Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τσαρλατάνος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τσαρλατάνος, ο, ουσ. [<ιταλ. ciarlatano], ο τσαρλατάνος. 1. ο απατεώνας, ο αγύρτης: «πρόσεξε μην κάνεις καμιά δουλειά μαζί του, γιατί είναι μεγάλος τσαρλατάνος και θα σου φάει τα λεφτά». 2. ο ψευτογιατρός ο κομπογιαννίτης: «μας παρουσιάστηκε για γιατρός, αλλά αποδείχτηκε μεγάλος τσαρλατάνος και θα τον πέθαινε το φουκαρά». 3. άτομο, ιδίως πολιτικός, που υπόσχεται λύσεις για τα πάντα χωρίς να πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του: «μέχρι να τον ψηφίσουμε, υποσχόταν πως θα μας χτίσει το γεφύρι στο χωριό, αλλά αποδείχτηκε κι αυτός, όπως και οι άλλοι βέβαια, τσαρλατάνος».