Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στάση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στάση, η, ουσ. [<αρχ. στάσις], η στάση. 1. προκαθορισμένο και μόνιμο σημείο ή τόπος όπου σταματά για λίγο κάποιο συγκοινωνιακό μέσο για την αποβίβαση ή την επιβίβαση των επιβατών: «επειδή ο καιρός ήταν βροχερός, σε κάθε στάση ανέβαιναν αρκετοί στο λεωφορείο || θα κάνουμε μια στάση στη Λάρισα». 2. ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς κάποια κατάσταση, η διαγωγή, η συμπεριφορά, το φέρσιμο: «η στάση σου ήταν αχαρακτήριστη || η στάση σου ήταν απαράδεκτη ||  στάση σου ήταν εχθρική || ευτυχώς η στάση σου ήταν θετική». (Λαϊκό τραγούδι: θες να φύγω το ’χω νιώσει με τη στάση σου αυτή που μου κρατάς και θα φύγω αυτή τη δόση, δεν αντέχω άλλο να με τυραννάς). 3. η θέση του σώματος ή των μελών κάποιου κατά τη σεξουαλική πράξη: «τα πιο πολλά ζευγάρια προτιμούν τη στάση του εξήντα εννιά, γιατί είναι μια στάση που ικανοποιεί απόλυτα και τα δυο φύλα». 4. η θέση του σώματος κάποιου σε φωτογράφηση ή, όταν ποζάρει για να τον ζωγραφίσουν: «όταν τον φωτογραφίζουν, παίρνει πάντα προκλητική στάση». 5. το σταμάτημα της εργασίας για σύντομο χρονικό διάστημα: «θα διαρκέσει πολύ η στάση των εργαζομένων;»·
- είμαι σε στάση αναμονής, περιμένω έτοιμος για κάτι: «είπε πως θα περάσει να με πάρει, κι είμαι σε στάση αναμονής μέχρι να ’ρθει»·
- κάνε στάση, ειρωνική προτροπή σε κάποιον που μιλάει πολύ να πάψει να μιλάει: «κάνε στάση, ρε παιδάκι μου, να μιλήσει και κανένας άλλος». Από την εικόνα του επιβάτη τροχοφόρου συγκοινωνιακού μέσου, που ζητάει από τον οδηγό ή τον εισπράκτορά του να σταματήσει στο προκαθορισμένο σημείο ή τόπο για να κατέβει·
- κρατώ ουδέτερη στάση, δεν υποστηρίζω κανένα από δυο άτομα ή από δυο ομάδες ατόμων: «όταν μαλώνουν τα δυο αδέρφια, κρατώ ουδέτερη στάση»·
- κρατώ σκληρή στάση, μένω αδιάλλακτος στις θέσεις, τις απαιτήσεις ή τις διεκδικήσεις μου: «οι δυο αντιπροσωπείες κράτησαν σκληρή στάση με αποτέλεσμα να διακοπούν οι ειρηνευτικές συνομιλίες»·
- κρατώ στάση, α. φέρομαι, συμπεριφέρομαι, αντιμετωπίζω με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο κάποια κατάσταση: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, κρατώ στάση εχθρική απέναντί του». (Λαϊκό τραγούδι: τη στάση που κρατάς δε τη γουστάρω, κι αν θες γυναίκα με στεφάνι να σε πάρω). β. εμμένω στις αρχικές μου ιδέες, στις αρχικές μου απόψεις: «αν πει κάτι, κρατάει στάση μέχρι το τέλος». γ. αποφεύγω επιδεικτικά κάποιον: «θέλω να μου πεις, σ’ έκανα τίποτα και μου κρατάς στάση;»·
- κρατώ στάση αναμονής, δεν επεμβαίνω, μέχρι να ξεκαθαρίσει μια κατάσταση, για να ενεργήσω μετά εκ του ασφαλούς: «η αγορά είναι άνω κάτω και κρατώ στάση αναμονής, μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, για να κινηθώ αναλόγως»·
- σε στάση προσοχής, βλ. λ. προσοχή·
- στάση εργασίας, μορφή απεργιακής κινητοποίησης των εργαζομένων που διαρκεί λιγότερο από τον ημερήσιο χρόνο εργασίας: «τα συνδικάτα ανήγγειλαν προειδοποιητικές στάσεις εργασίας»·
- στάση πληρωμών, προσωρινή διακοπή, παύση πληρωμών σε υπαλλήλους ή συνεργάτες λόγω οικονομικής αδυναμίας: «η επιχείρηση ανακοίνωσε στάση πληρωμών».

προσοχή

προσοχή, η, ουσ. [<αρχ. προσοχή], η προσοχή. 1. το ενδιαφέρον: «τον τελευταίο καιρό όλοι έχουν στρέψει την προσοχή τους στο χρηματιστήριο». 2α. προσοχή! προειδοποιητικό επιφώνημα για διαφαινόμενο κίνδυνο: «προσοχή τ’ αυτοκίνητο που έρχεται! || προσοχή! Ρεύμα υψηλής τάσεως». β. (στρατιωτ. ή γυμναστ. παράγγελμα) να σταθεί κάποιος ή κάποιοι σε στάση προσοχής·
- βαράω προσοχή, (στη γλώσσα του στρατού) α. (για αξιωματικούς) διατάζω προσοχή: «είναι πολύ αυστηρός και κάθε φορά που μας βλέπει, βαράει προσοχή για να μας τη σπάσει». β. (για στρατιώτες) στέκομαι προσοχή: «κάθε φορά που βλέπουμε να περνάει ο διοικητής μας, βαράμε προσοχή»·
- δίνω προσοχή (σε κάποιον ή κάτι), προσέχω: «δίνω μεγάλη προσοχή, όταν μου μιλάει κάποιος μεγαλύτερός μου || δίνω προσοχή στις παρέες μου || δίνω προσοχή, κάθε φορά που πρόκειται να κάνω μια καινούρια δουλειά»·
- με τη δέουσα προσοχή, με την απαραίτητη προσοχή: «όσο διάστημα μιλούσε ο πατέρας του, αυτός τον άκουγε με τη δέουσα προσοχή»·
- μετά προσοχής, προσεκτικά: «άκουγε μετά προσοχής τις εξηγήσεις που του έδινε ο άλλος»·
- μη δίνεις (καμιά, καθόλου) προσοχή, μη δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία, αγνόησέ το: «μη δίνεις καθόλου προσοχή σ’ αυτά που λέει, γιατί σε ζηλεύει»·
- μην του δίνεις (καμιά, καθόλου) προσοχή, μην του δίνεις (καμιά, καθόλου) σημασία, αγνόησέ τον: «μην του δίνεις καμιά προσοχή, γιατί είναι κομμάτι λειψός ο φουκαράς»·
- σε στάση προσοχής, με το σώμα τεντωμένο σε όρθια θέση και ακίνητο, τα πόδια ενωμένα και τα χέρια τεντωμένα προς τα κάτω να εφάπτονται στα πλευρά και τους μηρούς: «στην επιθεώρηση του λόχου ήμασταν όλοι σε στάση προσοχής»·
- στέκομαι προσοχή, α. στέκομαι σε στάση προσοχής μπροστά σε κάποιον ως ένδειξη σεβασμού, υπακοής ή θαυμασμού: «μπροστά στους γονείς του στέκεται προσοχή || όταν περνάει αυτή η γυναίκα  έξω απ’ το μπαράκι, βγαίνουμε όλοι και στεκόμαστε προσοχή». (Λαϊκό τραγούδι: αμάν και τι είσ’ εσύ, αμάν και τι είσ’ εσύ, για χάρη σου σταθήκανε οι άντρες προσοχή!). β. (στη γλώσσα του στρατού) στέκομαι σε στάση προσοχής αποδίδοντας τιμή σε ανώτερο, στέκομαι κλαρίνο: «την ώρα που περνούσε ο διοικητής, πεταχτήκαμε όλοι απ’ τις θέσεις μας και σταθήκαμε προσοχή»·     
- χτυπάει προσοχή, (στη γλώσσα του στρατού)δίνει το παράγγελμα της προσοχής: «στην έπαρση της σημαίας ο σαλπιγκτής βαράει προσοχή»·  
- χτυπώ προσοχή, (στη γλώσσα του στρατού) στέκομαι σε στάση προσοχής αποδίδοντας τιμή σε ανώτερο, στέκομαι κλαρίνο: «όλοι χτυπάμε προσοχή, μόλις δούμε να περνάει ο διοικητής μας».