στοιχείο
στοιχείο,
το, ουσ.
[<αρχ. στοιχεῖον], το στοιχείο. 1. στον πλ. τα στοιχεία, οι
λεπτομερείς πληροφορίες που αναγράφονται στην αστυνομική ταυτότητα ή στο
διαβατήριο του πολίτη: «τον σταμάτησε κάποιος αστυνομικός για να του ελέγξει τα
στοιχεία». 2. τα δεδομένα: «ο ανακριτής δεν έκρινε ικανά τα στοιχεία,
για να τον παραπέμψει σε δίκη, και τον άφησε ελεύθερο»·
- βρίσκομαι
στο στοιχείο μου, βλ. φρ. είμαι στο στοιχείο μου·
-είμαι
στο στοιχείο μου, βρίσκομαι σε τέτοιο φυσικό ή άλλο περιβάλλον, που μπορώ
να κινούμαι, να ενεργώ με πολλή άνεση και ελευθερία, γιατί το γνωρίζω, το
κατέχω απόλυτα: «κάθε φορά που ταξιδεύω με καράβι, νιώθω μεγάλη χαρά, γιατί,
σαν θαλασσινός, είμαι στο στοιχείο μου || δε νιώθω καθόλου άσχημα στις
δεξιώσεις, γιατί, σαν άνθρωπος των σαλονιών, είμαι στο στοιχείο μου»·
-είναι
το στοιχείο μου,εκτελώ με μεγάλη ευχέρεια κάτι, γιατί το γνωρίζω,
το κατέχω απόλυτα: «θα διορθώσω εγώ το μηχάνημα που χάλασε, γιατί είναι το
στοιχείο μου»·
-
εξακρίβωση στοιχείων, η μεταγωγή ατόμου από αστυνομικό σε κάποιο αστυνομικό
τμήμα για να επαληθεύσει αν συμπίπτουν οι πληροφορίες που αναγράφονται στην
αστυνομική ταυτότητά του ή, αν δεν έχει αστυνομική ταυτότητα, η εξακρίβωση αν
πράγματι είναι αυτό το άτομο που υποστηρίζει ότι είναι: «μετά την έκρηξη της
βόμβας η αστυνομία κουβάλησε αρκετούς στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων».
στοιχειό
στοιχειό,
το, ουσ.
[<αρχ. στοιχεῖον], το στοιχειό. 1. άνθρωπος με υπερφυσικές διαστάσεις
ή δυνάμεις: «μια πιθαμή άνθρωπος και πήγε να τα βάλει μ’ αυτό το στοιχειό. Πώς
να μη βρεθεί στο νοσοκομείο!». 2. άτομο ψηλό, αδύνατο και πάρα πολύ
άσχημο: «όσα λεφτά και να ’χει, δεν την παντρεύεται κανένας, γιατί είναι σαν
στοιχειό η φουκαριάρα». Από την έννοια του υπερφυσικού·
- το
βιος παντρεύει το στοιχειό, βλ. λ. βιος.
βιος
βιος,
ο, κ. βιο,
το, ουσ. [<αρχ. βίος], η κινητή ή ακίνητη περιουσία κάποιου, η υλική
αφθονία, ο πλούτος που κατέχει κάποιος: «με τη σκληρή δουλειά, απόκτησε μεγάλο
βιο || έχασε όλο το βιος του στα χαρτιά || του ’φαγαν το βιο του οι διάφορες
παρδαλές». (Λαϊκό τραγούδι: κάλλιο να πνίγει τη σοδειά μου ο Πηνειός, κάλλιο
χαλάζια και βροχές να τη θερίζουν, για να η βλέπω να μ’ αρπάζουνε το βιος,
οι τσιφλικάδες που τη γη δεν την ορίζουν //και νάνι του στην αγκαλιά
νανούριζες το γιο, να δω αφέντη το ραγιά και με δικό του βιο)·
- ελάτ’
εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, λέγεται σε περιπτώσεις
εκμετάλλευσης αδύναμων ανθρώπων·
- σαν
να μην ξέρω το βιος μου! λέγεται με παράπονο, όταν η βοήθεια που ζητάμε από
ένα οικείο ή συγγενικό πρόσωπο δεν πραγματοποιείται, αν και ήμασταν ήδη
σίγουροι πως δεν υπήρχε ελπίδα να πραγματοποιηθεί, γιατί γνωρίζουμε καλά το
ποιόν αυτού του ατόμου·
- το
βιος παντρεύει το στοιχειό, δεν υπάρχει πρόβλημα για το άσχημο άτομο να
παντρευτεί, όταν είναι πλούσιο: «όσο άσχημη κι αν είναι, με τα πλούτη που έχει
ο πατέρας της δε θ’ αργήσει να την παντρέψει, γιατί το βιος παντρεύει
στοιχειό». Συνήθως αναφέρεται για γυναίκα.