Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
στάδιο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

στάδιο, το, ουσ. [<αρχ. στάδιον], το στάδιο·
- ανοίγεται στάδιον δόξης λαμπρόν, βλ. φρ. ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρό(ν), λ. πεδίο·
- βρίσκομαι στο τελευταίο στάδιο, βλ. συνηθέστ. είμαι στο τελικό στάδιο·
- βρίσκομαι στο τελικό στάδιο, βλ. φρ. είμαι στο τελικό στάδιο·
- είμαι στο τελευταίο στάδιο, βλ. συνηθέστ. είμαι στο τελικό στάδιο·
- είμαι στο τελικό στάδιο, είμαι στην τελευταία φάση μιας προσπάθειας: «είμαι στο τελικό στάδιο της ολοκλήρωσης της δουλειάς».