Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τυρόγαλα
τυρόγαλα, το κ. τυρόγαλο, το, ουσ. [<τυρός + γάλα], το
τυρόγαλα·
- μυρίζει τυρόγαλα, δημιουργεί πολύ δυσάρεστη
εντύπωση: «δεν παίρνουμε μαζί μας τον τάδε, γιατί όπου κι αν πάμε μυρίζει
τυρόγαλα». Συνών. μυρίζει μυτζήθρα.