Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στείβω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στείβω, ρ., βλ. λ. στύβω.

στύβω

στύβω, ρ. [<αρχ. στύβω (= πατώ)], στύβω. 1. εξαντλώ κάποιον οικονομικά, αποσπώ από κάποιον συστηματικά χρήματα ή άλλα ωφελήματα με έντεχνο ή πιεστικό τρόπο, τον εκμεταλλεύομαι παίρνοντάς του ό,τι έχει και δεν έχει: «τον έστυψαν οι δήθεν φίλοι του κι ύστερα έκαναν πως δεν τον ήξεραν || τον έστυψαν οι τοκογλύφοι». 2. εξαντλώ κάποιον σωματικά, ιδίως ύστερα από έντονο σεξ, ιδιαίτερα, ύστερα από έντονο στοματικό σεξ: «έχει μπλέξει με μια πιτσιρίκα, που τον έστυψε και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του». 3. αφαιρώ από κάποιον τη νεανική του διάθεση, τη φρεσκάδα του, την ικμάδα του, τον κουράζω υπερβολικά, τον εξαντλώ, τον ασχημαίνω: «χρόνια ολόκληρα τον έστυψαν τα βάσανα της ξενιτιάς». 4. παίρνω από κάποιον κάτι σε υπερβολικό βαθμό: «μ’ έστυψε η εφορία»·
- στύβω την πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- στύβω το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- την πέτρα στύβει και την τρίχα σχίζει, βλ. λ. πέτρα·
- το στύβω (ενν. το μυαλό μου), προσπαθώ επίμονα, εξαντλητικά να θυμηθώ κάτι: «απ’ τη στιγμή που είδα αυτή τη γυναίκα, κάθομαι με τις ώρες και το στύβω να θυμηθώ πού την έχω ξαναδεί»· 
- τον έστυψε σαν λεμόνι ή τον έστυψε σαν το λεμόνι, βλ. λ. λεμόνι·
- τον έστυψε σαν λεμονόκουπα ή τον έστυψε σαν τη λεμονόκουπα, βλ. λ. λεμονόκουπα