Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στόλισμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στόλισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. στολίζω + κατάλ. -μα], το στόλισμα. 1. το να φοράει κανείς τα καλύτερά του ρούχα: «τέλειωνε με το στόλισμά σου, γιατί θ’ αργήσουμε». 2. (ειρωνικά) η έντονη επίπληξη, το βρίσιμο: «το ’θελε το στόλισμά του με τις βλακείες που κάνει».