Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συνεννόηση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συνεννόηση, η, ουσ. [<συνεννοούμαι], η συνεννόηση·
- κάναμε συνεννόηση μπουζούκι, δεν μπορέσαμε να συνεννοηθούμε, επικράτησε ανάμεσά μας τέλεια ασυνεννοησία: «τρεις ώρες μιλούσαμε, αλλά στο τέλος κάναμε συνεννόηση μπουζούκι».