Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στολή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στολή, η, ουσ. [<αρχ. στολή], η στολή· η ενδυμασία, η φορεσιά, ιδίως στρατιωτικών ή ανδρών και γυναικών των σωμάτων ασφαλείας: «κάθε φορά που έρχεται με άδεια, βγάζει τη στολή του και φοράει πολιτικά». (Τραγούδι: βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του μ’ όλα τα φτερά, και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε το φουκαρά
- μεγάλη στολή, η επίσημη ενδυμασία των στρατιωτικών, ιδίως των αξιωματικών: «στην παρέλαση ήταν όλη η ηγεσία του στρατού με τις μεγάλες στολές». Λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- πετώ τη στολή, απολύομαι από το στρατό: «θέλω τρεις μήνες ακόμα για να πετάξω τη στολή». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου Ασημίνα, αγάπη μου τρελή, φεύγω σ’ ένα μήνα, πετάω τη στολή
- στολή αγγαρείας, βλ. λ. αγγαρεία·
- στολή εξόδου, η επίσημη στολή, ιδίως απλών στρατιωτών για την έξοδό τους από το στρατόπεδο, όταν παίρνουν άδεια: «το Σαββατοκύριακο έχω άδεια, γι αυτό πρέπει να ετοιμάσω τη στολή εξόδου».

αγγαρεία

αγγαρεία, η, ουσ. [<μτγν. ἀγγαρεία], η αγγαρεία. 1. δυσάρεστη απασχόληση ή υποχρέωση, που γίνεται χωρίς οικονομικό όφελος, χωρίς πληρωμή: «τι αγγαρεία κι αυτή, να ποτίζω τα λουλούδια της διπλανής κάθε φορά που λείπει ταξίδι!». 2. (στη γλώσσα του στρατού) η εκτός της υπηρεσίας χειρωνακτική ή αχθοφορική εργασία: «μ’ έστειλαν αγγαρεία να καθαρίσω τις Καλλιόπες || μας έβαλαν αγγαρεία να ξεφορτώσουμε τις πατάτες απ’ το φορτηγό». (Λαϊκό τραγούδι: απών στην αγγαρεία, παρών στο φαγητό, μηδέν στη θεωρία και χρόνια στο στρατό
- ρούχα αγγαρείας, (στη γλώσσα του στρατού) βλ. φρ. στολή αγγαρείας·
- στολή αγγαρείας, (στη γλώσσα του στρατού) η πρόχειρη ενδυμασία που φορούν οι στρατιώτες για τις διάφορες χειρωνακτικές ή αχθοφορικές εργασίες του στρατοπέδου εκτός από την υπηρεσία τους: «ο λοχαγός μας διέταξε να βάλουμε τις στολές αγγαρείας και να παρουσιαστούμε στα μαγειρεία»·
- το κάνω αγγαρεία, α. κάνω κάποια συγκεκριμένη εργασία ή πράξη υποχρεωτικά, χωρίς ενδιαφέρον ή ευχαρίστηση: «θα σε βοηθήσω, αλλά μην έχεις πολλές απαιτήσεις, γιατί το κάνω αγγαρεία». β. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη από υποχρέωση, ιδίως στη σύζυγό μου: «κάθε βδομάδα της ρίχνω κι από ένα για να μη λέει, αλλά το κάνω αγγαρεία»·
- φόρμα αγγαρείας, (στη γλώσσα του στρατού) βλ. φρ. στολή αγγαρείας.