Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
συλλαμβάνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

συλλαμβάνω, ρ. [<αρχ. συλλαμβάνω <συν + λαμβάνω], συλλαμβάνω. 1. (ειρωνικά) αντιλαμβάνομαι κάτι μεμπτό ή επιλήψιμο : «σε συνέλαβα σκαστό || σε συνέλαβα να ψεύδεσαι || τον συνέλαβε αδιάβαστο». 2. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: «μια ώρα σου εξηγώ πώς θα γίνει η δουλειά και δεν μπορείς να συλλάβεις αυτό που σου λέω». 3. (για γυναίκες) μένω έγκυος: «μια φορά ξάπλωσα μαζί της και συνέλαβε με το πρώτο».