Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
στοιχείο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στοιχείο, το, ουσ. [<αρχ. στοιχεῖον], το στοιχείο. 1. στον πλ. τα στοιχεία, οι  λεπτομερείς πληροφορίες που αναγράφονται στην αστυνομική ταυτότητα ή στο διαβατήριο του πολίτη: «τον σταμάτησε κάποιος αστυνομικός για να του ελέγξει τα στοιχεία». 2. τα δεδομένα: «ο ανακριτής δεν έκρινε ικανά τα στοιχεία, για να τον παραπέμψει σε δίκη, και τον άφησε ελεύθερο»·
- βρίσκομαι στο στοιχείο μου, βλ. φρ. είμαι στο στοιχείο μου·
-είμαι στο στοιχείο μου, βρίσκομαι σε τέτοιο φυσικό ή άλλο περιβάλλον, που μπορώ να κινούμαι, να ενεργώ με πολλή άνεση και ελευθερία, γιατί το γνωρίζω, το κατέχω απόλυτα: «κάθε φορά που ταξιδεύω με καράβι, νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί, σαν θαλασσινός, είμαι στο στοιχείο μου || δε νιώθω καθόλου άσχημα στις δεξιώσεις, γιατί, σαν άνθρωπος των σαλονιών, είμαι στο στοιχείο μου»·
-είναι το στοιχείο μου,εκτελώ με μεγάλη ευχέρεια κάτι, γιατί το γνωρίζω, το κατέχω απόλυτα: «θα διορθώσω εγώ το μηχάνημα που χάλασε, γιατί είναι το στοιχείο μου»·
- εξακρίβωση στοιχείων, η μεταγωγή ατόμου από αστυνομικό σε κάποιο αστυνομικό τμήμα για να επαληθεύσει αν συμπίπτουν οι πληροφορίες που αναγράφονται στην αστυνομική ταυτότητά του ή, αν δεν έχει αστυνομική ταυτότητα, η εξακρίβωση αν πράγματι είναι αυτό το άτομο που υποστηρίζει ότι είναι: «μετά την έκρηξη της βόμβας η αστυνομία κουβάλησε αρκετούς στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων».

στοιχειό

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στοιχειό, το, ουσ. [<αρχ. στοιχεῖον], το στοιχειό. 1. άνθρωπος με υπερφυσικές διαστάσεις ή δυνάμεις: «μια πιθαμή άνθρωπος και πήγε να τα βάλει μ’ αυτό το στοιχειό. Πώς να μη βρεθεί στο νοσοκομείο!». 2. άτομο ψηλό, αδύνατο και πάρα πολύ άσχημο: «όσα λεφτά και να ’χει, δεν την παντρεύεται κανένας, γιατί είναι σαν στοιχειό η φουκαριάρα». Από την έννοια του υπερφυσικού·
- το βιος παντρεύει το στοιχειό, βλ. λ. βιος.

βιος

βιος, ο, κ. βιο, το, ουσ. [<αρχ. βίος], η κινητή ή ακίνητη περιουσία κάποιου, η υλική αφθονία, ο πλούτος που κατέχει κάποιος: «με τη σκληρή δουλειά, απόκτησε μεγάλο βιο || έχασε όλο το βιος του στα χαρτιά || του ’φαγαν το βιο του οι διάφορες παρδαλές». (Λαϊκό τραγούδι: κάλλιο να πνίγει τη σοδειά μου ο Πηνειός, κάλλιο χαλάζια και βροχές να τη θερίζουν, για να η βλέπω να μ’ αρπάζουνε το βιος, οι τσιφλικάδες που τη γη δεν την ορίζουν //και νάνι του στην αγκαλιά νανούριζες το γιο, να δω αφέντη το ραγιά και με δικό του βιο
- ελάτ’ εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, λέγεται σε περιπτώσεις εκμετάλλευσης αδύναμων ανθρώπων· 
- σαν να μην ξέρω το βιος μου! λέγεται με παράπονο, όταν η βοήθεια που ζητάμε από ένα οικείο ή συγγενικό πρόσωπο δεν πραγματοποιείται, αν και ήμασταν ήδη σίγουροι πως δεν υπήρχε ελπίδα να πραγματοποιηθεί, γιατί γνωρίζουμε καλά το ποιόν αυτού του ατόμου·
- το βιος παντρεύει το στοιχειό, δεν υπάρχει πρόβλημα για το άσχημο άτομο να παντρευτεί, όταν είναι πλούσιο: «όσο άσχημη κι αν είναι, με τα πλούτη που έχει ο πατέρας της δε θ’ αργήσει να την παντρέψει, γιατί το βιος παντρεύει στοιχειό». Συνήθως αναφέρεται για γυναίκα.