Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σιγή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σιγή, η, ουσ. [<αρχ. σιγή], η σιγή·
- ενός λεπτού σιγή, α. χρονικό διάστημα, κατά το οποίο, οι παρευρισκόμενοι σε ένα χώρο, στέκονται προσοχή χωρίς να μιλούν, προς τιμή κάποιου ή κάποιων νεκρών: «όλοι οι παρευρισκόμενοι μέσα στην αίθουσα κράτησαν ενός λεπτού σιγή για τα θύματα των πρόσφατων σεισμών». β. λέγεται και στην περίπτωση που κάποιος συγκεντρώνεται απόλυτα για ένα μικρό διάστημα, για να κάνει κάτι: «μάγκες, ενός λεπτού σιγή, για να φάω αυτόν τον υπέροχο μουσακά». (Λαϊκό τραγούδι: ενός λεπτού σιγή για ένα τσιγάρο σέρτικο, να κλείσει μια πληγή μ’ ένα βαρύ ζεϊμπέκικο
- κρατώ σιγήν ιχθύος, βλ. λ. ιχθύς·
- νεκρική σιγή, απόλυτη ησυχία, απόλυτη σιωπή: «μέσα στη νύχτα επικρατούσε νεκρική σιγή». Συνών. νεκρική σιωπή·
- τηρώ σιγήν ιχθύος, βλ. λ. ιχθύς.

ιχθύς

ιχθύς, ο, ουσ. [<αρχ. ιχθύς], το ψάρι·
- κρατώ σιγήν ιχθύος, βλ. φρ. τηρώ σιγήν ιχθύος·
- μένω άφωνος ιχθύς, μένω απολύτως σιωπηλός, δε λέω απολύτως τίποτα: «σε όλο το διάστημα που βρισκόταν μαζί μας έμενε άφωνος ιχθύς, γιατί κανείς δεν του απηύθυνε το λόγο»· βλ. και φρ. τηρώ σιγήν ιχθύος·
- τηρώ σιγήν ιχθύος, αποφεύγω να πω ή να σχολιάσω οτιδήποτε, σιωπώ: «ό,τι και να τον ρωτούσαν, τηρούσε σιγήν ιχθύος, γιατί δεν ήξερε ποιανού το μέρος να πάρει».