Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συνδυάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συνδυάζω, ρ. [<αρχ. συνδυάζω], συνδυάζω·
- συνδυάζω το τερπνόν μετά του ωφελίμου, βλ. λ. τερπνόν.