Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
τέλειος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

τέλειος, -α, -ο, επίθ. [<αρχ. τέλειος <τέλος], τέλειος. 1. που έφτασε στον ανώτατο βαθμό εξέλιξής του, που δεν έχει ελαττώματα ή αδυναμίες, ο υποδειγματικός, ο άριστος: «έχω γνωρίσει πάρα πολύ καλούς ανθρώπους, αλλά αυτός που γνώρισα πρόσφατα είναι τέλειος || έλα μωρέ, κανείς δεν είναι τέλειος || είναι πολύ τυχερός, γιατί παντρεύτηκε μια τέλεια γυναίκα || είναι τέλειος μηχανικός». 2. λέγεται και με αρνητική διάθεση: «απ’ τη μέρα που έμπλεξες μ’ αυτή την παλιοπαρέα, έχεις γίνει κι εσύ ένας τέλειος αλήτης». 3. το ουδ. ως ουσ. το τέλειο(ν) (βλ. λ.). Επίρρ. τέλεια, πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ ωραία, άριστα: «στην εκδρομή που πήγαμε στη Χαλκιδική περάσαμε τέλεια» (Λαϊκό τραγούδι: εγώ τα βλέπω όλα τέλεια κι εσύ έφερνες τη συντέλεια) κ. τελείως, εντελώς: «μου είναι τελείως άγνωστος»·
- είναι τελείως γεια σου, βλ. λ. γεια·
- τέλεια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- το τέλειο έγκλημα, βλ. λ. έγκλημα.

έγκλημα

έγκλημα, το, ουσ. [<αρχ. ἔγκλημα (= κατηγορία)], το έγκλημα. 1α. κάθε κακή πράξη, για την οποία νιώθουμε τύψεις, ενοχή, ή για την οποία θα τιμωρηθούμε: «για πες μας τώρα ποιο είναι το έγκλημά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: αν η αγάπη είν’ έγκλημα, έχω εγκληματήσει). β. (γενικά) η πολύ κακή ή κολάσιμη πράξη για την οποία έχουμε μετανιώσει ή ντρεπόμαστε να αναφέρουμε το όνομά της: «έχω κάνει κι εγώ εγκλήματα στη ζωή μου, αλλά αυτόν δεν τον φτάνω ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι». (Λαϊκό τραγούδι: τι κρίμα που χωρίσαμε τι κρίμα, τι έγκλημα μεγάλο κάναμε, αντί να υποχωρήσουμε ένα βήμα, ολόκληρη ζωή πικράναμε). 2. το γκάστρωμα γυναίκας με την οποία δεν είμαστε παντρεμένοι: «δε σκεφτόσουν, όταν έκανες το έγκλημα, πως θα διασύρεις την κοπέλα στην κοινωνία;»·
- έγκλημα και τιμωρία, λέγεται στην περίπτωση που εγκληματική ή γενικά κολάσιμη πράξη βρίσκει τη δίκαιη τιμωρία. Αναφορά στο ομώνυμο μυθιστόρημα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Φ. Ντοστογιέφσκι·
- κρατάτε με, γιατί θα κάνω έγκλημα, ειρωνική ή απειλητική έκφραση ατόμου που παριστάνει ή που είναι πολύ θυμωμένο·
- το οργανωμένο έγκλημα, η δράση του υποκόσμου: «τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει στην πατρίδα μας έξαρση το οργανωμένο έγκλημα»·
- το σώμα του εγκλήματος, βλ. λ. σώμα·
- το τέλειο έγκλημα, το έγκλημα που δε διαλευκάνθηκε: «ο ανακριτής φοβάται πως διεπράχθη το τέλειο έγκλημα».