Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συνταγή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συνταγή, η, ουσ. [<μτγν. συνταγή], η συνταγή. 1. δοκιμασμένος τρόπος ενέργειας ή συμπεριφοράς, που αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα: «να δεις που θα βγει πάλι λάδι ο τύπος, γιατί ξέρει τη συνταγή από άλλες φορές». (Τραγούδι: δε θα τη βρεις τη συνταγή για να σωθείς, όσο τα παλιά κι αν τα σκαλίζεις, το ξέρεις πάντα απ’ την αρχή θ’ αρχίζεις). 2. (υποτιμητικά) τυποποιημένος τρόπος ενέργειας ή συμπεριφοράς: «στον έρωτα δεν υπάρχει συνταγή, αγόρι μου || δεν υπάρχει καμιά συνταγή που να φέρνει την ευτυχία».