Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τρία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τρία, απόλ. αριθμητ. [<αρχ. τρία]· τρία· βλ. και λ. τρεις. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, βλ. λ. βόδι·
- δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- ένα δύο τρία, γαμιέται η διαιτησία! βλ. λ. γαμιέμαι·
- έχει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- θα μου κάνεις τα τρία δύο, δε σε υπολογίζω, δε σε φοβάμαι διόλου, δεν είσαι ικανός να μου κάνεις κακό, να με βλάψεις στο παραμικρό: «αν έχεις την εντύπωση πως μπορείς να με δείρεις, σε πληροφορώ πως θα μου κάνεις τα τρία δύο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να χουφτώνει επιδεικτικά τα γεννητικά όργανα και να τα επιδεικνύει σε αυτόν που απευθύνεται ο λόγος. Μερικές φορές, η φρ. συνεχίζεται με το και το ζουρνά καΐκι ή και το μακρύ κοντό·
- κάνα δυο (καναδυό) τρία, βλ. λ. δυο·
- με το ένα, με το δύο, με το τρία! βλ. λ. ένας·
- μέχρι να πεις τρία, βλ. φρ. ώσπου να πεις τρία·
- μου ’κανε τα τρία δύο, δε μου έκανε, δεν μπόρεσε να μου κάνει απολύτως τίποτα: «έλεγε πως θα με δείρει, αλλά, όταν συναντηθήκαμε, μου ’κανε τα τρία δύο»·
- ναιξ και τρία εννιά, βλ. λ. ναιξ·
- σε τρία τέρμινα, βλ. λ. τέρμινο·
- στα τρία μας! ή στα τρία μου! βλ. φρ. στ’ αρχίδια μας! λ. αρχίδι·
- τα τρία κάπα (του ελληνικού κινηματογράφου), βλ. λ. κάπα·
- τα τρία οχτάρια, βλ. λ. οχτάρι·
- τρία άλφα, βλ. λ. άλφα·
- τρία πουλάκια κάθονται, α. λέγεται ειρωνικά για άτομο που δείχνει πλήρη αδιαφορία για τους πάντες και για τα πάντα: «μην περιμένεις βοήθεια απ’ τον τάδε, γιατί είναι τρία πουλάκια κάθονται». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο που μιλάει ακατάσχετα και είναι εντελώς άσχετος με το θέμα με το οποίο καταπιάστηκε: «τι έλεγε τόση ώρα; Τρία πουλάκια κάθονται, έλεγε»·
- ώσπου να πεις τρία, πολύ γρήγορα, αστραπιαία: «θα πεταχτώ μέχρι το σπίτι μου κι ώσπου να πεις τρία, θα ’χω γυρίσει». (Λαϊκό τραγούδι: μα ήταν ο Παράδεισος όλος εν απαρτία και μ’ έριξαν στην Κόλαση, ώσπου να πω το τρία). Συνών. ώσπου να πεις άλφα / ώσπου να πεις αμήν / ώσπου να πεις ένα / ώσπου να πεις κρεμμύδι / ώσπου να πεις κύμινο.

άλφα

άλφα, το, άκλ. ουσ. [<αρχ. ἄλφα <σημιτ. alef (= κεφάλι βοδιού)], το άλφα, το πρώτο γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου· (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η ηρωίνη. Από το πρώτο γράμμα της λ. ά-σπρη, που είναι και ένας άλλος χαρακτηρισμός της ηρωίνης. (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- άλφα άλφα, α. εμπόρευμα πρώτης ποιότητας, ιδίως ζαρζαβατικό, οπωροκηπευτικό ή ψαρικό: «το εμπόρευμα είναι άλφα άλφα». β. (στη γλώσσα του στρατού) αυτός που είναι αδικαιολόγητα  απών από κάπου: «ο τάδε ήταν πάλι άλφα άλφα απ’ την πρωινή αναφορά». Από τα αρχικά της φρ. α-δικαιολογήτως α-πών·
- άλφα άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- άλφα δύο (Α2), (στη γλώσσα του στρατού) το δεύτερο γραφείο, που είναι αρμόδιο για τη συλλογή πληροφοριών, οι οποίες κρίνονται απαραίτητες για την ασφάλεια του στρατεύματος, και αυτός που υπηρετεί στο γραφείο αυτό και που θεωρείται από τους άλλους ρουφιάνος: «σε ζητούν στο άλφα δύο || πρόσεχε τι θα πεις και τι θα κάνεις, γιατί ο τάδε είναι άλφα δύο»·
- άλφα δύο (Α2) ρουφ, (στη γλώσσα της φυλακής) βλ. λ. ρουφ·
- άλφα εθνική, αυτός που γενικά είναι πολύ ανώτερος από έναν άλλον: «δεν μπορώ να τον συναγωνιστώ με τίποτα, γιατί είναι άλφα εθνική ο τύπος». Από τη γλώσσα του ποδοσφαίρου·
- άλφα μάρκα, ποιότητα πρώτης τάξεως, ιδίως βιομηχανικού προϊόντος: «αγόρασα ένα ψυγείο άλφα μάρκα»·
- άλφα πι, ο απατεώνας, ο λωποδύτης: «πήγε κι έμπλεξε μ’ έναν άλφα πι και τώρα έχει μπλεξίματα». Από τα αρχικά της φρ. αριθμός πινακίου που είναι αναρτημένο έξω από τη δικαστική αίθουσα στο οποίο αναγράφεται η σειρά των δικών·
- άλφα πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλφα ταυ, (Α. Τ. (= Αστυνομικό Τμήμα) το αστυνομικό τμήμα: «όσους συνέλαβαν, τους μετέφεραν στο άλφα ταυ της περιοχής»·    
- Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ το άλφα μέχρι το ωμέγα, βλ. φρ. απ’ το άλφα ως το ωμέγα·
- απ’ το άλφα ως το ωμέγα, εξολοκλήρου, από την αρχή μέχρι το τέλος: «θέλω ν’ αναλάβεις τη δουλειά, απ’ το άλφα ως το ωμέγα». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το άλφα ως το ωμέγα για να φτάσω δρόμους μ’ αγκάθια ήταν γραφτό μου να περάσω
- αρχίζω απ’ το άλφα, α. αρχίζω από την αρχή μια υπόθεση, δουλειά ή εργασία: «δεν ξέρω τι εμπόδια θα συναντήσω στη δουλειά, γιατί αύριο αρχίζω απ’ το άλφα». β. αρχίζω από το μηδέν: «έπεσε έξω στις δουλειές του, όμως δεν το ’βαλε κάτω, γιατί πάλι άρχισε απ’ το άλφα»·
- βρίσκομαι στο άλφα, βρίσκομαι στην αρχή μιας υπόθεσης, δουλειάς ή εργασίας: «έχω πολλή δουλειά μπροστά μου, γιατί βρίσκομαι στο άλφα || δεν ξέρω τι δυσκολίες θα συναντήσω, γιατί βρίσκομαι στο άλφα της δουλειάς». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το ακόμα. Από το ότι το άλφα είναι το πρώτο γράμμα του αλφάβητου·
- δεν ξέρει ούτε το άλφα, είναι εντελώς αγράμματος: «τι έκθεση να σου συντάξει, που δεν ξέρει ούτε το άλφα ο άνθρωπος!»·
- είμαι άλφα, α. (στη γλώσσα της αργκό) είμαι σε καλή ψυχική ή οικονομική κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό σε όλα είμαι άλφα». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) έχω πολύ καλά φύλλα: «εγώ δεν πάω γι’ άλλα, γιατί είμαι άλφα»·
- είμαι άλφα άλφα, (στη γλώσσα της αργκό) είμαι σε πάρα πολύ καλή ψυχική ή οικονομική κατάσταση: «από τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, είμαι σ’ όλα άλφα άλφα»·
- είμαι ο πιο άλφα απ’ τους άλφα, (στη γλώσσα της αργκό) είμαι ο πρώτος μεταξύ των πρώτων: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, είμαι ο πιο άλφα απ’ τους άλφα»·
- είμαι στο άλφα, βλ. φρ. βρίσκομαι στο άλφα·
- είναι το άλφα (μου) και το ωμέγα μου, (για πρόσωπα) είναι το παν για μένα: «η γυναίκα μου είναι το άλφα και το ωμέγα μου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι το άλφα μου και το ωμέγα μου είσαι το τέλος μου και η αρχή, η κάθε σκέψη μου κι όλα τα έργα μου απ’ την αγάπη σου παίρνουν ψυχή
- έρχομαι άλφα, α. (για αγώνα ταχύτητας) έρχομαι πρώτος, βγαίνω πρώτος: «κάθε φορά που παραβγαίνουμε στο τρέξιμο, ο τάδε έρχεται άλφα». β. (γενικά) έρχομαι πρώτος σε μια αναμέτρηση: «δεν μπορεί κανείς να τον παραβγεί σε τίποτα, γιατί πάντα έρχεται άλφα»·
- έχω ένα άλφα κεφάλαιο, έχω ένα σχετικό χρηματικό κεφάλαιο, που δεν είναι ούτε μεγάλο ούτε μικρό: «έχει ένα άλφα κεφάλαιο και θέλει να το επενδύσει κάπου»·
- έχω μια άλφα περιουσία, έχω μια σχετική περιουσία, που δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε μικρή: «και καλό κορίτσι είναι και έχει και μια άλφα περιουσία»·
- μέχρι να πεις άλφα, βλ. φρ. ώσπου να πεις άλφα·
- ο άλφα κι ο βήτα, βλ. συνηθέστ. ο ένας κι ο άλλος, λ. ένας·
- ο άλφα μι (Α.Μ.), (στη γλώσσα του στρατού) βλ. λ. αλφαμίτης·
- το άλφα και το ωμέγα, οτιδήποτε έχει τη μεγαλύτερη σημασία σε ένα σύνολο, η αρχή και το τέλος, το παν: «το άλφα και το ωμέγα όλης της υπόθεσης είναι να μπορέσουμε να καταφέρουμε τον διευθυντή να εγκρίνει το δάνειο || το άλφα και το ωμέγα της αγάπης είναι ο αλληλοσεβασμός». Πρβλ.: ἐγώ τό Α καί τό Ω, ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος, ἀρχή καί τέλος (Αποκ. Ιωάν. κβ΄ 13)·
- τρία άλφα (ΑΑΑ), ένδειξη άριστης ποιότητας, ιδίως σε είδη ιματισμού: «το ύφασμα είναι τρία άλφα»·
- ώσπου να πεις άλφα, πολύ γρήγορα, αστραπιαία: «πήγε στο σπίτι του και ξαναγύρισε ώσπου να πεις άλφα». Συνών. ώσπου να πεις αμήν / ώσπου να πεις ένα / ώσπου να πεις κρεμμύδι / ώσπου να πεις κύμινο / ώσπου να πεις τρία· βλ. και λ. πιτς φιτίλι.

βόδι

βόδι, το, ουσ. [<μσν. βόιδιν <αρχ. βοΐδιον, υποκορ. του ουσ. βοῦς], το βόδι. 1. ο πολύ χοντρός, ο παχύσαρκος: «πω πω, για δες απέναντι ένα βόδι, θα βουλιάζει το πεζοδρόμιο!». 2. (υποτιμητικά) ο αργόστροφος, ο ανόητος, ο βλάκας: «είναι τόσο βόδι, που πρέπει να του πεις χίλιες φορές κάτι για να καταλάβει» 3. (υποτιμητικά) ο άξεστος, ο αγροίκος, ο αναίσθητος: «είναι τόσο βόδι, που δεν ξέρει τι πάει να πει συγνώμη». 4. εκστομίζεται και ως βρισιά: «δε βλέπεις, ρε βόδι, πού πατάς;». Υποκορ. βοδάκι, το· βλ. και λ. βόιδι. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, α. υπάρχει τέλεια ασυνεννοησία μεταξύ τους: «δεν υπάρχει περίπτωση να πάει μπροστά αυτή η επιχείρηση, γιατί άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς». β. λέγεται και σε περιπτώσεις που υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ πολλών και του ενός και το υπονοούμενο είναι πως θα γίνεται εκείνο που υποστηρίζει ο ένας λόγω θέσης ή ισχύος: «οι μαθητές, είδαν τον καιρό καλό κι έχουν ξεσηκωθεί για εκδρομή, όμως άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, γιατί ο διευθυντής έχει διαφορετική γνώμη»·
- αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, είναι πολύ ανόητος, πολύ κουτός, πολύ βλάκας: «ο αδερφός του είναι πανέξυπνο παιδί, αλλά αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια»·
- έγινα σαν βόδι, πάχυνα υπερβολικά: «τον τελευταίο καιρό τρώω σαν λύκος κι έγινα σαν βόδι». Συνών. έγινα σαν βαρέλι / έγινα σαν ντουλάπα / έγινα τόφαλος·
- είναι σαν βόδι, είναι πολύ χοντρός, παχύσαρκος: «αυτή είναι σαν μπιμπελό, αλλά έχει έναν άντρα που είναι σαν βόδι»·
- εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι, όχι μόνο δεν επανορθώθηκε μια αδικία που έγινε σε βάρος μας αλλά κοντά σε αυτή προστέθηκε και μια δεύτερη: «ενώ αυτός βγήκε αντικανονικά απ’ τη στροφή κι έπεσε πάνω μου, όχι μόνο δεν το παραδέχεται, αλλά θέλει να του φτιάξω και τ’ αυτοκίνητό του. Εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κατάλαβες δηλαδή(;)·
- θα σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, δεν υπάρχει μέρος που θα μπορέσεις να κρυφτείς, χωρίς να σε βρω: «τον έχει τόσο άχτι, που θα τον βρει, και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτεί»·
- κοιμάται σαν βόδι ή κοιμάται σαν το βόδι, κοιμάται πάρα πολύ, κοιμάται βαθιά: «όταν πέσει στο κρεβάτι δε σηκώνεται με τίποτα, γιατί κοιμάται σαν βόδι»·
- λέει το βόδι ψάρι, τερατολογεί: «μη ζητήσεις απ’ τον τάδε να σου πει πώς έγιναν τα πράγματα, γιατί λέει το βόδι ψάρι»·
- όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
- πάω για βόδι, έχω τάσεις πάχους, παχαίνω: «έτσι όπως άνοιξε η όρεξή μου, πάω για βόδι»·
- πιάνεται απ’ την ουρά του βοδιού και δε βλέπει το βόδι, ασχολείται με τα επουσιώδη προβλήματα μιας υπόθεσης και παραβλέπει τα σοβαρά και μεγάλα: «δε θα μπορέσει να βρει λύση στο πρόβλημά του, γιατί πιάνεται απ’ την ουρά του βοδιού και δε βλέπει το βόδι»·
- σαν το βόδι στο παχνί, λέγεται για άβουλο άτομο, για άτομο χωρίς κρίση, που άγεται και φέρεται: «δε γράφτηκα ποτέ σε καμιά κομματική οργάνωση, γιατί δε θέλω να είμαι σαν το βόδι στο παχνί»·
- τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τρώει ένα βόδι στην καθισιά, τρώει υπερβολικά, είναι αχόρταγος, αδηφάγος: «δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει στο φαγητό, γιατί τρώει ένα βόδι στην καθισιά»·
- τρώει σαν βόδι ή τρώει σαν το βόδι, τρώει με μεγάλη λαιμαργία και σε ποσότητα, είναι πολύ αχόρταγος: «πώς να μην είναι τόσο χοντρός, αφού τρώει σαν βόδι». Συνών. τρώει σαν δράκος / τρώει σαν λύκος / τρώει σαν φίδι·
- φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά (ενν. εδώ θα κολλήσουμε;), θέλουμε πολύ λίγο ακόμα για να τελειώσουμε εν σχέσει με το μέχρι τώρα έργο που έχουμε επιτελέσει: «τώρα θα τα παρατήσεις, που φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά;». Λέγεται συνήθως για να ενθαρρύνουμε κάποιον που νιώθει εξαντλημένος ή αποθαρρυμένος, τη στιγμή που πλησιάζει να τελειώσει το έργο που έχει αναλάβει. Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Συνών. φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά.

γαμιέμαι

γαμιέμαι, ρ. [<γαμώ], γαμιέμαι. 1. κουράζομαι υπερβολικά, ταλαιπωρούμαι: «κάθε μέρα γαμιέμαι για να τα φέρω βόλτα || μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση, γαμήθηκα στο κουβάλημα». 2. επιδίδομαι σε κάτι με πάθος, επειδή μου αρέσει πάρα πολύ: «γαμιέμαι στα ταξίδια || γαμιέμαι στο χορό || γαμιέμαι  στο πιοτό || γαμιέμαι στα ξενύχτια κ. ά.». 3. δεν έχω σωστή συμπεριφορά, δεν είμαι καθώς πρέπει: «το ’ξερα ότι γαμιέσαι, αλλά όχι και τόσο πολύ!». Αναφορά στον άντρα που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη και που, βέβαια, αυτό δεν είναι σωστή αντρική συμπεριφορά. 4α. στο γ΄ εν. πρόσ. γαμιέται, (για γυναίκες) πηγαίνει με ευκολία από άντρα σε άντρα, ενδίδει με ευκολία στις σεξουαλικές επιθυμίες των αντρών: «γαμιέται από μικρό κορίτσι». β. (για άντρες) είναι ομοφυλόφιλος, πούστης: «το περίμενες να γαμιέται τέτοιο ομορφόπαιδο;». γ. δεν είναι εντάξει, δε συμπεριφέρεται στους άλλους καθώς πρέπει: «δεν κάνω δουλειά μαζί του, γιατί έμαθα πως γαμιέται». δ. έχει μεγάλη τύχη στη ζωή του, είναι πολύ τυχερός, ιδίως στο χαρτοπαίγνιο: «δεν παίζω χαρτιά μαζί του, γιατί γαμιέται ο άνθρωπος». 5. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) προτάσσεται σε διάφορα απαράδεκτα υβριστικά συνθήματα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι φανατικοί αντίπαλοι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων και ομάδων του μπάσκετ: «γαμιέται ο Θρύλος κι ο Πειραιάς || γαμιέται ο Π.Α.Ο. κι η Λεωφόρος || γαμιέται ο Π.Α.Ο.Κ. και η Θεσσαλονίκη». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- γαμήθηκε ο Δίας, βλ. λ. Δίας·
- γαμιέμαι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- γαμιέσαι κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε, βλ. λ. γέννα·
- γαμιέται σαν σκύλα ή γαμιέται σαν τη σκύλα, βλ. λ. σκύλα·
- δε γαμιέσαι! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς! α. δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου, αδιαφορώ τελείως για το τι θα κάνεις ή τι θα απογίνεις: «όσο καιρό σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες έμπαιναν στου γάιδαρου τον κώλο, γι’ αυτό τώρα δε γαμιέσαι!». Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω. β. άφησέ με ήσυχο, μη με σκοτίζεις περισσότερο: «δεν πα(ς) να γαμηθείς, που μας πήρες κεφάλι με την πολυλογία σου!». γ. έκφραση που δηλώνει άρνηση: «δεν πα(ς) να γαμηθείς που θα σου δώσω τόσα λεφτά!». δ. έκφραση που δηλώνει απόρριψη: «δε πα(ς) να γαμηθείς που θα σε πάρω μαζί μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το λέω ’γω·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. φρ. δε γαμιέσαι(!)·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσεις! βλ. φρ. δε γαμιέσαι(!)·
- δε γαμιέται! βλ. φρ. δεν πά(ει) να γαμηθεί(!)·
- δεν πά(ει) να γαμηθεί! α. (για πρόσωπα) μην ασχολείσαι με αυτόν τον άνθρωπο, με αυτή την υπόθεση, με αυτό το πράγμα, γιατί είναι χωρίς σημασία ή γιατί δεν παρουσιάζει για σένα κανένα ενδιαφέρον: «δεν πάει να γαμηθεί που κάθεσαι και τον υπολογίζεις! || δεν πά(ει) να γαμηθεί που κάθεσαι και τον ψάχνεις μια ώρα!». β. (για πράγματα) δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ εντελώς: «δεν πάει να γαμηθεί που θα κάτσω να ψάχνω για ένα παλιοαναπτήρα!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το λέω ’γω. Συνών. δεν πά(ει) να πηδηχτεί(!)·
- ένα, δύο, τρία, γαμιέται η διαιτησία! υβριστική ιαχή των φιλάθλων, ιδίως σε αγώνα μπάσκετ, όπου ο χώρος του γηπέδου είναι μικρός σε σχέση με αυτόν του ποδοσφαίρου, όταν οι διαιτητές δεν είναι αμερόληπτοι ή νομίζουν οι φίλαθλοι πως δεν είναι αμερόληπτοι. Πιο αραιά ακούγεται και στο ποδόσφαιρο·
- μάθανε πως γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι, βλ. λ. γύφτος·
- μη γαμιέσαι (τώρα)! έκφραση με την οποία αποδοκιμάζουμε τα λόγια ή τις ενέργειες κάποιου: «όλα κι όλα, αλλά αυτό το χατίρι δεν μπορώ να σου το κάνω. -Μη γαμιέσαι τώρα!»·
- να πά(ει)  να γαμηθεί! (για πράγματα) βλ. λ. φρ. δεν πά(ει) να γαμηθεί(!)·
- να πα(ς) να γαμηθείς! αδιαφορώ τελείως για σένα, δε με νοιάζει τι θα κάνεις. Έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω! ή τώρα πού θα πάω! Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε.

δυο

δυο κ. δύο, άκλ. αριθμητ. επίθ. απόλ. [<αρχ. δύο], δυο. (Ακολουθούν 153 φρ.)·
- αλλάξαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. λ. κουβέντα·
- αλλάξαμε δυο λέξεις παραπάνω, βλ. λ. λέξη·
- αλλάξαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. λ. λόγος·
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν κυνηγάς δύο λαγούς, θα χάσεις και τους δύο, βλ. λ. λαγός·
- αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- άνθρωπος με δυο πρόσωπα, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνοιξε το κεφάλι του στα δυο, βλ. λ. κεφάλι·
- άντρας δυο μέτρα ή δυο μέτρα άντρας, βλ. λ. άντρας·
- από ένα πρόβατο δυο δέρματα δε βγαίνουν, βλ. λ. πρόβατο·
- από ένα κριάρι δυο τομάρια, βλ. λ. κριάρι·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτός είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, βλ. λ. βόδι·
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών, βλ. λ. πυρ·
- για δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- για τα δυο σου τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- γίναμε από δυο χωριά ή γίναμε από δυο χωριά χωριάτες, βλ. λ. χωριό·
- γίνομαι δυο δίπλες, βλ. λ. δίπλα·
- γίνομαι δυο κάτια, βλ. λ. κάτι·
- γίνομαι δυο κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- δεν είναι ούτε μια ούτε δυο, είναι πολλές φορές: «δεν μπορώ να σου δώσω άλλα δανεικά, γιατί δεν είναι ούτε μια ούτε δυο που έρχεσαι και μου ζητάς»·
- δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. λ. μάτι·
- δυο βήματα, βλ. λ. βήμα·
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα, βλ. λ. γάιδαρος·
- δυο δεκάρες η οκά ή δυο δεκάρες την οκά, βλ. λ. δεκάρα·
- δυο δυο, (για πρόσωπα ή πράγματα) ανά δύο, σε δυάδες: «όσοι είναι να μπουν μέσα, θα ’ρχονται δυο δυο || θα βάζετε τα πακέτα δυο δυο». (Τραγούδι: δυο δυο στην μπανιέρα δυο δυο
- δυο και δυο κάνουν τέσσερα ή δυο και δυο ίσον τέσσερα, βλ. συνηθέστ. ένα κι ένα κάνουν δύο·
- δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δε χωράνε, βλ. λ. καρπούζι·
- δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κώλος·
- δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κωλομέρι·
- δυο λαλούν και τρεις χορεύουν, βλ. λ. χορεύω·
- δυο λεπτά, βλ. λ. λεπτό·
- δυο λογιών, βλ. λ. λογής·
- δυο πόρτες έχει η ζωή, βλ. λ. πόρτα·
- δυο ρουφηξιές και στο διπλανό, βλ. λ. ρουφηξιά·
- δυο τρεις, (για πρόσωπα) πολύ λίγοι, εντελώς λίγοι: «έκανε ανοιχτή συγκέντρωση το τάδε κόμμα και μαζεύτηκαν όλο κι όλο δυο τρεις οπαδοί του». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το κάνα· βλ. και φρ. κάνα δυο τρεις·
- δυο φαλακροί μαλώνανε για μια τσατσάρα, βλ. λ. φαλακρός·
- έγινε δυο κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- είμαι μια χαρά και δυο τρομάρες, βλ. λ. χαρά·
- είναι για δυο, είναι για δυο άτομα: «πήρα μια πρόσκληση που είναι για δυο»·
- είναι δυο κορμιά μια ψυχή, βλ. λ. κορμί·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
- είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- είναι οι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- είναι τα δυο άκρα αντίθετα, βλ. λ. άκρο·
- είπαμε δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαμε δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λέξεις παραπάνω, βλ. λ. λέξη·
- είπαμε δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε δυο λόγια παραπάνω, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε και δυο κουβέντες παραπάνω, βλ. λ. κουβέντα·
- έλα να σου πω δυο λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα·
- έλα να σου σπρεχάρω δυο φωνήεντα, βλ. λ. φωνήεντο·
- έλα να σου ψιθυρίσω δυο λεξούλες, βλ. λ. λεξούλα·
- έμειναν δυο κούκοι, βλ. λ. κούκος·
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. λ. κώλος·
- ένα - δύο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. ένα· 
- ένα δύο, εν δυο, βλ. λ. ένα·
- ένα επί δύο (ενν. μέτρο), (για χώρους) πάρα πολύ στενός, μικρός: «ζει σ’ ένα καμαράκι ένα επί δύο». (Λαϊκό τραγούδι: καλοκαίρι κι είναι κρύο ένα μέτρο επί δύο είναι το κελί μου, ωχ, μανούλα μου!
- ένα κι ένα κάνουν δύο ή ένα κι ένα ίσον δύο, κατηγορηματική δήλωση για καλό ή για κακό: «δε θα με ξαναρωτήσεις αν θα σε βοηθήσω, γιατί σου υποσχέθηκα πως θα το κάνω. Ένα κι ένα κάνουν δύο || αν ξαναμάθω πως με κατηγόρησες, θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο. Ένα κι ένα κάνουν δύο». (Λαϊκό τραγούδι: ένα κι ένα κάνουν δύο λένε μες το καφενείο
- ένας δυο ή ένας δύο, βλ. λ. ένας·
- ένας είναι ένας, δυο είναι έντεκα, τρεις είναι εκατόν έντεκα, βλ. λ. ένας·
- ένας ίσον ένας, δύο ίσον έντεκα, έντεκα ίσον εκατόν έντεκα, βλ. λ. ένας·
- έχει δυο αγκαλιές, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. αγκαλιά·
- έχει δυο μέτρα και δυο σταθμά ή εφαρμόζει δυο μέτρα και δυο σταθμά ή κρίνει με δυο μέτρα και δυο σταθμά, βλ. λ. μέτρο·
- έχει δυο πρόσωπα, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η ίδια αλεπού δεν πέφτει δυο φορές στην παγίδα, βλ. λ. αλεπού·
- η φιλία έχει δυο άκρες, βλ. λ. φιλία·
- θα μου κάνει τα τρία δύο, βλ. λ. τρία·
- θα σε σκίσω στα δυο! βλ. λ. σκίζω·
- θα σου πω δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- θα σου πω δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- θα σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- θέλω να σου πω δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- κάθε δυο και τρεις, βλ. λ. κάθε·
- κάθεται σε δυο καρέκλες, βλ. λ. καρέκλα·
- και με τα δυο τα χέρια ή και με τα δυο χέρια, βλ. λ. χέρι·
- και μια και δυο, δηλώνει άμεση ενέργεια: «τον έπιασε απ’ τ’ αφτί και μια και δυο τον οδήγησε στο δάσκαλο». (Λαϊκό τραγούδι: κυρ-τζίτζικα συμπάθα με που δε σε σιγοντάρω, μ’ απ’ όλα αυτά που πάθαμε μου ’ρχεται να φουντάρω, να βάλω πέτρα στο λαιμό και μια και δυο στον ποταμό 
- καλώς τ’ αρχίδια μας τα δυο ή καλώς τ’ αρχίδια μου τα δυο, βλ. λ. αρχίδι·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διω), βλ. λ. μάτι·
- κάνα δυο τρεις, (για πρόσωπα) πολύ λίγοι, εντελώς λίγοι: «ήταν κάνα δυο τρεις, που έκαναν φασαρία με τις φωνές τους»·
- κάνα δυο τρία, (για πράγματα) πολύ λίγα, εντελώς λίγα: «έμειναν κάνα δυο τρία κασόνια ακόμα, που πρέπει να μεταφερθούν στην αποθήκη»·
- κάνω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- κόβει την τρίχα στα δυο, βλ. λ. τρίχα·
- κόβομαι στα δυο, α. καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να πετύχω ένα στόχο ή για να εξυπηρετήσω ή να ικανοποιήσω κάποιον: «κόπηκε στα δυο το παιδί για να μας βρει ξενοδοχείο να μείνουμε το βράδυ». β. καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να προλάβω να τα φέρω όλα σε πέρας: «έχει τόσες πολλές ασχολίες, που όλη τη μέρα κόβεται στο δυο για να τα προλάβει όλα»·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δυο με δυο, βλ. λ. μάτι·
- λένε χίλια δυο πίσω του, βλ. λ. πίσω·
- με δυο κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- με δυο λέξεις, βλ. λ. λέξη·
- με δυο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- με το ένα, με το δύο, με το τρία! βλ. λ. ένας·
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- μια χαρά και δυο τρομάρες! βλ. λ. χαρά·
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, βλ. λ. σταγόνα·
- μου ’κανε τα τρία δύο, βλ. λ. τρία·
- να μην το λέω δυο φορές, βλ. λ. φορά·
- να χαρείς τα μάτια σου τα δυο! βλ. λ. μάτι·
- οι δυο μας, α. αποκλειστικά εμείς οι δυο: «θα πάμε οι δυο μας, γιατί μπορεί να χρειαστώ βοήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: να κάτσουμε σε μια γωνιά και τα πούμε οι δυο μας, ποιος είν’ αυτός που έφτιαξε το μαύρο ριζικό μας). β. λέγεται και με επιθετική διάθεση: «οι δυο μας κάποτε θα ξηγηθούμε». Στην περίπτωση αυτή παρατηρείται κίνηση με την οποία, αυτός που μιλάει, δείχνει με το δείκτη του, συνήθως, πρώτα τον εαυτό του κι έπειτα το συνομιλητή του·
- όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, βλ. λ. γη·
- όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. λ. λαγός·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, βλ. λ. αυτός·
- όταν χτυπιούνται δυο σταμνιά, ένα απ’ τα δυο θε να σπάσει, βλ. λ. σταμνί·
- παίζει με δυο καρδιές, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. καρδιά·
- παίζει σε δυο ταμπλό ή το παίζει σε δυο ταμπλό, βλ. λ. ταμπλό·
- πάνε δυο δυο σαν τους Χιώτες, βλ. λ. Χιώτης·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πάω ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- πες του δυο κουβέντες! βλ. λ. κουβέντα·
- πες του δυο λέξεις! βλ. λ. λέξη·
- πες του δυο λόγια! βλ. λ. λόγος·
- πέφτω στα δυο (ενν. γόνατα), παρακαλώ κάποιον ταπεινά, ζητώ την εύνοιά του ή τη συγχώρεσή του, τον εκλιπαρώ για κάτι: «μην είσαι τόσο σκληρός, αφού ο άνθρωπος έπεσε στα δυο, δώσε κι εσύ τόπο στην οργή και μην του κάνεις μήνυση! || έπεσε στα δυο μπροστά του, ζητώντας τη βοήθειά του, αλλά ο άλλος ήταν ανένδοτος»· βλ. και λ. πέφτω·
- πίνει σαν δυο άλογα, βλ. λ. άλογο·
- στους δυο ο τρίτος δε χωρεί ή στους δυο ο τρίτος περισσεύει, σε ένα αγαπημένο ζευγάρι, δεν υπάρχει θέση για άλλο άτομο·
- τα δυο μας, πιο άμεση έκφραση από αυτή του οι δυο μας·
- της πετώ δυο φωνήεντα, βλ. λ. φωνήεντο·
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το δύο το καλό, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το παιγνιόχαρτο με την ένδειξη δύο της φυλής σπαθί: «το δύο το καλό μετράει δυο πόντους και στο πινάκλ παίζει και ως μπαλαντέρ»·
- το κάνει κάθε δυο και τρεις, βλ. λ. κάθε·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, βλ. λ. χέρι·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. λ. μάτι·
- το τηλέφωνο έχει δυο άκρες, βλ. λ. τηλέφωνο·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. λ. μάτι·
- το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. λ. μάτι·
- τον διπλώνω στα δυο, βλ. λ. διπλώνω·
- τον έκανε δυο παραδιών παράδες, βλ. λ. παράς·
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, βλ. λ. Θεός·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. λ. μάτι·
- τον κάνω δυο κάτια, βλ. λ. κάτι·
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. λ. μάτι·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. λ. μάτι·
- του άνοιξα το κεφάλι στα δυο, βλ. λ. κεφάλι·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, βλ. λ. πόδι·
- του δίνω δυο μούντζες, βλ. λ. μούντζα·
- του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί, βλ. λ. παιδί·
- του πετώ δυο φωνήεντα, βλ. λ. φωνήεντο·
- του ρίχνω δυο μούντζες, βλ. λ. μούντζα·
- του ρίχνω δυο φάσκελα, βλ. λ. φάσκελο·
- τους βλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τους μαλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι·
- τυφλός τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο, βλ. λ. τυφλός·
- των δύο ταχυτήτων, βλ. λ. ταχύτητα·
- υπογράφω και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- χίλια δυο, βλ. λ. χίλιοι·
- χίλιοι δυο, βλ. λ. χίλιοι.

μοίρα

μοίρα, η, ουσ. [<αρχ. μοῖρα], η μοίρα· η τύχη, το πεπρωμένο, το ριζικό, το γραφτό. (Λαϊκό τραγούδι: ποια μοίρα με ζηλεύει ποιο μάτι φθονερό και χάθηκε η αγάπη χωρίς να τη χαρώ). (Ακολουθούν 42 φρ.)·
- ακολουθώ τη μοίρα (κάποιου), υφίσταμαι τα ίδια δεινά με κάποιον: «όσοι δε συμμορφωθούν και δε δείξουν εργατικότητα, θ’ ακολουθήσουν τη μοίρα εκείνων που απολύθηκαν»·
- βάζω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε δεύτερη μοίρα (κάτι)·
- βάζω σε ίδια μοίρα ή βάζω σε ίση μοίρα (κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο), θεωρώ ότι είναι ισότιμος ή ισάξιος: «δεν μπορείς να βάζεις σε ίδια μοίρα έναν γιατρό μ’ έναν της πρώτης δημοτικού || βάζει σε ίση μοίρα το κατσαριδάκι του με τη Μερσεντές μου»·
- βάζω σε πρώτη μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε πρώτη μοίρα (κάτι)·   
- βάζω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι)·  
- (δεν) είμαστε στην ίδια μοίρα ή (δεν) είμαστε σε ίση μοίρα, (δεν) βρισκόμαστε στην ίδια κοινωνική ή οικονομική θέση, (δεν) έχουμε τις ίδιες ικανότητες ή δυνατότητες: «δεν τον κάνω παρέα, γιατί δεν είμαστε στην ίδια μοίρα || μ’ αυτόν κάνω πολλή παρέα γιατί είμαστε σε ίση μοίρα || είμαστε στην ίδια μοίρα εγώ μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο για να μαλώσουμε;»·
- δεν έχει στον ήλιο μοίρα, βλ. λ. ήλιος·
- δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, έχει πλήρη άγνοια και για πράγματα που τον αφορούν και γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω του: «μην τον παίρνεις σοβαρά, γιατί δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του»·
- είναι άξιος της μοίρας μου! βλ. φρ. είναι άξιος της τύχης μου! λ. τύχη· 
- είναι της μοίρας μου, βλ. φρ. το ’χει η μοίρα μου·
- ειρωνεία της μοίρας, βλ. λ. ειρωνεία·
- έλαχε στη μοίρα μου, μου έτυχε κάτι δυσάρεστο: «έφυγαν όλοι για διακοπές κι έλαχε στη μοίρα μου να μείνω πίσω να φυλάω το κλειστό εργοστάσιο»·
- ενώνουμε τις μοίρες μας, βλ. συνηθέστ. ενώνουμε τις τύχες μας, λ. τύχη·
- έχει τα τρία κακά της μοίρας του, είναι εντελώς ηλίθιος, εντελώς βλάκας ή η όλη του εικόνα, το όλο του παρουσιαστικό είναι πολύ απογοητευτικό: «τον τελευταίο καιρό κάνει παρέα με κάποιον, που έχει τα τρία κακά της μοίρας του»·
- έχω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), θεωρώ κάτι δευτερεύον, δεν το θεωρώ πολύ σημαντικό: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έχει σε δεύτερη μοίρα τα γλέντια και τα ξενύχτια»·
- έχω σε πρώτη μοίρα (κάτι), δίνω απόλυτη προτεραιότητα σε κάτι, το θεωρώ πολύ σημαντικό: «μόλις παίρνω το μισθό μου, έχω πάντα σε πρώτη μοίρα τα έξοδα του σπιτιού»·
- έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι), δε δίνω σε κάτι σπουδαία σημασία, μου είναι σχεδόν αδιάφορο: «επειδή τον τελευταίο καιρό έχω οικονομικά προβλήματα, έχω σε τελευταία μοίρα τα γλέντια»·
- η κοινή των ανθρώπων μοίρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, βλ. λ. άντρας·
- ήταν γραφτό της μοίρας μου ή ήταν της μοίρας μου γραφτό, βλ. λ. γραφτό·
- καλή μοίρα! ευχή σε άγαμο νέο ή νέα να βρει καλό και άξιο σύζυγο. Συνών. καλή τύχη! (α)· 
- κάνω στροφή 180 μοιρών (360 μοιρών), βλ. λ. στροφή·
- ... κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πόσο πολύ επιθυμούμε να πραγματοποιηθεί αυτό που μόλις προαναφέραμε: «ας αξιωθώ να πάω μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω δίπλα την νταμίρα κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα
- κλαίει τη μοίρα του, α. διαμαρτύρεται, παραπονιέται, μεμψιμοιρεί για την κακή του τύχη: «απ’ τη μέρα που έχασε τον πατέρα του, κάθεται και κλαίει τη μοίρα του». (Λαϊκό τραγούδι: ένας διαβάτης μες το σκοτάδι στο ξεροβόρι περιπλανιέται, κλαίει τη μοίρα του κι αυτό το βράδυ που είναι μόνος του και συλλογιέται). β. αδρανεί, δεν κάνει καμιά προσπάθεια για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η δουλειά του, γυρίζει από καφενείο σε καφενείο και κλαίει τη μοίρα του»·
- λέει τη μοίρα, έχει την ικανότητα να προβλέπει το πεπρωμένο ενός ανθρώπου διαβάζοντας τις γραμμές της παλάμης του: «οι πιο πολλές τσιγγάνες ξέρουν να λένε τη μοίρα»·
- μαύρη μοίρα, ζωή μέσα σε δυσκολίες και δυστυχία, ζωή άτυχη, άθλια. (Λαϊκό τραγούδι: στο σταθμό του Μονάχου με πέταξε κάπου η μαύρη η μοίρα μου, μάνα κακομοίρα μου
- με κυνηγά η μοίρα, βλ. φρ. με χτυπά η μοίρα·
- με χτυπά η μοίρα, με κατατρέχει, με βασανίζει: «δε γνώρισα στη ζωή μου μια καλή μέρα, γιατί από μικρό παιδί με χτυπά η μοίρα». (Λαϊκό τραγούδι: έσβησα απ’ τη ζωή, γιατί η μοίρα με χτυπά· - αχ, δεν αντέχω πια
- μου έγραψε η μοίρα ή μου το ’γραψε η μοίρα, είναι το γραφτό μου, το πεπρωμένο μου: «μου το ’γραψε η μοίρα μου πάντα να υποφέρω». (Τραγούδι: ποιος το ξέρει, τι μας έγραψε η μοίρα ποιος το ξέρει κι αν μας βρει μαζί και τ’ άλλο καλοκαίρι, ποιος το ξέρει 
- να μην (το) δώσει η μοίρα, βλ. φρ. να μην (το) δώσει ο Θεός, λ. Θεός·
- να ’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας μοίρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- όπου φτωχός κι η μοίρα του, βλ. λ. φτωχός·
- όπως τα φέρει η μοίρα, όπως έρθουν οι περιστάσεις, όπως τα φέρει η τύχη: «όπως τα φέρει η μοίρα, θα τ’ αντιμετωπίσουμε, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς»·
- το γράφει η μοίρα, (απρόσωπο) είναι της μοίρας, είναι γραφτό: «αν το γράφει η μοίρα, δε θα μπορέσεις με κανένα τρόπο να πας μπροστά». (Λαϊκό τραγούδι: μανούλα θα φύγω μην κλάψεις για μένα, η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω)· 
- το γράφει η μοίρα μου, βλ. φρ. το ’χει η μοίρα μου·
- το ’χει η μοίρα μου, είναι το γραφτό μου, το πεπρωμένο μου. Συνήθως λέγεται για κάτι κακό: «το ’χει η μοίρα μου να μην μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά || το ’χει η μοίρα μου να μπλέκω όλο σε παλιοκαταστάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα μου, το ’χει η μοίρα σου έτσι για να τραβιέσαι, για τέτοια μικροπράγματα στην τούφα να πετιέσαι). Συνών. το ’χει το ριζικό μου·  
- τον βάζω σε δεύτερη μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε δεύτερη μοίρα·    
- τον βάζω σε πρώτη μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε πρώτη μοίρα·     
- τον βάζω σε τελευταία μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε τελευταία μοίρα·
 - τον έχω σε δεύτερη μοίρα, δεν έχει την απόλυτη αποδοχή μου, δε με ενδιαφέρει απόλυτα: «δε ξέρω τι κάνεις εσύ με τον τάδε, πάντως εγώ τον έχω σε δεύτερη μοίρα»·
- τον έχω σε πρώτη μοίρα, τον υπολογίζω, τον υπολήπτομαι πολύ, ενδιαφέρομαι άμεσα γι’ αυτόν: «απ’ όλους τους φίλους μου τον τάδε τον έχω σε πρώτη μοίρα»·
- τον έχω σε τελευταία μοίρα, μου είναι σχεδόν αδιάφορος: «δεν με νοιάζει τι θα κάνει ο τάδε, γιατί τον έχω σε τελευταία μοίρα».

τέρμινο

τέρμινο, το, ουσ. [<μσν. τέρμενον <λατιν. terminus], συνήθως στον πλ. τα τέρμινα, δηλώνει αόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα. (Λαϊκό τραγούδι: σε πόσα τέρμινα και μέρες θε να περάσουμε τις βέρες
- σε τρία τέρμινα, α. σε άδηλο χρόνο: «είπε πως θα ’ρθει σε τρία τέρμινα». (Λαϊκό τραγούδι: αγαπάς μια γυφτοπούλα, σ’ αγαπά κι αυτή, τρία τέρμινα πριν βγούνε, θα σε παντρευτεί). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν στην ερώτηση κάποιου πότε θα ’ρθει ο τάδε δε θέλουμε να του πούμε το πότε.

τρεις

τρεις, τρεις, τρία, αριθμ. επίθ. απόλ. [<αρχ. τρεῖς, τρία]· τρεις· βλ. και λ. τρία. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- δυο λαλούν και τρεις χορεύουν, βλ. λ. χορεύω·
- δυο τρεις, βλ. λ. δυο·
- ένας είναι ένας, δυο είναι έντεκα, τρεις είναι εκατόν έντεκα, βλ. λ.ένας·
- κάθε τρεις και δέκα, βλ. λ. κάθε·
- κάθε τρεις και πέντε, βλ. λ. κάθε·
- κάθε τρεις και λίγο, βλ. λ. λίγος·
- κάνα δυο (καναδυό) τρεις, βλ. λ. δυο·
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- μου πάει τρεις και δέκα, βλ. συνηθέστ. μου πάει τρεις τριανταμία·
- μου πάει τρεις και μία, βλ. φρ. μου πάει τρεις τριανταμία·
- μου πάει τρεις τριανταμία, φοβάμαι πάρα πολύ, τρομοκρατούμαι: «όταν περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, μου πάει τρεις τριανταμία». Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία / μου πάει ζουμί (β) / μου πάει νερό (β) / μου πάει πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τσίρλα (β)·
- ο αδερφός κι εγώ ενάντια στον ξάδερφο, κι οι τρεις μαζί ενάντια στον ξένο, βλ. λ. ξένος·
- οι τρεις Μάγοι με τα δώρα ή σαν τους τρεις Μάγους με τα δώρα, βλ. λ. δώρο·
- οι τρεις Χάριτες, βλ. λ. χάρη·
- όπου δυο κι αυτός τρεις, βλ. λ. αυτός·
- παίρνει τρεις κι εξήντα, (ειρωνικά ή περιφρονητικά) παίρνει πενιχρότατο μισθό για την εργασία που προσφέρει: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά στο εργοστάσιο και παίρνει τρεις κι εξήντα το μήνα». Αναφορά στους προπολεμικούς μισθούς των εργατών και των υπαλλήλων·
- τα τρία μηδενικά, βλ. λ. μηδενικό·
- τα τρία οχτάρια, βλ. λ. οχτάρι·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το κάνει κάθε δυο και τρεις, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει κάθε τρεις και δέκα, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει κάθε τρεις και λίγο, βλ. λ. κάθε·
- το κάνει κάθε τρεις και πέντε, βλ. λ. κάθε·
- τρεις κι (η) αγιά Τριάδα, βλ. λ. άγιος·
- τρεις κι εξήντα, α. πενιχρότατος μισθός ή χαρτζιλίκι: «πού πας με τρεις κι εξήντα το μήνα να κάνεις την μεγάλη ζωή!». (Τραγούδι: έξοδος, τρεις κι εξήντα λεμονάδα για μένα, serano για σένα αρχές του ’60).β. σε τιμή εξευτελιστική: «δεν έχω απαιτήσεις απ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο γιατί τ’ αγόρασα τρεις κι εξήντα»·
- τρεις κι ο κούκος, βλ. λ. κούκος·
- τρεις κι ο Κύρκος, ειρωνική αναφορά στο πολιτικό κόμμα της ΕΑΡ με αρχηγό τον Λεων. Κύρκο, επειδή είχε ολιγάριθμους οπαδούς: «πώς να κάνει κυβέρνηση η ΕΑΡ, αφού είναι τρεις κι ο Κύρκος». Παραφθορά της λ. κούκος σε Κύρκος·
- τρεις κι ο Χατζηπετρής, (για τάβλι) συνοδευτική έκφραση του τέταρτου παιξίματος του πουλιού του από τον παίχτη που έφερε διπλή ζαριά, ιδίως κάπως μεγάλη·
- τρεις το αβγό κι ο κρόκος χώρια, βλ. λ. κρόκος·
- τρεις το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο ή τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, βλ. λ. λάδι·
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι.