σύνθημα
σύνθημα,
το, ουσ.
[<αρχ. σύνθημα], το σύνθημα. 1. ιδιαίτερο οπτικό ή ακουστικό σήμα,
για να δώσουμε σε ένα άτομο, που μας βλέπει ή που μας ακούει, κάποιο
συγκεκριμένο μήνυμα, που θα το καταλάβει μόνο αυτό. (Λαϊκό τραγούδι: θα ’ρθω
νύχτα τοίχο τοίχο και για σύνθημα θα βήχω). 2. σύντομη φράση,
συνήθως έμμετρη, με την οποία ένα οργανωμένο πλήθος προβάλλει τις επιδιώξεις
του ή δηλώνει την αντίθεση ή την υποστήριξή του σε κάποιον ή σε κάτι, ή που
επιδιώκει να προσελκύσει την προσοχή του πολίτη για να τον κινητοποιήσει υπέρ
κάποιου ή κάποιων: «το σύνθημα των εργατών στην πανεργατική απεργία ήταν: νόμος
είναι το δίκιο του εργάτη || το αγαπημένο σύνθημα των οπαδών του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν:
Αντρέα προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα || ένα από τα βασικά συνθήματα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
πριν πάρει την εξουσία ήταν: Ε.Ο.Κ. και Ν.Α.Τ.Ο. το ίδιο συνδικάτο». (Λαϊκό
τραγούδι: πάμε να βρούμε μια γωνιά χωρίς συνθήματα, χρόνια η δική μας
η γενιά έχει προβλήματα).Επίσης συνθήματα αναρχικών ή διάφορων
άλλων κοινωνικών ομάδων είναι και αυτά που αναγράφονται πολλές φορές κατά
δεκάδες στους τοίχους (γκράφιτι). Ενδεικτικά παραθέτω: τι κοιτάς, ρε μαλάκα,
σύνθημα είναι κι αυτό ή το άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως και
το εκπληκτικό σε φαντασία και σύλληψη που αναγράφηκε ποτέ κατά την περίοδο της
χούντας: κάτω η Χόντα, ζήτω η Γιαμάχα·
- πετώ
το σύνθημα, βλ. συνηθέστ. ρίχνω το σύνθημα·
-
ρίχνω το σύνθημα, εισηγούμαι,
προτείνω στην παρέα κάτι, ιδίως τον τόπο ή τον τρόπο της νυχτερινής μας
διασκέδασης: «κάποια στιγμή ο τάδε έριξε το σύνθημα να πάμε στα μπουζούκια».