Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τυχαίος
τυχαίος, -αία, -αίο, επίθ. [<μτγν. τυχαῖος],
τυχαίος. 1. που είναι ασήμαντος, συνηθισμένος, που δεν είναι σπουδαίος:
«δεν μπορεί να ’ρχεται ο κάθε τυχαίος και να μου ζητάει δανεικά || πρόσεξε
αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν είναι τυχαίος». Επίρρ. τυχαία κ. τυχαίως,
κατά τύχη: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο»·
- όλως τυχαίως, εντελώς τυχαία: «τον συνάντησα όλως τυχαίως».