Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τσιμπλιάρης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τσιμπλιάρης, ο, θηλ. τσιμπλιάρα, η, ουσ. [<τσίμπλα + κατάλ. -ιάρης], (υποτιμητικά) αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκεις αυτού του τσιμπλιάρη και του κάνεις παρέα!».