Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συφορά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συφορά, η, ουσ. [<αρχ. συμφορά], η συμφορά. (Λαϊκό τραγούδι: τι να πω και τι ν’ αφήσω απ’ την τόση συφορά, ό,τι αγάπησα στον κόσμο, δε θα βρω άλλη φορά).