Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στύλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στύλος, ο, ουσ. [<αρχ. στῦλος], ο στύλος· ο προστάτης, ο υποστηρικτής, αυτός που προσφέρει σταθερότητα και σιγουριά σε κάποιον ή σε κάποιους: «ο πατέρας είναι ο στύλος της οικογένειας».