Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
Τρίτη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

Τρίτη, η, ουσ. [ημέρα της εβδομάδος· θηλ. του αρχ. επιθ. τρίτος], η Τρίτη·
- Τρίτη και δεκατρείς (13), ημέρα Τρίτη και δεκατρείς του μηνός, σύμπτωση που κατά τη λαϊκή δοξασία φέρνει μεγάλη γρουσουζιά: «κάθε φορά που είναι Τρίτη και δεκατρείς, δεν κάνει καμιά δοσοληψία, γιατί είναι πολύ προληπτικός». (Λαϊκό τραγούδι: μια Τρίτη, ο μήνας δεκατρείς φτωχός αλήτης και μπεκρής πήρε το δρόμο ο Λουκάς να πάει στον κάτω κόσμο -μπας- μπας και βρεθεί καμιά γωνιά που να ’χει ο μήνας πάντα εννιά). Από το ότι ήταν Τρίτη και δεκατρείς του μηνός Απριλίου, του 1204, που οι ορδές των Σταυροφόρων, με προτροπή της τότε ηγεμονικής Βενετίας, λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη. Συνών. Παρασκευή και δεκατρείς·
- τις Τρίτες, κάθε Τρίτη, όλες τις Τρίτες: «υπάρχουν ορισμένοι που είναι τόσο προληπτικοί, ώστε τις Τρίτες δε βγαίνουν απ’ το σπίτι τους».