Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τυφλώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τυφλώνω, ρ. [<μσν. τυφλώνω <αρχ. τυφλῶ], τυφλώνω. 1. κάνω κάποιον να χάσει την ευθυκρισία του, να χάσει την ικανότητά του να κρίνει σωστά: «τον τύφλωσε ο έρωτας γι’ αυτή τη γυναίκα και δεν ξέρει τι κάνει || τον τύφλωσε το μίσος γι’ αυτόν τον άνθρωπο και φοβάμαι μήπως συμβεί κανένα κακό». 2. εντυπωσιάζω τόσο πολύ κάποιον με κάτι, που τον κάνω να πάθει σύγχυση: «την τύφλωσε με την κουρσάρα του και την έβγαλε αμέσως γκόμενα».