Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σταθμός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σταθμός, ο, ουσ. [<αρχ. σταθμός], ο σταθμός· κάθε σημαντικό γεγονός το οποίο θεωρείται ορόσημο ή αποτελεί αφετηρία σημαντικών εξελίξεων στη ζωή κάποιου, στην πορεία κάποιου τόπου ή σε κάποιο τομέα: «η γνωριμία του μ’ αυτή γυναίκα αποτελεί σταθμό στη ζωή του || η ανάληψη της εξουσίας από το τάδε κόμμα, αποτέλεσε σταθμό στην εξέλιξη της χώρας || τι βιβλίο του τάδε συγγραφέα αποτελεί σταθμό στην ελληνική λογοτεχνία». (Λαϊκό τραγούδι: ο τελευταίος μου σταθμός είναι ο έρωτας αυτός, ζωή θα ζήσω φρόνιμη κι εσύ θα είσαι η μόνιμη
- παιδικός σταθμός, βλ. λ. παιδικός·
-Σταθμός Πρώτων Βοηθειών, βλ. λ. βοήθεια.

βοήθεια

βοήθεια, η, ουσ. [<αρχ. βοήθεια], η βοήθεια. 1. το παιδικό παιχνίδι αγιούτο (βλ. λ.). 2. ως επιφών. βοήθεια! απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια κάποιου που βρίσκεται σε κίνδυνο. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- απλώνω χέρι βοηθείας, βλ. λ. χέρι·
- βοήθειά μας! α. ευχετική επίκληση για τη βοήθεια κάποιου αγίου, που μόλις αναφερθήκαμε στο όνομά του: «ο άγιος Δημήτριος, βοήθειά μας, είναι ο πολιούχος της Θεσσαλονίκης». β. ευχετική έκφραση, που ανταλλάσσουν οι χριστιανοί μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, που παρακολούθησαν, και έχει την έννοια να μας βοηθάει ο Θεός, ο Χριστός, η Παναγία· βλ. και φρ. βοήθειά σου(!)·
- βοήθειά σου! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει πως πηγαίνει να κοινωνήσει ή που κοινώνησε. Είναι και φορές που του το εύχεται ο παπάς αμέσως μετά την κοινωνία του. β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που αναφέρεται σε κάτι, και που μπορεί να έχει κάποιο πονηρό υπονοούμενο: «αγόρασα κάτι αγγούρια να! -Βοήθειά σου!». γ. ειρωνική έκφραση, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μπορεί να έχει και κάποιο πονηρό υπονοούμενο και που προλαβαίνουμε να την πούμε, πριν την καταλογίσει ο συνομιλητής μας σε βάρος μας: «αγόρασα κάτι αγγούρια, βοήθειά σου, που ήταν ολόφρεσκα». Στην προκειμένη περίπτωση, το υπονοούμενο είναι το πέος, που παραλληλίζεται με το αγγούρι· βλ. και φρ. βοήθειά μας(!)·
- δίνω χέρι βοηθείας, βλ. λ. χέρι·
- η εξ ύψους βοήθεια, βλ. λ. ύψος·
- καλώ «βοήθεια», φωνάζω «βοήθεια!»: «όπως έβαφε παραπάτησε και κρεμάστηκε έξω απ’ το μπαλκόνι του και καλούσε «βοήθεια» για να ’ρθουν να τον τραβήξουν επάνω»·
- καλώ σε βοήθεια, φωνάζω κάποιον ή κάποιους για να με βοηθήσουν σε κάτι: «είχε να κάνει μια μετακόμιση και κάλεσε σε βοήθεια τους φίλους του»·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- περιμένει την εξ ύψους βοήθεια, βλ. λ. ύψος·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, βλ. λ. Θεός·
- Σταθμός Πρώτων Βοηθειών, βλ. φρ. το Πρώτων Βοηθειών·
- το Πρώτων Βοηθειών, ιατρικό κέντρο, όπου παρέχεται άμεσα η στοιχειώδης ιατρική περίθαλψη σε τραυματίες ή σε άλλα επείγοντα περιστατικά: «στο Πρώτων Βοηθειών, έχουν σωθεί πάρα πολλοί άνθρωποι»·
- τον έστειλε στο Πρώτων Βοηθειών, τον έδειρε τόσο πολύ, που αναγκάστηκε να ζητήσει ιατρική συνδρομή: «ήταν τόσο νευριασμένος που, όταν τον άρπαξε στα χέρια του, τον έστειλε στο Πρώτων Βοηθειών»·
- τον πήρε το Πρώτων Βοηθειών, χτύπησε πολύ, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να καλέσει το Πρώτων Βοηθειών: «τον χτύπησε άσχημα ένα αυτοκίνητο και τον πήρε το Πρώτων Βοηθειών».

παιδικός

παιδικός, -η κ. -ιά, -ό, επίθ. [<αρχ. παιδικός], παιδικός. α. το αρσ. ως ουσ. ο παιδικός, δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα με ειδικευμένο προσωπικό στο οποίο οι εργαζόμενες μητέρες αφήνουν την καθημερινή φύλαξη των παιδιών τους προσχολικής ηλικίας με διατροφή και ψυχαγωγία, αλλά ακόμη και νηπίων και βρεφών: «κάθε πρωί αφήνει το παιδί της στον παιδικό κι έπειτα πηγαίνει στη δουλειά της». β. το ουδ. ως ουσ. το παιδικό, κατάλληλα διαμορφωμένοδωμάτιο για παιδί: «παρήγγειλε μια βιβλιοθήκη για το παιδικό». γ. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα παιδικά, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) κατάλληλα για παιδί: «στη γειτονιά μας άνοιξε ένα κατάστημα που πουλάει μόνο παιδικά»·  
- απ’ τα παιδικά του, βλ. φρ. απ’ τα παιδικάτα του, λ. παιδικάτα·
- βγάζει την παιδική (ενν. αρρώστια), (για νήπια) βγάζει στο κορμί του εξανθήματα τα οποία είναι προάγγελος ιλαράς, ανεμοβλογιάς ή ερυθράς: «πήγε άρον άρον το παιδάκι της στη γιατρό, γιατί έχει την εντύπωση πως βγάζει την παιδική»·
- παιδική χαρά, α. κατάλληλα διαμορφωμένος υπαίθριος χώρος στον οποίο μπορούν να παίζουν τα παιδιά: «η παιδική χαρά της περιοχής μας έχει κούνιες, τραμπάλες, τσουλήθρες κι έναν μεγάλο λαβύρινθο». β. λέγεται ειρωνικά για εργασιακό χώρο όπου δεν επικρατεί τάξη και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει ή προσέρχεται και φεύγει όποια ώρα θέλει: «αυτή δεν είναι επιχείρηση, αλλά παιδική χαρά κι απ’ ό,τι βλέπω, δεν το γλιτώνει το λουκέτο». Παρομοίωση με την παιδική χαρά, όπου παίζουν τα μικρά παιδιά·    
- παιδικός σταθμός, βλ. λ. παιδικός (α).