Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σκουριάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σκουριάζω, ρ. [<μτγν. σκωριάζω <σκωρία], σκουριάζω· αν και έχω ζωτική ενέργεια, δυναμικότητα, δεν κάνω τίποτα, δε δημιουργώ, ιδίως λόγω έλλειψης ευκαιρίας: «με πέταξαν σ’ αυτή τη δημόσια θέση και κάθομαι και σκουριάζω».