Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τσόφλι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τσόφλι κ. τσέφλι, το, ουσ. [<μσν. τσέφλιν <αραβ. djefl], το τσόφλι· άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν είσαι καλά που θα κάνω παρέα μ’ αυτό το τσόφλι!»·
- έσπασε σαν τσόφλι, έσπασε πάρα πολύ εύκολα: «μόλις ακούμπησα το βάζο στο τραπέζι έσπασε σαν τσόφλι!». Από το ότι το κέλυφος του αβγού είναι πολύ εύθραυστο.