, πασά μου, φάε και πιες και γλέντα σαν κυρία και καθαρίζω εγώ για σε μ’ όλη την κοινωνία
- τρώει και σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τρώει καλαμπόκι, βλ. λ. καλαμπόκι·
- τρώει καναβούρι, βλ. λ. καναβούρι·
- τρώει κέρατο, βλ. λ. κέρατο·
- τρώει κουκιά, βλ. λ. κουκιά·
- τρώει κούμαρα, βλ. λ. κούμαρο·
- τρώει κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- τρώει κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- τρώει λάχανα, βλ. λ. λάχανο·
- τρώει λαχανόφυλλα, βλ. λ. λαχανόφυλλο·
- τρώει λουλάκι, βλ. λ. λουλάκι·
- τρώει μαρούλια, βλ. λ. μαρούλι·
- τρώει μαρουλόφυλλα, βλ. λ. μαρουλόφυλλο·
- τρώει μαύρο χαβιάρι, βλ. λ. χαβιάρι·
- τρώει με δέκα μασέλες, βλ. λ. μασέλα·
- τρώει με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
- τρώει μούσμουλα, βλ. λ. μούσμουλο·
- τρώει ξυλοκέρατα, βλ. λ. ξυλοκέρατο·
- τρώει ό,τι του δίνουν, πιστεύει αμέσως, αβασάνιστα ό,τι του λένε, είναι πολύ ευκολόπιστος: «είναι απ’ αυτούς που μπορείς να τον ξεγελάσεις αμέσως, γιατί τρώει ό,τι του δίνουν»·
- τρώει παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- τρώει πίτουρα, βλ. λ. πίτουρο·
- τρώει πριονίδια, βλ. λ. πριονίδι·
- τρώει ροκανίδια, βλ. λ. ροκανίδι·
- τρώει σαν βόδι ή τρώει σαν το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- τρώει σαν γουρούνι ή τρώει σαν το γουρούνι, βλ. λ. γουρούνι·
- τρώει σαν δράκος ή τρώει σαν το δράκο, βλ. λ. δράκος·
- τρώει σαν ζώο ή τρώει σαν το ζώο, βλ. λ. ζώο·
- τρώει σαν λύκος ή τρώει σαν τον λύκο, βλ. λ. λύκος·
- τρώει σανό, βλ. λ. σανός·
- τρώει σαν πουλάκι ή τρώει σαν το πουλάκι, βλ. λ. πουλάκι·
- τρώει σαν πουλί ή τρώει σαν το πουλί, βλ. λ. πουλί·
- τρώει σαν πούστης ή τρώει σαν τον πούστη, βλ. λ. πούστης·
- τρώει σαν φίδι ή τρώει σαν το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- τρώει σκατά, βλ. λ. σκατά·
- τρώει τα κρέατά του, βλ. λ. κρέας·
- τρώει τα μανίκια του, βλ. λ. μανίκι·
- τρώει τα νύχια του για καβγά, βλ. λ. νύχι·
- τρώει τα παιδιά του (της), βλ. λ. παιδί·
- τρώει τις λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- τρώει τις σάρκες του, βλ. λ. σάρκα·
- τρώει το σκατό του, βλ. λ. σκατό·
- τρώει το ψωμί χαράμι, βλ. λ. ψωμί·
- τρώει του φτωχού τ’ αρνί, βλ. λ. φτωχός·
- τρώει φουντούκια, βλ. λ. φουντούκι·
- τρώει χάπια, βλ. λ. χάπι·
- τρώει χαρούπια, βλ. λ. χαρούπι·
- τρώει χόρτα ή τρώει χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
- τρώει ώρα ή τρώει ώρες, βλ. λ. ώρα· 
- τρώμε τα σάλια μας, βλ. λ. σάλιο·
- τρώω αέρα κοπανιστό, βλ. λ. αέρας·
- τρώω άντερα ή τρώω τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
- τρώω απ’ τα έτοιμα, βλ. λ. έτοιμα· 
- τρώω απ’ τις σάρκες μου, βλ. λ. σάρκα·
- τρώω αστροπελέκια, βλ. λ. αστροπελέκι·
- τρώω βίδωμα, βλ. λ. βίδωμα·
- τρώω βιράρισμα ή τρώω ένα βιράρισμα, βλ. λ. βιράρισμα·
- τρώω βουβόχορτο, βλ. λ. βουβόχορτο·
- τρώω βρόμικο ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω βρομόξυλο ή τρώω ένα βρομόξυλο, βλ. λ. βρομόξυλο·
- τρώω γαϊδουρινά, βλ. λ. γαϊδουρινά·
- τρώω γερή φάπα, βλ. λ. φάπα·
- τρώω γκολ, βλ. λ. γκολ·
- τρώω γλιστρίδα, βλ. λ. γλιστρίδα·
- τρώω γλυκό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω γροθιές ή τρώω τις γροθιές μου, βλ. λ. γροθιά·
- τρώω δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- τρώω δούλεμα, βλ. λ. δούλεμα·
- τρώω ελαφρά, βλ. λ. ελαφρός·
- τρώω έξω, βλ. λ. έξω·
- τρώω ζίλια ή τρώω τα ζίλια μου, βλ. λ. ζίλι·
- τρώω καβαλίκα, βλ. λ. καβαλίκα·
- τρώω κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
- τρώω καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- τρώω καζούρα, βλ. λ. καζούρα·
- τρώω καλά, βλ. λ. καλός·
- τρώω καμπάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- τρώω καραμπογιά, βλ. λ. καραμπογιά·
- τρώω καρπαζιές ή τρώω τις καρπαζιές μου, βλ. λ. καρπαζιά·
- τρώω κελέκια ή τρώω τα κελέκια μου, βλ. λ. κελέκι·
- τρώω κλοτσιές ή τρώω τις κλοτσιές μου, βλ. λ. κλοτσιά·
- τρώω κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- τρώω κόλλημα, βλ. λ. κόλλημα·
- τρώω κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- τρώω λάχανο (κάτι), βλ. λ. λάχανο·
- τρώω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- τρώω μαύρισμα, βλ. λ. μαύρισμα·
- τρώω μαύρο, βλ. λ. μαύρος·
- τρώω μαχαιριά, βλ. λ. μαχαιριά·
- τρώω με τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τρώω με το κουτάλι (κάτι), βλ. λ. κουτάλι·
- τρώω μέχρι σκασμού ή τρώω το σκασμό ή τρώω του σκασμού, βλ. λ. σκασμός·
- τρώω μια κατσάδα ή τρώω κατσάδα, βλ. λ. κατσάδα·
- τρώω μια σούπα, βλ. λ. σούπα·
- τρώω μια τράκα ή τρώω τράκα, βλ. λ. τράκα·
- τρώω μπαλαμούτι, βλ. λ. μπαλαμούτι·
- τρώω μπάτσα ή τρώω μπάτσες ή τρώω τα μπάτσα μου ή τρώω τις μπάτσες μου, βλ. λ. μπάτσα·
- τρώω μπινελίκια ή τρώω τα μπινελίκια μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω μπουγιουρντί, βλ. λ. μπουγιουρντί·
- τρώω μπουνιές ή τρώω τις μπουνιές μου, βλ. λ. μπουνιά·
- τρώω ξύλο ή τρώω ένα χέρι ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τρώω ξυστρί, βλ. λ. ξυστρί·
- τρώω παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- τρώω παραμύθι ή τρώω το παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- τρώω παρμάκι, βλ. λ. παρμάκι·
- τρώω πικρό ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω πιστόλι, βλ. λ. πιστόλι·
- τρώω πόστα, βλ. λ. πόστα·
- τρώω πούλημα, βλ. λ. πούλημα·
- τρώω πουστριλίκια ή τρώω τα πουστριλίκια μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω σαβούρντα, βλ. λ. σαβούρντα·
- τρώω σαν γλάρος, βλ. λ. γλάρος·
- τρώω σίδερα, βλ. λ. σίδερα·
- τρώω σικτίρισμα ή τρώω το σικτίρισμά μου, βλ. λ. σικτίρισμα·
- τρώω σκαμπίλια ή τρώω τα σκαμπίλια μου, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- τρώω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- τρώω σούτια, βλ. λ. σούτι·
- τρώω στη μάπα, βλ. λ. μάπα·
- τρώω στη μούρη, βλ. λ. μούρη·
- τρώω στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τρώω σφαλιάρες ή τρώω τις σφαλιάρες μου, βλ. λ. σφαλιάρα·
- τρώω σφύριγμα, βλ. λ. σφύριγμα·
- τρώω τα λεφτά μου, βλ. λ. λεφτά·
- τρώω τα λόγια μου, βλ. λ. λόγος·
- τρώω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
- τρώω τα μούτρα μου, βλ. λ. μούτρο·
- τρώω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- τρώω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. λ. μέρα·
- τρώω τη φόλα ή τρώω φόλα, βλ. λ. φόλα·
- τρώω την ώρα μου, βλ. λ. ώρα·
- τρώω το καταπέτασμα, βλ. λ. καταπέτασμα·
- τρώω το ξεσκιζόλ μου, βλ. λ. ξεσκιζόλ·
- τρώω το χρόνο (κάποιου), βλ. λ. χρόνος·
- τρώω το χρόνο, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), βλ. λ. χρόνος·
- τρώω το ψωμί του, βλ. λ. ψωμί·
- τρώω τον αβλέμονα, βλ. λ. αβλέμονας·
- τρώω τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρας·
- τρώω τον άμπακα, βλ. λ. άμπακας·
- τρώω τον καιρό μου, βλ. λ. καιρός·
- τρώω τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- τρώω (γερό, μεγάλο) τράκο, βλ. λ. τράκο·
- τρώω τρίπλα, βλ. λ. τρίπλα·
- τρώω φάιροπ, βλ. λ. φάιροπ·
- τρώω φάπες ή τρώω τις φάπες μου, βλ. λ. φάπα·
- τρώω φέσι, βλ. λ. φέσι·
- τρώω φιλότιμο, βλ. λ. φιλότιμο·
- τρώω φούμο, βλ. λ. φούμο·
- τρώω φούσκους ή τρώω τους φούσκους μου, βλ. λ. φούσκος·
- τρώω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τρώω φύσημα, βλ. λ. φύσημα·
- τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, βλ. λ. χαστούκι·
- τρώω ψωμί κι ελιά ή τρώω ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- τώρα φά’ τα! (ενν. τα σκατά) βλ. λ. τώρα·
- τώρα φά’ τον! (φά’ την, φά’ το, ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. τώρα·
- φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι, βλ. λ. ψωμί·
- φάγαμε μαζί ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. βόδι·
- φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. γάιδαρος·
- φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα ή φάγαμε το μπαρούτι με τις χούφτες, βλ. λ. μπαρούτι·
- φάε αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, βλ. λ. αλάτι·
- φάε έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- φάε ένα παπάρι, βλ. λ. παπάρι·
- φάε λάδι κι έλα βράδυ, βλ. λ. λάδι·
- φάε λίγο να σε πιάσει, να μη νιώθεις το αίσθημα της πείνας, να σε κρατήσει χορτάτο: «δεν προλαβαίνεις να φας σαν άνθρωπος, αλλά φάει λίγο να σε πιάσει»·
- φάε λίγο να σε στυλώσει, να σε δυναμώσει, να σε τονώσει σωματικά: «μια κι είσαι πεινασμένος, φάε λίγο να σε στυλώσει»·
- φάε μέλι, πιες νερό, σύρε μέλι στο καλό, βλ. λ. μέλι·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! βλ. λ. κώλος·
- φάε τη γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι·
- φίδι που τον έφαγε! βλ. λ. φίδι·
- φίλοι φίλοι, αλλά δεν τρώμε απ’ το ίδιο το σταφύλι, βλ. λ. φίλος·
- χαράμι το ψωμί που τρώει, βλ. λ. ψωμί·
- ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, βλ. λ. ψωμί·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

φαγούρα

φαγούρα, η, ουσ. [από το θέμα αορ. φαγ- του ρ. τρώγω + κατάλ. -ούρα], η φαγούρα·
- άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν είχαμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις την καταμέτρηση αυτών των πακέτων, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλη φαγούρα δεν είχα! Το ξέρεις πως πρέπει να κατεβώ στο υπόγειο για την καταμέτρηση όλου του στοκ που υπάρχει; || το βράδυ πρέπει να πάμε οπωσδήποτε στο σπίτι της μαμάς. -Άλλη φαγούρα δεν έχουμε!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «πετάξου λίγο μέχρι τη Δ.Ε.Η. να μου πληρώσεις το λογαριασμό! -Άλλη φαγούρα δεν είχαμε! Το ξέρεις πως έχω να τελειώσω ένα σωρό δουλειές; || μην ξεχάσεις να μου φέρεις το πουλόβερ που σου ζήτησα. -Άλλη φαγούρα δεν έχω! Αν το θυμηθώ θα στο φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·     
- εσύ τι φαγούρα έχεις; ή εσύ φαγούρα έχεις; γιατί ενδιαφέρεσαι, ποιος είναι ο λόγος που ενδιαφέρεσαι για κάποιον ή για κάτι(;): «εσύ τι φαγούρα έχεις και νοιάζεσαι γι’ αυτόν τον άνθρωπο; || εσύ φαγούρα έχεις κι ενδιαφέρεσαι πώς πάει η δουλειά μου;»·
- έχω φαγούρα, α. ενεργώ με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκω να φάω ξύλο: «κλείσε το στόμα σου, γιατί μου φαίνεται πως έχεις φαγούρα μ’ αυτά που λες!». β. θέλω να κάνω έρωτα: «είναι καιρός που δεν πήγα με γυναίκα κι έχω φαγούρα, κάθε φορά που βλέπω την τάδε». γ. (γενικά) θέλω να απολαύσω κάτι: «τον τελευταίο καιρό έχω φαγούρα για ταξίδια || τον τελευταίο καιρό έχω φαγούρα για ξενύχτια και διασκεδάσεις»·
- έχω φαγούρα στην παλάμη μου, βλ. φρ. με φαγουρίζει η παλάμη μου, λ. παλάμη·
- κι είχα μια φαγούρα! ή κι έχω μια φαγούρα! ή κι είχαμε μια φαγούρα! ή κι έχουμε μια φαγούρα! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «κι είχα μια φαγούρα, αν θ’ αγοράσεις καινούριο αυτοκίνητο! || κι είχα μια φαγούρα, αν θα χρεοκοπήσει ο τάδε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- με πιάνει φαγούρα, βλ. φρ. έχω φαγούρα·
- τώρα σ’ έπιασε η φαγούρα! τώρα που ενδιαφέρθηκες είναι πολύ αργά, πέταξε το πουλί: «ολόκληρο μήνα σ’ έλεγα γι’ αυτή τη δουλειά! Τώρα σ’ έπιασε η φαγούρα που την ανέθεσα σ’ άλλον!».

χαιρετίσματα

χαιρετίσματα, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. χαιρέτισμα <χαιρετίζω]. 1. η αποστολή ή η διαβίβαση χαιρετισμού με γράμμα ή με κάποιο πρόσωπο σε κάποιον που βρίσκεται μακριά μας: «γράψ’ του κι από μένα χαιρετίσματα || δώσε τα χαιρετίσματά μου στη μητέρα σου». 2. δηλώνει πλήρη αδιαφορία για κάτι ή λέγεται, όταν χάνουμε κάθε ελπίδα πως θα πραγματοποιηθεί σύντομα κάτι: «αν χάσουμε κι αυτό το παιχνίδι, τότε χαιρετίσματα στο πρωτάθλημα». (Τραγούδι: χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία, εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι
- πες του χαιρετίσματα, έκφραση με την οποία εισάγουμε απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον μέσω τρίτου: «αν τον δεις, πες του χαιρετίσματα πως θα τον σπάσω στο ξύλο, μόλις τον συναντήσω»·
- του στέλνω χαιρετίσματα, επειδή βρίσκεται μακριά μου, του αποστέλλω ή του διαβιβάζω χαιρετισμό με γράμμα ή με κάποιο πρόσωπο: «ζει μόνιμα στην Αθήνα και με κάθε ευκαιρία του στέλνω χαιρετίσματα». (Τραγούδι: κι αν η τύχη μου το φέρει να πνιγώ στα πέρα μέρη, με τους φίλους μου τα κύματα θα σου στέλνω χαιρετίσματα)·βλ. φρ. πες του χαιρετίσματα·
- τώρα χαιρετίσματα! έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «τώρα που ενδιαφέρθηκες για τη δουλειά χαιρετίσματα, γιατί την έδωσα σ’ άλλον». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημέρα! / τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα κάτσε! (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα τραγούδα! / τώρα χαίρετε!

χορός

χορός, ο, ουσ. [<αρχ. χορός], ο χορός. 1. (με γενική ουσ.) δηλώνει κάτι που γίνεται σε μεγάλη έκταση: «στην αγορά αναμένεται χορός ανατιμήσεων || στη λοβιτούρα του υπουργού αναφέρεται από τον Τύπο χορός εκατομμυρίων || στο χορό των εξοπλισμών έχουν εμπλακεί πολλές χώρες». 2.  (στη γλώσσα της φυλακής) τα σωματικά μαρτύρια: «όποιος δεν κάθεται καλά στη φυλακή, δεν το γλιτώνει το χορό». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις, α. όταν εμπλακείς, θεληματικά ή όχι, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, θα αναγκαστείς να συμμετάσχεις σε αυτή, μέχρι να τελειώσει: «τώρα που μπλέχτηκες σ’ αυτή την υπόθεση, δεν μπορείς να φύγεις, γιατί, άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις». β. έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος πως είναι γνώστης ή αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες κάποιου εγχειρήματός του: «το ξέρω πως είναι δύσκολη δουλειά αυτή που αναλαμβάνω, όμως, άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις»·
- άναψε ο χορός, πήρε μεγάλες διαστάσεις, συμμετείχαν όλοι οι παρευρισκόμενοι: «κοντά στα μεσάνυχτα άναψε ο χορός». (Τραγούδι: άναψ’ ο χορός, στην πόλη πυρκαγιά, πάνω στις ταράτσες, μέσα στα στενά, ξύπνησα με γέλια και ξεφωνητά, κι είχαν από πάνω πάρτι τα παιδιά
- ανοίγω το χορό, αρχίζω να χορεύω πρώτος: «τιμής ένεκεν άνοιξε το χορό ο παππούς με τη γιαγιά»·
- εν χορώ, όλοι μαζί, με μια φωνή, ομόφωνα: «στην πρόταση του προέδρου οι σύνεδροι συμφώνησαν εν χορώ»·
- έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, όποιος δε γνωρίζει τις πραγματικές δυσκολίες που έχει μια δουλειά ή μια υπόθεση, τότε του είναι εύκολο να κάνει διάφορες υποδείξεις ή να ασκεί κριτική: «τα νομίζεις όλα εύκολα, γιατί έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε»·
- κατά τον καιρό και το χορό, βλ. λ. καιρός·
- κι ο χορός καλά κρατεί, λέγεται στην περίπτωση που διαιωνίζεται μια αρνητική κατάσταση: «μετά την απεργία των εμποροϋπαλλήλων, απεργίες εξήγγειλαν οι καθηγητές, οι νοσοκομειακοί γιατροί, οι δικηγόροι κι ο χορός καλά κρατεί»·
- μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό, δε με συμπεριλαμβάνουν σε μια δουλειά, υπόθεση ή διαδικασία από την οποία μπορώ να ωφεληθώ: «όταν πρόκειται για καμιά καλή δουλειά, μ’ αφήνουν έξω απ’ το χορό»·
- μένω έξω απ’ το χορό, α. δε συμμετέχω σε κάποια δουλειά, υπόθεση ή διαδικασία: «μου πρότειναν να πάρω κι εγώ μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά, επειδή μου φάνηκε ύποπτη, έμεινα έξω απ’ το χορό». β. μένω αμέτοχος σε κάποια ενέργεια ή πράξη, ιδίως κακή: «όλοι κάποια στιγμή αρπάχτηκαν στα χέρια και μόνο εγώ έμεινα έξω απ’ το χορό». γ. δε με συμπεριλαμβάνουν σε κάποια παροχή: «όλοι σας τσεπωθήκατε μια χαρά και μόνο εγώ έμεινα έξω απ’ το χορό»·
- μπαίνω στο χορό, α. αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους χορευτές: «πολύ μ’ αρέσουν οι δημοτικοί χοροί και, κάθε φορά που πηγαίνω στο πανηγύρι του χωριού μου, μπαίνω στο χορό». (Λαϊκό τραγούδι: μπάτε, κορίτσια, στο χορό κι αφήστε με μονάχη, λύγισα σαν το στάχυ ω ω ω, κι άλλο ν’ αντέξω δεν μπορώ). β. εμπλέκομαι σε μια διαδικασία με ή χωρίς τη θέλησή μου: «οι χώρες των Βαλκανίων μπήκαν στο χορό των εξοπλισμών». (Τραγούδι: πήγα λοιπόν ο αμφισβητίας, στα αφεντικά της παραλίας, και μπήκα έτσι στο χορό, στα μπουζουξήδικα κι εγώ
- ο χορός και το γαμήσι είν’ της γυναικός η φύση, βλ. λ. γαμήσι·
- ο χορός της κοιλιάς, ανατολίτικος χορός που χορεύεται ιδίως από γυναίκες και χαρακτηρίζεται από την έντονη αισθησιακή κίνηση της κοιλιάς και των γοφών: «ο χορός της κοιλιάς είναι ένας χαρακτηριστικός γυναικείος χορός της Ανατολής»·
- ο χορός του Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας·
- πιάνω το χορό, αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους χορευτές: «μόλις ήρθαμε στο κέφι, πιάσαμε το χορό». (Τραγούδι: εν δυο τρία, πιάσε το χορό, δεκαπέντε χρόνια έχω να χαρώ
- ο χορός των χορών, το ζεϊμπέκικο: «θεωρεί πως το ζεϊμπέκικο είναι ο χορός των χορών». Η πατρότητα ανήκει στον Γιάννη Τσαρούχη·
- σέρνω το χορό, α. χορεύω πρώτος σε κυκλικό χορό και οδηγώ τους υπόλοιπους χορευτές: «ο παππούς καμάρωνε τον εγγονό του που έσερνε το χορό || νιώθω μια ιδιαίτερη ικανοποίηση, όταν σέρνω το χορό». β. είμαι υπεύθυνος σε μια ομάδα ατόμων, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «ποιος σέρνει το χορό σ’ αυτό το εργοτάξιο;». Από την εικόνα του ατόμου που χορεύει πρώτος σε ένα κυκλικό χορό και οδηγεί τους υπόλοιπους χορευτές·
- στήνω το χορό ή στήνω χορό, αρχίζω να χορεύω, χορεύω: «όπως ήταν μεθυσμένος, έστησε το χορό μέσ’ στη μέση του δρόμου || μόλις έρχεται στο κέφι, όπου και να βρεθεί στήνει αμέσως χορό». (Λαϊκό τραγούδι: σύρτε φέρτε τα μπουζούκια, φέρτε τα για να χαρώ, να μερακλωθεί ο χάρος και να στήσει το χορό
- το στρώνω στο χορό, αρχίζω να χορεύω, χορεύω: «όταν είναι στα κέφια του, το στρώνει στο χορό»·
- τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε, από τη στιγμή, που, καλώς ή κακώς, συμμετέχουμε σε μια διαδικασία, θα πρέπει να προσπαθήσουμε και εμείς μαζί με τους άλλους να τη φέρουμε σε πέρας: «δεν ήθελα να πάρω μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά, τώρα που μπήκαμε στο χορό, θα χορέψουμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, ενεργώ απεγνωσμένα: «μ’ αυτή την κίνηση που κάνω, χορεύω το χορό του Ζαλόγγου, προκειμένου να σώσω την επιχείρησή μου». Αναφορά στο χορό των γυναικών του Σουλίου που έπεσαν το 1803 στον γκρεμό του Ζαλόγγου, προκειμένου να γλιτώσουν από τα χέρια των Τούρκων·
- χορεύω το χορό του Ησαΐα, βλ. λ. Ησαΐας.