Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τιμητικός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τιμητικός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. τιμητικός], τιμητικός. Επίρρ. τιμητικά, για να τον τιμήσουν: «τον ανακήρυξαν τιμητικά μέλος του συλλόγου τους»·
- έχει την τιμητική του (κάποιος ή κάτι), α. βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος κάποιος ή κάτι: «είναι τόσο ενδιαφέρων άνθρωπος που, όπου και να πάει, έχει την τιμητική του || όταν ανοίγουν τα σχολεία, τα βιβλιοπωλεία και τα χαρτοπωλεία έχουν την τιμητική τους». β. λέγεται και ειρωνικά για άτομο που του τυχαίνουν συνέχεια διάφορες μικροδυσκολίες ή αναποδιές: «πάει να τρελαθεί ο φίλος μου, γιατί εδώ και έναν μήνα του συμβαίνει κάθε μέρα και κάτι στραβό. -Έχει την τιμητική του». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το φαίνεται.