Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στρατόπεδο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στρατόπεδο, το, ουσ. [<αρχ. στρατόπεδον], το στρατόπεδο·
- αλλάζω στρατόπεδο, εγκαταλείπω μια ομάδα, ένα κύκλο ανθρώπων ή μια πολιτική ιδεολογία και προσχωρώ ακριβώς στον αντίθετο χώρο που τα αντιμάχεται: «δεν είναι καθόλου ιδεολόγος και, προκειμένου να κερδίσει λεφτά, αλλάζει στρατόπεδο στη στιγμή».