Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τιμωρία
τιμωρία, η, ουσ. [<μτγν. τιμωρία], η τιμωρία·
-
βάζω τιμωρία, (συνήθως για εκπαιδευτικούς) επιβάλλω μια τιμωρία: «ο
δάσκαλος μου μ’ έβαλε τιμωρία να γράψω εκατό φορές “δε θα ξανακάνω αταξία”»·
- η θεία τιμωρία, η δίκαιη τιμωρία που σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη
στέλνει οπωσδήποτε ο Θεός σε κάποιον που έχει βλάψει άλλους και έχει γλιτώσει
από την ανθρώπινη δικαιοσύνη: «ο Θεός μπορεί να αργεί, αλλά στο τέλος κανείς δε
γλιτώνει απ’ τη θεία τιμωρία». Συνών. η θεία δικαιοσύνη / η Θεία Δίκη.