Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στραγγαλίζω
στραγγαλίζω, ρ. [<μτγν. στραγγαλίζω], στραγγαλίζω· (ειρωνικά) τραγουδώ πολύ φάλτσα ένα τραγούδι: «πήγε να τραγουδήσει το τάδε τραγούδι, αλλά το ’πιασε πολύ ψηλά και το στραγγάλισε». Από την εικόνα του ατόμου που αφήνει άναρθρες κραυγές, όταν επιχειρεί κάποιος να το στραγγαλίσει.