Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σιτάρι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σιτάρι, το, ουσ. [<μσν. σιτάριν <μτγν. σιτάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σῖτος], το σιτάρι· τα κόλλυβα: «μετά το τρισάγιο που έκανε στον τάφο του άντρα της, μοίρασε σιτάρι τους λίγους παρευρισκόμενους». Από το ότι τα κόλλυβα γίνονται από βρασμένο σιτάρι·
- δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- έσπειρε σιτάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- μ’ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό σιτάρι, βλ. λ. άβροχος·
- ξεχωρίζω την ήρα απ’ το σιτάρι, βλ. λ. ήρα·
- ξεχώρισε η ήρα απ’ το σιτάρι, βλ. λ. ήρα·
- όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, όποιος εργάζεται εντατικά, όποιος κοπιάζει θα έχει και τις ανάλογες απολαβές, τα ανάλογα κέρδη: «μη χάνεις τον καιρό σου τώρα που είσαι παλικάρι, όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι».

άβροχος

άβροχος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ἄβροχος], (για μήνες, εποχές) που κατά τη διάρκειά του δεν έβρεξε ή δε βρέχει: «φέτος είχαμε άβροχο καλοκαίρι»·
- αβρόχοις ποσί, χωρίς κόπο, μόχθο ή άλλη ταλαιπωρία, τελείως ανώδυνα: «ανέβηκε στα υψηλά κλιμάκια αβρόχοις ποσί, γιατί είχε θείο έναν βουλευτή». Η φρ. αναφέρεται στη Βιβλική αφήγηση της διέλευσης της Ερυθράς Θάλασσας από τους εξακόσιους χιλιάδες καταδιωκόμενους από τον Φαραώ Εβραίους, οπότε με τη βοήθεια του Θεού ο Μωυσής χώρισε στα δυο τη θάλασσα κι έτσι μπόρεσαν να περάσουν χωρίς να βρέξουν ούτε τα πόδια τους. Πρβλ. (Έξοδος ιδ΄-ιε΄)·   
- Αύγουστος άβροχος, μούστος άμετρος, όταν, σύμφωνα με τους εμπειρικούς κυρίως μετεωρολόγους που ακόμα και σήμερα υπάρχουν στην επαρχία, δε βρέχει τον Αύγουστο, έχουμε καλή παραγωγή σταφυλιών·
-μ’ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό σιτάρι, όταν, σύμφωνα πάλι με τους παραπάνω μετεωρολόγους, δε βρέξει το Φεβρουάριο, θα έχουμε μειωμένη παραγωγή σιταριού: «οι γεροντάδες είναι ανήσυχοι που δε βρέχει, γιατί μ’ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό σιτάρι».

ήρα

ήρα, η, ουσ. [<αρχ. αἶρα], η ήρα·
- ξεχωρίζω την ήρα απ’ το σιτάρι, ξεχωρίζω, ξεκαθαρίζω, απομονώνω τα αρνητικά από τα θετικά στοιχεία, τα άχρηστα από τα χρήσιμα, τους ανάξιους από τους άξιους, ώστε να επικρατήσουν οι δεύτεροι και να παράγουν επωφελές έργο για την κοινωνία: «αν δε βρεθεί ένας πρωθυπουργός, που να ’χει τα κότσια να ξεχωρίσει την ήρα απ’ το σιτάρι μέσα στην κυβέρνησή του, τότε ο τόπος αυτός είναι καταδικασμένος»·
- ξεχώρισε η ήρα απ’ το σιτάρι, ξεχώρισαν, ξεκαθάρισαν, απομονώθηκαν τα αρνητικά από τα θετικά στοιχεία, τα άχρηστα από τα χρήσιμα, οι ανάξιοι από τους άξιους και επικράτησαν οι δεύτεροι, που παράγουν επωφελές έργο για την κοινωνία: «απ’ τη μέρα που ο πρωθυπουργός, ξεχώρισε την ήρα απ’ το σιτάρι μέσα στην κυβέρνησή του, ένας νέος άνεμος αισιοδοξίας φυσάει σ’ αυτόν τον τόπο».

κριθάρι

κριθάρι, το, ουσ. [<μτγν. κριθάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κριθή], το κριθάρι·
- δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι, λέγεται για εκείνους τους εμπόρους, που, ενώ τα εμπορεύματα που πουλάνε φαίνονται πως είναι καλής ποιότητας, στην πραγματικότητα δεν είναι: «δεν αγοράζω ξανά απ’ αυτόν τον έμπορα, γιατί δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι». Από το ότι το κριθάρι χρησιμοποιείται και ως διατροφή των ζώων·
- δεν τρώω κριθάρι ή δεν τρώμε κριθάρι, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «θέλησε να με ξεγελάσει, αλλά δεν ήξερε ότι δεν τρώω κριθάρι». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- έσπειρε σιτάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, είναι φορές που ενεργούμε όπως πρέπει, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που περιμένουμε: «ποτέ του δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί δεν προχώρησε η δουλειά. Έσπειρε στάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, δεν είναι για να τρελαίνεσαι;»·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- τρώει κριθάρι, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αφού τρώει κριθάρι, μια ζωή θα τον ξεγελούν». Από το ότι το κριθάρι, εκτός των άλλων, αποτελεί και βασική τροφή πολλών οικιακών ζώων. Για συνών. βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.