τάβλα
τάβλα, η, ουσ.
[<μτγν. τάβλα <γαλλ. table <λατιν. tabula]. 1α. μακρόστενη
χοντρή σανίδα: «κάρφωσε τάβλες στη σειρά για να κλείσει το παράθυρο». β. χοντρή
μικρού μήκους σανίδα κατάλληλα διαμορφωμένη ώστε να χρησιμεύει στη μεταφορά
διαφόρων τροφίμων: «είχε τα κουλούρια του αραδιαστά πάνω στην τάβλα του και τα
πουλούσε στους περαστικούς». (Λαϊκό τραγούδι: ο Λαύκας τώρα πούλαγε στην τάβλα
κουραμπιέδες κι ο Κηρομύτης έγραφε καινούριους αμανέδες). 2. χαμηλό
και στενόμακρο τραπέζι που το χρησιμοποιούσαν παλιότερα στα χωριά: «κάθισαν
όλοι γύρω απ’ την τάβλα κι άρχισαν να τρώνε σιωπηλοί». (Λαϊκό τραγούδι: στρώσε
την τάβλα,μπέη μου, και φέρε να τα πιούμε και στα ντουζένια τα
γλυκά σιγά σιγά να μπούμε)·
-
γίνομαι τάβλα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται
από το μεθύσι: «πίναμε απ’ το μεσημέρι κι αργά τ’ απόγευμα είχαμε γίνει όλοι
τάβλα». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
-
είμαι τάβλα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δε ξέρω τι μου
γίνεται από το μεθύσι: «δεν μπορούσα να πάω σπίτι, γιατί ήμουν τάβλα». Για
συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
-
πέφτω τάβλα, οριζοντιώνομαι, ξαπλώνω από χτύπημα που δέχομαι, από
υπερβολική κούραση, υπερβολικό μεθύσι ή από αρρώστια: «με την πρώτη γροθιά που
έφαγε, έπεσε τάβλα || ήταν τόσο κουρασμένος, που, μόλις γύρισε στο σπίτι, έπεσε
τάβλα στο κρεβάτι || επειδή δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του απ’ το μεθύσι
που είχε, έπεσε τάβλα στο πάτωμα || άρπαξε μια γρίπη κι έπεσε τάβλα στο
κρεβάτι»·
-
τον κάνω τάβλα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην
ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γέρο ποτήρι, αλλά τον έκανα
τάβλα μέσα σε λίγη ώρα». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι·
-
τον ρίχνω τάβλα, α. τον αναγκάζω να οριζοντιωθεί, να ξαπλώσει,
έπειτα από χτύπημα που του καταφέρω, από υπερβολική κούραση που το προκαλώ ή
από έντονη οινοποσία: «του ’δωσα μια γροθιά στο στομάχι και τον έριξα τάβλα ||
τον υποχρέωσα ν’ ανεβάσει μονάχος του ένα μπαούλο απ’ το ισόγειο στο έβδομο
πάτωμα και τον έριξα τάβλα || ήθελε να μου κάνει το γερό ποτήρι και με το πιες
πιες τον έριξα τάβλα». β. (για αρρώστιες) τον προσβάλλω και τον αναγκάζω
να μείνει ξαπλωμένος στο κρεβάτι: «άρπαξε μια γρίπη και τον έριξε τάβλα»·
-
τραγούδια της τάβλας, βλ. λ. τραγούδι.
τραγούδι
τραγούδι, το, ουσ. [<μσν. τραγούδιν <τραγουδῶ (υποχωρητ.)],
το τραγούδι. Υποκορ. τραγουδάκι, το. (Τραγούδι: ακόμα ένα ποτηράκι,
ακόμα ένα τραγουδάκι). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
αλλάζω τραγούδι ή αλλάζω το τραγούδι, βλ. φρ. αλλάζω τροπάρι, λ.
τροπάρι·
-
άναψε το τραγούδι, πήρε μεγάλες διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση:
«μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα, άναψε το τραγούδι». (Λαϊκό τραγούδι: κάπου
στα Πετράλωνα ο χορός αρχίζει, το τραγούδι άναψε στις καρδιές φωτιά, κι
ο γλυκός ο μπαγλαμάς κάτι μουρμουρίζει, η παλιά αγάπη μου γύρισε ξανά)·
-
άρχισαν τα τραγούδια, βλ. συνηθέστ. άρχισαν τα όργανα, λ. όργανο·
-
δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, δε συμφωνούμε, έχουμε διαφορετικές
αντιλήψεις ή συνήθειες έτσι ώστε να είναι δύσκολη η συμβίωσή μας ή η συνεργασία
μας: «απ’ τη στιγμή που καταλάβαμε πως δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι,
αποφασίσαμε να χωρίσουμε || διαλύσαμε τη συνεργασία μας, γιατί είδαμε ότι δεν
τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι». Συνών. δεν ταιριάζουν τα χνότα μας·
-
είναι στα τραγούδια του, είναι πολύ χαρούμενος, πολύ ευτυχισμένος: «απ’
τη μέρα που πέρασε πρώτος ο γιος του στην Ιατρική, είναι στα τραγούδια του».
Από την εικόνα του ατόμου που, όταν είναι χαρούμενο, συνήθως τραγουδάει·
-
έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, βλ. λ. χορός·
-
θα πεις κι ένα τραγούδι, είτε το θέλεις είτε όχι, με το ζόρι,
ετσιθελικά, υποχρεωτικά. (Λαϊκό τραγούδι: θα τα βρεις μαζί μου σκούρα, κι ας
με παίρνεις γι’ αγγελούδι, θα σου βάλω την κουλούρα και θα πεις κι ένα
τραγούδι)·
-
θα το πει το τραγούδι, θα τον τιμωρήσω, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα έχει
δύναμη και κάνει ό,τι θέλει, όμως πού θα μου πάει, θα το πει το τραγούδι»·
-
λέω το τραγούδι, το τραγουδώ: «ποιος τραγουδιστής λέει αυτό το τραγούδι;»·
-
πιάνω το τραγούδι, αρχίζω να τραγουδώ, τραγουδώ: «κάποια στιγμή, όπως
ήρθαμε στο κέφι, πιάσαμε το τραγούδι»·
-
το ρίχνω στο τραγούδι, βλ. συνηθέστ. πιάνω το τραγούδι·
-
το στρώνω στο τραγούδι, βλ. συνηθέστ. πιάνω το τραγούδι·
-
το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
-
τραγούδια της καρδιάς, τα ερωτικά τραγούδια: «καθόταν μόνη στο δωμάτιό
της κι άκουγε απ’ το τρανζιστοράκι της τραγούδια της καρδιάς». (Λαϊκό τραγούδι:
μες στην Αθήνα, βρε παιδιά, παίζουν τα μπουζουκάκια, λένε τραγούδια της
καρδιάς, που σβήνουν τα φαρμάκια)·
-
τραγούδια της τάβλας, δημοτικά τραγούδια, που τραγουδιούνται ομαδικά
γύρω από την τάβλα κατά την ώρα του φαγητού: «απ’ τα δημοτικά τραγούδια, αυτά
που μ’ αρέσουν περισσότερο είναι τα τραγούδια της τάβλας»·
- χτυπάω τραγούδια, συνθέτω ή φωνογραφώ τραγούδια:
«όπου και να σταθεί, παίρνει το μολύβι του και χτυπάει τραγούδια || έχει μεγάλο
τρακ, γιατί σε λίγο χτυπάει το πρώτο του τραγούδι». (Λαϊκό τραγούδι: αφού
εμένα αρνήθηκε και σ’ άλλον τώρα πάει ο πόνος βρίσκει γιατρικό τραγούδια να
χτυπάει).